του Δημοσθένη Κορδού
Υποψ. διδάκτορος Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας
& Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών,α
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Η περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων, που βρίσκεται γεωγραφικά στο μέσο της ενδοχώρας της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας και αποτελεί το πέρασμα από την ανατολική στη δυτική Πυλία, διαπερνάται κάθετα από τις απολήξεις του όρους Λυκόδημου, που καταλήγουν στην κορυφή των 960 μ. Αυτός ο ορεινός όγκος, ξεκινώντας από το πεδινό υψόμετρο των 200 μ. αγγίζει στην ημιορεινή περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων τα 340 μ. σε ύψος. Το έντονο ανάγλυφο και η εκτεταμένη περίοδος βροχοπτώσεων, καθώς οι χειμώνες είναι ήπιοι και βροχεροί, στο πλαίσιο ενός μεσογειακού κλίματος, τροφοδοτούν υπόγειες λίμνες της ευρύτερης περιοχής, δημιουργώντας έτσι έναν πλούσιο υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Μέσα στους υδροπερατούς ασβεστόλιθους της «ζώνης της Πίνδου» σχηματίζονται υδροφόροι ορίζοντες και καρστικά έγκοιλα, που τροφοδοτούν αρκετές πηγές επαφής, οι οποίες έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία ενός πυκνού δικτύου ρεμάτων.
Για τη χωροθέτηση του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων από τους πρώτους κατοίκους που έφθασαν στη συγκεκριμένη περιοχή το 14ο αιώνα, εάν και επηρεάσθηκε από ένα σύνολο παραγόντων, όπως η αμυντική προστασία, το έδαφος, η επικοινωνία με άλλους οικισμούς, καταλυτικός παράγοντας ήταν η ύπαρξη νερού και η εκμετάλλευσή του. Έτσι, η μεγάλη σημασία του υδάτινου στοιχείου, ιδιαίτερα κατά τους προηγούμενους αιώνες, δεν εκφράστηκε μόνο από την οικιστική χωροθέτηση του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων, αλλά και από τη χρησιμοποίησή του για την εξυπηρέτηση βασικών καθημερινών αναγκών.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η κατασκευή των 8 νερόμυλων και μιας νεροτριβής, που συναντάται στην εξεταζόμενη περιοχή που ορίζεται γεωγραφικά από την περιοχή της πηγής του Κεφαλόβρυσου έως την περιοχή των νερόμυλων των αδερφών «Μασούρα», καθώς διαπερνάται κάθετα από το Μηναγιώτικο ρέμα.
Για τη χωροθέτηση του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων από τους πρώτους κατοίκους που έφθασαν στη συγκεκριμένη περιοχή το 14ο αιώνα, εάν και επηρεάσθηκε από ένα σύνολο παραγόντων, όπως η αμυντική προστασία, το έδαφος, η επικοινωνία με άλλους οικισμούς, καταλυτικός παράγοντας ήταν η ύπαρξη νερού και η εκμετάλλευσή του. Έτσι, η μεγάλη σημασία του υδάτινου στοιχείου, ιδιαίτερα κατά τους προηγούμενους αιώνες, δεν εκφράστηκε μόνο από την οικιστική χωροθέτηση του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων, αλλά και από τη χρησιμοποίησή του για την εξυπηρέτηση βασικών καθημερινών αναγκών.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η κατασκευή των 8 νερόμυλων και μιας νεροτριβής, που συναντάται στην εξεταζόμενη περιοχή που ορίζεται γεωγραφικά από την περιοχή της πηγής του Κεφαλόβρυσου έως την περιοχή των νερόμυλων των αδερφών «Μασούρα», καθώς διαπερνάται κάθετα από το Μηναγιώτικο ρέμα.
Ιστορικό πλαίσιο Η κατασκευή του συνόλου σχεδόν των νερόμυλων της περιοχής με τη σημερινή τους μορφή χρονολογείται από το 18ο αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που συναντάμε σε έγγραφο του 1841 των Γενικών Αρχείων του Κράτους, όπου νερόμυλος της εξεταζόμενης περιοχής των Κάτω Αμπελοκήπων έχει περάσει από οθωμανική κατοχή στα εθνικά κτήματα του κράτους και δημοπρατείται στο πλαίσιο παραχώρησής του. Είναι η περίοδος που διοικητικά ο οικισμός ανήκει στο Δήμο Μεθώνης, κατά την οποία η περιοχή αναπτύσσει έναν τοπικό και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πολιτισμό, που αποτυπώνεται στη λαϊκή παράδοση, στις γιορτές, στις μουσικές, στους χορούς, στην αρχιτεκτονική και στα γράμματα. Σημαντικός παράγοντας για την πολιτισμική δραστηριότητα της περιοχής ήταν η ύπαρξη των νερόμυλων, καθώς αποτελούσαν εστία κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής όσμωσης με τους ευρύτερους οικισμούς της περιοχής της Μεθώνης και της Πύλου.
Γεωγραφικός εντοπισμός
Κατά μήκος του Μηναγιώτικου ρέματος, από τις πηγές του Κεφαλόβρυσου έως την περιοχή των μύλων «Μασούρα», έχουν εντοπισθεί 8 νερόμυλοι και μια νεροτριβή με συγκεκριμένη τυπολογία. Πρόκειται για μια γεωγραφική περιοχή μήκους 3 χιλιομέτρων, που διαπερνάται από την κοιλάδα του Μηναγιώτικου ρέματος, με σπάνια χλωρίδα και πανίδα. Το σύνολο των 8 νερόμυλων και της μιας νεροτριβής έχουν εντοπιστεί και με εξαίρεση έναν από αυτούς (νερόμυλος «Μασούρα»), ο οποίος σώζεται σε καλή κατάσταση, οι υπόλοιποι σώζονται είτε αποσπασματικά είτε σε μορφή ερειπίων.
Η πληθώρα των νερόμυλων στην περιοχή οφείλεται στην ύπαρξη μεγάλου όγκου διερχόμενων υδάτων υπό κλίση και αποτελεί ένα, αν μη τι άλλο, αξιόλογο δείγμα, ακόμα και για την ελληνική επικράτεια.
Η σημασία των μύλων δεν περιορίζεται απλώς στην εξυπηρέτηση καθημερινών αναγκών, όπως η παραγωγή αλευριού και η κατεργασία υφασμάτων. Η όλη διαδικασία του αλέσματος κατείχε καίρια θέση στη ζωή των κατοίκων και είναι σημάδι της κοινωνικής, κοινοτικής και οικογενειακής οργάνωσης, αλλά και του δεσμού που συνέδεε τα μέλη αυτής της κοινωνίας. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, όπως στο μύλο των «Λαμπραίων» που συστεγάζει νερόμυλο και νεροτριβή, εμφανίζεται ακόμα και ως επικερδής επιχείρηση.
Αξιοσημείωτη, όμως, είναι και η τεχνολογική τους σημασία, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρίσκονται σε έναν οικισμό και σε μία εποχή (μέχρι τα μέσα του 20ού αι.) που η βιομηχανοποίηση και τα παράγωγά της καθυστέρησαν να διαδοθούν.
Αν και η όλη λειτουργία του μύλου ήταν ευρέως διαδεδομένη ήδη από την αρχαιότητα, οι λεπτομέρειες των εξαρτημάτων, καθώς και οι ιδιαιτερότητες που εμφανίζουν σε ορισμένα σημεία, αποτελούν τοπικές θαυμαστές επινοήσεις.
Κατά μήκος του Μηναγιώτικου ρέματος, από τις πηγές του Κεφαλόβρυσου έως την περιοχή των μύλων «Μασούρα», έχουν εντοπισθεί 8 νερόμυλοι και μια νεροτριβή με συγκεκριμένη τυπολογία. Πρόκειται για μια γεωγραφική περιοχή μήκους 3 χιλιομέτρων, που διαπερνάται από την κοιλάδα του Μηναγιώτικου ρέματος, με σπάνια χλωρίδα και πανίδα. Το σύνολο των 8 νερόμυλων και της μιας νεροτριβής έχουν εντοπιστεί και με εξαίρεση έναν από αυτούς (νερόμυλος «Μασούρα»), ο οποίος σώζεται σε καλή κατάσταση, οι υπόλοιποι σώζονται είτε αποσπασματικά είτε σε μορφή ερειπίων.
Η πληθώρα των νερόμυλων στην περιοχή οφείλεται στην ύπαρξη μεγάλου όγκου διερχόμενων υδάτων υπό κλίση και αποτελεί ένα, αν μη τι άλλο, αξιόλογο δείγμα, ακόμα και για την ελληνική επικράτεια.
Η σημασία των μύλων δεν περιορίζεται απλώς στην εξυπηρέτηση καθημερινών αναγκών, όπως η παραγωγή αλευριού και η κατεργασία υφασμάτων. Η όλη διαδικασία του αλέσματος κατείχε καίρια θέση στη ζωή των κατοίκων και είναι σημάδι της κοινωνικής, κοινοτικής και οικογενειακής οργάνωσης, αλλά και του δεσμού που συνέδεε τα μέλη αυτής της κοινωνίας. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, όπως στο μύλο των «Λαμπραίων» που συστεγάζει νερόμυλο και νεροτριβή, εμφανίζεται ακόμα και ως επικερδής επιχείρηση.
Αξιοσημείωτη, όμως, είναι και η τεχνολογική τους σημασία, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρίσκονται σε έναν οικισμό και σε μία εποχή (μέχρι τα μέσα του 20ού αι.) που η βιομηχανοποίηση και τα παράγωγά της καθυστέρησαν να διαδοθούν.
Αν και η όλη λειτουργία του μύλου ήταν ευρέως διαδεδομένη ήδη από την αρχαιότητα, οι λεπτομέρειες των εξαρτημάτων, καθώς και οι ιδιαιτερότητες που εμφανίζουν σε ορισμένα σημεία, αποτελούν τοπικές θαυμαστές επινοήσεις.
Τυπολογία κτισμάτων και μηχανισμοί
Όσον αφορά στην τυπολογία των κτισμάτων των υδρόμυλων, μπορούν να ξεχωρίσουν δύο τύποι: ο πρώτος είναι αυτός με ένα μηχανισμό και με σχετικά τετράγωνες διαστάσεις, περίπου 4,0Χ5,0 μέτρα. Ο δεύτερος τύπος είναι με δύο μηχανισμούς, όπου η αναλογία των διαστάσεων ανέρχεται περίπου σε 4,0Χ8,0 μέτρα. Οι νερόμυλοι αυτοί είναι ανατολικού τύπου, δηλαδή εκινούντο με οριζόντια φτερωτή. Στεγάζονταν σε ορθογωνικές, κεραμοσκεπείς κυρίως, κτιριακές εγκαταστάσεις, όπου σε αρκετές περιπτώσεις συνυπήρχαν αλεστικοί μηχανισμοί και κατοικία του μυλωνά.
Εντός των κτισμάτων υπήρχε ένας χώρος διημέρευσης για το μυλωνά, γεγονός που σε ορισμένες περιπτώσεις μονών και διπλών μύλων δημιούργησε έναν επιπλέον διακριτό όγκο, διασπώντας την τετράπλευρη κανονικότητα. Όπως στην περίπτωση του μύλου των «Λαμπραίων», με δύο αλεστικούς μηχανισμούς, νερόμυλου και νεροτριβής, όπου η κατοικία της οικογένειας του μυλωνά είναι ανεξάρτητη από το μύλο, καθώς πρόκειται για ένα διώροφο κτίσμα, με το νερόμυλο και τη νεροτριβή σε ξεχωριστά διαμερίσματα του ισογείου και την κατοικία στον όροφο.
Η τυπική κατασκευή του υδρόμυλου της περιοχής αποτελείται από δύο επίπεδα, τη βάση και τον κύριο χώρο. Στην κατώτερη στάθμη του μύλου γίνεται η είσοδος του νερού υπό πίεση, μέσω ενός μεταλλικού σωλήνα (βαράρι), το οποίο θέτει σε περιστροφική κίνηση την οριζόντια μεταλλική φτερωτή. Στη συνέχεια, το νερό απομακρύνεται από το μύλο μέσω ενός ανοίγματος, το οποίο βρίσκεται στην απέναντι πλευρά από την οπή εισόδου, όπου θα συνεχίσει την πορεία του για τον επόμενο μύλο ή θα επιστρέψει στον υδροδότη ποταμό. Στο κέντρο της φτερωτής είναι κάθετα τοποθετημένος ο ξύλινος άξονας, που θέτει σε κίνηση την πάνω από τις δύο μυλόπετρες, οι οποίες βρίσκονται στην ανώτερη στάθμη. Πάνω από αυτές είναι τοποθετημένη η ξύλινη κοφίνα, η οποία γεμίζεται με τα σιτηρά. Από το κάτω τμήμα της και στη μέση από τις δύο μυλόπετρες διοχετεύονται οι καρποί, όπου και γίνεται η σύνθλιψή τους. Μπροστά από τις μυλόπετρες υπάρχει η ξύλινη αλευροθήκη, ώστε να συσσωρεύεται το τελικό προϊόν, το αλεύρι. Η ωριαία αλεστική ικανότητα των νερόμυλων αυτών, ανάλογα πάντα με την ποσότητα του νερού, το ύψος της κρέμασης του βαγενιού και τη συμβολή άλλων τεχνολογικών παραμέτρων, κυμαινόταν μεταξύ 70 και 120 οκάδων.
Το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά καθοριζόταν από 3% έως 10%, χωρίς να υπολογίζεται η φύρα, αιτία συχνών διενέξεων μεταξύ πελάτη και μυλωνά.
Όσον αφορά στην τυπολογία των κτισμάτων των υδρόμυλων, μπορούν να ξεχωρίσουν δύο τύποι: ο πρώτος είναι αυτός με ένα μηχανισμό και με σχετικά τετράγωνες διαστάσεις, περίπου 4,0Χ5,0 μέτρα. Ο δεύτερος τύπος είναι με δύο μηχανισμούς, όπου η αναλογία των διαστάσεων ανέρχεται περίπου σε 4,0Χ8,0 μέτρα. Οι νερόμυλοι αυτοί είναι ανατολικού τύπου, δηλαδή εκινούντο με οριζόντια φτερωτή. Στεγάζονταν σε ορθογωνικές, κεραμοσκεπείς κυρίως, κτιριακές εγκαταστάσεις, όπου σε αρκετές περιπτώσεις συνυπήρχαν αλεστικοί μηχανισμοί και κατοικία του μυλωνά.
Εντός των κτισμάτων υπήρχε ένας χώρος διημέρευσης για το μυλωνά, γεγονός που σε ορισμένες περιπτώσεις μονών και διπλών μύλων δημιούργησε έναν επιπλέον διακριτό όγκο, διασπώντας την τετράπλευρη κανονικότητα. Όπως στην περίπτωση του μύλου των «Λαμπραίων», με δύο αλεστικούς μηχανισμούς, νερόμυλου και νεροτριβής, όπου η κατοικία της οικογένειας του μυλωνά είναι ανεξάρτητη από το μύλο, καθώς πρόκειται για ένα διώροφο κτίσμα, με το νερόμυλο και τη νεροτριβή σε ξεχωριστά διαμερίσματα του ισογείου και την κατοικία στον όροφο.
Η τυπική κατασκευή του υδρόμυλου της περιοχής αποτελείται από δύο επίπεδα, τη βάση και τον κύριο χώρο. Στην κατώτερη στάθμη του μύλου γίνεται η είσοδος του νερού υπό πίεση, μέσω ενός μεταλλικού σωλήνα (βαράρι), το οποίο θέτει σε περιστροφική κίνηση την οριζόντια μεταλλική φτερωτή. Στη συνέχεια, το νερό απομακρύνεται από το μύλο μέσω ενός ανοίγματος, το οποίο βρίσκεται στην απέναντι πλευρά από την οπή εισόδου, όπου θα συνεχίσει την πορεία του για τον επόμενο μύλο ή θα επιστρέψει στον υδροδότη ποταμό. Στο κέντρο της φτερωτής είναι κάθετα τοποθετημένος ο ξύλινος άξονας, που θέτει σε κίνηση την πάνω από τις δύο μυλόπετρες, οι οποίες βρίσκονται στην ανώτερη στάθμη. Πάνω από αυτές είναι τοποθετημένη η ξύλινη κοφίνα, η οποία γεμίζεται με τα σιτηρά. Από το κάτω τμήμα της και στη μέση από τις δύο μυλόπετρες διοχετεύονται οι καρποί, όπου και γίνεται η σύνθλιψή τους. Μπροστά από τις μυλόπετρες υπάρχει η ξύλινη αλευροθήκη, ώστε να συσσωρεύεται το τελικό προϊόν, το αλεύρι. Η ωριαία αλεστική ικανότητα των νερόμυλων αυτών, ανάλογα πάντα με την ποσότητα του νερού, το ύψος της κρέμασης του βαγενιού και τη συμβολή άλλων τεχνολογικών παραμέτρων, κυμαινόταν μεταξύ 70 και 120 οκάδων.
Το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά καθοριζόταν από 3% έως 10%, χωρίς να υπολογίζεται η φύρα, αιτία συχνών διενέξεων μεταξύ πελάτη και μυλωνά.
Προτάσεις ανάδειξης-αξιοποίησης
Η μελέτη αυτή στην εξεταζόμενη περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων εντάσσεται σε μία προσπάθεια ανάδειξης του ημιορεινού πολιτισμού, μέσω της αξιοποίησης του «κοιμώμενου» κτιριακού και φυσικού υπόβαθρου. Είναι μια πρόταση που έρχεται να συμβάλει στη σύγχρονη προβληματική για τη διάσωση ιστορικών κτιρίων και οικισμών και στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορίας ενός μικρού οικισμού με ιδιαίτερο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Παράλληλα, στοχεύει στην αναβίωση της υπαίθρου και τη δημιουργία κινήτρων για την επιστροφή κατοίκων, μέσω μιας ήπιας και εναλλακτικής αναπτυξιακής πρότασης.
Ο βασικός κορμός της μελέτης εστιάζει στην προσπάθεια δημιουργίας μονοπατιών σύνδεσης και ανάδειξης των νερόμυλων της περιοχής και του ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος. Η δημιουργία περιηγητικής διαδρομής και η εκμετάλλευση κάθε φυσικού και πολιτισμικού στοιχείου θα έχουν ως αποτέλεσμα το μουσειακό χαρακτήρα των μύλων, συνδυαζόμενο με δράσεις όπως οι περιβαλλοντολογικές ξεναγήσεις, η φυσιολατρική περιήγηση, η ορεινή ποδηλασία κ.ά. Ο περιηγητής έτσι θα έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί ένα ιστορικό μονοπάτι και να ενημερωθεί για την ιστορία των νερόμυλων, τη λειτουργία τους και για τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω συνδέονται με το μοναδικό φυσικό οικοσύστημα. Η πρόταση επιπλέον στοχεύει στο να καταστήσει τους νερομύλους επίκεντρο για την ολική αναβάθμιση του οικισμού. Το μικρό μέγεθος του οικισμού, άλλωστε, ενδείκνυται για ολικούς χειρισμούς, καθώς ένας σχετικά περιορισμένος προϋπολογισμός μπορεί να αναπλάσει το σύνολό του.
Επιπλέον, η προσπάθεια δημιουργίας Μουσείου Σχολικού Πολιτισμού θα δώσει τη δυνατότητα αποτύπωσης της σχολικής και πολιτισμικής διαδρομής του οικισμού.
Τέλος, η εν εξελίξει αρχαιολογική μελέτη, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, των δύο ενετικών οχυρών (Μπούρτζη και Καμάρες), της μεσαιωνικής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και της παραδοσιακής κρήνης (Λυμπιά), θα δώσει τη δυνατότητα προστασίας και ανάδειξης του πολιτισμικού αποθέματος της περιοχής, ολοκληρώνοντας έτσι την οικιστική αναβάθμιση και προσφέροντας σημαντικούς λόγους επίσκεψης και διαμονής.
Η μελέτη αυτή στην εξεταζόμενη περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων εντάσσεται σε μία προσπάθεια ανάδειξης του ημιορεινού πολιτισμού, μέσω της αξιοποίησης του «κοιμώμενου» κτιριακού και φυσικού υπόβαθρου. Είναι μια πρόταση που έρχεται να συμβάλει στη σύγχρονη προβληματική για τη διάσωση ιστορικών κτιρίων και οικισμών και στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορίας ενός μικρού οικισμού με ιδιαίτερο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Παράλληλα, στοχεύει στην αναβίωση της υπαίθρου και τη δημιουργία κινήτρων για την επιστροφή κατοίκων, μέσω μιας ήπιας και εναλλακτικής αναπτυξιακής πρότασης.
Ο βασικός κορμός της μελέτης εστιάζει στην προσπάθεια δημιουργίας μονοπατιών σύνδεσης και ανάδειξης των νερόμυλων της περιοχής και του ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος. Η δημιουργία περιηγητικής διαδρομής και η εκμετάλλευση κάθε φυσικού και πολιτισμικού στοιχείου θα έχουν ως αποτέλεσμα το μουσειακό χαρακτήρα των μύλων, συνδυαζόμενο με δράσεις όπως οι περιβαλλοντολογικές ξεναγήσεις, η φυσιολατρική περιήγηση, η ορεινή ποδηλασία κ.ά. Ο περιηγητής έτσι θα έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί ένα ιστορικό μονοπάτι και να ενημερωθεί για την ιστορία των νερόμυλων, τη λειτουργία τους και για τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω συνδέονται με το μοναδικό φυσικό οικοσύστημα. Η πρόταση επιπλέον στοχεύει στο να καταστήσει τους νερομύλους επίκεντρο για την ολική αναβάθμιση του οικισμού. Το μικρό μέγεθος του οικισμού, άλλωστε, ενδείκνυται για ολικούς χειρισμούς, καθώς ένας σχετικά περιορισμένος προϋπολογισμός μπορεί να αναπλάσει το σύνολό του.
Επιπλέον, η προσπάθεια δημιουργίας Μουσείου Σχολικού Πολιτισμού θα δώσει τη δυνατότητα αποτύπωσης της σχολικής και πολιτισμικής διαδρομής του οικισμού.
Τέλος, η εν εξελίξει αρχαιολογική μελέτη, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, των δύο ενετικών οχυρών (Μπούρτζη και Καμάρες), της μεσαιωνικής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και της παραδοσιακής κρήνης (Λυμπιά), θα δώσει τη δυνατότητα προστασίας και ανάδειξης του πολιτισμικού αποθέματος της περιοχής, ολοκληρώνοντας έτσι την οικιστική αναβάθμιση και προσφέροντας σημαντικούς λόγους επίσκεψης και διαμονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου