Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Συγκριτική ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση των υδρογραφικών δικτύων της χερσονήσου της Πυλίας απο το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Συγκριτική ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση των υδρογραφικών δικτύων της χερσονήσου της Πυλίας


















































Τομέας Δυναμικής, Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η συστηματική μελέτη των ποσοτικών μορφομετρικών παραμέτρων των έξι μεγαλυτέρων υδρογραφικών δικτύων της Πυλιακής χερσονήσου για να προσδιοριστεί έμμεσα, βάσει της σύγκρισης των διαφόρων παραμέτρων, η επίδραση της τεκτονικής  και  της  λιθολογίας  στη  μορφοτεκτονική εξέλιξη  της  ευρύτερης  περιοχής.  Η χερσόνησος της Πυλίας, που αποτελεί το νοτιοδυτικότερο τμήμα της Πελοποννήσου, συνιστά μια από τις πιο ενεργές τεκτονικά περιοχές της Ελλάδας λόγω της γειτνίασής της με την Ελληνική τάφρο. Στην περιοχή αυτή παρατηρείτε ένα υδρογραφικό δίκτυο 6ης  τάξης και πέντε 5ης  τάξης που αποτελούν τους κυριότερους ποταμούς - χείμαρρους που την αποστραγγίζουν. Συγκεκριμένα αυτοί είναι i) το Καλόρρεμα, ii) ο ποταμός Έπις, iii) το Μιναγιώτικο ρέμα, iv) ο χείμαρρος της Μεθώνης, v) ο ποταμός Ξεριάς και vi) ο ποταμός Γιαννούζαγας.

Μεθοδολογικά, αρχικά έγινε ποσοτική ανάλυση μιας σειράς μορφομετρικών παραμέτρων για κάθε υδρογραφικό δίκτυο και στη συνέχεια έγινε συγκριτική ποσοτική ανάλυση των μέσων τιμών τους μεταξύ όλων των υδρογραφικών δικτύων της Πυλίας. Καθώς οι μελετηθείσες υδρολογικές λεκάνες παρουσιάζουν γεωγραφική κατανομή σε ολόκληρη τη χερσόνησο της Πυλίας από τις συγκριτικές παρατηρήσεις των μορφομετρικών τους δεικτών μπορούμε να οδηγηθούμε στον εντοπισμό των ιδιαιτεροτήτων που επικρατούν επιμέρους σε κάθε γεωγραφική περιοχή. Συμπερασματικά, για τα υδρογραφικά δίκτυα της Πυλίας προέκυψε ότι τη σημαντικότερη επίδραση στη διαμόρφωσή τους διαδραμάτισαν η λιθοστρωματογραφία και η νεοτεκτονική δραστηριότητα που επέδρασε στην περιοχή ενώ άλλοι παράγοντες όπως το ολικό ανάγλυφο και το κλίμα δεν φαίνεται να έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Η χερσόνησος της Πυλίας αποτελεί το νοτιοδυτικότερο τμήμα της Πελοποννήσου. Συνιστά μια πολύ ενεργή σεισμοτεκτονικά περιοχή καθώς βρίσκεται κοντά στην Ελληνική Τάφρο η οποία αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ζώνη σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών. Παρουσιάζει μια πολύπλοκη μορφολογική δομή λόγω της ύπαρξης πολλών μικρών μοορφοτεκτονικών ενοτήτων που έχουν ποικίλες διευθύνσεις, (Λαδάς 2000, Ladas et al. 2004). Οι κυριότεροι ορεινοί όγκοι είναι: i) το Λυκόδημο (960μ) στο βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου, το οποίο παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό κωνικό σχήμα, ii) το Μαυροβούνι (518μ) στο νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου, που παρουσιάζει ένα επίμηκες σχήμα σε ΒΔ-ΝΑ διεύθυνση, iii) ο Μαγκλαβάς (711μ) στο βορειοκεντρικό τμήμα της χερσονήσου και iv) ο Αγ. Νικόλαος (484μ) που παρουσιάζει ένα επίμηκες σχήμα σε διεύθυνση Β-Ν ανάμεσα στην Πύλο και στη Μεθώνη.
Τα υδρογραφικά δίκτυα της Πυλιακής χερσονήσου διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα δίκτυα της Μεσσηνίας με ένα βασικό υδροκρίτη γενικής διεύθυνσης Α-Δ που αναπτύσσεται μέσα στο τεκτονικό βύθισμα Καλαμάτας - Πύλου. Ο υδροκρίτης αυτός ξεκινάει από τον όρμο του Ναυαρίνου περνάει από την κορυφογραμμή του όρους Μαγκλαβάς και καταλήγει στο Μεσσηνιακό κόλπο στην περιοχή βόρεια του Πεταλιδίου. Τα κυριότερα υδρογραφικά δίκτυα που αποστραγγίζουν τη χερσόνησο της Πυλίας είναι τα ακόλουθα: i) του Καλορρέματος, ii) του ποταμού Έπι, iii) του Μιναγιώτικου ρέματοςiv)  του  χείμαρρου της  Μεθώνης, v)  του  ποταμού  Ξεριά  και  vi)  του  ποταμού Γιαννούζαγα. Από αυτά ο π. Έπις συνιστά δίκτυο 6ης  τάξης ενώ οι υπόλοιποι πέντε ποταμοί χείμαρροι δημιουργούν δίκτυα 5ης τάξης. Το Καλόρεμμα και ο π. Έπις εκβάλλουν στον Μεσσηνιακό κόλπο ενώ οι π. Ξεριάς και Γιαννούζαγας εκβάλλουν στον όρμο του Ναυαρίνου ακολουθώντας αντίθετη κατεύθυνση. Το Μιναγιώτικο ρέμα και ο χείμαρρος της Μεθώνης έχουν εκβολές στο νότιο τμήμα της χερσονήσου.
Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται η συστηματική μελέτη των ποσοτικών μορφομετρικών παραμέτρων των κυριοτέρων υδρογραφικών δικτύων της Πυλιακής χερσονήσου με σκοπό να προσδιορίσουμε έμμεσα, βάσει της σύγκρισης των διαφόρων παραμέτρων, την επίδραση της τεκτονικής και της λιθολογίας στη διαμόρφωση των υδρογραφικών δικτύων της Πυλίας και γενικότερα στην μορφοτεκτονική της εξέλιξη. Οι υδρολογικές λεκάνες των μελετηθέντων υδρογραφικών δικτύων παρουσιάζουν γεωγραφική κατανομή σε ολόκληρη τη χερσόνησο της Πυλίας. Καθώς κάθε δίκτυο είναι αντιπροσωπευτικό για την περιοχή του, από τις συγκριτικές παρατηρήσεις των μορφομετρικών τους στοιχείων μπορούμε να οδηγηθούμε στον εντοπισμό των   ιδιαιτεροτήτων   που   επικρατούν   επιμέρους   σε   κάθε   γεωγραφική   ενότητα   της μελετηθείσας περιοχής.
Οι γεωλογικοί σχηματισμοί της  χερσονήσου της  Πυλίας ταξινομούνται σε αλπικούς και μεταλπικούς σχηματισμούς. Οι αλπικοί σχηματισμοί ανήκουν στις γεωτεκτονικές ενότητες Γαβρόβου-Πύλου και Πίνδου, (Φυτρολάκης 1971, 1980). Η ενότητα Γαβρόβου-Πύλου, που αντιπροσωπεύει τη σχετικά αυτόχθονη ενότητα της περιοχής, καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της   χερσονήσου   και   συνίσταται   από   νηριτικούς   παχυπλακώδεις   έως   άστρωτους ασβεστόλιθους και φλύσχη. Η ενότητα Πίνδου, η οποία έχει επωθηθεί πάνω στην προηγούμενη ενότητα, εμφανίζεται στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου και συνίσταται από όλους τους γνωστούς χαρακτηριστικούς σχηματισμούς της δηλαδή: τον Τριαδικό κλαστικό σχηματισμό, τους πελαγικούς ασβεστόλιθους (ηλικίας Αν. Τριαδικό Κατ. Ιουρασικό), τους ραδιολαρίτες και τον αποκαλούμενο “πρώτο φλύσχη” (Αν. Ιουρασικό – Κατ.  Κρητιδικό),  τους  λεπτοπλακώδεις  ασβεστόλιθους  (Αν.  Κρητιδικό)  και  τον  τυπικό φλύσχη Ηωκαινικής ηλικίας στην κορυφή της στρωματογραφικής κολώνας. Όλοι αυτοί οι σχηματισμοί είναι έντονα πτυχωμένοι και ρηγματωμένοι δημιουργώντας διαδοχικά τεκτονικά λέπη με διεύθυνση κίνησης από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Ιδιαίτερη περίπτωση συνιστά ο σχηματισμός των κροκαλοπαγών της Μεσσηνίας. Πρόκειται για πολύ συνεκτικά πολύμικτα κροκαλοπαγή, ολιγοκαινικής κατωμειοκαινικής ηλικίας, με κροκάλες που προέρχονται από τους επιμέρους σχηματισμούς της ενότητας της Πίνδου. Έχουν αποτεθεί κυρίως πάνω στο φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου-Πύλου, (όπου παρατηρούνται και λεπιώσεις τους μαζί με το φλύσχη), αλλά και πάνω σ’ αυτήν την ίδια την ενότητα της Πίνδου (Ladas et al. 2004). Το πάχος αυτών των κροκαλοπαγών είναι αρκετά σημαντικό και φθάνει σε κάποιες θέσεις τα 700m.
Οι μεταλπικοί σχηματισμοί διακρίνονται σε (i) θαλάσσιους, (ii) χερσαίους και (iii) λιμναίους σχηματισμούς. Οι θαλάσσιες αποθέσεις συνίστανται από μάργες, ψαμμίτες και πολύμεικτα κροκαλοπαγή. Εμφανίζονται σε όλες τις λεκάνες της Πυλιακής χερσονήσου με το πάχος τους να  ποικίλει  από,  θέση  σε  θέση.  H  θαλάσσια ιζηματογένεση έλαβε  χώρα  στο  διάστημα Ανώτερο Πλειόκαινο – Κατώτερο Πλειστόκαινο, με διαφορετική χρονική κατανομή για κάθε επιμέρους λεκάνη ιζηματογένεσης (Koutsouveli 1987, Frydas 1990, Mariolakos et al. 2001, Fountoulis et al. 2014). Οι υπερκείμενες χερσαίες αποθέσεις συνίστανται κυρίως από ερυθρές πυριτικές άμμους, ψαμμίτες κροκαλοπαγή (ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός) που αποτέθηκαν τα τελευταία 500.000 χιλιάδες χρόνια ατά το Μέσο Ανώτερο Πλειστόκαινο). Οι νεώτερες αποθέσεις Ολοκαινικής ηλικίας αντιπροσωπεύονται από αλλουβιακές αποθέσεις, κορήματα και κώνους κορημάτων. Λιμναίες αποθέσεις εμφανίζονται μόνο στο δυτικό περιθώριο της λεκάνης της Κορώνης και συνίστανται από μάργες με ενδιαστρώσεις ξυλιτών που αποτέθηκαν κατά το Κατώτερο Πλειόκαινο.
Η νεοτεκτονική μακροδομή της ΝΔ Πελοποννήσου χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλων τεκτονικών βυθισμάτων και εξαρμάτων που οριοθετούνται από μεγάλες ρηξιγενείς ζώνες που έχουν γενική διεύθυνση Β-Ν και Α-Δ, (Mariolakos et al. 1995). Οι 1ης  τάξης νεοτεκτονικές μακροδομές στην περιοχή μελέτης είναι: (i) το σύνθετο τεκτονικό κέρας των ορέων της Πυλίας και (ii) το τεκτονικό βύθισμα Πύλου Καλαμάτας, (Fountoulis et al.2014). Οι μακροδομές αυτές οριοθετούνται με μια μεγάλη ρηξιγενή ζώνη διεύθυνσης Ανατολής Δύσης που ξεκινάει από την Πύλο και καταλήγει στον Μεσσηνιακό κόλπο βόρεια του Πεταλιδίου. Η περιθωριακή αυτή ρηξιγενή ζώνη διαχωρίζει την ανυψωμένη περιοχή της Πυλίας στα νότια, όπου εμφανίζονται οι αλπικοί σχηματισμοί, από το βύθισμα Καλαμάτας - Πύλου στα βόρεια που αντιπροσωπεύει μια περιοχή η οποία είχε κατακλυστεί από τη θάλασσα κατά τη διάρκεια του Κατ. Πλειστοκαίνου.



































Στο  εσωτερικό  ή  στα  περιθώρια  αυτών  των  μακροδομών  εντοπίζεται  ένας σημαντικός αριθμός μακροδομών μικρότερης τάξη, (Mariolakos et al. 1995, Ladas et al. 2004). Αυτές οι2ης τάξης νεοτεκτονικές μακροδομές παρουσιάζουν διεύθυνση είτε υποπαράλληλη είτε εγκάρσια προς τις δομές μεγαλύτερης τάξης. Από δυναμικής άποψης συνδέονται μεταξύ τους αλλά παρουσιάζουν διαφορετική κινηματική εξέλιξη που έγινε είτε στα πρώτα στάδια της δημιουργίας τους είτε αργότερα κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του, (Mariolakos et al. 1995).



Από τα στοιχεία που δίνονται φαίνεται ότι τη μεγαλύτερη έκταση έχει η υδρολογική λεκάνη του Καλορρέματος (65,76 Km2) και του π. Έπι (63,38 Km2) ενώ τη μικρότερη του Μιναγιώτικου ρέματος (42,77 Km2). Τα υπόλοιπα δίκτυα παρουσιάζουν περίπου ίσες εκτάσεις (48-50 Km2), όλα δε έχουν αναπτυχθεί τόσο πάνω σε αλπικούς σχηματισμούς όσο και σε μεταλπικές αποθέσεις.
Αριθμός κλάδων ανά   τάξη
Ο αριθμός των κλάδων των τριών πρώτων τάξεων παρουσιάζει σημαντικό εύρος τιμών. 
Οι κλάδοι Ν1 κυμαίνονται από 95 για τον Γιαννούζαγα έως 303 για τον Έπι.
Οι κλάδοι Ν2 κυμαίνονται από 21 για τον Γιαννούζαγα έως 70 για τον Έπι.
Οι κλάδοι Ν3 κυμαίνονται από 7 για τον Γιαννούζαγα έως 19 για τον Έπι.
Παρατηρούμε ότι ο ποταμός Γιαννούζαγας παρουσιάζει τη μικρότερη ανάπτυξη κλάδων και στις τρεις τάξεις κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι η υδρολογική του λεκάνη αναπτύσσεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, πάνω σε μεταλπικές αποθέσεις Κατω-Πλειστοκαινικής ηλικίας. Το υδρογραφικό του δίκτυο δηλαδή έχει δημιουργηθεί μετά το Μέσο Πλειστόκαινο με την οριστική  ανάδυση  της  περιοχής  και  δεν  έχει  προλάβει  ακόμα  να  αναπτυχθεί  όπως  τα υπόλοιπα δίκτυα που αναπτύσσονται στο αλπικό υπόβαθρο. Η μεγαλύτερη ανάπτυξη κλάδων που παρουσιάζει ο ποταμός Έπις οφείλεται στη μεγαλύτερη έκταση της υδρολογικής του λεκάνης καθώς αποτελεί τον μοναδικό 6ης τάξης κλάδο της περιοχής μελέτης σε αντίθεση με τα υπόλοιπα δίκτυα που είναι 5ης τάξης.
Στη γραφική παράσταση της κατανομής του αριθμού των κλάδων ανά τάξη για τα μελετηθέντα υδρογραφικά δίκτυα παρατηρούμε ότι μεταξύ των έξι υδρολογικών λεκανών υπάρχει διαφοροποίηση στην κατανομή του αριθμού των κλάδων ανά τάξη. Τη μεγαλύτερη απόκλιση, με την αύξηση της κλίσης της γραμμής τάσης, παρουσιάζει το Μιναγιώτικο ρέμα και ακολουθεί το Καλόρρεμα και ο Ξεριάς. Η αύξηση αυτή της κλίσης για το Μιναγιώτικο και το Καλόρρεμα οφείλεται στην επιμήκυνση που παρουσιάζουν η λεκάνη του  τελικού κλάδου  αλλά  και  οι  επιμέρους λεκάνες  3ης   και  4ης   τάξης,  αποτέλεσμα της γεωδυναμικής εξέλιξης της περιοχής κατά τη νεοτεκτονική περίοδο.
Συνολικός αριθμός κλάδων (ΣΝ)
Ο συνολικός αριθμός κλάδων (ΣΝ) κυμαίνεται από 126 για τον ποταμό Γιαννούζαγα μέχρι 400  για  τον  ποταμό  Έπι.  Συγκρίνοντας  την  τιμή  ΣΝ  με  το  εμβαδόν  κάθε  λεκάνης παρατηρούμε μεγάλη απόκλιση μεταξύ του Καλορρέματος και του π. Έπι. Αν και έχουν την ίδια περίπου έκταση το Καλόρρεμα έχει σημαντικά μικρότερο αριθμό κλάδων. Η απόκλιση αυτή οφείλεται στην επίδραση της λιθολογίας και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι οι κλάδοι 1ης και 2ης τάξης του Καλορρέματος που αναπτύσσονται στην επικλινή περιοχή του Μεσοποτάμου,   πάνω   σε   Πλειολειστοκαινικά   ιζήματα,   είναι   σχετικά   λίγοι   και παρουσιάζουν μεγάλο μήκος χωρίς τη συμβολή άλλου κλάδου.
Χαρακτηριστικό είναι και το Μιναγιώτικο ρέμα που έχει μεγάλο αριθμό κλάδων σε σχετικά μικρή  έκταση.  Το  γεγονός αυτό  αποδίδεται στο  λιθολογικό υπόβαθρο της λεκάνης  που συνίσταται από το φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου. Ο φλύσχης λόγω της μικρής του περατότητας ευνοεί την έντονη επιφανειακή απορροή με τη δημιουργία πολλών κλάδων. Σε λιθολογικά αίτια πρέπει να αποδώσουμε και το μικρό αριθμό κλάδων του ποταμού Γιαννούζαγα καθώς  η  λεκάνη  του  στο  μεγαλύτερο μέρος  της  αναπτύσσεται  σε  Πλειο- Τεταρτογενείς μεταλπικούς σχηματισμούς παρουσιάζοντας λίγους παράλληλους και επιμηκυνσμένους κλάδους.
Μήκος κλάδων (Lu)
Τα μήκη των κλάδων ανά τάξη μεταβάλλονται ως εξής:
ο L1 από 35,9 Km στο ποτάμι της Μεθώνης σε 89,6 Km στον Έπι
ο L2 από 18,6 Km στον Γιαννούζαγα σε 42,1 Km στον Έπι,
ο L3 από 6,4 Km στο χείμαρρο της Μεθώνης σε 23,7 Km στον Γιαννούζαγα, 
ο L4 από 3,7 Km στο Μιναγιώτικο σε 18,3 Km στον Έπι και
ο L5 από 1,9 Km στο Καλόρρεμα σε 10,2 Km στο Μιναγιώτικο.
Στη γραφική παράσταση της σχέσης μεταξύ του συνολικού μήκους (ΣL) των κλάδων ανά λεκάνη και του εμβαδού (Α) των λεκανών απορροής των ποταμών της Πυλίας, παρατηρούμε ότι το συνολικό μήκος των κλάδων (ΣL) αυξάνει με την αύξηση του εμβαδού των  λεκανών.  Τη  μεγαλύτερη  απόκλιση,  από  τη  γραμμή  της  τάσης, παρουσιάζουν  ο χείμαρρος της Μεθώνης και το Μιναγιώτικο ρέμα. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μικρότερο συνολικό μήκος κλάδων από το αναμενόμενο, που οφείλεται στο ότι ένα τμήμα της λεκάνης του ποταμού της Μεθώνης αναπτύσσεται πάνω στους καρστικοποιημένους ασβεστόλιθους της ενότητας Γαβρόβου-Πύλου. Οι ασβεστόλιθοι αυτοί στο μικρό οροπέδιο του Κυνηγού εμφανίζουν πολλές καρστικές δομές ολίνες, καταβόθρες, κ.α.) μέσα από τις οποίες αποστραγγίζονται τα επιφανειακά ύδατα χωρίς να απορρέουν επιφανειακά. Στην περίπτωση του Μιναγιώτικου ρέματος το μεγαλύτερο από το αναμενόμενο συνολικό μήκος κλάδος οφείλεται στην παρουσία του φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου-Πύλου στο μεγαλύτερο τμήμα της υδρολογικής του λεκάνης.
Συντελεστές διακλάδωσης (Rb)
Οι τιμές του συντελεστή διακλάδωσης για όλες τις τάξεις μεταβάλλονται:
ο Rb1.2 από 3,35 στο ποτάμι της Μεθώνης σε 4,52 στο Γιαννούζαγα, 
ο Rb2.3 από 3 στο Γιαννούζαγα σε 5,75 στο Μιναγιώτικο,
ο Rb3.4 από 2,66 στο χείμαρρο της Μεθώνης σε 5,5 στο Καλόρρεμα και
ο Rb4.5 από 2 στο Καλόρρεμα και στο Γιαννούζαγα σε 4 στο Μιναγιώτικο και στον Ξεριά.
Οι μεγάλες τιμές του Rb1.2 στο Γιαννούζαγα οφείλονται στην επιμήκυνση των λεκανών λόγω της μεγάλης ανάπτυξης των μικρής τάξης κλάδων πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις. Στην περίπτωση των Rb2.3 και Rb3.4 οι μεγάλες τιμές πρέπει εκτός από τη λιθολογία να αποδοθούν και στην τεκτονική. Έτσι η θολωτή δομή του όρους Λυκόδημο οδήγησε στην επιμήκυνση των  μικρότερης  τάξης  λεκανών  του  Καλορρέματος. Στην  περίπτωση  του  Μιναγιώτικου ρέματος στην επιμήκη μορφή των λεκανών του συμβάλει η ύπαρξη του μετώπου του καλύμματος της Πίνδου ανατολικότερα καθώς και η ανάπτυξη εγκάρσιων ρηξηγενών ζωνών διεύθυνσης Α-Δ.
Οι μικρές τιμές του συγκεκριμένου δείκτη οφείλονται στην υστέρηση ανάπτυξης κλάδων λόγω της παρουσίας των καρστικοποιημένων ασβεστολίθων της ενότητας Γαβρόβου-Πύλου. Από τη γραφική παράσταση της σχέσης μεταξύ του εμβαδού (Α) των λεκανών απορροής των κυριοτέρων ποταμών της Πυλίας και των συντελεστών διακλάδωσης (a) Rb1,2, (b)Rb2,3, (c) Rb 3,4    και (d) Rb4,συμπεραίνουμε ότι οι συντελεστές διακλάδωσης όλων των τάξεων δεν εξαρτώνται από το εμβαδόν των λεκανών καθώς παρατηρούμε την ομοιογενή συγκέντρωση των δεδομένων (σημείων) σε στενές περιοχές του διαγράμματος με μικρές αποκλίσεις.
Μέσο μήκος κλάδων (Lu)
Το μέσο μήκος κλάδων μεταβάλλεται σε όλες τις τάξεις ως εξής:
ο συντελεστής L1 από 0,24 Km στο Μιναγιώτικο σε 0,43 Km στο Γιαννούζαγα, ο L2 από 0,48 Km στο Μιναγιώτικο σε 0,97 Km στο Καλόρρεμα,
ο L3 από 0,8 Km στο χείμαρρο της Μεθώνης σε 3,38 Km στο Γιαννούζαγα,
ο L4 από 0,93 Km στο Μιναγιώτικο σε 3,94 Km στο χείμαρρο της Μεθώνης 
και ο L5 από 1,9 Km στο Καλόρρεμα σε 10 Km στο Μιναγιώτικο.
Οι μικρές τιμές στους συντελεστές L1, L2, L3 & L4 μπορούν να αποδοθούν στη λιθολογία και συγκεκριμένα στην ανάπτυξη κλάδων πάνω στο φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου-Πύλου όπου παρατηρείτε μεγάλος αριθμός κλάδων με μικρό μήκος. Οι μεγάλες τιμές στους ίδιους συντελεστές οφείλονται στην επιμήκυνση των λεκανών των αντίστοιχων κλάδων λόγω απορροής  πάνω  σε  μεταλπικούς  σχηματισμούς  (λιθολογία)  αλλά  και  της  επίδρασης ρηξιγενών ζωνών, τη διεύθυνση των οποίων ακολουθούν οι κλάδοι, καθώς και από την αναθόλωση που παρατηρείτε στην περιοχή του όρους Λυκόδημο (τεκτονική).
Στη γραφική παράσταση της σχέσης μεταξύ του μέσου μήκους των κλάδων ανά τάξη (Lu) για τις λεκάνες των έξι κυριοτέρων υδρογραφικών δικτύων της Πυλίας, (Εικ. 6), διακρίνουμε σημαντικές διαφορές στην κλίση των ευθειών του διαγράμματος. Τη μεγαλύτερη απόκλιση, με αύξηση της κλίσης της γραμμής τάσης, παρουσιάζουν το Μιναγιώτικο ποτάμι και ο Ξεριάς. Τη μικρότερη κλίση έχει το Καλόρρεμα ενώ ενδιάμεσα ο Γιαννούζαγας, ο Έπις και ο χείμαρρος της Μεθώνης συγκροτούν μια ομάδα με παράλληλες γραμμές.
Η κατάταξη αυτή των υδρογραφικών δικτύων σε ομάδες δεν φαίνεται να σχετίζεται με το ανάγλυφο, καθώς οι μέγιστες τιμές των υψομέτρων είναι σχεδόν παρόμοιες, αλλά σε κάποιο βαθμό με τη λιθολογία. Έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε, ότι το Μιναγιώτικο ρέμα και ο Ξεριάς που παρουσιάζουν τη  μεγαλύτερη κλίση είναι τα  μόνα ρεύματα οι λεκάνες  των οποίων  αναπτύσσονται σχεδόν  αποκλειστικά  πάνω  σε  φλύσχη.  Η  μικρότερη  κλίση  που παρουσιάζουν τα υπόλοιπα δίκτυα φαίνεται από το διάγραμμα να οφείλεται στη μικρή τιμή που  έχει  ο  συντελεστής L5,  κάτι  που  πρέπει  να αποδοθεί στο  συνδυασμό τεκτονικής  - λιθολογίας για την κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
Συντελεστής μήκους (RL)
Οι τιμές των συντελεστών μήκους μεταβάλλονται ως ακολούθως:
ο συντελεστής Rl2.1 από 2 στο Μιναγιώτικο σε 2,62 στο Καλόρρεμα,
ο Rl3.2 από 1,14 στο χείμαρρο της Μεθώνης σε 3,84 στο Γιαννούζαγα,
ο Rl4.3 από 0,56 στο Μιναγιώτικο σε 4,92 στο χείμαρρο της Μεθώνης 
και ο Rl5.4 από 0,25 στο Καλόρρεμα σε 10,98 στο Μιναγιώτικο.
Στους  συντελεστές  Rl2.1   και  Rl3.2   δεν  παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις  ενώ  στους συντελεστές  Rl4.3    και  Rl5.4    μπορούμε  να διακρίνουμε  δύο  ομάδες.  Η  πρώτη  ομάδα αποτελείται από το Μιναγιώτικο ρέμα, τον Ξεριά και τον Γιαννούζαγα ενώ η δεύτερη από το Καλόρρεμα, τον Έπι και το χείμαρρο της Μεθώνης. Χαρακτηριστικό τους οι πολύ μικρές τιμές του συντελεστή Rl4.3 στη πρώτη ομάδα σε σχέση με τις μεγάλες τιμές της δεύτερης και αντίθετα οι πολύ μεγάλες τιμές του Rl5.4  στην πρώτη ομάδα συγκρινόμενες με τις μικρές τιμές της δεύτερης. Οι διαφοροποιήσεις αυτές μπορούν να αποδοθούν και στην επίδραση της λιθοστρωματογραφίας καθώς τα δίκτυα της πρώτης ομάδας αναπτύσσονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στο φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου-Πύλου και σε μικρού πάχους μεταλπικές αποθέσεις που καλύπτουν το φλύσχη. Όμως καθώς υδρογραφικά δίκτυα που ανήκουν στη δεύτερη ομάδα (χ. Μεθώνης) έχουν διαμορφωθεί πάνω στους ίδιους σχηματισμούς (φλύσχης - μεταλπικά) πρέπει να αναζητήσουμε και σε άλλους παράγοντες την ευθύνη για τις παρατηρούμενες διαφορές (στην τεκτονική και ίσως και στη μορφολογία).
Υδρογραφική Πυκνότητα (D)
Οι τιμές της πυκνότητας κυμαίνονται από 1,67 στη λεκάνη του χείμαρρου της Μεθώνης μέχρι 3,05 στη λεκάνη του Μιναγιώτικου. Δεχόμενοι ότι οι κλιματικοί παράγοντες και το ανάγλυφο δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μεταβολών της πυκνότητας που παρατηρούμε στη χερσόνησο της Πυλίας, φαίνεται ότι είναι καθοριστική η συμμετοχή της λιθοστρωματογραφίας των σχηματισμών πάνω στους οποίους έχουν δημιουργηθεί τα επιμέρους δίκτυα, καθώς η μεγαλύτερη τιμή πυκνότητας εντοπίζεται σε περιοχή με αυξημένη επιφανειακή απορροή λόγω φλυσχικού υποβάθρου (Μιναγιώτικο). Επιπροσθέτως, το ίδιο σημαντική πρέπει να είναι και η επίδραση της τεκτονικής καθώς το δίκτυο του Έπι (δεύτερη μεγαλύτερη τιμή  πυκνότητας) έχει  επηρεαστεί εμφανώς από  τη  διεύθυνση των  λεπών  - πτυχών της Πίνδου αλλά και τις περιθωριακές ρηξιγενείς ζώνες των μεταλπικών λεκανών.
Υδρογραφική Συχνότητα (F)
Οι τιμές της συχνότητας μεταβάλλονται από 2,62 για τον Γιαννούζαγα μέχρι 8,16 για το Μιναγιώτικο. Όπως και στην περίπτωση της Πυκνότητας έτσι και η συχνότητα ελέγχεται από τη λιθολογία και την τεκτονική καθώς οι ίδιες λεκάνες παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες (λεπτή υδρογραφική υφή) ή μικρότερες τιμές (τραχεία υδρογραφική υφή). Επιπλέον η έντονη καρστικοποίηση των  ασβεστόλιθων της  Πύλου  οδηγεί  στη  μείωση  της  συχνότητας  στα δίκτυα της Δυτικής Πυλίας.
Ολικό ανάγλυφο (Η)
Το ολικό ανάγλυφο ταυτίζεται με τα μέγιστα υψόμετρα των λεκανών καθώς σαν υψόμετρο στομίου λεκάνης θεωρείται το σημερινό επίπεδο της στάθμης της θάλασσας. Στη γραφική παράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ του ολικού αναγλύφου (Η) και του εμβαδού (Α) των λεκανών απορροής των έξι κυριοτέρων υδρογραφικών δικτύων της Πυλίας, παρατηρούμε ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του ολικού ανάγλυφου και του εμβαδού των λεκανών και συγκεκριμένα όσο μεγαλύτερη είναι η λεκάνη απορροής τόσο αυξάνει και το μέγιστο υψόμετρο. Σημαντική απόκλιση από τη γραμμή τάσης παρουσιάζει μόνο η λεκάνη του χειμάρρου της Μεθώνης που αναπτύσσεται σε περιοχές με μικρότερα υψόμετρα.
Περίμετρος λεκάνης (P)
Τη μεγαλύτερη περίμετρο παρουσιάζει η λεκάνη του ποταμού Έπι (48,83Km) ενώ τη μικρότερη ο χείμαρρος της Mεθώνης (32,84Km) και ο Ξεριάς (33,97Km). Τα υπόλοιπα δίκτυα έχουν ενδιάμεσες τιμές (36-40Km). Συγκρίνοντας τις περιμέτρους με τις αντίστοιχες εκτάσεις των δικτύων παρατηρούμε ότι υπάρχουν λεκάνες με μικρότερη έκταση από κάποιες άλλες που όμως παρουσιάζουν μεγαλύτερη περίμετρο. Χαρακτηριστικά ενώ το Μιναγιώτικο ρέμα έχει τη μικρότερη έκταση από όλα τα υπόλοιπα δίκτυα παρουσιάζει μεγαλύτερη περίμετρο από το χείμαρρο της Μεθώνης και τον Ξεριά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η λεκάνη του Μιναγιώτικου παρουσιάζει σημαντική επιμήκυνση ως προς μια διεύθυνση προσλαμβάνοντας ένα ελλειψοειδές σχήμα, ενώ οι λεκάνες των άλλων δύο δικτύων έχουν αποκτήσει ένα περισσότερο κυκλικό σχήμα.
Κυκλικότητα λεκάνης (Rc)
Όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο συντελεστής τόσο περισσότερο πλησιάζει προς τον κύκλο το σχήμα μιας λεκάνης. Από τα μελετηθέντα δίκτυα παρατηρούμε ότι τη μεγαλύτερη κυκλικότητα παρουσιάζουν ο χείμαρρος της Μεθώνης (0,58) και ο Ξεριάς (0,54). Αντίθετα τη μικρότερη κυκλικότητα (Rc) παρουσιάζουν οι λεκάνες του ποταμού Έπι (0,33) και του Μιναγιώτικου ρέματος (0,40) που παρουσιάζουν επίσης και μεγάλη μήκυνση λεκάνης.
 Συμπεράσματα

Από τη συγκριτική ποσοτική ανάλυση των υδρογραφικών δικτύων της Πυλίας προκύπτει ότι:
Οι αποκλίσεις που παρουσιάζουν οι τιμές ορισμένων σταθερών και συντελεστών ,(π.χ. ΣΝ &  Lu) οφείλονται κυρίως στη διαφοροποίηση του γεωλογικού υποβάθρου στην κάθε λεκάνη, με  την  ύπαρξη περατών ή  μη  περατών σχηματισμών (π.χ.  ασβεστολίθων – φλύσχη), καθώς και τοπικά με την εμφάνιση λιγότερο ή περισσότερο ανθεκτικών στη διάβρωση πετρωμάτων (π.χ. μάργες – κροκαλοπαγή).
Κάποιοι συντελεστές (π.χ. Rl & Rb) δεν εξαρτώνται τόσο από τη λιθοστρωματογραφία των σχηματισμών πάνω στους οποίους αναπτύσσονται οι λεκάνες, όσο από την επίδραση της νεοτεκτονικής (δράση περιθωριακών ρηξιγενών ζωνών, ανοδικές κινήσεις ρηξιτεμαχών), καθώς παρατηρούνται διαφορετικού εύρους τιμές σε λεκάνες με το ίδιο γεωλογικό υπόβαθρο.
Η λιθολογία επιδρά στη δημιουργία πυκνότερου ή αραιότερου δικτύου.
Εκτός από την επίδραση της λιθοστρωματογραφίας και της τεκτονικής, άλλοι παράγοντες όπως οι μορφολογικές κλίσεις, το ολικό ανάγλυφο και το κλίμα δεν φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των συντελεστών που υπολογίστηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου