Σάββατο 16 Απριλίου 2011
ὁ θρύλος τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ καί ὁ Ἕλληνας στρατηγός ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, οὔτε καί προκεῖται νά ἀλωθῆ. Γράφει ἡ Ἑλένη Κυπραίου, δημοσιογράφος -συγγραφέας Καθώς γράφουμε, ξεπῆδα ἀπό τά βάθη τῆς μνήμης μᾶς μία ἱστορία, πού ἄν δέν εἶναι ἀληθινή, τουλάχιστον θά μποροῦσε νά ἀποθανατιστῆ σάν θρύλος. Μᾶς τήν ἀφηγήθηκε, πρίν μερικά χρόνια, προσωπικότητα ἀξιόλογη (τηροῦμε τήν ἀνωνυμία της) καί πάντως οὔτε εὐφάνταστη, οὔτε παραμυθολογα. Πρίν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα ἀπό μία δεκαετία, ὑπηρετοῦσαν, ἄπ΄τή μία κι΄ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ Ἐβρου, στά σύνορα, πού διαιροῦν τήν Θράκη μας στά δύο, ἀντίστοιχα, Ἕλλην καί Τοῦρκος στρατηγός. Οἱ δύο ἄνδρες εἶχαν συνδεθεῖ μέ στενή μεταξύ τους φίλια. Πολύ περισσότερο πού ὁ Τοῦρκος στρατηγός, εἶχε σύζυγο Ἑλληνίδα. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός νά μετατεθοῦν γιά ἄλλη ὑπηρεσία, προσκάλεσε ὁ Τοῦρκος τόν Ἕλληνα συνάδελφό του. “Τόσον καιρό”, τοῦ εἶπε,… “περάσαμε ἀνέφελα μαζί. Οἱ διαφορές πού ἔχουν οἱ δύο χῶρες μας, μεταξύ τους, δέν ἐπηρέασαν τή φίλιά μας. Ἀλλά κι΄ἐμεῖς οἱ Τοῦρκοι θεωροῦμε τή φίλια ἱερή. Θά ἤθελα αὔριο τό βραδύ νά σού τό ἀποδείξω.” Τήν ἑπόμενη, στίς 10 ἀκριβῶς, ὁ Ἕλλην ἐπιβιβαζόταν στό ἰδιωτικό αὐτοκίνητό του Τούρκου. Νύχτα ἀφέγγαρη ἦταν. Ἐρημικοί οἱ δρόμοι. Ἀνοιχτή κι ἡ λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας πρός τήν Πόλη. Κοντά μεσάνυχτα πρέπει νά πλησίασαν στίς παρυφές της. Ὕπνος βαθύς εἶχε καθηλώσει στά κρεβάτια τούς κατοίκους της. Ἡσυχία στούς δρόμους. Γρηγορος, ὁ ὁδηγός Τοῦρκος, μπῆκε βγῆκε ἀπό στενά, ἀπό περιπλεγμένα σάν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα ἀφέγγαρη. Ἔσβησε τή μηχανή, σταμάτησε μπροστά σέ καγκελόπορτα μέ γραφές στά ἑλληνικά. Ὁ γοργός ρυθμός, ἡ ἀγωνία, ἡ περιέργεια, δέν ἄφηναν στόν Ἕλληνα περιθώρια νά ψάξει, οὔτε καν νά προβληματισθεῖ. Ἀκολουθοῦσε τόν Τοῦρκο πειθήνια, σάν αὐτόματο, χωρίς φόβο, μέ περίσσια ἐμπιστοσύνη. Οὔτε καν πού τοῦ πέρασε ἀπ’ τό μυαλό, πώς μποροῦσαν νά΄ναί καί κακές οἱ προθέσεις του. Στάθηκαν μπροστά σέ διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Ἔβγαλε κλειδί ἀπ’ τήν τσέπη τοῦ ὁ Τοῦρκος. Ξεκλείδωσε. Ἄνοιξε. Ὑπόγειο ἦταν. Μούχλα ἀνέδιναν οἱ τοῖχοι. Μούχλα καί κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στά ἔγκατα τῆς γής. Περπάτησαν κι οἱ δύο, σέ διαδρόμους, χωρίς νά σκοντάφτουν. Τούς βάραινε ἡ σιωπή, ἡ ἀναμονή. Ποῦ πήγαιναν, ἔτσι στά τυφλά ; Πού κατευθύνονταν ; Ἀνάστροφα στόν χρόνο. Σέ ποιόν χρόνο ; Τόν ἀνθρώπινο ἤ τόν Θεικο ; Ὁ Τοῦρκος ἤξερε. Ἀλλά δέν ἤξερε ἀκόμη ὁ Ἕλληνας. Δέν μποροῦσε νά δικαολογησει τήν περιπλάνηση. Μά οὔτε καί πρόφταινε νά προβληματιστεῖ. Ἀκολουθοῦσε. Μέ τήν βεβαιότητα, πώς ἡ στιγμή ἦταν μοναδική. Πῶς δέν θά’ χέ τήν εὐκαιρία, πότε ξανά, νά τήν ξαναζήσει. Ἀκολουθοῦσε. Ὀνειρευόταν ἄραγε ; Ὑπνοβατοῦσε ; Φτερωμένη ἡ φαντασία του, ἀνάπλαθε μονοπάτια, πού μόνο σέ ἐλαφρύ ὕπνο βαδίζει κανείς. Ἕνα ἦταν σίγουρο: δέν θά ξανάβρισκε πότε τόν δρόμο. Δέν θά τόν ξανάβρισκε χωρίς ὁδηγό. Εἶχαν φθάσει στό τέρμα. Θύρα καί πάλι ἁρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. Ἡ σιγή τῆς ὕστατης ὥρας. Ποῦ ἦρθε νά διακόψει μόνο τό τρίξιμο τῆς κλειδαριᾶς. Τό γκρινιασμα τοῦ σκουριασμένου σίδερου. Μισανοιξε ἡ βαριά θύρα. Ἰσχνό φῶς στό ἐσωτερικό. Ὑπερκόσμιο. Μυστηριακό. Ὑπόγειο ; Μπουντρούμι ; Κενοτάφιο ; Καί τότε, τότε μόνον μίλησε ὁ Τοῦρκος : “Ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες, δέν πιστεύετε στόν θρύλο τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιά ; Δέν λέτε καί ξαναλέτε μεταξύ σας, πώς βόλι ἐχθροῦ δέν τόν ἄγγιξε ; Πώς τόν καταπίε τό μανιασμένο πλῆθος τῶν πορθητῶν τῆς Πόλης ; Ἀλλά πώς τόν τράβηξε ἡ Παναγία στήν ἀγκαλιά της, γιά νά τόν κάνει Ἀθάνατο ; Δέν εἶστε βέβαιοι πώς ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ; Δέν εἶναι θρύλος. Ψεύτικη ἐλπίδα. Ὀνειροφαντασία. Εἶναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δές καί μόνος σου.” Στό πάτωμα, μισοανασηκωμενο στόν ἕνα ἀγκώνα ὁ Ἕλληνας εἶδε, εἶδε μέ τά ματιά του, τόν ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ. Ρίγος μεταφυσικό τόν διαπέρασε. Θόλωσαν ἀπ’ τά δάκρυα τά ματιά του. Θαμπώθηκε ἡ ὅρασή του. Ἔκανε τό σταυρό του. Μπροστά του, ἐκεῖ, σέ ἀπόσταση ἀνάσας, τό ΘΑΥΜΑ. Κι ἦταν αὐτός, ὁ τυχερός, πού εἶχε ἀξιωθει νά τό ζήσει μέ τίς αἰσθήσεις του. Σέ συγκεκριμένο χῶρο καί χρόνο. Πηχτή ἡ σιωπή, σχεδόν, κοβόταν μέ τό μαχαίρι. Μίλησε καί πάλι ὁ Τοῦρκος : “Πρίν μερικά χρόνια κειτόταν στό ἔδαφος ὁ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τόν τελευταῖο καιρό ἄρχισε σιγά-σιγά ν’ ἀνασηκώνεται. Πᾶμε.” Ξανάκλεισαν τή θύρα. Τήν ξανακλείδωσαν. Ἀντίστροφα βγῆκαν μέχρι τήν αὐλή ἀπ’ τά ὑπόγεια. Ξαναπέρασαν τήν καγκελλενια πόρτα. Δέν ἄφησαν πίσω ἴχνη ἀπ’ τίς πατημασιές τους. Κανείς δέν τούς εἶχε δεῖ. Μπῆκαν στό αὐτοκίνητο, πῆραν τό δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Σιωπηλοί. Χωρίς νά ἀνταλλάξουν κουβέντα. Δέν εἶχε ἀκόμη ξημερώσει ὅταν ἔφτασαν στόν Ἐβρο. Προτοῦ ἀποχωρισθοῦν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Τό ποτάμι κυλοῦσε ὁρμητικά πρός τό Αἰγαῖο. “Γυρίζει πίσω τό ποτάμι”, μονολόγησε ὁ Ἕλλην στρατηγός. “Γυρίζει ὅταν τό θελήσει ὁ Θεός”. Ὑπηρέτησε ἀργότερα στό Κέντρο. Προτοῦ ἀποστρατευθεῖ θεώρησε ὑποχρέωση τοῦ ν’ ἀποκαλύψει τό μεγάλο μυστικό στήν προσωπικότητα πού μᾶς τό ἐμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας καί τόν στρατηγό, κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας. Κάναμε καί μεῖς τόν σταυρό μᾶς μουρμουρίζοντας “Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΑΛΩ”. ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ * Ἡ Λαική παράδοση λέει γιά τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, στήν πραγματικότητα κανείς Ἅγιος καί κανείς προφήτης δέν μιλάει γιά Κωνσταντῖνο, ὅλοι οἱ προφῆτες μιλοῦν γιά Ἰωάννη. * Ὁ Ἕλληνας στρατηγός πέθανε τόν Φεβρουάριο τοῦ 2001 πλήρης ἥμερων. Ἐμεῖς μετά ἀπό ἐπιστάμενη ἐρεῦνα, ἀναζητήσαμε καί βρήκαμε τήν ἀδελφή του στρατηγοῦ καί μᾶς ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἡ μοναδική εὐκαιρία πού εἶχε ὁ ἀδελφός της ἦταν πραγματικότητα, εἶδε μέ τά ματιά τοῦ τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη, γιατί ἔτσι ἔγραφε ἡ ἐπιγραφή πάνω ἀπό τό κεφάλι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου