Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Σαν Σήμερα, απαγχονίζονται οι Μακεδονομάχοι Καπετάν Άγρας και Αντώνης Μίγγας.

Του Ρότζιου Γεωργίου, Αποφοίτου του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
112 χρόνια συμπληρώνονται φέτος, από την ημέρα που, σαν σήμερα 7 Ιουνίου, το 1907, οι θρυλικοί Μακεδονομάχοι Καπετάν Άγρας και Αντώνης Μίγγας, αφού διαπομπεύτηκαν επί τέσσερις ημέρες, απαγχονίστηκαν από Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Διαχρονικοί ήταν οι αγώνες των Μακεδόνων για την ελευθερία. Σε κάθε προσκλητήριο της μητέρας πατρίδος, παρότι έως το 1912 παρέμειναν εκτός του ελλαδικού κορμού, οι Μακεδόνες έδιναν βροντερό παρόν. Τόσο στην Επανάσταση του Γένους 1821-22, με τα επαναστατικά κινήματα στην Νάουσα και στην Χαλκιδική που πνίγηκαν στο αίμα, όσο και αργότερα (π.χ. 1854, 1878, 1896) η μακεδονική γη έδωσε πολλούς αγωνιστές στην πατρίδα για τους οποίους καυχάται.[1]
Αναμφισβήτητα η περίοδος 1904-1908, με την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, αποτελεί την ενδοξότερη περίοδο αγώνων που έσωσε επί της ουσίας, την Μακεδονία από τα νύχια του Πανσλαβισμού.
Γηγενείς Μακεδόνες ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι, Κρήτες, Μανιάτες, και Πανέλληνες ρίχτηκαν στη μάχη  για να κρατήσουν την βόρεια εσχατιά του ελληνισμού που κινδύνευε. Φλογεροί πατριώτες, απόφοιτοι Ευέλπιδες αλλά και παλαιότεροι στρατιωτικοί, έσπευσαν εθελοντικά για να συγκροτήσουν τα πρώτα ελληνικά ανταρτικά σώματα στην μακεδονική ύπαιθρο.
Ένας τέτοιος ήρωας, που έσπευσε για την σωτηρία της Μακεδονίας μας, είναι ο Ανθυπολοχαγός πεζικού Σαράντος Αγαπηνός, γνωστός με το πολεμικό ψευδώνυμο Καπετάν Τέλλος Άγρας.
Γεννήθηκε το 1880 στο Ναύπλιο, ωστόσο έγγράφηκε από τον πατέρα του Ανδρέα Αντ. Αγαπηνό στα μητρώα αρρένων των Γαργαλιάνων Μεσσηνίας από όπου και καταγόταν. Εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου και αποφοίτησε το 1901 με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού πεζικού.
Ο Αγαπηνός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατάσταση στην Μακεδονία την περίοδο εκείνη. Μελέτησε την λαογραφία της περιοχής, την γεωγραφία και τις ιδιαιτερότητες της.[2]
 Στενά συνδεδεμένος με τον Καπετάν Κολιό (Ανθυπλγο (ΠΖ) Ν. Ρόκα), ο οποίος δρούσε την περιοχή Ναούσης – Εδέσσης αποφάσισε να έλθει κι αυτός στην Μακεδονία ως επικεφαλής ανταρτικού σώματος, στην περιοχή Νάουσας –Λίμνης Γιαννιτσών.[3]

Η κατάσταση στην Λίμνη Γιαννιτσών

Μέχρι την εμφάνιση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στην Λίμνη των Γιαννιτσών, το βουλγαρικό ανταρτικό σώμα της ΕΜΕΟ, με επικεφαλής τον (καταγόμενο από την Μποέμιτσα σημ. Αξιούπολη Κιλκίς) αρχικομιτατζή Αποστόλ Πέτκοφ, είχε καταστεί αδιαμφισβήτητος συντονιστής και ηγέτης θα λέγαμε, όλων των βουλγαρικών σωμάτων που δρούσαν στην ελώδη περιοχή της Λίμνης. Εκτός των συγκρούσεων του με τις οθωμανικές στρατιωτικές και διοικητικές αρχές του τόπου, ο Αποστόλ Πέτκοφ κατόρθωσε ολόκληρα χωριά να εγκαταλείψουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να προσχωρήσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία είτε εκούσια, είτε μέσω της χρήσης βίας και απειλών που αποτελούσε άλλωστε συνήθη τακτική.[4]
Ο Πέτκοφ, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στον Βάλτο των Γιαννιτσών (καθώς από εκεί έλεγχε τις οδούς προς Γιαννιτσά, Έδεσσα, Νάουσα και Βέροια), δημιούργησε για τα ένοπλα του βουλγαρικά σώματα, δίκτυο από καλά οχυρωμένες καλύβες, στηριγμένες επάνω σε ξύλινους πασσάλους, από τις οποίες και εξορμούσαν για τις επιθέσεις τους.[5]
Ως προς την ελληνική παρουσία στον Βάλτο, ήδη από το φθινόπωρο του 1904 δρούσαν στην περιοχή, με την καθοδήγηση του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, ντόπιοι αγωνιστές από την περιοχή του Γιδά -Ρουμλουκιού (Αλεξάνδρειας Ημαθίας) με ολιγομελή σώματα. Από τον Μάιο του 1905, το Προξενείο της Θεσσαλονίκης και προσωπικά ο Έλληνας πρόξενος  Λάμπρος Κορομηλάς, γνωρίζοντας το κομβικό σημείο της περιοχής,  αποφάσισε να εγκαταστήσει ένα αξιόμαχο δίκτυο ένοπλων ανταρτικών σωμάτων, προκειμένου να υπάρχει συνεχής και πιο οργανωμένη ένοπλη ελληνική παρουσία.[6]
Μετά από αρκετούς αξιωματικούς εθελοντές, επικεφαλής των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, που εγκατέστησε το Προξενείο στην  ελώδη και αβαθή Λίμνη Γιαννιτσών (οι οποίοι και έπληξαν σημαντικά πολλούς βουλγαρικούς θύλακες της περιοχής, παρά τις κακουχίες, την υγρασία, τα κουνούπια, την ελονοσία και τους πολλούς τραυματισμούς τους)[7], τον Σεπτέμβριο του 1906 έφθασε στην Λίμνη, το ανταρτικό σώμα του Ανθυπολοχαγού Σαράντου Αγαπηνού (Καπετάν Άγρα) αποτελούμενο από 20 άνδρες. Ο Αγαπηνός επρόκειτο να αντικαταστήσει τον Ανθυπλγο Ρόκα, στην διοίκηση του Κέντρου Νάουσας. Κατ’ εντολή του προξενείου Θεσσαλονίκης όμως, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Λίμνης Γιαννιτσών, δεδομένου ότι είχε ήδη, αποφασισθεί το εν λόγω Κέντρο να μεταφερθεί σε αυτήν, από όπου προβλέπονταν να εξορμούν για τις επιθέσεις τους τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Την 27ην Σεπτεμβρίου κατέφθασαν και τα σώματα του Υπλγου Κωνσταντίνου Σάρρου (Κάλα) και του Μανιάτη Ανθυποπλοίαρχου Ιωάννη Δεμέστιχα (Νικηφόρου), δύναμης 25 ανδρών το καθένα.[8] [9]
Σε μια συγκινητική επιστολή του ο Άγρας, την 25η Σεπτεμβρίου 1906, λίγο πριν αναχωρήσει για την Μακεδονία, γράφει προς τον θείο του Χρήστο Ταβουλαρίδη:
«Αγαπητέ μου θείε, αύριον αναχωρώ δι’ ιστιοφόρου δια τον αγώνα δι’ ον προορίσθην. Εύχομαι να επανέλθω όπως πρέπει και να Σας ιδώ όπως επιθυμώ.
Η σημερινή ημέρα είναι δι’ εμέ η σκληροτέρα και συγχρόνως η γλυκυτέρα τοιαύτη. Δεν υπάρχει γλυκύτερον, υψηλότερον και τιμητικότερον του να συναισθάνεσαι τις ότι προόρισε την ζωήν του προς υπεράσπισιν των αδίκως και βαρβάρως καταπατουμένων δικαίων της πατρίδος μας. Εύχομαι ίνα ο Θεός με βοηθήσει και με συνδράμει εις τον αγώνα οίον απ’ αύριον αποδύομαι…».[10] [11]

Είναι φανερό, πως ο Άγρας συναισθανόταν το μέγεθος της αποστολής του. Ενημερώθηκε, με την άφιξη του, για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή, από τους προκατόχους του και αμέσως ανέλαβε δράση μαζί με τους Σάρρο και Δεμέστιχα. Ό Άγρας, με στόχο να εκδιώξει τα βουλγαρικά σώματα από την Λίμνη Γιαννιτσών, στρατολόγησε νέους άνδρες από την σημερινή περιφέρεια της Αλεξάνδρειας Ημαθίας, το Ρουμλούκι.[12] Διάνοιξε τον Νοέμβριο του 1906 νέους δρόμους που οδηγούσαν στις βουλγαρικές καλύβες και από εκεί έκανε τις επιθέσεις του. Σε συνεργασία με τον θρυλικό Μακεδονομάχο των Γιαννιτσών Γκόνο Γιώτα, εισέβαλαν στο εξαρχικό χωριό Ζερβοχώρι, πυρπόλησαν οικίες και αιχμαλώτισαν συνεργάτες των Βουλγάρων.[13]
Σε μια αιφνιδιαστική επίθεση προς το αρχηγείο των Βουλγάρων, στις 14 του μηνός Νοεμβρίου 1906, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Παρά τις σοβαρές απώλειες των κομιτατζήδων, το σώμα του Άγρα είχε 3 νεκρούς κι 6 τραυματίες. Μεταξύ των τελευταίων, ο ίδιος ο Άγρας και ο υπαρχηγός του σώματος του, Λοχίας Τηλιγάδης.[14]
Ο Άγρας νοσηλευόμενος στο Προξενείο Θεσσαλονίκης.
Με εντολή του Προξενείου, ο Άγρας μεταφέρθηκε στην Θεσσαλονίκη, στον χώρο του Προξενείου, για θεραπεία και την διοίκηση του σώματος του την ανέλαβε ο Καπετάν Νικηφόρος (Ιωάννης Δεμέστιχας). Έπειτα από τέσσερις ημέρες, επέστρεψε στον βάλτο, όπου πλέον λόγω του ιδιαίτερα ψυχρού χειμώνα 1906-1907, οι επιχειρήσεις, τόσο των βουλγαρικών όσο και των ελληνικών σωμάτων, περιορίσθηκαν σε περιπολίες.[15]
Περίπου στα τέλη Φεβρουαρίου του 1907, ο Καπετάν Άγρας, με εντολή του Προξενείου, αναχώρησε από την Λίμνη και εγκαταστάθηκε στην Νάουσα, αφενός για να θεραπευτεί από τα τραύματα και τους ελώδεις πυρετούς από τους οποίους έπασχε, αφετέρου για να αναλάβει την αρχηγεία του τμήματος αυτής της πόλης.
Ο Άγρας, φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ναουσαίου Διαμαντή Μπίλλη και στο σπίτι του οδηγού του Αντώνη Μίγγα, μεταξύ των οποίων αναπτύχθηκε ειλικρινής φιλία. Τακτικά τον επισκέπτονταν ο ιατρός Χριστόδουλος Περδικάρης[16], πρόεδρος της τοπικής Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα και ο φαρμακοποιός Φίλιππος Αρνής, οι οποίοι του παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.[17]
Η παραμονή του Άγρα στη Νάουσα ήταν ιδιαίτερα ευεργετική. Συντόνισε τον αγώνα στην πόλη και έθεσε τα θεμέλια για την αποτελεσματικότερη δράση των ανταρτικών σωμάτων στην περιοχή. Κατά καιρούς τον επισκέπτονταν και διάφοροι οπλαρχηγοί, όπως ο Γκόνος Γιώτας και ο Ιωάννης Δεμέστιχας, οι οποίοι τον ενημέρωναν για την κατάσταση που επικρατούσε στην Λίμνη των Γιαννιτσών.
Ιατρός Χριστόδουλος Περδικάρης, επικεφαλής τοπικής επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα Ναούσης
Παρόλα αυτά η μη ικανοποιητική βελτίωση της υγείας του, οι συνεχείς πυρετοί, αλλά και η δυσκολία οργάνωσης του αγώνα στην Νάουσα λόγω κοινωνικών εσωτερικών ταραχών μικροπολιτικής , μεταξύ της «οικονομικής ελίτ» της πόλης και των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων[18], τον οδήγησαν στην από 22ας Φεβρουαρίου 1907 επιστολή του προς το προξενείο, στην οποία αναφέρει:
«Αγαπητέ,… Δυστυχώς, εγώ και οι μαθηταί μου (άνδρες του σώματος του) δεν ευρισκόμεθα εις ευχάριστον σημείον υγείας το οποίον να υπόσχεται προσεχίν δράσιν. Σχεδόν πάντες θερμαίνονται (έχουν πυρετούς), περισσότερον δε εγώ…. Εγώ έχω καταντήσει σχεδόν άχρηστος…. δι’ αυτό θέλω να σας παρακαλέσω να φροντίσητε δια την αντικατάστασιν μου, εμού και των λοιπών παιδιών…».[19]
Το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, ήδη από τον Απρίλιο του 1907, είχε αποφασίσει την αντικατάσταση όλων των οπλαρχηγών Μακεδονομάχων, οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν στα πεδία των μαχών με την ελονοσία και πολλούς τραυματισμούς. Μεταξύ αυτών ήταν και η αντικατάσταση του Άγρα, από τον Λγο (ΠΖ) Νικόλαο Δουμπιώτη  (Καπετάν Αμύντα) με ισχυρό σώμα.[20]
Λίγο πριν την αντικατάσταση του, ο Καπετάν Άγρας, σε επιστολή του προς την Θεσσαλονίκη (29/5/1907) ενημερώνει το Προξενείο, χωρίς λεπτομέρειες, πως κάτι έχει καταστρώσει και περιμένει.
«Αγαπητέ,… Κυοφορώ κάτι σπουδαίον, πιθανώς όμως να είναι ανεμογκαστριά… Σας φιλώ. Τέλλος»[21]

Η ενέδρα και το μαρτυρικό τέλος

Ο Άγρας, μετά από συνομιλίες, θέλησε να συναντήσει κάποιους από τους Βουλγαρόφρονες, γιατί και οι ίδιοι ήθελαν, σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, να συμφιλιωθούν και να πολεμήσουν από κοινού τους Οθωμανούς καταπατητές του μακεδονικού χώρου. Οι Βούλγαροι τους οποίους θα συναντούσε, ήταν ο Ιβάν Ζλάταν από την Γκολεσιάνη (σήμερα Λευκάδια Νάουσης) και ο αιμοβόρος Γκεόρκη Κασάπτσε από το Κρούσοβο.
Αποφασίστηκε λοιπόν,  η συνάντηση να γίνει 18 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ναούσης, στην δασωμένη θέση «Γκαβρά Καμίν», με την προϋπόθεση πως μόνον ο Άγρας από την ελληνική πλευρά και ο Ζλάταν από την βουλγαρική θα ήταν οπλισμένοι (κανείς άλλος από την συνοδεία τους).[22]
Άξια αναφοράς είναι η στάση των προκρίτων της Νάουσας με επικεφαλής τον Χρ. Περδικάρη, που προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Άγρα να μην πάει στην προγραμματισμένη συνάντηση, υποψιαζόμενοι την βουλγαρική ανανδρία και δολιότητα. Μάταια όμως.
Έτσι τα ξημερώματα της 3ης Ιουνίου 1907 (λίγες μέρες – ώρες σχεδόν- πριν αντικατασταθεί) ξεκίνησε για την συνάντηση, με συνοδεία τον βιομήχανο Ζαφείριο Λόγγο, τον Ναουσαίο οδηγό και πιστό του φίλο Αντώνη Μίγγα και τους Γιώργη και Τόλιο Γιαννακοβίτη.
Αφού οι Βούλγαροι τους υποδέχθηκαν εγκάρδια, ο Ζλάταν άφησε το περίστροφο του στο δάπεδο, προφασιζόμενος τοπικό έθιμο σε ένδειξη φιλίας, το ίδιο έπραξε και ο Άγρας. Αφού δείπνησαν και οι Βούλγαροι κατάλαβαν πως η ελληνική αντιπροσωπεία δεν είχε λάβει κανένα προστατευτικό μέτρο για την συνάντηση, άρχισαν να καθυβρίζουν τον Άγρα, να τον κατηγορούν για συνεργασία με τους Τούρκους και τον συνέλαβαν διώχνοντας την συνοδεία του ελεύθερη, πλην του εκουσίως παραμένοντα, ΠΙΣΤΟΥ του ΦΙΛΟΥ Αντώνη Μίγγα .
Η Πηνελόπη Δέλτα, «Στα Μυστικά του Βάλτου», μας αποτυπώνει γλαφυρά την σκηνή της αιχμαλωσίας:
«Τους άφησαν όλους ελεύθερους. Κι ένας ένας έφυγαν. Μόνον ο Μίγγας έμεινε.
– Φύγε κι εσύ! Του είπε ο Ζλάταν.
Μα μ’ επιμονή αργοκούνησε ο Τώνης Μίγγας το κεφάλι.
– Δεν αφήνω τον αρχηγό, είπε.
-Δέστε τον λοιπόν κι αυτόν! Πρόσταξε ο Ζλάταν.»[23]

Αφού τους έδεσαν, τους περιέφεραν ξυπόλητους επί τέσσερις ημέρες από όλα τα σλαβόφωνα και εξαρχικά χωριά της περιοχής. Τους έφτυναν, τους έβριζαν, τους κορόιδευαν, τους πετούσαν πέτρες. Μπροστά ο Άγρας, «πίσω, σιωπηλός, δεμένος…ακολουθούσε ο Τώνης Μίγγας, με τα μάτια καρφωμένα στον αρχηγό του, σαν πιστός σκύλος, αποφασισμένος να μαρτυρήσει μαζί του.»[24]
Στις 7 Ιουνίου του 1907, τους κρέμασαν σε μια καρυδιά ανάμεσα από τα χωριά Βλάδοβο και Τέχοβο. Ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς, αφού ανήγγειλε την αιχμαλωσία των Άγρα και Μίγγα στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος με το από 6 Ιουνίου 1907 τηλεγράφημα του[25], στις 10 του ιδίου μήνα απέστειλε το εξής τηλεγράφημα:
«Την Παρασκευήν πρωί, χωρικοί εκ Τεχόβου ερχόμενοι εις Βοδενά μετά τινός χωροφύλακος, ευρον εις διασταυρώσεις οδών αγουσών εις Σαρακίνοβο – Τέχοβο – Βουλκογιάνοβο και επί δένδρου καρυδίας κρεμάμενα δύο πτώματα. Ειδοποιήθη ο Καϊμακάμης Βοδενών (Εδέσσης) όστις μετέβη επί τόπου και η ταυτότης τού Τώνη Μίγγα ανεγνωρίσθη υπό γνωριζόντων αυτόν χωρικών. Επί των πτωμάτων υπήρχεν επιγραφή εις Βουλγαρικήν. Εις μεν τον Άγραν : «Εκ Ναυπλίου γενικός αρχηγός σώματος Ναούσης συνεργαζόμενος με Τούρκους και Γκέκηδες, κατά το 85ον άρθρον του Κανονισμού τού Κομιτάτου ετιμωρήθη». Επί δε του Μίγγα : «Άντώνιος Μίγγας, Ναουσαίος». Ο καϊμακάμης και ο Γιούσμπασης ήθελαν να ταφώσιν εν Τεχόβω, τη παρακλήσει όμως προσδραμόντων χωρικών εκ Βλαδόβου και μεσολαβήσει του παρισταμένου χριστιανού αστυνόμου Άλέκου, επετράπη η μεταφορά αυτών εις Βλάδοβον όπου και ετάφησαν, ψαλείσης της νεκρωσίμου ακολουθίας και παρισταμένων όλων τών ορθοδόξων κατοίκων. Οι νεκροί εφωτογραφήθησαν. Δεν έφερον άλλας πληγάς πλήν των εκ του σχοινίου εις τον λαιμόν και εις τας χείρας. Κατά πληροφορίας των εν Βοδενοίς, ο Άγρας από ημέρας της συλλήψεώς του δεν ηθέλησεν να φάγη τίποτε. Κορομηλάς.»
Τα λείψανα του Καπετάν Άγρα και Τώνη Μίγγα σαβανώθηκαν από τη Μαρία Πάσχου, τη Μαρία Τζόλα και τη Μαρία Μπακιρτζή οι οποίες ήσαν κάτοικοι του χωριού Βλάδοβο. Την Εξόδιο Ακολουθία την έψαλε ο παπα-Χρίστος, ο εφημέριος του χωριού Βλάδοβο, με ψάλτη το δάσκαλο του χωριού Κωνσταντίνο Πάσχο. Οι δυο ήρωες ετάφησαν την παραμονή της Πεντηκοστής, το Ψυχοσάββατο 9 Ιουνίου 1907, στη νότια πλευρά του περιβόλου της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου όπου βρισκόταν και το κοιμητήριο του χωριού.[26]

Η τιμωρία του Ζλάταν

Ο Τέλλος Άγρας αριστερά και ο Αντώνης Μίγγας δεξιά, νεκροί.
Μαρτυρίες απογόνων της οικογένειας Γιαννακοβίτη, (των δύο συνοδών του Άγρα στην μοιραία συνάντηση που αφέθησαν ελεύθεροι και έφυγαν), μας πληροφορούν πως, επειδή το σύνολο των  Ναουσαίων τους έρριψε ευθύνες και έγιναν πολλές απόπειρες δολοφονίας εις βάρος τους,  για την εγκατάλειψη των δύο εθνομαρτύρων στα χέρια των Βουλγάρων, αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο των δύο παλικαριών.
«Πληροφορούμενοι, ότι ο Ζλάταν πήγε στο παζάρι της Βέροιας και την άλλη μέρα θα γυρνούσε στην Γκολεσιάνη (Λευκάδια), έστησαν ένεδρα και ενώ ο κομιτατζής έτρεχε, ρίχνουν στον δρόμο ένα μαντηλάκι με τσιρέκ (1/4) μετζίτι (γρόσια). Ο Ζλάταν έπεσε στην παγίδα, έσκυψε να πάρει το μαντήλι και μόλις ορθώθηκε, έφαγε 9 σφαίρες στην πλάτη.  Έτρεξε 25 μέτρα… οπότε έπεσε στο ποτάμι… και τον πήρε το νερό». [27]
Τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, όμως οι θυσία τους δεν ξεχάστηκε. Το χωριό Τέχοβο δίπλα στο οποίο τους κρέμασαν, πήρε το όνομα «Καρυδιά», λόγω του δέντρου που τους κρέμασαν, ενώ το χωριό Βλάδοβο, στο οποίο τάφηκαν οι αγωνιστές, πήρε το όνομα του θρυλικού Σαράντου Αγαπηνού. Ονομάστηκε «Άγρας».
Στις 18 Οκτωβρίου 1961 έγινε μετακομιδή των οστών των δύο μακεδονομάχων από τον τόπο ταφής, στον τόπο θυσίας τους, όπου κατασκευάστηκε ναΰδριο και τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη εντός του ναϋδρίου αυτού. Οι τάφοι τους, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου διατηρούνται, αλλά είναι πλέον κενοτάφια.[28]
Ευλαβικά οι Μακεδόνες κλείνουμε το γόνυ, στους δαφνοστεφανομένους από την Ελλάδα και την ιστορία εθνομάρτυρες Σαράντο Αγαπηνό του Αντρέα και Αντώνη Μίγγα του Γιώργη. Θα είναι πάντα μαζί μας. Να μας εμπνέουν. Να στέκουν δίπλα μας σε κάθε μας αγώνα. Να φωτίζουν το μέλλον μας με το παράδειγμα τους. Σύμβολα πατριωτισμού, ήθους και πιστής φιλίας.
Οι προτομές των αγωνιστών, το μνημείο της καρυδιάς και ο ναός που φυλάσσονται τα λείψανα τους, στον τόπο μαρτυρίου τους.
Δίπλα, το τίμιο ξύλο της καρυδιάς που κρεμάστηκαν οι εθνομάρτυρες, όπως εκτίθεται στο χωριό Καρυδιά Πέλλας.

[1] Βασδραβέλλη Ι., Οι Μακεδόνες εις τους Υπέρ της ανεξαρτησίας Αγώνας 1796-1832, Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1950, σελ.109.
[2] Τουφεξή Λ., Ο θρυλικός Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 84-85, Σεπτέμβριος 1998, σελ.22.
[3] Μουτσόπουλου Ν., Βακαλόπουλου Κ., Κεσοπούλου Αρ., Αλησμόνητες Πατρίδες- Άνω Μακεδονία, Τζιαμπίρης-Πύραμίδα, Θεσσαλονίκη, σελ.177.
[4] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.7.
[5] Μουτσόπουλου Ν., Βακαλόπουλου Κ., Κεσοπούλου Αρ., Αλησμόνητες Πατρίδες- Άνω Μακεδονία, Τζιαμπίρης-Πύραμίδα, Θεσσαλονίκη, σελ.175.
[6] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.8.
[7] Βακαλόπουλου Κ., Το Μακεδονικό Ζήτημα 1856-1913, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1993, σελ.206.
[8] Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ., Ο Μακεδονικώς Αγών και τα εις Θράκην Γεγονότα, Αθήνα 1979, σελ.233.
[9] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.9.
[10] Βακαλόπουλου Κ., Μακεδονικός Αγώνας (Η ένοπλη φάση 1904-1908), Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 179.
[11] Τουφεξή Λ., Ο θρυλικός Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 84-85, Σεπτέμβριος 1998, σελ.23.
[12] Το Ρουμλούκι είναι η περιοχή του βορειοανατολικού τμήματος της πεδιάδας της Ημαθίας που το διασχίζει ο ποταμός Αλιάκμονας, ενώ ανατολικά εκτείνεται έως τον Αξιό. Ονομάσθηκε «Ρουμλούκι» από τους Οθωμανούς κατακτητές κατά τον 14ο – 15ο αιώνα, οι οποίοι, όταν έφθασαν στην περιοχή, την ονόμασαν Rumlik – Ρουμλούκ ή Ουρουμλούκ, τουρκική λέξη που παράγεται από το Ρουμ = Ρωμιός και τον επιθετικό προσδιορισμό ή κτητικό—lik (-λούκ) και σημαίνει τον τόπο που έχει Ρωμιούς – έλληνες χριστιανούς απόγονους των Ρωμαίων πολιτών. δηλαδή σημαίνει Ρωμιότοπος, Γραικοχώρα, Ελληνότοπος. Πηγή: Wikipedia, Λήμμα: Ρουμλούκι.
[13] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.10.
[14] Τουφεξή Λ., Ο θρυλικός Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 84-85, Σεπτέμβριος 1998, σελ.23.
[15] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.10.
[16] Χριστόδουλος Κωνσταντίνου Περδικάρης, 1856 -1907. Γεννήθηκε στη Νάουσα και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Έντονη η φοιτητική κα πατριωτική του δράση. Συνεχίζουν τις σπουδές στο Παρίσι και επιστρέφοντας στη πατρίδα του συμμετέχει στους πατριωτικούς αγώνες. Το 1878 παίρνει μέρος στην επανάσταση του Λιτόχωρου και του πολέμου στον Κολυνδρό (Μοναστήρι Αγίων Πάντων). Μετά την αποτυχία των κινημάτων καταφεύγει στην Αθήνα όπου ξαναβρίσκει τον παλιό συμφοιτητή του στην Αθήνα, τον γιατρό Αντώνη Χρηστομάνο (καταγόμενο από την Κατράνιτσα –Πύργους Εορδαίας) και συμμετέχει στην ίδρυση του Πανελλήνιου Γυμναστηρίου. Μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα συνεργάζεται για την προώθηση της Ολυμπιακής Ιδέας. Στην περίοδο του Μακ. Αγώνα αναλαμβάνει επικεφαλής της τοπικής επιτροπής Ναούσης. Πηγή: Μπάιτση Τ., Οι γιατροί της Νάουσας στον Μακεδονικό Αγώνα, περ. Νιάουστα, τευχ. 111-112, σελ.14-15.
[17]Μπάιτση Τ., Ο εθνομάρτυρας Αντώνης Μίγγας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 152, Ιούνιος 2015, σελ.15.
[18] Aρχείο Μακεδονικού Αγώνα Περιοχής Βερμίου, Π.Ε.Ν «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος», Θεσσαλονίκη 2002, σελ.219.
[19] Aρχείο Μακεδονικού Αγώνα Περιοχής Βερμίου, Π.Ε.Ν «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος», Θεσσαλονίκη 2002, σελ.215.
[20] Αποστόλου Στ., Σαράντος Αγαπηνός, περ. Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, τευχ.33, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017,σελ.12.
[21] Aρχείο Μακεδονικού Αγώνα Περιοχής Βερμίου, Π.Ε.Ν «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος», Θεσσαλονίκη 2002, σελ.231.
[22] Τουφεξή Λ., Ο θρυλικός Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 84-85, Σεπτέμβριος 1998, σελ.24.
[23] Δέλτα Π., Στα Μυστικά του Βάλτου, εκδ. Καλοκάθη, Αθήνα, σελ.575.
[24] Δέλτα Π., Στα Μυστικά του Βάλτου, εκδ. Καλοκάθη, Αθήνα, σελ.577.
[25] Βακαλόπουλου Κ., Μακεδονικός Αγώνας (Η ένοπλη φάση 1904-1908), Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 194-195.
[26]  http://greekworldhistory.blogspot.com/2013/06/1880-1907.html
[27]Γιαννακοβίτου Μ., Η τιμωρία των δολοφόνων του καπετάν Άγρα και Αντώνη Μίγγα, περ. Νιάουστα, Σ.Α.Γ.Ναούσης, τευχ. 92, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000, σελ.8.
[28] http://greekworldhistory.blogspot.com/2013/06/1880-1907.html

Σαν Σήμερα οι Κομιτατζήδες κρέμασαν τον Μακεδονομάχο Καπετάν Άγρα…

Μια από τις ηρωικότερες μορφές του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν ο Σαράντος Αγαπηνός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία με το πολεμικό ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Κατατάχθηκε εθελοντής στα στρατιωτικά σώματα, που αγωνίζονταν στη Μακεδονία εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Ήταν θερμός υποστηρικτής της ιδέας ότι η ελληνική ψυχή της Μακεδονίας, θα αφυπνιζόταν μόνο με τη δράση.
Πολέμησε στην περιοχή του Βερμίου Σημαντική υπήρξε η συμβολή του νεαρού ανθυπολοχαγού στις σκληρές μάχες για την εκκαθάριση της λίμνης των Γιαννιτσών, η οποία, λόγω της φυσικής της θέσης και των βουλγαρικών οχυρώσεων,είχε καταστεί οχυρό απροσπέλαστο.
Τον Ιούνιο του 1907 δέχθηκε πρόταση του βοεβόδα Ζλατάν για τοπική ειρήνευση, όμως εκείνος τον συνέλαβε, τον διαπόμπευσε και τον κρέμασε κοντά στο χωριό Βλάδοβο, το σημερινό Άγρα, της Έδεσσας.
Ο Σαραντέλλος ή Σαράντος Αγαπηνός του Ανδρέου, ανθυπολοχαγός πεζικού του Ελληνικού Στρατού, καταγόταν από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας και εγενήθη το 1881 στο Ναύπλιο, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως εφέτης. Έμεινε στην ιστορία με το πολεμικό ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας.
Μεγάλωσε σε οικογένεια, η οποία είχε προσφέρει στο Έθνος πολλούς αγωνιστές του 1821. Ο Σαράντος Αγαπηνός είχε δυο αδελφούς, τον Αντώνη (Τρίπολη 1877 – Σύρος Ιαν. 1923) και το Νίκο (Ναύπλιο 1890 – Beni Suef Αιγύπτου 1947).
Η μία γιαγιά του ήταν της οικογενείας Παπατζώνη, επίσης οικογένεια ηρώων του Αγώνα της Παλιγγενεσίας, της οποίας γόνος ήταν και ο σημαντικός ποιητής μας Τ. Π. Παπατζώνης.
Ο παππούς του Αντώνιος Αγαπηνός ήταν Έφορος της Επιμελητείας του Αγώνα για την περιοχή των Γαργαλιάνων. Ο αδελφός του παππού του Διονύσιος ή Νιόνιος Αγαπηνός ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Το όνομά του το βρίσκουμε ακόμη στη μαύρη λίστα της φοβερής αστυνομίας του Τσάρου, διότι μαζί με άλλους Έλληνες Επαναστάτες πατριώτες συνέδραμαν τους περίφημους Δεκεμβριστές τους Ρώσσους Επαναστάτες του Δεκεμβρίου του 1825.
Κατά την διάρκεια της μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως ο Νιόνιος Αγαπηνός, επικεφαλής πολεμικού σώματος από 100 Γαργαλιανιώτες, λαμβάνει μέρος μαζί με το Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Κων/νο Δεληγιάννη και τον Δημητράκη Πλαπούτα στη πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο, στην θέση των Παλαιών Πατρών, στην Εκστρατεία της Αθήνας και στα Δερβενάκια κατά του Δράμαλη, όπου επέδειξε μεγάλη γενναιότητα και ηρωισμό.
Το 1895 ο Τέλλος Αγαπηνός εισάγεται στη Σχολής των Ευελπίδων και διαπρέπει. Βρίσκεται ανάμεσα στους δύο καλύτερους μαθητές. Μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο φαίνεται η πίστη του στις ακατάλυτες αξίες που τον συνόδευσαν σε όλη του τη ζωή.Το 1901 αποφοιτά από τη Σχολή Ευελπίδων και τοποθετείται στη φρουρά της Αθήνας, στο 7ο Σύνταγμα.
Στη Μακεδονία πήγε εθελοντικά κατόπιν επανειλημμένων δικών του προσπαθειών, ενώ οι ανώτεροί του δεν του έδιναν άδεια, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Αναγκάστηκε να καταφύγει στη μεσολάβηση του φίλου του Μακεδονομάχου Υπολοχαγού Ν. Ρόκκα, ( καπετάν Κολιός).
Ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος εγκρίνει την μετάθεσή του τον Φεβρουάριο του 1902 στον Τύρναβο, λέγοντάς του ότι πρώτη φορά του ζητά αξιωματικός την χάρη να τον στείλει στα σύνορα. Τελικά διορίζεται αρχηγός ενός ανταρτικού σώματος, το οποίο προετοίμαζε στο Βόλο ο καπετάν Ακρίτας ( Κωνσταντίνος Μαζαράκης ). Και μια νύχτα του Σεπτεμβρίου του 1906, αυτός αρχηγός με καπετάνιο τον Γεώργιο Τηλιγάδη και δώδεκα ευζώνους Ρουμελιώτες φεύγουν με ιστιοφόρο από το Τσάγεζι, το σημερινό Στόμιο, της Λάρισας για τη Μακεδονία.
Στο συνοριακό φυλάκιο που υπηρέτησε έγινε ήρωας αρκετών επεισοδίων με τους απέναντι Τούρκους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, πήδησε τα σύνορα και μπήκε στο Τούρκικο φυλάκιο προκειμένου να φέρει πίσω ένα όπλο Γκρας που ανήκε στον Ελληνικό Στρατό και το κρατούσαν οι Τούρκοι από τον πόλεμο του 1897.
Μετά το επεισόδιο αυτό, έλεγε στους παλαιότερους αξιωματικούς συναδέλφους του για τους Τούρκους : «Απορώ, βρε αδελφέ, πώς τέτοια ζώα σας κυνήγησαν στον πόλεμο του 1897».
Μαζί με το σώμα του Άγρα, το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης αποστέλλει στη λίμνη των Γιαννιτσών δύο ακόμα νεοσυγκροτηθέντα ελληνικά σώματα, τα σώματα του Υπολοχαγού του Πεζικού Σάρρου Κωνσταντίνου (Κάλα) και Ανθυποπλοίαρχου Δεμέστιχα Ιωάννη (Νικηφόρου) με εικοσιπέντε άνδρες ο καθένας.
Πρωταρχική αποστολή των σωμάτων ήταν η απομάκρυνση των βουλγαρικών συμμοριών από τη λίμνη, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί με ισχυρές δυνάμεις στο νοτιοδυτικό τμήμα της, έτσι ώστε να μπορεί να αποτελέσει βάση εξόρμησης και κέντρο ανεφοδιασμού των ελληνικών σωμάτων για τις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας.
Ο Βάλτος ήταν μία τεράστια περιοχή 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων νότια των Γιαννιτσών. Λάσπη, πυκνοί καλαμιώνες μαζί με βούρλα και ραγάζι, ψηλό ως δύο μέτρα. Τα φυλλώματα των φυτών ήταν τόσο πυκνά που δεν έβλεπες πέρα από λίγα μέτρα. Κουνούπια, ψάρια, χέλια, αλλά και βατράχια και βδέλλες, το κάθε είδος κατά μυριάδες, αποτελούσαν τον πλούτο του βυθού. Νερόκοτες, αγριόπαπιες, αγριόχηνες και άλλα υδρόβια πουλιά έβρισκαν άσυλο στη λίμνη.
Στη δασωμένη ακρολιμνιά λούφαζαν διάφορα αγρίμια, όπως αλεπούδες, κουνάβια, αγριόχοιροι και λύκοι, που κατέβαιναν ως εκεί το χειμώνα. Τις φωνές αυτών των ζώων μιμούντο οι κομιτατζήδες για να συνεννοούνται μεταξύ ξηράς και καλυβών.
Ο βούρκος ανέδιδε αναθυμιάσεις αποπνικτικές. Η ζωή μέσα στη λίμνη ήταν πραγματικό μαρτύριο. Το καλοκαίρι οι ελώδεις πυρετοί οργίαζαν. Δεν υπήρχε κάτοικος της λίμνης που να μην έχει προσβληθεί. Έτσι κάθε ατσαλένιος οργανισμός μετά από λίγους μήνες έφευγε απ’ το Βάλτο παίρνοντας στα σωθικά του τη θανατηφόρο ελονοσία και τους ρευματισμούς, που γρήγορα τον οδηγούσαν στο θάνατο ή τον κάρφωναν για πολλά χρόνια στο κρεβάτι του πόνου και της φθοράς.
Γι’ αυτό κανένας Μακεδονομάχος, λένε, δεν είχε αντέξει να μείνει στη Λίμνη των Γιαννιτσών πάνω από έξι μήνες, εκτός από τον ντόπιο οπλαρχηγό, τον Καπετάν Γκόνο Γιώτα, που άντεξε μέσα εκεί όλα τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα.
Την απέραντη αυτή λίμνη εκμεταλλεύονταν ψαράδες από τα γύρω χωριά. Πήγαιναν εκεί να κόψουν το χρήσιμο ραγάζι. Μ’ αυτό γέμιζαν στρώματα και έφτιαχναν σαμάρια για τα ζώα. Μάζευαν βδέλλες που τις πουλούσαν στο εξωτερικό, για ιατρική, τότε, χρήση, και κυνηγούσαν τις αγριόπαπιες και τα άλλα χρήσιμα ζώα της λίμνης.
Επειδή όμως δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο χωριό τους αυθημερόν, έφτιαχναν «πατώματα» μέσα στη λίμνη από δέντρα, χοντρές ρίζες από καλάμια που τα συνέδεε μεταξύ τους με δοκούς και έριχναν επάνω χώμα. Αργότερα, πάνω στα πατώματα έβαζαν πασσάλους και πλέκοντας το ραγάζι έφτιαχναν τοίχους και τριγωνική ή κωνική στέγη.
Αυτές ήταν οι «καλύβες». Στο μέσον της καλύβας είχαν φτιάξει και εστία που έκαιγε με υδροχαρή φυτά, που έβγαζαν περισσότερο καπνό παρά φωτιά. Στις καλύβες έφταναν εύκολα με τις πλάβες, τις βάρκες δίχως καρίνα που εύκολα αναποδογύριζαν αλλά μπορούσαν να κινούνται και σε ρηχά νερά χρησιμοποιώντας το πλατσί, ένα ειδικό κουπί. Κάποτε υπήρχε και ένα δεύτερο πλατσί που το χρησιμοποιούσε ο πλαβαδόρος για τιμόνια της πλάβας. Έτσι η λίμνη έγινε και καταφύγιο κάθε κακοποιού στοιχείου, όπως ληστών, φυγοδίκων και λιποτακτών.
Οι Βούλγαροι μετά την αποτυχία της Επανάστασης του Ίλιντεν, το 1903, καταδιωκόμενοι από τα τουρκικά αποσπάσματα βρήκαν καταφύγιο στη λίμνη. Έτσι ανακάλυψαν και σιγά-σιγά εκτόπισαν τους ψαράδες. Όλος ο γύρω κάμπος καταδυναστευόταν από τους κομιτατζήδες αυτούς, που την ημέρα έβγαιναν και τρομοκρατούσαν τα γύρω χωριά και το βράδυ τρύπωναν στις κρυφές και απόρθητες έως τότε καλύβες τους.
Έτσι, σιγά-σιγά αναγκάζονταν οι δυστυχείς αυτοί Έλληνες χωριάτες να δηλώνουν υποταγή στους αδίστακτους κομιτατζήδες, γιατί διαφορετικά αντιμετώπιζαν το δολοφονικό μαχαίρι, τη φωτιά και το δυναμίτη.
Μπροστά στην κατάσταση αυτή το Προξενείο μας στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε να δράσει μέσα στη λίμνη, στην ίδια τη φωλιά των Κομιτατζήδων. Ο Άγρας, λοιπόν, ανέλαβε να τους εκδιώξει από το Βάλτο. Προκαλώντας τους να αναμετρηθούν μαζί του, κατάφερε να καταλάβει την περίφημη Καλύβα των Βουλγάρων, γνωστή με το όνομα Κούγκα.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1906, ο Τέλλος Άγρας εξορμά για να καταλάβει την κεντρική βουλγαρική καλύβα του Ζερβοχωρίου. Καθώς όμως δεν είχε επαρκή δύναμη για να προκαλέσει αντιπερισπασμό στις γειτονικές βουλγαρικές καλύβες, βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά.
Στην πεισματώδη σύγκρουση οι απώλειες ήταν τρεις σύντροφοι του Άγρα νεκροί (ο Δημ. Μακρακιώτης από την Δωρίδα, ο Γεώργιος Θεμελής από την Καστοριά καί ο Φώτης Τριζόπουλος από την Κουλακιά) και τρεις τραυματίες μεταξύ των οποίων ο υπαρχηγός του Τυλιγάδης, καθώς και ο ίδιος Άγρας, ο οποίος τραυματίστηκε στον δεξιό ώμο και στο δεξί χέρι.
Το κέντρο του αγώνα κάλεσε τον Άγρα να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να γιατρευτεί από τα τραύματά του. Στη Θεσσαλονίκη παραμένει για λίγες μόνο ημέρες. Το μυαλό του βρίσκεται πίσω στο Βάλτο και τα παλληκάρια του. Χωρίς να έχει αποθεραπευθεί γυρίζει στη λίμνη και συνεχίζει τον αγώνα ως το Φεβρουάριο του 1907.
Στις φωτογραφίες που διασώθηκαν από την εποχή εκείνη, βλέπουμε τον Άγρα με τους συντρόφους του στο Βάλτο φορώντας γάντι στο δεξί χέρι γιατί του έλειπε η ονυχοφόρος φάλαγγα από το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού του.
Στο Βάλτο η υγεία του έχει βλαφτεί ανεπανόρθωτα. Τον Φεβρουάριο του 1907 το Κέντρο του Αγώνα της Θεσσαλονίκης τον στέλνει στην Νάουσα, απ’ όπου θα συνεχίσει την οργανωτική δουλειά».
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας του δε σταμάτησε να διευθύνει τον αγώνα της περιοχής του, πολλοί αγγελιοφόροι από τα πλησιέστερα χωριά τον επισκέπτονταν, για να λάβουν εντολές και να του υποβάλλουν τις αιτήσεις και τις πληροφορίες που είχαν.
Ο Άγρας ήταν αρχηγός με ακατάβλητη αγωνιστική διάθεση. Παρά τον κλονισμό της υγείας του και παρά τα τραύματά του εξακολουθούσε να παραμένει στο καθήκον, αν και θα μπορούσε να ζητήσει άμεση αποχώρηση στην ελεύθερη Ελλάδα. Η πίστη του για τον αγώνα και η αγάπη του για τη Μακεδονία δεν του επέτρεπαν να προβεί σε τέτοια ενέργεια, την οποία θεωρούσε εγκατάλειψη του αγώνα…
Στη Νάουσα που παρέμεινε νοσηλευόμενος ο Άγρας διαπίστωσε ότι οι κομιτατζήδες των γύρω χωριών είχαν επιβάλλει έναν οικονομικό αποκλεισμό στην πόλη. Απαγόρευαν στους χωρικούς να πηγαίνουν στο παζάρι της Νάουσας, καθώς και για οικονομικές συναλλαγές, επί ποινή θανάτου.
Αυτό το έκανε το Βουλγαρικό κομιτάτο για να μην επηρεάζονται οι χωρικοί από τους Έλληνες προκρίτους από τους οποίους λόγω της δημοσιονομικής και κοινωνικής δομής είχαν κάποια εξάρτηση. Έτσι οι έμποροι και οι βιομήχανοι της Νάουσας υπέφεραν και αναγκάζονταν να βρουν έναν τρόπο διευθέτησης του προβλήματος.
Αυτό το κλίμα επικρατούσε στη Νάουσα και πιο πριν, από την εποχή του προηγούμενου αρχηγού, του καπετάν Ακρίτα. Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του Ακρίτα, μερικοί πρόκριτοι Ναουσαίοι προσπαθούσαν να τα βρουν με τους κομιτατζήδες. Γι’ αυτό ο Άγρας μιλάει χλευαστικά για τους προκρίτους αυτούς, τους οποίους στην κρυπτογραφική αλληλογραφία του με το Προξενείο αποκαλεί «λεοντόκαρδους».
Ο Άγρας θέλησε να συναντήσει κάποιους από τους Βουλγαρόφρονες, γιατί και οι ίδιοι ήθελαν να επιστρέψουν στον Ελληνισμό. Σε ένα πρώτο σημείωμά του προς το κέντρο Θεσσαλονίκης με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1907 αναφέρεται ένας πρώτος υπαινιγμός για μια συνάντηση: «Κατόρθωσα να φέρω ενταύθα κεφαλάς «Βρομερών» (εννοεί Βουλγάρων), οι οποίοι είχαν δύο έτη να έλθωσιν. Πιστεύω αν δεν συμβεί τίποτε το έκτακτον, κάτι θα επιτύχω. Πάντως, έχουν μετανιώσει βλέποντας το άδικο και το μάταιον του αγώνος ον διεξάγουν».
Ακόμη πιο ευδιάκριτος είναι ο υπαινιγμός :
«Δεν κοιμούμαι διόλου την νύχτα, καθόσον μόνον την νύχτα έρχονται «Βρομεροί» και ομιλούμε. Τους βλέπω όλους έχοντας όρεξιν ΝΑ ΕΠΑΝΕΛΘΩΣΙΝ… Ίδωμεν».
Εντούτοις, τον Απρίλιο του 1907, το Προξενείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αντικαταστήσει τους αρχηγούς και τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν δοκιμαστεί και εξαντληθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανάμεσά τους και ο Άγρας, του οποίου τα τραύματα δεν πάνε καθόλου καλά και η ελονοσία τον έχει καταστήσει πλέον φάντασμα του εαυτού του.
Λίγο πριν φύγει από τα αιματοβαμμένα χώματα της αγαπημένης του Μακεδονίας θέλει να κάνει κάτι μεγάλο. Κάτι που αν πετύχει, ο Μακεδονικός Αγώνας στην περιοχή θα έληγε με νίκη κατά κράτος των ελληνικών δυνάμεων.
Ο Άγρας φθάνοντας στη Μακεδονία, ήλθε σ’ επαφή με τους ανθρώπους που το Ελληνικό Προξενείο είχε επιφορτίσει να βοηθούν τους Μακεδονομάχους σε κάθε περιοχή. Έτσι και στη Νάουσα στην Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα συμμετείχε ένα εξέχον μέλος της τοπικής κοινωνίας.
Ήταν ο βιομήχανος Ζαφείριος Λόγγος, ο οποίος διατηρούσε μεγάλο εργοστάσιο νηματουργίας στη Νάουσα με την επωνυμία : «Νηματουργία Λόγγου Κύρτση και Τουρπάλη». Στο εργοστάσιό του είχε εργασθεί παλιότερα ο Βάννης Ζλατάν. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Ζλατάν καταγόταν από τη Γκολέσιανη το σημερινό χωριό Λευκάδια της Νάουσας και είχε πάει σε Ελληνικό σχολείο. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον εργοδότη του Ζαφείριο Λόγγο, έβγαιναν μάλιστα μαζί για κυνήγι.
Στη Νάουσα επίσης ο Άγρας γνωρίστηκε με τον Ανώνη Μίγγα, έναν οικογενειάρχη από τον κύκλο των ανθρώπων τού Μακεδονικού Αγώνα. Ο Αντώνης Μίγγας ήταν ράπτης γουνοποιός στο επάγγελμα, και είχε γνωρίσει τον Ζλατάν ως πελάτη.
Ο Βοεβόδας Ζλατάν, αρχηγός των κομιτατζήδων του Βάλτου, κατανικημένος από τον Άγρα, διωγμένος από αρχηγός των Βουλγαροκομητατζήδων, ζητάει από τον Ζαφείριο Λόγγο να τον φέρει σε επαφή με τον Άγρα, καθώς ήθελε, όπως έλεγε, να ενταχθεί στα ελληνικά αντάρτικα σώματα.
Ο Ζαφείριος Λόγγος το αναφέρει στον Άγρα. Καθώς υπήρχαν αρκετές πληροφορίες για την πτώση του ηθικού των βουλγαρικών συμμοριών και τη διάθεση πολλών στελεχών των κομιτάτων να διακόψουν τους δεσμούς τους με αυτά και να προσχωρήσουν στον ελληνικό αγώνα, και εφόσον ο Άγρας σε λίγες μέρες θα έφευγε για την Αθήνα, θεωρεί το γεγονός μεγάλη ευκαιρία. Αν κατάφερνε να πάρει μαζί του στην Αθήνα τον Ζλατάν, η ελληνική υπόθεση θα κέρδιζε ένα ακόμη στέλεχος με μεγάλη επιρροή στα βουλγαρίζοντα χωριά του κάμπου της Νάουσας.
Το φαινόμενο δεν ήταν πρωτόγνωρο. Οι θρυλικοί μάρτυρες του Μακεδονικού Αγώνα Κώττας, καπετάν Γκόνος Γιώτας, καπετάν Νικοτσάρας και πολλοί άλλοι ήσαν μετεστραφέντες κομιτατζήδες, τους οποίους οι Βούλγαροι ονόμαζαν μετά Γραικομάνους.
Πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναντήσεις στη Νάουσα, όπου ερχόντουσαν απεσταλμένοι του Ζλατάν για να συζητήσουν. Οι συζητήσεις γίνονταν κυρίως νύχτα ή Σάββατο, την ημέρα του παζαριού, συνήθως στο σπίτι του Μίγγα. Μεταξύ των απεσταλμένων ήσαν δύο χωρικοί από το χωριό Μαρίνα, ο Μήτση Πέσιος και ο Γιώργης Γκότσης.
Μετά από αυτές τις επαφές κανονίζεται να γίνει συνάντηση των δύο αρχηγών, την 3η Ιουνίου. Στην συνάντηση παραυρίσκονται ως εγγυητές ο Ζαφείριος Λόγγος, ο Τώνης Μίγγας, καθώς και τέσσερις ακόμη οδηγοί. Όλοι είναι άοπλοι κατά τη συμφωνία. Μόνο ο Άγρας φέρει το ατομικό του περίστροφο.
Στο σημείο της συμφωνίας τους περιμένει ο Ζλατάν αλλά και πλήθος από κομιτατζήδες που είναι καλά κρυμμένοι στην γύρω περιοχή. Με το κατάλληλο σύνθημα συλλαμβάνουν τον καπετάν Άγρα και τον Αντώνη Μίγγα, απελευθερώνοντας τους υπόλοιπους συνοδούς τους.
Τους διαπόμπευσαν ως δήθεν αιχμάλωτους, δεμένους και ξυπόλυτους, στα χωριά της περιοχής, με σκοπό να αναπτερώσουν το ηθικό των τρομοκρατημένων οπαδών των κομιτατζήδων.
Τη νύχτα της 7ης Ιουνίου, τους απαγχόνισαν μεταξύ των χωριών Τέχοβο, σημερινή Καρυδιά, και Βλάδοβο σημερινός Άγρας. Η θυσία του καπετάν Άγρα αντί να φοβίσει, αντίθετα ξεσηκώνει τους Έλληνες.
Πλήθος αξιωματικών και άλλων εθελοντών ζητάει να πάει στην Μακεδονία. Θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο του καπετάν Άγρα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκιώργκη Κασάπτσε, που πρωτοστάτησε στη σύλληψη και στο βασανισμό του Άγρα, εξοντώνεται από το σώμα του καπετάν Αμύντα και ο Ζλατάν δέχεται 9 σφαίρες από το Μάνλιχερ και το Γκρά των αδελφών Τόλιου.
Σε ανάμνηση του θανάτου των δύο αγωνιστών, το χωριό Τέχοβο μετονομάστηκε αργότερα σε Καρυδιά (το δέντρο απ’ όπου απαγχονίστηκαν), ενώ το χωριό Βλάδοβο, όπου ενταφιάστηκαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είναι ο σημερινός Άγρας. Η δράση και ο μαρτυρικός θάνατος του Καπετάν Άγρα ενέπνευσαν στην Πηνελόπη Δέλτα το γνωστό μυθιστόρημά της «Στα μυστικά του Βάλτου».

Πηγές

ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΡΑΣ, Ο ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ… (φωτογραφικό υλικό)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου