Ρενέ Πιό, ο «φιλέλληνας των φιλελλήνων»
27.11.2017
Από τους «Ιερούς Λόχους» της Ηπείρου και τις μάχες με τις αλβανικές ομάδες, στη Σμύρνη, ο Πιό παρακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή και κατέγραψε το μαρτυρικό τέλος του Χρυσόστομου
Από τον
Νίκο Παπουτσόπουλο
Νίκο Παπουτσόπουλο
Φιλέλληνας των φιλελλήνων», σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Φιλαδελφέα, ο Ρενέ Πιό (Rene Puaux, 1878-1937), ιστορικός και δημοσιογράφος, είχε επισκεφθεί την Ελλάδα σε κρίσιμες εποχές και είχε υπερασπιστεί με σθένος, εντιμότητα και σπάνια δημοσιογραφική ευσυνειδησία «την ελληνική ιδέα που υπηρετεί την ανθρωπότητα», όπως είχε γράψει ο Νίκος Καζαντζάκης για τον «έσχατο των Γάλλων φιλελλήνων».
Συντάκτης της γαλλικής εφημερίδας «Le Temps» («Ο Χρόνος») και πολεμικός ανταποκριτής στην περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, αποκάλυψε τις συστηματικές προσπάθειες παραπλάνησης της κοινής γνώμης, τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, στιγμάτισε με τόλμη τις πολιτικές των Μεγάλων Δυνάμεων και αποτύπωσε εύγλωττα το δράμα των Ελλήνων κατά την εκκένωση της Βορείου Ηπείρου, οι οποίοι έως την τελευταία στιγμή «πίστευαν πως η Ευρώπη δεν θα είχε ποτέ το θάρρος να τους χωρίσει από την πατρίδα τους, την Ελλάδα. Για όποιον έχει επισκεφθεί την Ηπειρο, το τερατούργημα του χωρισμού φαινόταν απίστευτο. Αποφασίστηκε παρ’ όλ’ αυτά.
Οταν, στην Κορυτσά, ο στρατηγός Νικόλαος Παπούλας υποχρεώθηκε την 1η Μαρτίου να ανακοινώσει στον πληθυσμό ότι ο Στρατός επρόκειτο να αποχωρήσει και να παραδώσει ξανά την πόλη στους Αλβανούς, ακολούθησαν σπαρακτικές σκηνές: Μέσα στα σχολεία όλοι οι μαθητές, ασφυκτικά στριμωγμένοι, τραγουδούσαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο και αρνούνταν να εγκαταλείψουν την τάξη τους, όλος ο πληθυσμός φορούσε πένθος και στους δρόμους οι άνθρωποι έκλαιγαν.
Το Δελβινάκι δεν έχει γνωρίσει ακόμα αυτές τις μαύρες ώρες. Οι Αλβανοί δεν έχουν μπορέσει να φτάσουν μέχρις εκεί, αλλά η αγωνία κυριεύει τις καρδιές. Ποιος ποιητής, ποιος συγγραφέας Ελληνας θα διηγηθεί τη συγκινητική αγωνία των δύσμοιρων ανθρώπων της Ηπείρου; Εάν δεν συμβεί κάποια μεταστροφή των Μεγάλων Δυνάμεων και δεν δοθούν σοβαρές εγγυήσεις, ο αγώνας θα αρχίσει και το πένθος θα εξαπλωθεί ακόμα μια φορά πάνω σ’ αυτή την ελληνική Αλσατία-Λωρραίνη» («La malheureuse Epire»).
«Από τότε πια η ζωή του Ρενέ Πιό πήρε ενότητα, βρήκε σκοπό, ζεύτηκε σε μια μεγάλη ιδέα: γνώρισε κι αγάπησε τη νεότερη Ελλάδα. “Θα μείνω πιστός στην Ελλάδα, στη χαρά και στη θλίψη της” διεκήρυξε ο Ρενέ Πιό. Τον όρκο τούτον που τον έδωκε στον εαυτό του ο Ρενέ Πιό τον τήρησε ακλόνητα ως το τέλος της ζωής του» (Νικ. Καζαντζάκης, Παρίσι, 1946).
Από τους «Ιερούς Λόχους» της Ηπείρου και τις σφοδρές μάχες με τις αλβανικές ομάδες, στη Σμύρνη, σε δημοσιογραφική αποστολή, ο Ρενέ Πιό παρακολούθησε την τραγωδία των Ελλήνων κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και κατέγραψε με λεπτομέρεια το μαρτυρικό τέλος του μητροπολίτη Σμύρνης. Με παρρησία είχε καυτηριάσει τη χυδαιότητα των βασανιστών του ανθρώπου που παρέμεινε κοντά στο ποίμνιό του μέχρι τέλους, και είχε καταγγείλει την αδιαφορία των Μεγάλων Δυνάμεων, η μικροπολιτική των οποίων είχε ως αποτέλεσμα την κορύφωση του δράματος και της καταστροφής.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους αρθρογράφους και σχολιαστές των γεγονότων της εποχής, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, ο Πιό υπηρέτησε πιστά τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας («La mort de Smyrne», «Ο θάνατος της Σμύρνης», Παρίσι, έκδοση στα 1922, την ίδια χρονιά της Καταστροφής).
Ο Πιό περιηγείται στην Ελλάδα και έχει, καθώς γράφει, το μοναδικό «προνόμιο να απολαύσει το δειλινό μέσα από το μενεξεδένιο τοπίο του Υμηττού τον Παρθενώνα καθώς υψώνει τον ρόδινο χρυσαφένιον όγκο του στο διάφανο άπειρο του αττικού ουρανού».
Και τότε υπερηφανεύεται αβίαστα πως «άγγιξε την πιο εξαίσια από τις ανθρώπινες απολαύσεις, σε μια εποχή που ο πολιτισμός διέρχεται κρίση, φαινομενικά οικονομική, αλλά στο βάθος κρίση πνευματική και πολιτισμική. Σ’ αυτήν την περίπτωση», υπογραμμίζει, «η θεραπεία δεν είναι άλλη από μια επιστροφή στην Ελλάδα, την αγαπημένη γη των Θεών» («Grece, terre aimee des Dieux», Παρίσι, 1932).
Ο Ρενέ Πιό είχε εκδηλώσει τον θαυμασμό του (όπως άλλωστε πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι) στους επικούς αγώνες των Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821, είχε αναζητήσει και συγκεντρώσει έργα τέχνης, πολύτιμα κειμήλια και αντικείμενα της περιόδου του φιλελληνισμού: πίνακες ζωγραφικής, λιθογραφίες και χαρακτικά, που αποτυπώνουν τους απλούς Ελληνες πολίτες της περιόδου, τους αγωνιστές και τους φιλέλληνες, ηρωικές σκηνές αγώνων, προσωπογραφίες του Καποδίστρια, του Οθωνα, των στρατηγών και των ναυάρχων, των πρωταγωνιστών του Αγώνα για την Ανεξαρτησία και τη δημιουργία της νέας Ελλάδος, μέσα από το αίμα, τους καπνούς των μαχών και τα ερείπια. Εγγραφα, χάρτες, μετάλλια, νομίσματα και ενθύμια του Αγώνα, πίνακες και χάρτες της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου ολοκληρώνουν τη μοναδική συλλογή του. Ο Γάλλος φιλέλληνας μέσα από τις πολλές επισκέψεις του στην Ελλάδα αναζήτησε τις αλήθειες της χώρας που λάτρεψε και με τη χάρη και το πάθος του ερευνητή προσπάθησε να αποκαλύψει πτυχές του ιστορικού παρελθόντος της.
Στους πανηγυρικούς εορτασμούς της Εκατονταετηρίδος, στα 1930, η ελληνική κυβέρνηση προσκάλεσε τον Πιό, ο οποίος με την ευκαιρία επισκέφθηκε την Πύλο, από τον «δρόμο που περνά κάτω από σκιερές ελιές και ευκαλύπτους και διασχίζει πλούσιες καλλιέργειες. Αριστερά η ωχρή, ψηλή κορυφογραμμή των βουνών της Μεσσηνίας και δεξιά, κατά διαστήματα, το βαθύ πράσινο του Ιονίου.
Το τοπίο είναι μεγαλειώδες και εντυπωσιάζει τους ονειροπόλους ταξιδιώτες, τους εραστές της ηρεμίας και των μεγάλων οριζόντων».
Στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Πύλο ο Ρενέ Πιό επισκέφθηκε το Νιόκαστρο, που εκείνα τα χρόνια στέγαζε τις φυλακές των βαρυποινιτών, και περιέγραψε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης: «Η εσωτερική αυλή θυμίζει λάκκο αρκούδας σε ζωολογικό κήπο». Το Νιόκαστρο, αργότερα, επρόκειτο να φιλοξενήσει προσωρινά σε κτίριο των Στρατώνων του Μαιζώνος, ύστερα από έργα ανακαίνισης, τη συλλογή του μεγάλου φίλου της Ελλάδος, όταν εκείνος αποφάσισε να χαρίσει τη συλλογή του στην Πύλο.
Την περίφημη συλλογή, που σήμερα πια στεγάζει το αρχοντικό του ολυμπιονίκη Κωνσταντίνου Τσικλητήρα, ο Πιό, έναν χρόνο προτού φύγει από τη ζωή (1935), είχε παρουσιάσει σε μια εντυπωσιακή έκθεση, «Le Philhellenisme», στο Παρίσι, προκειμένου να τιμήσει τους αγωνιστές της Επανάστασης και τους Γάλλους φιλέλληνες, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί στο πλευρό των Ελλήνων.
Οταν, στην Κορυτσά, ο στρατηγός Νικόλαος Παπούλας υποχρεώθηκε την 1η Μαρτίου να ανακοινώσει στον πληθυσμό ότι ο Στρατός επρόκειτο να αποχωρήσει και να παραδώσει ξανά την πόλη στους Αλβανούς, ακολούθησαν σπαρακτικές σκηνές: Μέσα στα σχολεία όλοι οι μαθητές, ασφυκτικά στριμωγμένοι, τραγουδούσαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο και αρνούνταν να εγκαταλείψουν την τάξη τους, όλος ο πληθυσμός φορούσε πένθος και στους δρόμους οι άνθρωποι έκλαιγαν.
Το Δελβινάκι δεν έχει γνωρίσει ακόμα αυτές τις μαύρες ώρες. Οι Αλβανοί δεν έχουν μπορέσει να φτάσουν μέχρις εκεί, αλλά η αγωνία κυριεύει τις καρδιές. Ποιος ποιητής, ποιος συγγραφέας Ελληνας θα διηγηθεί τη συγκινητική αγωνία των δύσμοιρων ανθρώπων της Ηπείρου; Εάν δεν συμβεί κάποια μεταστροφή των Μεγάλων Δυνάμεων και δεν δοθούν σοβαρές εγγυήσεις, ο αγώνας θα αρχίσει και το πένθος θα εξαπλωθεί ακόμα μια φορά πάνω σ’ αυτή την ελληνική Αλσατία-Λωρραίνη» («La malheureuse Epire»).
«Από τότε πια η ζωή του Ρενέ Πιό πήρε ενότητα, βρήκε σκοπό, ζεύτηκε σε μια μεγάλη ιδέα: γνώρισε κι αγάπησε τη νεότερη Ελλάδα. “Θα μείνω πιστός στην Ελλάδα, στη χαρά και στη θλίψη της” διεκήρυξε ο Ρενέ Πιό. Τον όρκο τούτον που τον έδωκε στον εαυτό του ο Ρενέ Πιό τον τήρησε ακλόνητα ως το τέλος της ζωής του» (Νικ. Καζαντζάκης, Παρίσι, 1946).
Από τους «Ιερούς Λόχους» της Ηπείρου και τις σφοδρές μάχες με τις αλβανικές ομάδες, στη Σμύρνη, σε δημοσιογραφική αποστολή, ο Ρενέ Πιό παρακολούθησε την τραγωδία των Ελλήνων κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και κατέγραψε με λεπτομέρεια το μαρτυρικό τέλος του μητροπολίτη Σμύρνης. Με παρρησία είχε καυτηριάσει τη χυδαιότητα των βασανιστών του ανθρώπου που παρέμεινε κοντά στο ποίμνιό του μέχρι τέλους, και είχε καταγγείλει την αδιαφορία των Μεγάλων Δυνάμεων, η μικροπολιτική των οποίων είχε ως αποτέλεσμα την κορύφωση του δράματος και της καταστροφής.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους αρθρογράφους και σχολιαστές των γεγονότων της εποχής, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, ο Πιό υπηρέτησε πιστά τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας («La mort de Smyrne», «Ο θάνατος της Σμύρνης», Παρίσι, έκδοση στα 1922, την ίδια χρονιά της Καταστροφής).
Ο Πιό περιηγείται στην Ελλάδα και έχει, καθώς γράφει, το μοναδικό «προνόμιο να απολαύσει το δειλινό μέσα από το μενεξεδένιο τοπίο του Υμηττού τον Παρθενώνα καθώς υψώνει τον ρόδινο χρυσαφένιον όγκο του στο διάφανο άπειρο του αττικού ουρανού».
Και τότε υπερηφανεύεται αβίαστα πως «άγγιξε την πιο εξαίσια από τις ανθρώπινες απολαύσεις, σε μια εποχή που ο πολιτισμός διέρχεται κρίση, φαινομενικά οικονομική, αλλά στο βάθος κρίση πνευματική και πολιτισμική. Σ’ αυτήν την περίπτωση», υπογραμμίζει, «η θεραπεία δεν είναι άλλη από μια επιστροφή στην Ελλάδα, την αγαπημένη γη των Θεών» («Grece, terre aimee des Dieux», Παρίσι, 1932).
Ο Ρενέ Πιό είχε εκδηλώσει τον θαυμασμό του (όπως άλλωστε πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι) στους επικούς αγώνες των Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821, είχε αναζητήσει και συγκεντρώσει έργα τέχνης, πολύτιμα κειμήλια και αντικείμενα της περιόδου του φιλελληνισμού: πίνακες ζωγραφικής, λιθογραφίες και χαρακτικά, που αποτυπώνουν τους απλούς Ελληνες πολίτες της περιόδου, τους αγωνιστές και τους φιλέλληνες, ηρωικές σκηνές αγώνων, προσωπογραφίες του Καποδίστρια, του Οθωνα, των στρατηγών και των ναυάρχων, των πρωταγωνιστών του Αγώνα για την Ανεξαρτησία και τη δημιουργία της νέας Ελλάδος, μέσα από το αίμα, τους καπνούς των μαχών και τα ερείπια. Εγγραφα, χάρτες, μετάλλια, νομίσματα και ενθύμια του Αγώνα, πίνακες και χάρτες της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου ολοκληρώνουν τη μοναδική συλλογή του. Ο Γάλλος φιλέλληνας μέσα από τις πολλές επισκέψεις του στην Ελλάδα αναζήτησε τις αλήθειες της χώρας που λάτρεψε και με τη χάρη και το πάθος του ερευνητή προσπάθησε να αποκαλύψει πτυχές του ιστορικού παρελθόντος της.
Στους πανηγυρικούς εορτασμούς της Εκατονταετηρίδος, στα 1930, η ελληνική κυβέρνηση προσκάλεσε τον Πιό, ο οποίος με την ευκαιρία επισκέφθηκε την Πύλο, από τον «δρόμο που περνά κάτω από σκιερές ελιές και ευκαλύπτους και διασχίζει πλούσιες καλλιέργειες. Αριστερά η ωχρή, ψηλή κορυφογραμμή των βουνών της Μεσσηνίας και δεξιά, κατά διαστήματα, το βαθύ πράσινο του Ιονίου.
Το τοπίο είναι μεγαλειώδες και εντυπωσιάζει τους ονειροπόλους ταξιδιώτες, τους εραστές της ηρεμίας και των μεγάλων οριζόντων».
Στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Πύλο ο Ρενέ Πιό επισκέφθηκε το Νιόκαστρο, που εκείνα τα χρόνια στέγαζε τις φυλακές των βαρυποινιτών, και περιέγραψε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης: «Η εσωτερική αυλή θυμίζει λάκκο αρκούδας σε ζωολογικό κήπο». Το Νιόκαστρο, αργότερα, επρόκειτο να φιλοξενήσει προσωρινά σε κτίριο των Στρατώνων του Μαιζώνος, ύστερα από έργα ανακαίνισης, τη συλλογή του μεγάλου φίλου της Ελλάδος, όταν εκείνος αποφάσισε να χαρίσει τη συλλογή του στην Πύλο.
Την περίφημη συλλογή, που σήμερα πια στεγάζει το αρχοντικό του ολυμπιονίκη Κωνσταντίνου Τσικλητήρα, ο Πιό, έναν χρόνο προτού φύγει από τη ζωή (1935), είχε παρουσιάσει σε μια εντυπωσιακή έκθεση, «Le Philhellenisme», στο Παρίσι, προκειμένου να τιμήσει τους αγωνιστές της Επανάστασης και τους Γάλλους φιλέλληνες, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί στο πλευρό των Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου