Η απαρχή της κυριαρχίας των Βενετών στην Μεσσηνία (1204-1209)
Η ανακατανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που συμφωνήθηκε ανάμεσα στους συμμετέχοντες στην 4η Σταυροφορία το φθινόπωρο του 1204, παραχωρούσε στην Βενετία την κυριαρχία ενός μεγάλου μέρους της Πελοποννήσου.
Παρόλα αυτά τα νέα δεδομένα, οι Βενετοί, κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια, αποφάσισαν να καταλάβουν μόνο τα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης σε συνδυασμό με άλλα δύο της ενδοχώρας (1207), ενώ χρονικά λίγο αργότερα, θα ρυθμίσουν και τυπικά αυτή την στρατηγική επιλογή τους, με την σύναψη της Συνθήκης της Σαπιέντζας (Ιούνιος 1209) με τον Γοδεφρείγο Βιλλαρδουίνο, βάσει της οποίας του άφηναν ως φέουδο την υπόλοιπη Πελοπόννησο.
Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 1204, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της επιτροπής που ήταν υπεύθυνη για τη διανομή των φέουδων σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, η Πελοπόννησος προοριζόταν μόνο για τους Βενετούς, οι οποίοι κατ' όνομα έλαβαν την «provincia Lakedemonie, micra et megali episkepsis, id est parva et magna pertinentia», τα «Kalobrita» (Καλάβρυτα) και το «Ostrovos» (Οστροβον, το σημερινό Στροβίτσι κοντά στη Φιγαλία», δηλαδή ένα μερίδιο της ενδοχώρας της δυτικής ακτής (χωρίς την Αρκαδία) που δύσκολα αποτυπώνεται με ακρίβεια και όλη την βορειοδυτική ακτή από την Πάτρα μέχρι την Μεθώνη, που ορίζεται ως «Orium Patron et Methonis cum omnibus suis pertinentiis, scilicet pertinentia de Brana, pertinentia de Catacocino et cum villis Kyre Herinis, filie imperatoris Kyri Alexii, cum villis de Molineti, de Pantocratora ed de ceteris monastriorum sive quibusdam villis que sunt in ispsis, scilivet de micra et megali episkepsi id est de parva et magna pertinentia» («Οριον Πατρών και Μεθώνης με ολόκληρη την περιοχή τους, δηλαδή την περιοχή Βρανά, την περιοχή του Καντακουζηνού και με τα χωριά της Κυρά Ειρήνης, της θυγατέρας του αυτοκράτορα κυρ Αλεξίου, μαζί με τα χωριά των Μύλων, του Παντοκράτορα (αταύτιστο τοπωνύμιο και μοναστήρι) και των λοιπών μοναστηριών είτε τα χωρία που βρίσκονται σε αυτά, δηλαδή τη μικρή και μεγάλη επίσκεψιν ήτοι τη μικρή και μεγάλη περιοχή»). Τυπικά, ενώ έμειναν εκτός η Κόρινθος και η Αργολίδα, ουσιαστικά, παρά τη διανομή, οι μεγάλες ιδιοκτησίες και οι πόλεις της Πελοποννήσου, τόσο στα θέματα όσο και στα όρια, βρίσκονταν στα χέρια τοπικών αρχόντων, όπως και πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από του Λατίνους.
Ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα, μέσω του χρονικού του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου που τελειώνει το 1208, αλλά και του κειμένου του «Χρονικού του Μορέως» που γράφτηκε περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, ο πρώτος σταυροφόρος που έφτασε στην Πελοπόννησο ήταν ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος (ανιψιός του ομώνυμου χρονογράφου). Απέπλευσε από την Μασσαλία με στόχο, όπως είχε συμφωνηθεί, να συναντήσει τον βενετικό στόλο στην Μεθώνη. Ομως, κατευθύνθηκε μαζί με άλλους σταυροφόρους προς την Συρία, ενώ όταν πληροφορήθηκε την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους άλλαξε πορεία προς τα εκεί, αλλά, όπως γράφει ο ίδιος στο χρονικό του «ο άνεμος και η περιπέτεια» άλλαξαν την πορεία του πλοίου και το παρέκτρεψαν προς τις νοτιοδυτικές ακτές της Πελοποννήσου. Ετσι, εξαιτίας των ζημιών που έπαθε το πλοίο του, αναγκάστηκε να ξεχειμωνιάσει μεταξύ 1204 και 1205 στη Μεθώνη, όπου σύναψε συμφωνία με έναν Ελληνα τοπικό άρχοντα και άρχισε να δημιουργεί μια ηγεμονία. Ομως, μετά από λίγο καιρό ο σύμμαχος του αυτός πέθανε και οι γιοι του επαναστάτησαν εναντίον του.
Ο Βιλλαρδουίνος τότε, βάσει των νέων δεδομένων που διαμορφώθηκαν και πληροφορούμενος για την άφιξη του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου Μομφερρατικού στην Αργολίδα, αποφάσισε να ταξιδέψει ως εκεί για να τον συναντήσει. Ετσι, ύστερα από ταξίδι έξι ημερών με το ιππικό του, διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο καθώς δεν γνώριζε την διαδρομή, τον συνάντησε στο στρατόπεδό του στο Ναύπλιο. Κατά την παραμονή του στο Ναύπλιο, ο Βιλλαρδουίνος συνάντησε και έναν φίλο, τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη, υποκόμη του Ντιζόν. Προφανώς ο Βιλλαρδουίνος εξέθεσε στον Σαμπλίτη την σημασία του Μοριά, καθώς την άνοιξη του 1205, οι δυό τους, με την άδεια του Βονιφάτιου Μομφερρατικού, άφησαν το στρατόπεδο και με εκατό περίπου ιππείς ξεκίνησαν, ο ένας διά ξηράς και ο άλλος διά θαλάσσης, με σχέδιο να ακολουθήσουν τις πελοποννησιακές ακτές από την Κορινθία στην Αχαΐα και από εκεί στην Ηλεία και τη Μεσσηνία. Αυτές οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, αποσκοπούσαν πρώτα στην εύφορη πεδιάδα της Ηλείας, για την οποία ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης είχε αποκτήσει την πράξη παράδοσης των μεγάλων ιδιοκτησιών γης, καθώς και στις πόλεις λιμάνια με τα κάστρα τους στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, μέσω των οποίων ο στρατός θα μπορούσε να διατηρεί την θαλάσσια σύνδεση με τη Δύση καθώς και με την Κωνσταντινούπολη.
Ετσι, κατέλαβαν την Πάτρα και στη συνέχεια το Ποντικόκαστρο (κοντά στο σημερινό Κατάκολο, το φραγκικό Beauvoir ή βενετσιάνικο Belveder) και συνέχισαν κατά μήκος των δυτικών μεσσηνιακών ακτών, περνώντας από το Κάστρο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσία) και το Ναυαρίνο (φραγκικό Port-de-Jonc και βενετσιάνικο Zonchio), τα οποία τα προσπέρασαν χωρίς να επιτεθούν, καθώς είχαν ισχυρή οχύρωση και διότι στόχος τους ήταν να φθάσουν στο σημαντικό λιμάνι της Μεθώνης, της οποίας τα τείχη, όπως γνώριζε ο Βιλλαρδουίνος από την διαμονή του εκεί, δεν εγγυώνταν πλέον την υπεράσπισή της. Ετσι, μετά την κατάληψη της Μεθώνης, ήρθε η σειρά της Κορώνης, η οποία παραδόθηκε και αυτή στους Φράγκους ύστερα από βραχύχρονη πολιορκία από ξηρά και θάλασσα, ενώ ακολούθησε και η Καλαμάτα, η οποία συνθηκολόγησε προσφέροντας στο νεοπαγές πριγκιπάτο τη μεσσηνιακή πεδιάδα. Στη συνέχεια, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης παραχώρησε την Καλαμάτα ως φέουδο στον Γοδεφρείγο Βιλλαρδουίνο, ενώ στα τέλη του 1205 ή και λίγο αργότερα, στις αρχές του 1206, ακολούθησε η πολιορκία του κάστρου της Αρκαδίας, που η άλωση της απαίτησε μεγαλύτερη προσπάθεια και περισσότερο χρόνο.
Το φθινόπωρο του 1205, μετά την παράδοση της Καλαμάτας και πριν ξεκινήσει η πολιορκία της Αρκαδίας, έγινε μια σημαντική μάχη στη Μεσσηνία, η ονομαζόμενη «μάχη των Κουντούρων»*. Η τοποθεσία της μάχης δεν έχει ταυτιστεί απόλυτα, εάν και υπάρχουν κάποιες απόψεις σχετικά με την περιοχή της μάχης. Η μάχη έγινε μεταξύ ενός βυζαντινού συνασπισμού, του οποίου ηγείτο ο Μιχαήλ, γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και εξάδερφος εξ αγχιστείας των αυτοκρατόρων Ισαακίου Β' Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Κομνηνού, που είχε εκστρατεύσει κατά της Μεθώνης, και στους Φράγκους που τον πρόφτασαν με το ιππικό τους μέσα σε μία μέρα. Στη μάχη αυτή οι Φράγκοι νίκησαν τους Βυζαντινούς και ο Μιχαήλ Δούκας Αγγελος Κομνηνός κατευθύνθηκε προς την Ηπειρο, όπου ίδρυσε το δεσποτάτο της Ηπείρου, σε εδάφη τα οποία κατά τη Διανομή είχαν δοθεί στη Βενετία.
Παράλληλα, στην Πελοπόννησο, μολονότι ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, σε γράμμα του με χρονολογία 19 Νοεμβρίου 1205, είχε απονείμει στον Γουλιέλμο Σαμπλίτη τον τίτλο του princeps totius Achaie provincie (πρίγκιπα ολόκληρης της επαρχίας Αχαΐας), η νομιμοποίηση του νεοπαγούς φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί, καθώς το πριγκιπάτο αυτό είχε ιδρυθεί σε περιοχή που είχε δοθεί στην Βενετία κατά την προηγούμενη Διανομή. Έτσι βασιζόταν μόνο στον δεσμό επιτροπείας με τον Βονιφάτιο Μομφερατικό που είχε παραχωρήσει την εξουσιοδότηση, βάση της οποίας είχε αρχίσει η κατάληψη της Πελοποννήσου.
Τα όρια των περιοχών που έλαβε ο Βιλλαρδουίνος ως φέουδο προσδιορίζονται γεωγραφικά βόρεια της Κορίνθου, συμπεριλαμβανομένου και αυτής, ενώ προς το νότο εντοπίζονται μέσω μιας ευθείας γραμμής που ξεκινούσε από την δυτική ακτή της Μεσσηνίας, από τον σκόπελο Χελωνήσι και από την εκβολή του χειμάρρου Ξεριά (νότια της σημερινής Γιάλοβας) στον κόλπο του Ναβαρίνου, μέχρι την ανατολική ακτή της Μεσσηνίας, στο portum Simari / Sinati (λιμάνι Σιμάρι / Σινάτι), δηλαδή το τοπωνύμιο Ασίνη που αφορά την αρχαία Κορώνη. Το λιμάνι της Ασίνης μπορεί να ταυτιστεί με το σημερινό Πεταλίδι. Αντίθετα, οι περιοχές που διοικούνταν κατευθείαν από τους Βενετούς είχαν οριοθετηθεί επακριβώς, βάσει αναφορών διοικητικής και φορολογικής φύσης και όχι πλέον βάση γενικών γεωγραφικών ενδείξεων. Ετσι, η Βενετία θα κατείχε την πόλη της Μεθώνης σε συνδυασμό με τα διοικητικά διαμερίσματα που βρίσκονται νότια της οριακής γραμμής που αναφέραμε και όχι πια όλα εκείνα τα διαμερίσματα (επισκέψεις) που ανήκαν στη φορολογική δικαιοδοσία της βυζαντινής Μεθώνης, καθώς επίσης και την πόλη της Κορώνης με όλα τα διοικητικά της διαμερίσματα. Αυτοί οι προσδιορισμοί σίγουρα υπονοούν ότι κάποια διοικητικά διαμερίσματα εξαρτώμενα από την Μεθώνη περνούσαν στο πριγκιπάτο της Αχαΐας, ακόμη και αν βρίσκονταν πάνω από τη συνοριακή γραμμή που αναφέραμε, ενώ η Βενετοί κρατούσαν εξ ολοκλήρου τις περιοχές που υπάγονταν στην Κορώνη ακόμη και αν ήταν πάνω από την συνοριακή γραμμή. Χαρακτηριστικό των στοιχείων αυτών, είναι μια απόφαση του Consilium Rogatorum (Γερουσία της Βενετίας) της 21ης Οκτωβρίου 1357, βάσει της οποίας, απαντώντας στις προσφυγές του πρίγκιπα της Αχαΐας Φιλλίπου του Ταραντίνου, που ήθελε τα όρια ανάμεσα στις βενετικές περιοχές και εκείνες του πριγκιπάτου να ακολουθούν τον ρου του ποταμού Λογκά, επισημαίνεται ξεκάθαρα ότι ο ποταμός Λογκάς καθόριζε το σύνορο μόνο της περιοχής της Κορώνης και όχι όλων των περιοχών που ανήκαν σε αυτήν, καθώς οι εν λόγω περιοχές εκτείνονταν ακόμη βορειότερα (πάνω από 40 μίλια) σε μικρές περιφέρειες. Επίσης είναι τεκμηριωμένο, ότι, βόρεια του ποταμού Λογκά βρίσκονταν τα φραγκικά χωριά Κόσμενα και Πεταλίδι και ακόμη βορειότερα τα βενετσιάνικα χωριά Λαυρόμιο και Μονίστα.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι, ο επίσκοπος και η Εκκλησία της Μεθώνης έπρεπε να διατηρούν όλες της κοσμικές και πνευματικές κτήσεις σε ξηρά και θάλασσα. Κατά τη συνήθεια, οι περιοχές των ελληνικών επισκόπων πέρασαν στους Λατίνους επισκόπους ήδη με τη φραγκική κατάκτηση, σύμφωνα με απόφαση του πάπα Ιννοκεντίου Γ΄ της 19ης Ιανοαρίου 1207, με την οποία επιβεβαίωνε στον εκλεγμένο επίσκοπο της Μεθώνης και στους επιτρόπους της Εκκλησίας ότι είχαν συμφωνήσει σχετικά με τη δεκάτη, θέτοντας υπό την προστασία του την Εκκλησία, επικυρώνοντας μερικές προσόδους και παραχωρώντας την από κοινού χρήση των κενών εκκλησιαστικών προσόδων. Επίσης, ο πάπας παραχώρησε στον ιερέα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου της Μεθώνης, που βρισκόταν εκτός λιμένος, ένα έσοδο σαράντα υπερπύρων, τα οποία έπρεπε να τα καταβάλει ο πρίγκιπας της Αχαΐας.
Τέλος, με την πτώση της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης (1261) και αφού με τον Σικελικό Εσπερινό (1282) εξαλείφθηκε κάθε σοβαρή προσπάθεια για την επανασύστασή της, εξαιτίας και της βυζαντινής επανακατάληψης (1261-1303) των χωρών που κατείχαν οι σταυροφόροι το 1204, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, οι τοπικοί Βυζαντινοί άρχοντες, οι ελληνόφωνοι γεωργοί και έμποροι, οι Φράγκοι, οι Πιζάνοι, οι Γενουάτες και οι Βενετοί, στους οποίους προστέθηκαν κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα οι Καταλανοί, οι Φλωρεντίνοι και οι Οθωμανοί, ζούσαν σε μια κατάσταση συνεχών συγκρούσεων, για τη λύση της οποίας καμία δύναμη δεν μπόρεσε να υπερισχύσει έναντι των άλλων στα πεδία των μαχών πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453).
* [Ο ιστοριοδίφης Νικόλαος Πασαγιώτης, ο οποίος καταγόταν από τον οικισμό Χαρακοπιό Μεσσηνίας και είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής του σε σχέση με την έρευνα και μελέτη της τοπικής ιστορίας της Νότιας Μεσσηνίας, γράφει στο βιβλίο του «Ανεβοκατεβάτες, έκδοση 1987» σχετικά με την «μάχη των Κουντούρων»:
«Ενα από τα ίχνη της περιοχής αυτής (εννοεί των Κάτω Αμπελοκήπων Μεσσηνίας) είναι ένας πύργος - κάστρο που βρίσκεται πάνω σε οχυρό λόφο, που φαντάζει σαν Μυκηναική Ακρόπολη. Είναι ανεξερεύνητος και δεν αναφέρεται σε καμία ιστορική διατριβή. Μόνον από παράδοση διαπιστώνεται πως θα 'ταν κάποια φραγκοβυζαντινά πυργώματα που εξουσίαζαν τη γύρω περιφέρεια. Μια θρυλοπαράδοση, λέει, πως τον πύργο τον κρατούσαν τρεις βυζαντινές πριγκιποπούλες, η Βασιλίτσα, η Μηλίτσα και η Βγένα (Ευγενία). Ηταν πανώριες κόρες που κάλπαζαν πάνω στα γρήγορα άτια τους και σαν άλλες αμαζόνες υπεράσπιζαν το πριγκιπάτο τους. Και πως μακρινοί πλούσιοι μνηστήρες από τις γύρω βαρονίες έφταναν στον πύργο να κλέψουν την καρδιά τους, όπως ο αξιωματούχος Μηνάς Ιωάννης από τη διπλανή στρατούπολη τη βρυσομάνα Μηνάγια (σήμερα Κάτω Αμπελόκηποι). Η παράδοση λέει πως τη Βασιλίτσα την παντρεύτηκε ο βυζαντινός τοπάρχης που δέσποζε τον Ακρίτα, πέρα από το σημερινό Βασιλίτσι - που πήρε και τ΄ όνομά της. Τη δεύτερη την πήρε κάποιο αρχοντόπουλο, έτσι τ' όνομα του διπλανού χωριού είναι άρρηκτα δεμένο με την χαριτωμένη πριγκιποπούλα Μηλίτσα. Και η τρίτη, η Βγένα και δεσποσύνη στον πύργο "Μπούρτζι" ή και "Βγενόβραχος" έγινε γυναίκα του Μηνά Ιωάννη, που διοικούσε ένα στρατοτόπι που πρέπει να βρισκότανε στο σημερινό χωριό Μηνάγια με τα πολλά νερά και τις πλατανοίσκιωτες πηγές. Ο Μηνάς πήρε μέρος στη πολύνεκρη μάχη κατά των Φράγκων, στου «Κούντουρου τον Ελαιώνα», πιθανόν στην περιοχή του σημερινού χωριού Νέα Κορώνη (Καντιάνικα), στα υψώματα προς το Μπογάζι, θέλοντας έτσι να επιβραδύνει την είσοδο στους Φράγκους στην κυκλώπεια ποργιά στο Μπογάζι όπου ο στενωπός προς τον Μηλιτσόκαμπο και γενικά στα χωριά της ορεινής Πυλίας. Ο Μηνάς έπεσε νεκρός στη μάχη αυτή. Οι Φράγκοι πολιόρκησαν τον πύργο της Βγένας. Η Βγένα δεν μπόρεσε να κρατήσει, ούτε και ζωντανή θέλησε να πέσει στα χέρια του εχθρού. Ετσι, έπεσε καβάλα με τ' άλογό της από το ύψωμα του πύργου στο παρακείμενο βαθύ ρέμα, σήμερα "Βγενόρεμα" και αυτοκτόνησε. Οι Φράγκοι, τέλος, πάτησαν τον Πύργο της Βγένας, λεηλάτησαν τον τόπο με τρόπο που μέχρι σήμερα οι χωρικοί μιλούνε με δέος για τα φρικιαστικά βασανιστήρια. Ενα απ' αυτά είναι το αλώνισμα. Εδεναν, λέει, τους κατοίκους σαν άλογα στ' αλώνια και ολημερίς τους βίτσιζαν και τους χτυπούσαν με τα δικριάνια μέχρι να ξεψυχίσουν. Τ' αλώνια αυτά τα λένε σήμερα "Φραγκάλωνα". Και κάποια πηγή μέσα στο Βγενόρεμα την ονομάζουν "Φραγκόβρυση"»
Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε, ότι, το Καλοκαίρι του 2003, η τότε 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, διενήργησε αυτοψία στον «Λοφίσκο Μπούρτζι» (Πύργος της Βγένας) στην περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων και κατέληξε στην εξής έκθεση:
«Η συγκεκριμένη περιοχή είναι φύσει οχυρή, αφού έχει μόνο πρόσβαση από την ανατολική πλευρά, ενώ οι άλλες πλευρές είναι κρημνώδεις. Ο λόφος προσφέρει δυνατότητα παρατήρησης μιας μεγάλης έκτασης περιμετρικά αυτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει άμεση οπτική επαφή με τον λόφο του Αγ. Νικολάου, μεταξύ Πύλου - Μεθώνης, την οροσειρά του Λυκόδημου, καθώς και μεγάλο τμήμα της περιοχής της Κορώνης. Βρίσκεται επομένως σε μια θέση πρόσφορη για την ανάπτυξη οχυρωματικών εγκαταστάσεων. Στην κορυφή του λόφου, ανάμεσα σε έντονη βλάστηση, διακρίνονται τα κατάλοιπα μιας τετράγωνης κατασκευής, κτισμένης με ιδιαίτερα ισχυρή τοιχοποιία από αργολιθοδομή. Το κτήριο σώζεται σε επίπεδο θεμελίων και σε μέγιστο ύψος +- 0,50 μ., πάχος δε +- 0,60 μ. Δεν διακρίνονται ίχνη από θύρες, δάπεδο ή άλλες διαμορφώσεις. Περιμετρικά του λόφου διατηρούνται επίσης τμήματα τοιχοποιίας τα οποία ακολουθούν στην πορεία τους την οφρύ του βράχου. Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα βρίσκεται στην δυτική πλευρά: φθάνει σε μήκος +- 10 μ., έχει ύψος εξωτερικά +- 2 μ., πάχος +- 0,60 μ. και τοιχοποιία από αργολιθοδομή.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, είναι πολύ πιθανόν στον συγκεκριμένο λόφο να υπήρχε ένα μικρό οχυρό συγκρότημα. Την κορυφή του λόφου κατείχε ένα ορθογώνιο κτήριο (πύργος;), ενώ η περιοχή περικλειόταν από τείχος. Η δόμηση των τειχών, καθώς και τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα ανάγουν την κατοίκηση του λόφου στους μεσαιωνικούς χρόνους. Η πιθανότερη περίοδος για την κατοίκηση του λόφου είναι ο 14ος - 15ος αι. όταν η γενικότερη ανασφάλεια και οι έριδες μεταξύ των φεουδαρχών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Ενετικής Διοίκησης στην Μεθώνη - Κορώνη, οδήγησαν στην οικοδόμηση μιας σειράς μικρών οχυρών κατά μήκος των παραλίων, αλλά και στην ενδοχώρα της περιοχής Πυλίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά ονόματα οικισμών, αλλά και φρουριακών εγκαταστάσεων αυτής της περιόδου καταγράφονται σε έγγραφα, διαθήκες, αλλά και χρονικά. Εντούτοις δεν κατέστη δυνατόν να ταυτιστεί κανένα όνομα των πηγών αυτών με την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Κάτω Αμπελόκηποι. Σε κάθε περίπτωση, το μικρό συγκρότημα στον λόφο "Μπούρτζι" με βάση την έκτασή του δεν πρέπει να αποτελούσε έναν οχυρωμένο οικισμό. Πιθανόν εξυπηρετούσε ολιγάριθμη φρουρά ή χρησίμευε ως τόπος καταφυγίου των κατοίκων της περιοχής σε περιόδους ανασφάλειας. Ο χώρος προστατεύεται από τις διατάξεις του νόμου 3028/2002 ως κτίσμα προγενέστερο του 1830 και οποιαδήποτε ενέργεια στο μνημείο ή στον περιβάλλοντα χώρο του, πρέπει να έχει την έγκριση της Υπηρεσίας μας»].
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 1204, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της επιτροπής που ήταν υπεύθυνη για τη διανομή των φέουδων σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, η Πελοπόννησος προοριζόταν μόνο για τους Βενετούς, οι οποίοι κατ' όνομα έλαβαν την «provincia Lakedemonie, micra et megali episkepsis, id est parva et magna pertinentia», τα «Kalobrita» (Καλάβρυτα) και το «Ostrovos» (Οστροβον, το σημερινό Στροβίτσι κοντά στη Φιγαλία», δηλαδή ένα μερίδιο της ενδοχώρας της δυτικής ακτής (χωρίς την Αρκαδία) που δύσκολα αποτυπώνεται με ακρίβεια και όλη την βορειοδυτική ακτή από την Πάτρα μέχρι την Μεθώνη, που ορίζεται ως «Orium Patron et Methonis cum omnibus suis pertinentiis, scilicet pertinentia de Brana, pertinentia de Catacocino et cum villis Kyre Herinis, filie imperatoris Kyri Alexii, cum villis de Molineti, de Pantocratora ed de ceteris monastriorum sive quibusdam villis que sunt in ispsis, scilivet de micra et megali episkepsi id est de parva et magna pertinentia» («Οριον Πατρών και Μεθώνης με ολόκληρη την περιοχή τους, δηλαδή την περιοχή Βρανά, την περιοχή του Καντακουζηνού και με τα χωριά της Κυρά Ειρήνης, της θυγατέρας του αυτοκράτορα κυρ Αλεξίου, μαζί με τα χωριά των Μύλων, του Παντοκράτορα (αταύτιστο τοπωνύμιο και μοναστήρι) και των λοιπών μοναστηριών είτε τα χωρία που βρίσκονται σε αυτά, δηλαδή τη μικρή και μεγάλη επίσκεψιν ήτοι τη μικρή και μεγάλη περιοχή»). Τυπικά, ενώ έμειναν εκτός η Κόρινθος και η Αργολίδα, ουσιαστικά, παρά τη διανομή, οι μεγάλες ιδιοκτησίες και οι πόλεις της Πελοποννήσου, τόσο στα θέματα όσο και στα όρια, βρίσκονταν στα χέρια τοπικών αρχόντων, όπως και πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από του Λατίνους.
Ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα, μέσω του χρονικού του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου που τελειώνει το 1208, αλλά και του κειμένου του «Χρονικού του Μορέως» που γράφτηκε περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, ο πρώτος σταυροφόρος που έφτασε στην Πελοπόννησο ήταν ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος (ανιψιός του ομώνυμου χρονογράφου). Απέπλευσε από την Μασσαλία με στόχο, όπως είχε συμφωνηθεί, να συναντήσει τον βενετικό στόλο στην Μεθώνη. Ομως, κατευθύνθηκε μαζί με άλλους σταυροφόρους προς την Συρία, ενώ όταν πληροφορήθηκε την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους άλλαξε πορεία προς τα εκεί, αλλά, όπως γράφει ο ίδιος στο χρονικό του «ο άνεμος και η περιπέτεια» άλλαξαν την πορεία του πλοίου και το παρέκτρεψαν προς τις νοτιοδυτικές ακτές της Πελοποννήσου. Ετσι, εξαιτίας των ζημιών που έπαθε το πλοίο του, αναγκάστηκε να ξεχειμωνιάσει μεταξύ 1204 και 1205 στη Μεθώνη, όπου σύναψε συμφωνία με έναν Ελληνα τοπικό άρχοντα και άρχισε να δημιουργεί μια ηγεμονία. Ομως, μετά από λίγο καιρό ο σύμμαχος του αυτός πέθανε και οι γιοι του επαναστάτησαν εναντίον του.
Ο Βιλλαρδουίνος τότε, βάσει των νέων δεδομένων που διαμορφώθηκαν και πληροφορούμενος για την άφιξη του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου Μομφερρατικού στην Αργολίδα, αποφάσισε να ταξιδέψει ως εκεί για να τον συναντήσει. Ετσι, ύστερα από ταξίδι έξι ημερών με το ιππικό του, διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο καθώς δεν γνώριζε την διαδρομή, τον συνάντησε στο στρατόπεδό του στο Ναύπλιο. Κατά την παραμονή του στο Ναύπλιο, ο Βιλλαρδουίνος συνάντησε και έναν φίλο, τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη, υποκόμη του Ντιζόν. Προφανώς ο Βιλλαρδουίνος εξέθεσε στον Σαμπλίτη την σημασία του Μοριά, καθώς την άνοιξη του 1205, οι δυό τους, με την άδεια του Βονιφάτιου Μομφερρατικού, άφησαν το στρατόπεδο και με εκατό περίπου ιππείς ξεκίνησαν, ο ένας διά ξηράς και ο άλλος διά θαλάσσης, με σχέδιο να ακολουθήσουν τις πελοποννησιακές ακτές από την Κορινθία στην Αχαΐα και από εκεί στην Ηλεία και τη Μεσσηνία. Αυτές οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, αποσκοπούσαν πρώτα στην εύφορη πεδιάδα της Ηλείας, για την οποία ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης είχε αποκτήσει την πράξη παράδοσης των μεγάλων ιδιοκτησιών γης, καθώς και στις πόλεις λιμάνια με τα κάστρα τους στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, μέσω των οποίων ο στρατός θα μπορούσε να διατηρεί την θαλάσσια σύνδεση με τη Δύση καθώς και με την Κωνσταντινούπολη.
Ετσι, κατέλαβαν την Πάτρα και στη συνέχεια το Ποντικόκαστρο (κοντά στο σημερινό Κατάκολο, το φραγκικό Beauvoir ή βενετσιάνικο Belveder) και συνέχισαν κατά μήκος των δυτικών μεσσηνιακών ακτών, περνώντας από το Κάστρο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσία) και το Ναυαρίνο (φραγκικό Port-de-Jonc και βενετσιάνικο Zonchio), τα οποία τα προσπέρασαν χωρίς να επιτεθούν, καθώς είχαν ισχυρή οχύρωση και διότι στόχος τους ήταν να φθάσουν στο σημαντικό λιμάνι της Μεθώνης, της οποίας τα τείχη, όπως γνώριζε ο Βιλλαρδουίνος από την διαμονή του εκεί, δεν εγγυώνταν πλέον την υπεράσπισή της. Ετσι, μετά την κατάληψη της Μεθώνης, ήρθε η σειρά της Κορώνης, η οποία παραδόθηκε και αυτή στους Φράγκους ύστερα από βραχύχρονη πολιορκία από ξηρά και θάλασσα, ενώ ακολούθησε και η Καλαμάτα, η οποία συνθηκολόγησε προσφέροντας στο νεοπαγές πριγκιπάτο τη μεσσηνιακή πεδιάδα. Στη συνέχεια, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης παραχώρησε την Καλαμάτα ως φέουδο στον Γοδεφρείγο Βιλλαρδουίνο, ενώ στα τέλη του 1205 ή και λίγο αργότερα, στις αρχές του 1206, ακολούθησε η πολιορκία του κάστρου της Αρκαδίας, που η άλωση της απαίτησε μεγαλύτερη προσπάθεια και περισσότερο χρόνο.
Το φθινόπωρο του 1205, μετά την παράδοση της Καλαμάτας και πριν ξεκινήσει η πολιορκία της Αρκαδίας, έγινε μια σημαντική μάχη στη Μεσσηνία, η ονομαζόμενη «μάχη των Κουντούρων»*. Η τοποθεσία της μάχης δεν έχει ταυτιστεί απόλυτα, εάν και υπάρχουν κάποιες απόψεις σχετικά με την περιοχή της μάχης. Η μάχη έγινε μεταξύ ενός βυζαντινού συνασπισμού, του οποίου ηγείτο ο Μιχαήλ, γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και εξάδερφος εξ αγχιστείας των αυτοκρατόρων Ισαακίου Β' Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Κομνηνού, που είχε εκστρατεύσει κατά της Μεθώνης, και στους Φράγκους που τον πρόφτασαν με το ιππικό τους μέσα σε μία μέρα. Στη μάχη αυτή οι Φράγκοι νίκησαν τους Βυζαντινούς και ο Μιχαήλ Δούκας Αγγελος Κομνηνός κατευθύνθηκε προς την Ηπειρο, όπου ίδρυσε το δεσποτάτο της Ηπείρου, σε εδάφη τα οποία κατά τη Διανομή είχαν δοθεί στη Βενετία.
Παράλληλα, στην Πελοπόννησο, μολονότι ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, σε γράμμα του με χρονολογία 19 Νοεμβρίου 1205, είχε απονείμει στον Γουλιέλμο Σαμπλίτη τον τίτλο του princeps totius Achaie provincie (πρίγκιπα ολόκληρης της επαρχίας Αχαΐας), η νομιμοποίηση του νεοπαγούς φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί, καθώς το πριγκιπάτο αυτό είχε ιδρυθεί σε περιοχή που είχε δοθεί στην Βενετία κατά την προηγούμενη Διανομή. Έτσι βασιζόταν μόνο στον δεσμό επιτροπείας με τον Βονιφάτιο Μομφερατικό που είχε παραχωρήσει την εξουσιοδότηση, βάση της οποίας είχε αρχίσει η κατάληψη της Πελοποννήσου.
Τα όρια των περιοχών που έλαβε ο Βιλλαρδουίνος ως φέουδο προσδιορίζονται γεωγραφικά βόρεια της Κορίνθου, συμπεριλαμβανομένου και αυτής, ενώ προς το νότο εντοπίζονται μέσω μιας ευθείας γραμμής που ξεκινούσε από την δυτική ακτή της Μεσσηνίας, από τον σκόπελο Χελωνήσι και από την εκβολή του χειμάρρου Ξεριά (νότια της σημερινής Γιάλοβας) στον κόλπο του Ναβαρίνου, μέχρι την ανατολική ακτή της Μεσσηνίας, στο portum Simari / Sinati (λιμάνι Σιμάρι / Σινάτι), δηλαδή το τοπωνύμιο Ασίνη που αφορά την αρχαία Κορώνη. Το λιμάνι της Ασίνης μπορεί να ταυτιστεί με το σημερινό Πεταλίδι. Αντίθετα, οι περιοχές που διοικούνταν κατευθείαν από τους Βενετούς είχαν οριοθετηθεί επακριβώς, βάσει αναφορών διοικητικής και φορολογικής φύσης και όχι πλέον βάση γενικών γεωγραφικών ενδείξεων. Ετσι, η Βενετία θα κατείχε την πόλη της Μεθώνης σε συνδυασμό με τα διοικητικά διαμερίσματα που βρίσκονται νότια της οριακής γραμμής που αναφέραμε και όχι πια όλα εκείνα τα διαμερίσματα (επισκέψεις) που ανήκαν στη φορολογική δικαιοδοσία της βυζαντινής Μεθώνης, καθώς επίσης και την πόλη της Κορώνης με όλα τα διοικητικά της διαμερίσματα. Αυτοί οι προσδιορισμοί σίγουρα υπονοούν ότι κάποια διοικητικά διαμερίσματα εξαρτώμενα από την Μεθώνη περνούσαν στο πριγκιπάτο της Αχαΐας, ακόμη και αν βρίσκονταν πάνω από τη συνοριακή γραμμή που αναφέραμε, ενώ η Βενετοί κρατούσαν εξ ολοκλήρου τις περιοχές που υπάγονταν στην Κορώνη ακόμη και αν ήταν πάνω από την συνοριακή γραμμή. Χαρακτηριστικό των στοιχείων αυτών, είναι μια απόφαση του Consilium Rogatorum (Γερουσία της Βενετίας) της 21ης Οκτωβρίου 1357, βάσει της οποίας, απαντώντας στις προσφυγές του πρίγκιπα της Αχαΐας Φιλλίπου του Ταραντίνου, που ήθελε τα όρια ανάμεσα στις βενετικές περιοχές και εκείνες του πριγκιπάτου να ακολουθούν τον ρου του ποταμού Λογκά, επισημαίνεται ξεκάθαρα ότι ο ποταμός Λογκάς καθόριζε το σύνορο μόνο της περιοχής της Κορώνης και όχι όλων των περιοχών που ανήκαν σε αυτήν, καθώς οι εν λόγω περιοχές εκτείνονταν ακόμη βορειότερα (πάνω από 40 μίλια) σε μικρές περιφέρειες. Επίσης είναι τεκμηριωμένο, ότι, βόρεια του ποταμού Λογκά βρίσκονταν τα φραγκικά χωριά Κόσμενα και Πεταλίδι και ακόμη βορειότερα τα βενετσιάνικα χωριά Λαυρόμιο και Μονίστα.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι, ο επίσκοπος και η Εκκλησία της Μεθώνης έπρεπε να διατηρούν όλες της κοσμικές και πνευματικές κτήσεις σε ξηρά και θάλασσα. Κατά τη συνήθεια, οι περιοχές των ελληνικών επισκόπων πέρασαν στους Λατίνους επισκόπους ήδη με τη φραγκική κατάκτηση, σύμφωνα με απόφαση του πάπα Ιννοκεντίου Γ΄ της 19ης Ιανοαρίου 1207, με την οποία επιβεβαίωνε στον εκλεγμένο επίσκοπο της Μεθώνης και στους επιτρόπους της Εκκλησίας ότι είχαν συμφωνήσει σχετικά με τη δεκάτη, θέτοντας υπό την προστασία του την Εκκλησία, επικυρώνοντας μερικές προσόδους και παραχωρώντας την από κοινού χρήση των κενών εκκλησιαστικών προσόδων. Επίσης, ο πάπας παραχώρησε στον ιερέα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου της Μεθώνης, που βρισκόταν εκτός λιμένος, ένα έσοδο σαράντα υπερπύρων, τα οποία έπρεπε να τα καταβάλει ο πρίγκιπας της Αχαΐας.
Τέλος, με την πτώση της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης (1261) και αφού με τον Σικελικό Εσπερινό (1282) εξαλείφθηκε κάθε σοβαρή προσπάθεια για την επανασύστασή της, εξαιτίας και της βυζαντινής επανακατάληψης (1261-1303) των χωρών που κατείχαν οι σταυροφόροι το 1204, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, οι τοπικοί Βυζαντινοί άρχοντες, οι ελληνόφωνοι γεωργοί και έμποροι, οι Φράγκοι, οι Πιζάνοι, οι Γενουάτες και οι Βενετοί, στους οποίους προστέθηκαν κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα οι Καταλανοί, οι Φλωρεντίνοι και οι Οθωμανοί, ζούσαν σε μια κατάσταση συνεχών συγκρούσεων, για τη λύση της οποίας καμία δύναμη δεν μπόρεσε να υπερισχύσει έναντι των άλλων στα πεδία των μαχών πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453).
* [Ο ιστοριοδίφης Νικόλαος Πασαγιώτης, ο οποίος καταγόταν από τον οικισμό Χαρακοπιό Μεσσηνίας και είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής του σε σχέση με την έρευνα και μελέτη της τοπικής ιστορίας της Νότιας Μεσσηνίας, γράφει στο βιβλίο του «Ανεβοκατεβάτες, έκδοση 1987» σχετικά με την «μάχη των Κουντούρων»:
«Ενα από τα ίχνη της περιοχής αυτής (εννοεί των Κάτω Αμπελοκήπων Μεσσηνίας) είναι ένας πύργος - κάστρο που βρίσκεται πάνω σε οχυρό λόφο, που φαντάζει σαν Μυκηναική Ακρόπολη. Είναι ανεξερεύνητος και δεν αναφέρεται σε καμία ιστορική διατριβή. Μόνον από παράδοση διαπιστώνεται πως θα 'ταν κάποια φραγκοβυζαντινά πυργώματα που εξουσίαζαν τη γύρω περιφέρεια. Μια θρυλοπαράδοση, λέει, πως τον πύργο τον κρατούσαν τρεις βυζαντινές πριγκιποπούλες, η Βασιλίτσα, η Μηλίτσα και η Βγένα (Ευγενία). Ηταν πανώριες κόρες που κάλπαζαν πάνω στα γρήγορα άτια τους και σαν άλλες αμαζόνες υπεράσπιζαν το πριγκιπάτο τους. Και πως μακρινοί πλούσιοι μνηστήρες από τις γύρω βαρονίες έφταναν στον πύργο να κλέψουν την καρδιά τους, όπως ο αξιωματούχος Μηνάς Ιωάννης από τη διπλανή στρατούπολη τη βρυσομάνα Μηνάγια (σήμερα Κάτω Αμπελόκηποι). Η παράδοση λέει πως τη Βασιλίτσα την παντρεύτηκε ο βυζαντινός τοπάρχης που δέσποζε τον Ακρίτα, πέρα από το σημερινό Βασιλίτσι - που πήρε και τ΄ όνομά της. Τη δεύτερη την πήρε κάποιο αρχοντόπουλο, έτσι τ' όνομα του διπλανού χωριού είναι άρρηκτα δεμένο με την χαριτωμένη πριγκιποπούλα Μηλίτσα. Και η τρίτη, η Βγένα και δεσποσύνη στον πύργο "Μπούρτζι" ή και "Βγενόβραχος" έγινε γυναίκα του Μηνά Ιωάννη, που διοικούσε ένα στρατοτόπι που πρέπει να βρισκότανε στο σημερινό χωριό Μηνάγια με τα πολλά νερά και τις πλατανοίσκιωτες πηγές. Ο Μηνάς πήρε μέρος στη πολύνεκρη μάχη κατά των Φράγκων, στου «Κούντουρου τον Ελαιώνα», πιθανόν στην περιοχή του σημερινού χωριού Νέα Κορώνη (Καντιάνικα), στα υψώματα προς το Μπογάζι, θέλοντας έτσι να επιβραδύνει την είσοδο στους Φράγκους στην κυκλώπεια ποργιά στο Μπογάζι όπου ο στενωπός προς τον Μηλιτσόκαμπο και γενικά στα χωριά της ορεινής Πυλίας. Ο Μηνάς έπεσε νεκρός στη μάχη αυτή. Οι Φράγκοι πολιόρκησαν τον πύργο της Βγένας. Η Βγένα δεν μπόρεσε να κρατήσει, ούτε και ζωντανή θέλησε να πέσει στα χέρια του εχθρού. Ετσι, έπεσε καβάλα με τ' άλογό της από το ύψωμα του πύργου στο παρακείμενο βαθύ ρέμα, σήμερα "Βγενόρεμα" και αυτοκτόνησε. Οι Φράγκοι, τέλος, πάτησαν τον Πύργο της Βγένας, λεηλάτησαν τον τόπο με τρόπο που μέχρι σήμερα οι χωρικοί μιλούνε με δέος για τα φρικιαστικά βασανιστήρια. Ενα απ' αυτά είναι το αλώνισμα. Εδεναν, λέει, τους κατοίκους σαν άλογα στ' αλώνια και ολημερίς τους βίτσιζαν και τους χτυπούσαν με τα δικριάνια μέχρι να ξεψυχίσουν. Τ' αλώνια αυτά τα λένε σήμερα "Φραγκάλωνα". Και κάποια πηγή μέσα στο Βγενόρεμα την ονομάζουν "Φραγκόβρυση"»
Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε, ότι, το Καλοκαίρι του 2003, η τότε 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, διενήργησε αυτοψία στον «Λοφίσκο Μπούρτζι» (Πύργος της Βγένας) στην περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων και κατέληξε στην εξής έκθεση:
«Η συγκεκριμένη περιοχή είναι φύσει οχυρή, αφού έχει μόνο πρόσβαση από την ανατολική πλευρά, ενώ οι άλλες πλευρές είναι κρημνώδεις. Ο λόφος προσφέρει δυνατότητα παρατήρησης μιας μεγάλης έκτασης περιμετρικά αυτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει άμεση οπτική επαφή με τον λόφο του Αγ. Νικολάου, μεταξύ Πύλου - Μεθώνης, την οροσειρά του Λυκόδημου, καθώς και μεγάλο τμήμα της περιοχής της Κορώνης. Βρίσκεται επομένως σε μια θέση πρόσφορη για την ανάπτυξη οχυρωματικών εγκαταστάσεων. Στην κορυφή του λόφου, ανάμεσα σε έντονη βλάστηση, διακρίνονται τα κατάλοιπα μιας τετράγωνης κατασκευής, κτισμένης με ιδιαίτερα ισχυρή τοιχοποιία από αργολιθοδομή. Το κτήριο σώζεται σε επίπεδο θεμελίων και σε μέγιστο ύψος +- 0,50 μ., πάχος δε +- 0,60 μ. Δεν διακρίνονται ίχνη από θύρες, δάπεδο ή άλλες διαμορφώσεις. Περιμετρικά του λόφου διατηρούνται επίσης τμήματα τοιχοποιίας τα οποία ακολουθούν στην πορεία τους την οφρύ του βράχου. Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα βρίσκεται στην δυτική πλευρά: φθάνει σε μήκος +- 10 μ., έχει ύψος εξωτερικά +- 2 μ., πάχος +- 0,60 μ. και τοιχοποιία από αργολιθοδομή.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, είναι πολύ πιθανόν στον συγκεκριμένο λόφο να υπήρχε ένα μικρό οχυρό συγκρότημα. Την κορυφή του λόφου κατείχε ένα ορθογώνιο κτήριο (πύργος;), ενώ η περιοχή περικλειόταν από τείχος. Η δόμηση των τειχών, καθώς και τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα ανάγουν την κατοίκηση του λόφου στους μεσαιωνικούς χρόνους. Η πιθανότερη περίοδος για την κατοίκηση του λόφου είναι ο 14ος - 15ος αι. όταν η γενικότερη ανασφάλεια και οι έριδες μεταξύ των φεουδαρχών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Ενετικής Διοίκησης στην Μεθώνη - Κορώνη, οδήγησαν στην οικοδόμηση μιας σειράς μικρών οχυρών κατά μήκος των παραλίων, αλλά και στην ενδοχώρα της περιοχής Πυλίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά ονόματα οικισμών, αλλά και φρουριακών εγκαταστάσεων αυτής της περιόδου καταγράφονται σε έγγραφα, διαθήκες, αλλά και χρονικά. Εντούτοις δεν κατέστη δυνατόν να ταυτιστεί κανένα όνομα των πηγών αυτών με την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Κάτω Αμπελόκηποι. Σε κάθε περίπτωση, το μικρό συγκρότημα στον λόφο "Μπούρτζι" με βάση την έκτασή του δεν πρέπει να αποτελούσε έναν οχυρωμένο οικισμό. Πιθανόν εξυπηρετούσε ολιγάριθμη φρουρά ή χρησίμευε ως τόπος καταφυγίου των κατοίκων της περιοχής σε περιόδους ανασφάλειας. Ο χώρος προστατεύεται από τις διατάξεις του νόμου 3028/2002 ως κτίσμα προγενέστερο του 1830 και οποιαδήποτε ενέργεια στο μνημείο ή στον περιβάλλοντα χώρο του, πρέπει να έχει την έγκριση της Υπηρεσίας μας»].
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου