… κόκκινος Μάιος του ’34 στην Καλαμάτα γέφυρα για το σήμερα (φωτογραφίες)
10/05/2015
Μνήμη είναι η διατήρηση στη συνείδησή μας διαφόρων πληροφοριακών στοιχείων. Δεν έχει σχέση με την ανάμνηση, η οποία αναφέρεται σε προσωπικά μας γεγονότα. Η μνήμη ήταν και είναι για τον άνθρωπο ζήτημα ανάγκης.
Είναι ανάγκη να θυμάται ο άνθρωπος ορισμένα πράγματα για να μπορεί να προχωρήσει στη ζωή του. Θυμάμαι για να μπορώ να επιβιώσω. Η μνήμη, λοιπόν, συνδέεται στενά μ’ αυτά που λέμε παράδοση, ιστορία, πολιτισμός.
Μια ανάλογη προσπάθεια επιχειρήθηκε, χθες, στο αμφιθέατρο του Εργατικού Κέντρου Καλαμάτας, στην εκδήλωση με θέμα τα γεγονότα του Μαΐου του 1934, οπότε ο στρατός με τα όπλα προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, σκοτώνοντας τους εξεγερθέντες λιμενεργάτες, οκτώ τον αριθμό. Τίτλος της ήταν «Η εργατική εξέγερση στην Καλαμάτα και τα αιματηρά γεγονότα του 1934».
Για το σημαντικό αυτό θέμα στο πάνελ των ομιλητών βρέθηκαν ο πρώην δήμαρχος Παναγής Κουμάντος, που έχει γράψει βιβλίο για την εξέγερση, ο πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και συμπατριώτης μας Κώστας Γουλιάμος, ο πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και πρώην υφυπουργός Παιδείας, Θεόδωρος Παπαθεοδώρου, ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μάνος Σπυριδάκης και ο δικηγόρος Δημήτρης Ζέρβας, που επίσης έχει κάνει έρευνα και έχει γράψει βιβλίο για το Κίνημα της Καλαμάτας.
Συντονιστής ήταν ο πρώην αρχισυντάκτης της «Ελευθερίας», Ηλίας Μπιτσάνης και στην παρουσίαση ο γραμματέας του Εργατικού Κέντρου, Γιώργος Κανέλης.
Από την πλευρά του, ο πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και συμπατριώτης μας, Κώστας Γουλιάμος, υποστήριξε: «Τα λιμενεργατικά της Καλαμάτας το 1934 σφραγίζουν μια περίοδο έντασης των κοινωνικών αγώνων και ανόδου του εργατικού κινήματος. Η εξέγερση των λιμενεργατών και μυλεργατών το Μάη του 1934 μας επαναφέρει στις σημερινές συγκυρίες της κεφαλαιοκρατικής κρίσης.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο τα βασικά χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής παρουσιάζουν μια συνάφεια με την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων της σημερινής περιόδου.
Βεβαίως, όπως και τότε, έτσι και στις μέρες μας οι εργαζόμενοι δεν αποτελούν κυρίαρχη τάξη μέσα στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, ωστόσο ως πολιτικά στοιχεία δεν είναι και παθητικοί. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι είναι ενεργητικά ανταγωνιστικά πολιτικά στοιχεία απέναντι στο κεφάλαιο και μέσω αυτού του ανταγωνισμού επικαθορίζουν και τις επιλογές τους.
Τα λιμενεργατικά γεγονότα της Καλαμάτας το Μάη του ’34 παρέχουν τη δυνατότητα να αναδείξουμε από πού αντλεί το δυναμισμό του ο σύγχρονος καπιταλισμός. Τις νέες μεθόδους απόσπασης υπεραξίας. Έχουμε τη δυνατότητα να αποτυπώσουμε τις νέες αντιθέσεις και αντιφάσεις του κεφαλαιοκρατισμού. Να κατανοήσουμε από ποια ακριβώς σημεία ή/και πολιτικές εκκινούν οι εργασιακές απορρυθμίσεις.
Κατά την άποψή μας, η αφετηρία κατεδάφισης των εργασιακών κεκτημένων βρίσκεται στη συγκρότηση της ίδιας της Ε.Ε. Ως γνωστόν, η Ένωση ήταν προϊόν της συμμαχίας των πιο δυναμικών elite του ευρωπαϊκού κεφαλαίου που ανασυντάχθηκαν στη δεκαετία του 1980 και του 1990, ήτοι στα χρόνια εκκόλαψης του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού».
Από την πλευρά του, ο δικηγόρος Δημήτρης Ζέρβας, ο οποίος έκανε μια συνοπτική παρουσίαση του εργατικού κινήματος στην Καλαμάτα, τόνισε: «Η εξέγερση των λιμενεργατών στις 9 Μαΐου 1934 δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, ένας ξεκομμένος αγώνας, σε τούτη την πόλη που κυριαρχείται από μια απόλυτη δωρική σιωπή για οτιδήποτε αφορά στους αγώνες της εργατικής τάξης.
Ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς πορείας ιδεολογικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που εκτυλίχθηκε σε όλες σχεδόν τις πόλεις και κωμοπόλεις του μεσσηνιακού κάμπου, για να μορφοποιηθεί τελικά στην Καλαμάτα, που εξελίχθηκε στο ισχυρότερο αστικό κέντρο της Μεσσηνίας και άρχισε να αναπτύσσεται, να συγκεντρώνει και εμπορευματοποιεί τον πλούτο ολάκερης της Μεσσηνίας, να φτιάχνει φάμπρικες, να παίζει σημαντικό ρόλο σαν αστικό κέντρο παραδίπλα στην Ερμούπολη, την Πάτρα, το Αίγιο και το Ναύπλιο.
[…] Μέσα στο γενικό ελλαδικό πλαίσιο από το 1923 και μετά, ειδικά την περίοδο μετά το 1925, που αρχίζει η “μπολσεβικοποίηση” των σοσιαλιστικών ιδεών, η αστική και βιομηχανοποιημένη πια πόλη των Καλαμών θα αρχίσει να αμύνεται βίαια στη δράση των κομμουνιστών, που συσπείρωναν τότε τους βιομηχανικούς εργάτες, τους αγρότες και τους εξαθλιωμένους προσφυγικούς πληθυσμούς, σε μορφές οργανωμένης ταξικής πάλης.
[...] Είναι η περίοδος της “μπολσεβικοποίησης” της κοινωνικής πάλης, με την αρχή μιας βίαιης ταξικής σύγκρουσης πάνω στα πρότυπα των Φράγκων, με σοσιαλιστικό και φιλελεύθερο προσωπείο, που θα κυριαρχήσουν στις φιλελεύθερες και ανήσυχες συνειδήσεις του πληθυσμού.
Τότε οι κοινωνικές συγκρούσεις, στην πόλη των Καλαμών, θα πάρουν τη μορφή “ταξικής παραφροσύνης”, με αποκορύφωμα την εξέγερση και δολοφονία των λιμενεργατών το 1934 και αργότερα με τις σφαγές στον Εμφύλιο».
Τα ονόματα των νεκρών
Γιάννης Κολιτσιδάκης, Βασίλης Γιαλατσινός, Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Π. Πηλίκας, Μούντανος, Καραμπατέας, Παναγιώτης Καπετανέας.
Η αφήγηση του Βασίλη Καπετανέα
Στα 1928 ξεσπάει η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση! Στην Ελλάδα η ανεργία έσπαζε κόκαλα. Στην Ελλάδα από το νότο ως το βορρά οι αγώνες του λαού σε πλήρη έξαρση... Οι λιμενεργάτες, οι μυλεργάτες της Καλαμάτας, αλλά και όλα τα άλλα εργατικά σωματεία που τους συντρέχουν στον αγώνα τους, βρίσκονται σε κατάσταση αγωνιστικής οργής και πάλης.
Η μεγαλύτερη αλευροβιομηχανία των Βαλκανίων, των Αποστολάκη και Φεραδούρου, αφού χρόνια και χρόνια ξεζούμισε και ξεθέωσε τους ανασφάλιστους λιμενεργάτες και μυλεργάτες γύρω στα χίλια και πάνω άτομα και κατάφερε να θησαυρίσει, αποφασίζει να τοποθετήσει στο χώρο μπροστά από το πενταώροφο χτίριο των εγκαταστάσεων, δύο σιλό.
Ρουφήχτρες τις έλεγαν οι εργάτες και ο λαός (απορροφητήρες τεράστιου δυναμικού απορρόφησης). Αυτές τοποθετούμενες κόβανε τα χέρια 250 φορτοεκφορτωτών της επιχείρησης «Αλευροβιομηχανία Καλαμών - Αποστολάκης - Φεραδούρος Α.Ε.».
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση οι λιμενεργάτες και μυλεργάτες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά αυτή που ο νόμος και το Σύνταγμα τους επέτρεπαν μοναδικό δικαίωμα τους: τον αγώνα τον απεργιακό. Ζήτησαν λοιπόν και με τη τότε ΓΕΣΕΕ να συμφωνήσει και η εταιρία στις 3 δραχμές κατά εκφορτωμένο τόνο, να δοθεί στο σωματείο, για τη βοήθεια των απολυόμενων και του Σωματείου, αν η απόλυση δεν γίνεται να αποφευχθεί. Να δοθεί αυτό το ποσοστό συμμετοχής από τα κέρδη της εταιρίας που θα προκόψουν από την τοποθέτηση των μηχανημάτων αυτών.
Οι διαπραγματεύσεις δεν αποδίδουν. Η εργοδοσία αμετακίνητη και η απόφασή της αμετάκλητη. Αποφασίζεται ο αγώνας να ενταθεί ως την προσπάθεια να ακινητοποιηθούν οι Ρουφήχτρες, να μην λειτουργήσουν, προτάσσοντας οι εργάτες τα κορμιά τους, αποφασισμένοι να πείσουν τους βιομηχάνους να δείξουν κατανόηση.
Πέρασαν μέρες άπραγες. Με πρωθυπουργό τότε το Μάη του 1934 τον Ντίνο Τσαλδάρη και υφυπουργό τον Στέφανο Στεφανόπουλο, και οι δυο τους πιόνια στα κέφια του ντόπιου κεφαλαίου, εξ ορισμού βαστάζοι των αλευροβιομηχάνων, τραβάνε τα πράγματα στα άκρα, χωρίς να καμφθεί ούτε από τη μεσολάβηση της ΓΕΣΕΕ, η εταιρία ανάλγητη. Ο Τσαλδάρης με τον υφυπουργό Οικονομικών, τον Στεφανόπουλο, επιτρέπουν να λειτουργήσουν οι Ρουφήχτρες. Και έτσι λύνονται τα χέρια της χωροφυλακής και του στρατού να καταστείλουν κάθε απόπειρα παρακώλυσης της λειτουργίας των μηχανημάτων, κάνοντας χρήση και των όπλων τους...
Το ίδιο εκείνο βράδυ στο χαμόσπιτο της Γρήγορούς - στο σπίτι μας δηλαδή - γλίστρησαν μέσα στο σκοτάδι καμιά δωδεκαριά εργάτες. Η σύναξη μυστική. Τα πρόσωπα σκυθρωπά. Κλειστήκανε στο μέσα δωμάτιο και η κουβέντα κράτησε ως αργά τα μεσάνυχτα. Εμένα με διώξανε να μην ακούω τι λέγανε.
-Πήγαινε στης αδελφής μας απόψε! Να μείνεις εκεί και από εκεί να φύγεις για το σχολείο σου, μου είπε ο Σωκράτης. Έριξα μια γρήγορη ματιά μέσα απ’ το τζάμι στη σύναξη. Το λόγο είχε ο Αντώνης. Ορθός, σταθερός με μια έξαψη στο πρόσωπο, μιλούσε όμως ήρεμα. Έκανε με το χέρι νεύμα να καθίσουν κάτω.
Πήρα από την κουζίνα τη σάκα μου και τράβηξα για της αδελφής μας την παράγκα, στο προσφυγικό Συνοικισμό. Πριν να φτάσω, πέρασα από το σπίτι της Ροδούλας, να μοιραστώ την έγνοια μου και τους φόβους μου μαζί της...
-Ροδούλα, της λέω: 0 Αντώνης και οι άλλοι εργάτες του λιμανιού, στο σπίτι μας κουβεντιούν για τον αγώνα τους τον αυριανό. Με διώξανε για να μην ακούσω τι θα πουν. Πρώτος στη συζήτηση ο Αντώνης. Πρόεδρος μαθές του σωματείου!
-Γιατί συνάχτηκαν, τι λένε;
-Πού θες να ξέρω! Με διώξανε προτού αρχίσουν τη κουβέντα. Σκέφτηκα να μην της φανερώσω τους φόβους μου! Όμως δεν τ’ άντεξα!
-Ροδούλα - της λέω - αύριο να μην πάμε στο σχολείο.
-Να το σκάσουμε; Και γιατί;
-Ε, να! Λέω να κατεβούμε στο λιμάνι πολύ πρωί! Θα κηρυχθεί απεργία πανεργατική! Τα αφεντικά των μύλων θα βάλουν μπροστά τις ρουφήχτρες! Και θα ρουφάνε το στάρι από τις μαούνες και γι’ αυτό τους μυλεργάτες που κάνουν αυτή την δουλειά θα τους σχολάσουν. Θα τους βγάλουν στο δρόμο!
-Και τι θα γίνουν; Πώς θα ζήσουν τα σπίτια τους! Πού θα βρουν άλλη δουλειά να πορευτούν;
-Γι’ αυτό σου λέω, θα κηρύξουν απεργία! Άστα, Ροδούλα, κάτι με φοβίζει μέσα μου! Θα κατεβούνε κι άλλα σωματεία στην απεργία! Όλο το εργατολόι θα πάρει μέρος στην απεργία! Γι’ αυτό σου λέω, να πάμε πρωί, να ανεβούμε στην ταράτσα της αποθήκης του Μιχαλόπουλου, που είναι καρσί στην αποβάθρα που έχουν στήσει τις διαβολομηχανές. Κρυμμένοι πίσω από το παραπέτο της ταράτσας, θα τα βλέπουμε όλα από ψηλά. Τις μαούνες με τους εργάτες. Τους παπάδες που θα κάνουν το ευχέλαιο και τα εγκαίνια! Όλα-όλα θα τα δούμε! Λοιπόν τι λες; Το σκάμε; Ξέρω μια σκάλα από την πίσω μεριά που βγάζει στην ταράτσα της αποθήκης και από εκεί θα σκαρφαλώσουμε!...
Πέρασα από το σπίτι μας πρώτα. Τα αδέλφια μου στο πόδι κακοξενυχτισμένα, ετοιμαζόντουσαν να κατεβούνε στο λιμάνι. Φύγανε πρώτοι. Εγώ βούτηξα μια σφελίδα ψωμί στο λαδάκι, έβαλα κι αλατάκι να νοστιμέψει και το βαλα για τ’ αντικρινό σπίτι της Ροδούλας.
Τη βρήκα να με περιμένει. Η μάνα της απ’ τ’ άφεγγα για το μεροδούλι. Πιαστήκαμε χέρι με χέρι και για πότε φτάσαμε στις αποθήκες του Μιχαλόπουλου δεν καταλάβαμε. Με προφύλαξη να μην μας ιδεί κανείς σκαρφαλώσαμε από τη σιδερόσκαλα ως την ταράτσα. Από εκεί ψηλά όλο το λιμάνι από τους μύλους ως το Πανελλήνιο, το καφενείο στην βάση, στην αρχή του ανατολικού λιμενοβραχίονα. Όλα τα είχαμε από κάτω μας. Στην κεντρική αποβάθρα μπρος από τα γραφεία των λιμενεργατών και της κυράς Καλογερίνας, το ξενοδοχείο, στο κέντρο της Ντουάνας, σμάρι ανήσυχο η εργατιά. Με πανώ και συνθήματα περίμεναν την ώρα να μπουν στις μαούνες, για να διασχίσουν την απόσταση ως τον τύπο που είχαν στήσει τις ρουφήχτρες. Οι μαούνες με ανοιχτές αγκαλιές περίμεναν τους εργάτες. Ήταν οι αγκαλιές τους χρόνια τώρα ποτισμένες με τον ιδρώτα και την αγωνία τους, νυχτόημερα φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας τες.
Φέρνουμε μια γύρα τα μάτια μας και τι βλέπουμε; Από το καφενείο το Πανελλήνιο, το ανατολικό άκρο του λιμανιού γύρα - τριγύρα κάθε δέκα μέτρα κι ένας στρατιώτης οπλισμένος λες και θα κάνανε έφοδο για την κατάληψη κάποιου οχυρού. Στην κεντρική αποβάθρα πήχτρα η χωροφυλακή από πεζούς και έφιππους: Κλείνοντας στη μέση της σύναξης των απεργών, με τείχος από όπλα και πολυβόλα. Αυτός ο πολεμικός κλοιός έφτανε ως την άλλη άκρη την δυτική του λιμανιού θωρακίζοντας το Λιμεναρχείο, το Τελωνείο, τους Μύλους και τις Ρουφήχτρες τους. Στις ταράτσες των κτιρίων των Μύλων, του Τελωνείου και Λιμεναρχείου ένοπλοι χωροφύλακες και στρατιώτες καρτερούσαν την στιγμή που θα παίρνανε την διαταγή να αδειάσουν την καυτή λάβα του θανάτου στα ανυπεράσπιστα άοπλα κορμιά των απεργών.
[…] Οι μαούνες η μια πίσω από την άλλη προχωρούσαν αργά και επιβλητικά λες και παίρνανε μέρος στην αγωνία και την αγωνιστική πορεία μπρος από τους οπλισμένους βαστάζους των κεφαλαιούχων. Οι μαούνες με πλώρη κατά τις ρουφήχτρες. Το ευχέλαιο είχε αρχίσει:
-«Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου...». Από την ταράτσα του Λιμεναρχείου ένας τηλεβόας καλεί τους απεργούς να σταματήσουν. Να μην ποδήσουν τις ρουφήχτρες. 0 τηλεβόας από την πρώτη μαούνα τους απαντάει: «Προσοχή! Προσοχή! Σας μιλάει ο πρόεδρος των λιμενεργατών και μυλεργατών, εκπροσωπώντας όλους τους απεργούς. Θέλουμε να ιδούμε με επιτροπή μας την διοίκηση της εταιρίας. Η λειτουργία των σιλό να μην γίνει πριν να μας ακούσετε. Αν μας αρνηθείτε, θα συνεχίσουμε την απεργία. Τα κορμιά μας ειρηνικά θα μπουν μπροστά να εμποδίσουν τις ρουφήχτρες.
Τραγουδούσαν τα τραγούδια τους ειρηνικά και προχωρούσαν.
Οι μαούνες κατάφορτες από λιμενεργάτες και μυλεργάτες φτάσανε στο δυτικό μπλοκ του λιμανιού. Οι πρώτες δύο μπροστά καρσί στις ρουφήχτρες και έχοντας μέτωπο βορινό τα κτίρια του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου. Οι ρουφήχτρες στη δυτική πλευρά του λιμένα ορθώνοντας σαν ύψωμα, σαν οχυρό εχθρικό, που πρέπει να κερδηθεί με αγώνα, μα και που κρύβει μέσα του το θάνατο.
Είχε τελειώσει ο αγιασμός. Μια μαούνα προχωράει προς τις ρουφήχτρες να εμποδίσει τη λειτουργία τους. Μα προτού να πλησιάσουν σ’ αυτές και χωρίς ν’ απαντήσουν οι αφεντάδες στα αιτήματα των απεργών λιμενεργατών και μυλεργατών, ό,τι είδαν τα εφηβικά μας μάτια, χαράχτηκαν κατάβαθα στη καρδιά μας και στη σκέψη μας, που και τώρα, γέροντας πια ογδοντατεσσάρης, αναριγώ και ψυχανεμίζομαι όλη την τραγικότητα εκείνων των στιγμών, που τόσο βαθειά σκάψανε στις ψυχές μας την αδικία και την αγριότητα του άκαρδου και άπληστου καπιταλισμού.
Μια ομοβροντία από τα κτίρια του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου, αλλά και από την ταράτσα του μύλου πάνω στα κορμιά των απεργών της πρώτης μαούνας, πάνω στα κορμιά των «κολασμένων» της γης, κι ύστερα κι άλλες κι άλλες. Οι πρώτοι νεκροί πότισαν με το αίμα τους τα νερά του λιμανιού.
Οι απεργοί με σφιγμένες γροθιές τραγουδώντας τη Διεθνή προσπαθούν να ζυγώσουν τις ρουφήχτρες. Νέα προσπάθεια των εργατών να πλησιάσουν και νέα ομοβροντία, για τα άψυχα αλλά και για περήφανα κορμιά κι άλλων «κολασμένων». Οι εργάτες μένουν όρθιοι φωνάζοντας: Φονιάδες... Δολοφόνοι...
Στρατός και Χωροφυλακή, όργανα καταστολής στα βρόχια των δυνατών γίνανε δολοφόνοι των άοπλων αδελφών τους...
Δεκατέσσερις οι σκοτωμένοι και δεκάδες οι τραυματίες μάθαμε αργότερα! Μπροστά σ’ αυτό το μακελειό μείναμε άπνοοι. Μα ύστερα αμέσως κατρακυλώντας από τη σκάλα που ανεβήκαμε, τρέχαμε σαν δαιμονισμένοι στα σπίτια μας, να φέρουμε τα μαντάτα στη φτωχογειτονιά, χωρίς να λογαριάζουμε ότι μπορεί μες στους νεκρούς να ήταν και δικά μας αδέλφια...
Ώσπου εμείς να φτάσουμε, στην φτωχογειτονιά είχε στηθεί το μοιρολόγι. Τα αναθέματα και οι κατάρες των γυναικών, φτάνανε ως εμάς που ακόμα δεν είχαμε σιμώσει ούτε στην αλάνα μας. Το κακό βλέπεις τρέχει σαν αστραπή! Μας είχε ξεπεράσει.
Κόσμος πολύς ήτανε μαζεμένος στο σπίτι του μπροστάρη. Οι γυναίκες στηθοκοπιόνταν και καταριόνταν κι οι άντρες, οι πιο πολλοί γέροντες, ψάχνανε με το μάτι, αν φάνηκε η συνοδεία των εργατών με τον νεκρό.
Με κομμένη ανάσα τα δυο μας κοντέψαμε και μπήκαμε στο σπίτι. Η μάνα σπάραζε τις καρδιές με τον οδυρμό της. Έστρεψε γύρω, τριγύρω τη ματιά της και ρωτούσε τους συντρόφους που πρώτοι προφτάσανε το χαμπέρι:
-Λεβέντες μου, γιατί δεν μου τον φέρατε μαζί σας! Πού τον αφήσατε, βρε σεις, τον μπροστάρη σας;...!!!»[...]
Υ.Γ. Το ιστορικό ντοκουμέντο είναι προσφορά του δικηγόρου Δ. Ζέρβα
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Είναι ανάγκη να θυμάται ο άνθρωπος ορισμένα πράγματα για να μπορεί να προχωρήσει στη ζωή του. Θυμάμαι για να μπορώ να επιβιώσω. Η μνήμη, λοιπόν, συνδέεται στενά μ’ αυτά που λέμε παράδοση, ιστορία, πολιτισμός.
Μια ανάλογη προσπάθεια επιχειρήθηκε, χθες, στο αμφιθέατρο του Εργατικού Κέντρου Καλαμάτας, στην εκδήλωση με θέμα τα γεγονότα του Μαΐου του 1934, οπότε ο στρατός με τα όπλα προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, σκοτώνοντας τους εξεγερθέντες λιμενεργάτες, οκτώ τον αριθμό. Τίτλος της ήταν «Η εργατική εξέγερση στην Καλαμάτα και τα αιματηρά γεγονότα του 1934».
Για το σημαντικό αυτό θέμα στο πάνελ των ομιλητών βρέθηκαν ο πρώην δήμαρχος Παναγής Κουμάντος, που έχει γράψει βιβλίο για την εξέγερση, ο πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και συμπατριώτης μας Κώστας Γουλιάμος, ο πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και πρώην υφυπουργός Παιδείας, Θεόδωρος Παπαθεοδώρου, ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μάνος Σπυριδάκης και ο δικηγόρος Δημήτρης Ζέρβας, που επίσης έχει κάνει έρευνα και έχει γράψει βιβλίο για το Κίνημα της Καλαμάτας.
Συντονιστής ήταν ο πρώην αρχισυντάκτης της «Ελευθερίας», Ηλίας Μπιτσάνης και στην παρουσίαση ο γραμματέας του Εργατικού Κέντρου, Γιώργος Κανέλης.
Από την πλευρά του, ο πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και συμπατριώτης μας, Κώστας Γουλιάμος, υποστήριξε: «Τα λιμενεργατικά της Καλαμάτας το 1934 σφραγίζουν μια περίοδο έντασης των κοινωνικών αγώνων και ανόδου του εργατικού κινήματος. Η εξέγερση των λιμενεργατών και μυλεργατών το Μάη του 1934 μας επαναφέρει στις σημερινές συγκυρίες της κεφαλαιοκρατικής κρίσης.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο τα βασικά χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής παρουσιάζουν μια συνάφεια με την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων της σημερινής περιόδου.
Βεβαίως, όπως και τότε, έτσι και στις μέρες μας οι εργαζόμενοι δεν αποτελούν κυρίαρχη τάξη μέσα στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, ωστόσο ως πολιτικά στοιχεία δεν είναι και παθητικοί. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι είναι ενεργητικά ανταγωνιστικά πολιτικά στοιχεία απέναντι στο κεφάλαιο και μέσω αυτού του ανταγωνισμού επικαθορίζουν και τις επιλογές τους.
Τα λιμενεργατικά γεγονότα της Καλαμάτας το Μάη του ’34 παρέχουν τη δυνατότητα να αναδείξουμε από πού αντλεί το δυναμισμό του ο σύγχρονος καπιταλισμός. Τις νέες μεθόδους απόσπασης υπεραξίας. Έχουμε τη δυνατότητα να αποτυπώσουμε τις νέες αντιθέσεις και αντιφάσεις του κεφαλαιοκρατισμού. Να κατανοήσουμε από ποια ακριβώς σημεία ή/και πολιτικές εκκινούν οι εργασιακές απορρυθμίσεις.
Κατά την άποψή μας, η αφετηρία κατεδάφισης των εργασιακών κεκτημένων βρίσκεται στη συγκρότηση της ίδιας της Ε.Ε. Ως γνωστόν, η Ένωση ήταν προϊόν της συμμαχίας των πιο δυναμικών elite του ευρωπαϊκού κεφαλαίου που ανασυντάχθηκαν στη δεκαετία του 1980 και του 1990, ήτοι στα χρόνια εκκόλαψης του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού».
Από την πλευρά του, ο δικηγόρος Δημήτρης Ζέρβας, ο οποίος έκανε μια συνοπτική παρουσίαση του εργατικού κινήματος στην Καλαμάτα, τόνισε: «Η εξέγερση των λιμενεργατών στις 9 Μαΐου 1934 δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, ένας ξεκομμένος αγώνας, σε τούτη την πόλη που κυριαρχείται από μια απόλυτη δωρική σιωπή για οτιδήποτε αφορά στους αγώνες της εργατικής τάξης.
Ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς πορείας ιδεολογικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που εκτυλίχθηκε σε όλες σχεδόν τις πόλεις και κωμοπόλεις του μεσσηνιακού κάμπου, για να μορφοποιηθεί τελικά στην Καλαμάτα, που εξελίχθηκε στο ισχυρότερο αστικό κέντρο της Μεσσηνίας και άρχισε να αναπτύσσεται, να συγκεντρώνει και εμπορευματοποιεί τον πλούτο ολάκερης της Μεσσηνίας, να φτιάχνει φάμπρικες, να παίζει σημαντικό ρόλο σαν αστικό κέντρο παραδίπλα στην Ερμούπολη, την Πάτρα, το Αίγιο και το Ναύπλιο.
[…] Μέσα στο γενικό ελλαδικό πλαίσιο από το 1923 και μετά, ειδικά την περίοδο μετά το 1925, που αρχίζει η “μπολσεβικοποίηση” των σοσιαλιστικών ιδεών, η αστική και βιομηχανοποιημένη πια πόλη των Καλαμών θα αρχίσει να αμύνεται βίαια στη δράση των κομμουνιστών, που συσπείρωναν τότε τους βιομηχανικούς εργάτες, τους αγρότες και τους εξαθλιωμένους προσφυγικούς πληθυσμούς, σε μορφές οργανωμένης ταξικής πάλης.
[...] Είναι η περίοδος της “μπολσεβικοποίησης” της κοινωνικής πάλης, με την αρχή μιας βίαιης ταξικής σύγκρουσης πάνω στα πρότυπα των Φράγκων, με σοσιαλιστικό και φιλελεύθερο προσωπείο, που θα κυριαρχήσουν στις φιλελεύθερες και ανήσυχες συνειδήσεις του πληθυσμού.
Τότε οι κοινωνικές συγκρούσεις, στην πόλη των Καλαμών, θα πάρουν τη μορφή “ταξικής παραφροσύνης”, με αποκορύφωμα την εξέγερση και δολοφονία των λιμενεργατών το 1934 και αργότερα με τις σφαγές στον Εμφύλιο».
Τα ονόματα των νεκρών
Γιάννης Κολιτσιδάκης, Βασίλης Γιαλατσινός, Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Π. Πηλίκας, Μούντανος, Καραμπατέας, Παναγιώτης Καπετανέας.
Η αφήγηση του Βασίλη Καπετανέα
Στα 1928 ξεσπάει η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση! Στην Ελλάδα η ανεργία έσπαζε κόκαλα. Στην Ελλάδα από το νότο ως το βορρά οι αγώνες του λαού σε πλήρη έξαρση... Οι λιμενεργάτες, οι μυλεργάτες της Καλαμάτας, αλλά και όλα τα άλλα εργατικά σωματεία που τους συντρέχουν στον αγώνα τους, βρίσκονται σε κατάσταση αγωνιστικής οργής και πάλης.
Η μεγαλύτερη αλευροβιομηχανία των Βαλκανίων, των Αποστολάκη και Φεραδούρου, αφού χρόνια και χρόνια ξεζούμισε και ξεθέωσε τους ανασφάλιστους λιμενεργάτες και μυλεργάτες γύρω στα χίλια και πάνω άτομα και κατάφερε να θησαυρίσει, αποφασίζει να τοποθετήσει στο χώρο μπροστά από το πενταώροφο χτίριο των εγκαταστάσεων, δύο σιλό.
Ρουφήχτρες τις έλεγαν οι εργάτες και ο λαός (απορροφητήρες τεράστιου δυναμικού απορρόφησης). Αυτές τοποθετούμενες κόβανε τα χέρια 250 φορτοεκφορτωτών της επιχείρησης «Αλευροβιομηχανία Καλαμών - Αποστολάκης - Φεραδούρος Α.Ε.».
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση οι λιμενεργάτες και μυλεργάτες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά αυτή που ο νόμος και το Σύνταγμα τους επέτρεπαν μοναδικό δικαίωμα τους: τον αγώνα τον απεργιακό. Ζήτησαν λοιπόν και με τη τότε ΓΕΣΕΕ να συμφωνήσει και η εταιρία στις 3 δραχμές κατά εκφορτωμένο τόνο, να δοθεί στο σωματείο, για τη βοήθεια των απολυόμενων και του Σωματείου, αν η απόλυση δεν γίνεται να αποφευχθεί. Να δοθεί αυτό το ποσοστό συμμετοχής από τα κέρδη της εταιρίας που θα προκόψουν από την τοποθέτηση των μηχανημάτων αυτών.
Οι διαπραγματεύσεις δεν αποδίδουν. Η εργοδοσία αμετακίνητη και η απόφασή της αμετάκλητη. Αποφασίζεται ο αγώνας να ενταθεί ως την προσπάθεια να ακινητοποιηθούν οι Ρουφήχτρες, να μην λειτουργήσουν, προτάσσοντας οι εργάτες τα κορμιά τους, αποφασισμένοι να πείσουν τους βιομηχάνους να δείξουν κατανόηση.
Πέρασαν μέρες άπραγες. Με πρωθυπουργό τότε το Μάη του 1934 τον Ντίνο Τσαλδάρη και υφυπουργό τον Στέφανο Στεφανόπουλο, και οι δυο τους πιόνια στα κέφια του ντόπιου κεφαλαίου, εξ ορισμού βαστάζοι των αλευροβιομηχάνων, τραβάνε τα πράγματα στα άκρα, χωρίς να καμφθεί ούτε από τη μεσολάβηση της ΓΕΣΕΕ, η εταιρία ανάλγητη. Ο Τσαλδάρης με τον υφυπουργό Οικονομικών, τον Στεφανόπουλο, επιτρέπουν να λειτουργήσουν οι Ρουφήχτρες. Και έτσι λύνονται τα χέρια της χωροφυλακής και του στρατού να καταστείλουν κάθε απόπειρα παρακώλυσης της λειτουργίας των μηχανημάτων, κάνοντας χρήση και των όπλων τους...
Το ίδιο εκείνο βράδυ στο χαμόσπιτο της Γρήγορούς - στο σπίτι μας δηλαδή - γλίστρησαν μέσα στο σκοτάδι καμιά δωδεκαριά εργάτες. Η σύναξη μυστική. Τα πρόσωπα σκυθρωπά. Κλειστήκανε στο μέσα δωμάτιο και η κουβέντα κράτησε ως αργά τα μεσάνυχτα. Εμένα με διώξανε να μην ακούω τι λέγανε.
-Πήγαινε στης αδελφής μας απόψε! Να μείνεις εκεί και από εκεί να φύγεις για το σχολείο σου, μου είπε ο Σωκράτης. Έριξα μια γρήγορη ματιά μέσα απ’ το τζάμι στη σύναξη. Το λόγο είχε ο Αντώνης. Ορθός, σταθερός με μια έξαψη στο πρόσωπο, μιλούσε όμως ήρεμα. Έκανε με το χέρι νεύμα να καθίσουν κάτω.
Πήρα από την κουζίνα τη σάκα μου και τράβηξα για της αδελφής μας την παράγκα, στο προσφυγικό Συνοικισμό. Πριν να φτάσω, πέρασα από το σπίτι της Ροδούλας, να μοιραστώ την έγνοια μου και τους φόβους μου μαζί της...
-Ροδούλα, της λέω: 0 Αντώνης και οι άλλοι εργάτες του λιμανιού, στο σπίτι μας κουβεντιούν για τον αγώνα τους τον αυριανό. Με διώξανε για να μην ακούσω τι θα πουν. Πρώτος στη συζήτηση ο Αντώνης. Πρόεδρος μαθές του σωματείου!
-Γιατί συνάχτηκαν, τι λένε;
-Πού θες να ξέρω! Με διώξανε προτού αρχίσουν τη κουβέντα. Σκέφτηκα να μην της φανερώσω τους φόβους μου! Όμως δεν τ’ άντεξα!
-Ροδούλα - της λέω - αύριο να μην πάμε στο σχολείο.
-Να το σκάσουμε; Και γιατί;
-Ε, να! Λέω να κατεβούμε στο λιμάνι πολύ πρωί! Θα κηρυχθεί απεργία πανεργατική! Τα αφεντικά των μύλων θα βάλουν μπροστά τις ρουφήχτρες! Και θα ρουφάνε το στάρι από τις μαούνες και γι’ αυτό τους μυλεργάτες που κάνουν αυτή την δουλειά θα τους σχολάσουν. Θα τους βγάλουν στο δρόμο!
-Και τι θα γίνουν; Πώς θα ζήσουν τα σπίτια τους! Πού θα βρουν άλλη δουλειά να πορευτούν;
-Γι’ αυτό σου λέω, θα κηρύξουν απεργία! Άστα, Ροδούλα, κάτι με φοβίζει μέσα μου! Θα κατεβούνε κι άλλα σωματεία στην απεργία! Όλο το εργατολόι θα πάρει μέρος στην απεργία! Γι’ αυτό σου λέω, να πάμε πρωί, να ανεβούμε στην ταράτσα της αποθήκης του Μιχαλόπουλου, που είναι καρσί στην αποβάθρα που έχουν στήσει τις διαβολομηχανές. Κρυμμένοι πίσω από το παραπέτο της ταράτσας, θα τα βλέπουμε όλα από ψηλά. Τις μαούνες με τους εργάτες. Τους παπάδες που θα κάνουν το ευχέλαιο και τα εγκαίνια! Όλα-όλα θα τα δούμε! Λοιπόν τι λες; Το σκάμε; Ξέρω μια σκάλα από την πίσω μεριά που βγάζει στην ταράτσα της αποθήκης και από εκεί θα σκαρφαλώσουμε!...
Πέρασα από το σπίτι μας πρώτα. Τα αδέλφια μου στο πόδι κακοξενυχτισμένα, ετοιμαζόντουσαν να κατεβούνε στο λιμάνι. Φύγανε πρώτοι. Εγώ βούτηξα μια σφελίδα ψωμί στο λαδάκι, έβαλα κι αλατάκι να νοστιμέψει και το βαλα για τ’ αντικρινό σπίτι της Ροδούλας.
Τη βρήκα να με περιμένει. Η μάνα της απ’ τ’ άφεγγα για το μεροδούλι. Πιαστήκαμε χέρι με χέρι και για πότε φτάσαμε στις αποθήκες του Μιχαλόπουλου δεν καταλάβαμε. Με προφύλαξη να μην μας ιδεί κανείς σκαρφαλώσαμε από τη σιδερόσκαλα ως την ταράτσα. Από εκεί ψηλά όλο το λιμάνι από τους μύλους ως το Πανελλήνιο, το καφενείο στην βάση, στην αρχή του ανατολικού λιμενοβραχίονα. Όλα τα είχαμε από κάτω μας. Στην κεντρική αποβάθρα μπρος από τα γραφεία των λιμενεργατών και της κυράς Καλογερίνας, το ξενοδοχείο, στο κέντρο της Ντουάνας, σμάρι ανήσυχο η εργατιά. Με πανώ και συνθήματα περίμεναν την ώρα να μπουν στις μαούνες, για να διασχίσουν την απόσταση ως τον τύπο που είχαν στήσει τις ρουφήχτρες. Οι μαούνες με ανοιχτές αγκαλιές περίμεναν τους εργάτες. Ήταν οι αγκαλιές τους χρόνια τώρα ποτισμένες με τον ιδρώτα και την αγωνία τους, νυχτόημερα φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας τες.
Φέρνουμε μια γύρα τα μάτια μας και τι βλέπουμε; Από το καφενείο το Πανελλήνιο, το ανατολικό άκρο του λιμανιού γύρα - τριγύρα κάθε δέκα μέτρα κι ένας στρατιώτης οπλισμένος λες και θα κάνανε έφοδο για την κατάληψη κάποιου οχυρού. Στην κεντρική αποβάθρα πήχτρα η χωροφυλακή από πεζούς και έφιππους: Κλείνοντας στη μέση της σύναξης των απεργών, με τείχος από όπλα και πολυβόλα. Αυτός ο πολεμικός κλοιός έφτανε ως την άλλη άκρη την δυτική του λιμανιού θωρακίζοντας το Λιμεναρχείο, το Τελωνείο, τους Μύλους και τις Ρουφήχτρες τους. Στις ταράτσες των κτιρίων των Μύλων, του Τελωνείου και Λιμεναρχείου ένοπλοι χωροφύλακες και στρατιώτες καρτερούσαν την στιγμή που θα παίρνανε την διαταγή να αδειάσουν την καυτή λάβα του θανάτου στα ανυπεράσπιστα άοπλα κορμιά των απεργών.
[…] Οι μαούνες η μια πίσω από την άλλη προχωρούσαν αργά και επιβλητικά λες και παίρνανε μέρος στην αγωνία και την αγωνιστική πορεία μπρος από τους οπλισμένους βαστάζους των κεφαλαιούχων. Οι μαούνες με πλώρη κατά τις ρουφήχτρες. Το ευχέλαιο είχε αρχίσει:
-«Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου...». Από την ταράτσα του Λιμεναρχείου ένας τηλεβόας καλεί τους απεργούς να σταματήσουν. Να μην ποδήσουν τις ρουφήχτρες. 0 τηλεβόας από την πρώτη μαούνα τους απαντάει: «Προσοχή! Προσοχή! Σας μιλάει ο πρόεδρος των λιμενεργατών και μυλεργατών, εκπροσωπώντας όλους τους απεργούς. Θέλουμε να ιδούμε με επιτροπή μας την διοίκηση της εταιρίας. Η λειτουργία των σιλό να μην γίνει πριν να μας ακούσετε. Αν μας αρνηθείτε, θα συνεχίσουμε την απεργία. Τα κορμιά μας ειρηνικά θα μπουν μπροστά να εμποδίσουν τις ρουφήχτρες.
Τραγουδούσαν τα τραγούδια τους ειρηνικά και προχωρούσαν.
Οι μαούνες κατάφορτες από λιμενεργάτες και μυλεργάτες φτάσανε στο δυτικό μπλοκ του λιμανιού. Οι πρώτες δύο μπροστά καρσί στις ρουφήχτρες και έχοντας μέτωπο βορινό τα κτίρια του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου. Οι ρουφήχτρες στη δυτική πλευρά του λιμένα ορθώνοντας σαν ύψωμα, σαν οχυρό εχθρικό, που πρέπει να κερδηθεί με αγώνα, μα και που κρύβει μέσα του το θάνατο.
Είχε τελειώσει ο αγιασμός. Μια μαούνα προχωράει προς τις ρουφήχτρες να εμποδίσει τη λειτουργία τους. Μα προτού να πλησιάσουν σ’ αυτές και χωρίς ν’ απαντήσουν οι αφεντάδες στα αιτήματα των απεργών λιμενεργατών και μυλεργατών, ό,τι είδαν τα εφηβικά μας μάτια, χαράχτηκαν κατάβαθα στη καρδιά μας και στη σκέψη μας, που και τώρα, γέροντας πια ογδοντατεσσάρης, αναριγώ και ψυχανεμίζομαι όλη την τραγικότητα εκείνων των στιγμών, που τόσο βαθειά σκάψανε στις ψυχές μας την αδικία και την αγριότητα του άκαρδου και άπληστου καπιταλισμού.
Μια ομοβροντία από τα κτίρια του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου, αλλά και από την ταράτσα του μύλου πάνω στα κορμιά των απεργών της πρώτης μαούνας, πάνω στα κορμιά των «κολασμένων» της γης, κι ύστερα κι άλλες κι άλλες. Οι πρώτοι νεκροί πότισαν με το αίμα τους τα νερά του λιμανιού.
Οι απεργοί με σφιγμένες γροθιές τραγουδώντας τη Διεθνή προσπαθούν να ζυγώσουν τις ρουφήχτρες. Νέα προσπάθεια των εργατών να πλησιάσουν και νέα ομοβροντία, για τα άψυχα αλλά και για περήφανα κορμιά κι άλλων «κολασμένων». Οι εργάτες μένουν όρθιοι φωνάζοντας: Φονιάδες... Δολοφόνοι...
Στρατός και Χωροφυλακή, όργανα καταστολής στα βρόχια των δυνατών γίνανε δολοφόνοι των άοπλων αδελφών τους...
Δεκατέσσερις οι σκοτωμένοι και δεκάδες οι τραυματίες μάθαμε αργότερα! Μπροστά σ’ αυτό το μακελειό μείναμε άπνοοι. Μα ύστερα αμέσως κατρακυλώντας από τη σκάλα που ανεβήκαμε, τρέχαμε σαν δαιμονισμένοι στα σπίτια μας, να φέρουμε τα μαντάτα στη φτωχογειτονιά, χωρίς να λογαριάζουμε ότι μπορεί μες στους νεκρούς να ήταν και δικά μας αδέλφια...
Ώσπου εμείς να φτάσουμε, στην φτωχογειτονιά είχε στηθεί το μοιρολόγι. Τα αναθέματα και οι κατάρες των γυναικών, φτάνανε ως εμάς που ακόμα δεν είχαμε σιμώσει ούτε στην αλάνα μας. Το κακό βλέπεις τρέχει σαν αστραπή! Μας είχε ξεπεράσει.
Κόσμος πολύς ήτανε μαζεμένος στο σπίτι του μπροστάρη. Οι γυναίκες στηθοκοπιόνταν και καταριόνταν κι οι άντρες, οι πιο πολλοί γέροντες, ψάχνανε με το μάτι, αν φάνηκε η συνοδεία των εργατών με τον νεκρό.
Με κομμένη ανάσα τα δυο μας κοντέψαμε και μπήκαμε στο σπίτι. Η μάνα σπάραζε τις καρδιές με τον οδυρμό της. Έστρεψε γύρω, τριγύρω τη ματιά της και ρωτούσε τους συντρόφους που πρώτοι προφτάσανε το χαμπέρι:
-Λεβέντες μου, γιατί δεν μου τον φέρατε μαζί σας! Πού τον αφήσατε, βρε σεις, τον μπροστάρη σας;...!!!»[...]
Υ.Γ. Το ιστορικό ντοκουμέντο είναι προσφορά του δικηγόρου Δ. Ζέρβα
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου