Η Ευρωπαϊκή Διπλωματία της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου
Η αραβική εισβολή στις αρχές του 1825 στην Πελοπόννησο οδήγησε την Ελληνική Επανάσταση στα πρόθυρα της καταστροφής, ενώ το αιγυπτιακό προγεφύρωμα στην ευρωπαϊκή ήπειρο ξαναζωντάνεψε τον ισλαμικό κίνδυνο. Εμπρός σε αυτή την απειλή η Αγγλία και η Γαλλία προχωρούν σε συνεργασία με τη Ρωσία που θα εξελιχθεί σε «Συμμαχία», υπαγορευόμενη ουσιαστικά από στρατηγικής σημασίας εθνικά συμφέροντα. Οι δύο δυτικές δυνάμεις επιδίωκαν να παρεμποδίσουν κάθοδο του τσάρου στα Στενά και να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αποτελούσε φυσικό ανάχωμα κατά του ρωσικού κινδύνου. Η Ρωσία με την σειρά της, μέσω αυτής τη συμμαχίας επιδίωκε να προλάβει την ενδυνάμωση της Τουρκίας και να ενισχύσει τις διεκδικήσεις της στη Βαλκανική χερσόνησο.
Η αρχική προσέγγιση Αγγλίας και Ρωσίας σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα θα καταλήξει στο πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις 4 Απριλίου 1826, που στόχο είχε την εκδίωξη του αραβικού εκστρατευτικού σώματος από το Μοριά, ενώ οι Άγγλοι υιοθέτησαν το ρωσικό σχέδιο του 1823 για ρύθμιση του ελληνικού προβλήματος με την επιβολή καθεστώτος υποτέλειας. Σε περίπτωση αντιδράσεων της Πύλης το σχέδιο προέβλεπε παρεμβατικά μέτρα για ειρήνευση στην Ελλάδα, αποφεύγοντας όμως ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία. Το νέο αυτό διπλωματικό πλαίσιο ισορροπιών μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας θα οδηγήσει στη συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827 μεταξύ της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε ισχυρή, αν όχι ένοπλη, μεσολάβηση των τριών δυνάμεων στο ελληνικό πρόβλημα για την κατάπαυση του πυρός και την επιβολή ανακωχής ανάμεσα στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Αξίζει να σημειώσουμε, ότι, μέχρι τις αρχές του 1825, η Αγγλία αντιτιθόταν σθεναρά κάθε προσπάθεια πίεσης προς την Τουρκία για την αναστολή εχθροπραξιών με τους Έλληνες. Διαπιστώνοντας, όμως, ότι, η εκστρατεία των Αιγυπτίων απειλούσε τα συμφέροντα τους στη Βαλκανική Χερσόνησο και την Ανατολική Μεσόγειο, επιδίωξαν να συμμαχήσουν με τους Ρώσους για κοινή αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος.
Όμως, αμέσως μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, ο τσάρος Νικόλαος απηύθυνε τελεσίγραφο στην Πύλη, αξιώνοντας τη διασφάλιση των ρωσικών συμφερόντων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο σουλτάνος για να αποφύγει πολεμική εμπλοκή στο Βορρά υπέκυψε και ακολούθησαν ρωσοτουρκικές διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη συνθήκη του Άκερμαν. Ωστόσο, υπογράφοντας ο τσάρος το πρωτόκολλο για μια Ελλάδα φόρου υποτελή στην Πύλη νομιμοποιούσε την πρωτοκαθεδρία της Αγγλίας στη ρύθμιση των ελληνικών υποθέσεων. Έτσι, ο Βρετανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη προβάλει το ειρηνευτικό σχέδιο της συνθήκης του Λονδίνου στην Πύλη, υποστηρίζοντας ότι η άμεση ρύθμιση του ελληνικού προβλήματος εξυπηρετεί τόσο τα τουρκικά όσο και τα
ευρωπαϊκά συμφέροντα. Όμως ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών απέρριψε την πρόταση και την αιτιολογία και μέσα από μια ανένδοτη στάση δεν άφηνε περιθώρια συνδιαλλαγής με την ευρωπαϊκή τριανδρία. Αξίζει να σημειώσουμε, ότι, η Γαλλία που μέχρι εκείνη τη στιγμή ακολουθούσε παραπλανητική πολιτική, καθώς διατηρούσε εγκάρδιες σχέσεις με τους Τούρκους και βοηθούσε με διάφορους τρόπους τον σατράπη της Αιγύπτου, αναγκάστηκε να αναπροσαρμόσει τη στάση της.
Ο οθωμανικός κίνδυνος που άρχισε να διαγράφεται, καθώς ο σουλτάνος Μαχμούτ είχε θέσει σε εφαρμογή ένα γιγαντιαίο σχέδιο εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, μέσα από την ανασυγκρότηση και τον εξευρωπαϊσμό του στρατού του, που θα μπορούσε να καταστήσει την Τουρκία μεγάλη δύναμη σε μικρό χρονικό διάστημα, οδήγησε τις τρείς ευρωπαϊκές χώρες στην ανάληψη κοινής δράσης. Έτσι, μέσα σε αυτό το διπλωματικό πλαίσιο συμφερόντων, η διαφαινόμενη αναγέννηση του ισλαμικού κινδύνου καλλιέργησε την προσέγγιση των τριών Δυνάμεων. Η κάθε μια για δικούς της εξολοκλήρου διαφορετικούς λόγους θεώρησε ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα υπονόμευαν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα στην Ανατολή και έτσι το ελληνικό πρόβλημα γινόταν αντικείμενο ρεαλιστικών υπολογισμών και ρυθμίσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγάλο χάσμα που χώριζε Αγγλία και Γαλλία ξαφνικά γεφυρώθηκε μέσα από μια απροσδόκητη συνεννόηση και σύμπνοια, που έφθασε σε σημείο ο Γάλλος μονάρχης Κάρολος Ι΄ να θέση την γαλλική ναυτική μοίρα υπό την διοίκηση Άγγλου ναυάρχου, αν αποφασιζόταν κοινή επιχείρηση για παρέμβαση των στόλων μεταξύ των εμπολέμων. Πώς όμως μπορεί να εξηγηθεί μια τέτοια ξαφνική μεταστροφή! Είναι γεγονός ότι οι Γάλλοι αιφνιδιάστηκαν από την αγγλορωσική προσέγγιση και λίγες μέρες μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου η γαλλική κυβέρνηση κάλεσε τον πασά της Αιγύπτου να επιδιώξει μυστική συμφωνία με τους Έλληνες και να αποσύρει το ταχύτερο τις δυνάμεις του από τον Μοριά. Τις ίδιες συμβουλές έδινε στον προστατευόμενο της Γαλλίας και ο ναύαρχος de Rigny διοικητής της γαλλικής μοίρας στην Ανατολική Μεσόγειο, που κάθε τόσο έσπευδε στην Αλεξάνδρεια, όχι φυσικά με φιλελληνικούς σκοπούς. Βέβαια ο γάλλος ναύαρχος δεν έκρυβε από τον σατράπη της Αιγύπτου ότι θα μπορούσε να υπάρξει και βίαιη μεσολάβηση για ειρήνευση στην Ελλάδα και πρόσθετε με θαυμαστή υποκρισία για να δικαιολογήσει την απροσδόκητη μεταστροφή της γαλλικής πολιτικής: “Η γαλλική κυβέρνηση, αν προχωρήσει σε αυτή την κίνηση, θα έχει το πλεονέκτημα να μην αφήσει πια τον Μεχμέτ Αλή να εξαντληθεί σε ένα πόλεμο όπου είχε αναλάβει όλο το βάρος χωρίς κανένα όφελος”. Όμως, οι Άγγλοι δεν παρασύρθηκαν από τους παγιδευτικούς εξακοντισμούς των Γάλλων, καθώς μια συνδυασμένη επιθετική ενέργεια θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άκρως επικίνδυνη κρίση στις σχέσεις των «Συμμάχων» σε πιθανό διαμελισμό της. Το κοινό συμφέρον της Αγγλίας και της Γαλλίας επέβαλλε να μην εξασθενήσει η Τουρκία, ώστε να αποτελεί φυσικό αντιρωσικό φράγμα. Έτσι, η λύση του
ελληνικού προβλήματος έπρεπε να γίνει με τυπικά παρεμβατικά μέτρα, ακόμα και με άσκηση βίας, αλλά χωρίς αυτά τα μέτρα να εκτραπούν σε σύγκρουση.
Έτσι, ενώ αρχίζουν οι προετοιμασίες για την εφαρμογή του σχεδίου, οι Άγγλοι επιχειρούν ένα επιδέξιο διπλωματικό ελιγμό, με στόχο αυτή τη φορά τον σατράπη της Αιγύπτου. Γνωρίζοντας ότι Μεχμέτ Αλή αντιμετώπιζε σοβαρή οικονομική κρίση, εξαιτίας των μεγάλων δαπανών της εκστρατείας στο Μοριά, θα προσπαθήσουν να τον αποσπάσουν από τον σουλτάνο. Αν το κατόρθωναν, η καταναγκαστική επέμβαση των τριών στόλων θα ήταν περιττή και η Πύλη, ανίσχυρη να συντρίψει με δικές της δυνάμεις την Ελληνική Επανάσταση, θα υποχρεωνόταν να ενδώσει και να υιοθετήσει την πρόταση για αυτονομία των Ελλήνων. Παράλληλα, θα περιοριζόταν η γαλλική επιρροή στην Αίγυπτο και θα ανοίγονταν προοπτικές για βρετανικές διεισδύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγγλος πρεσβευτής Stratford Canning έγραφε στις 4 Ιουνίου 1826: “Δεν θα ήταν δυνατόν να εντάξουμε και τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου στην υπόθεση των μεσολαβητικών ενεργειών… δίνοντας του ελπίδες για το πασαλίκι της Συρίας και βοήθεια για τη ναυπήγηση καραβιών?”. Σε αυτή την κρίσιμη φάση των δυσχερειών του σατράπη της Αιγύπτου και ενώ ο Ιμπραήμ έχει περιπέσει σε αδράνεια στο Μοριά, προβάλει στο προσκήνιο η Αυστρία. Τον Οκτώβριο του 1826 φθάνει στο Κάϊρο ο διπλωμάτης Anton Prokesch von Osten, απεσταλμένος του Μέττερνιχ, επιχειρώντας να παρακινήσει τον Μεχμέτ Αλή στη συνέχιση με μεγαλύτερη δραστηριότητα του πολέμου κατά των Ελλήνων. Στην έκθεση που υπέβαλε στον Μέτερνιχ ο Αυστριακός διπλωμάτης σχετικά με την αποστολή του στην Αίγυπτο δηλώνει ότι ο σατράπης της Αιγύπτου δεν είναι πια σε θέση να προσφέρει σοβαρή βοήθεια στην Πύλη για λόγους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς, καθώς τα οικονομικά του έχουν επιδεινωθεί δραματικά και επιθυμεί να εγκαταλείψει με εύσχημο τρόπο τον πόλεμο κατά των Ελλήνων.
Ύστερα από την συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) και την αδιάλλακτη αντίδραση των Τούρκων, οι τρείς συμμαχικές δυνάμεις προχώρησαν στην εφαρμογή της συνθήκης. Έτσι, ζήτησαν από τους αρχηγούς των ναυτικών μοιρών της Μεσογείου να επιβάλουν ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων πλευρών, ακόμη και με καταναγκαστικά μέτρα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε οι πρωτοβουλίες αυτές να εξελιχθούν σε σύγκρουση με την Τουρκία. Παράλληλα, για τους αναγκαίους χειρισμούς, είχαν εξουσιοδοτηθεί οι πρεσβευτές των τριών Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, που βρίσκονταν σε κάποια επικοινωνία με τους στόλους και μπορούσαν να παρακολουθήσουν σε κάποιο βαθμό τις εξελίξεις. Όμως, το ερώτημα παρέμεινε αναπάντητο στη σκέψη των ναυάρχων. Πώς θα πραγματοποιούνταν η παρέμβαση των συμμαχικών στόλων ανάμεσα στους εμπόλεμους χωρίς να εκτραπεί σε ένοπλη σύγκρουση? Τη σύγχυση αυτή αποκαλύπτει ένα επεξηγηματικό έγγραφο του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Stratford Canning για τις επιβαλλόμενες ενέργειες των συμμαχικών στόλων απέναντι στους Τουρκοαιγυπτίους: «Χωρίς αμφιβολία πρέπει να κρατηθείτε ουδέτεροι. Ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο από τους εμπόλεμους. Πρέπει να
παρεμβάλετε τις δυνάμεις σας ανάμεσα τους και να επιβάλετε ειρήνη με την τρόμπα μαρίνα, αν είναι δυνατόν, με τα κανόνια αν δεν υπάρχει άλλη λύση». Εκείνες τις μέρες έγινε και η μυστική αποστολή του Άγγλου Craddock στην Αλεξάνδρεια με σκοπό να αποτραπεί η εκστρατεία του αιγυπτιακού στόλου στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της από την Αγγλία. Αν πετύχαινε το αγγλικό σχέδιο θα υπερφαλαγγιζόταν η Γαλλία και η ισορροπία στην περιοχή θα ανατρεπόταν εις βάρος της, όμως ο Άγγλος απεσταλμένος έφθασε αργά καθώς ο στόλος είχε κιόλας αποπλεύσει.
Παράλληλα, οι τρείς πρεσβευτές έδωσαν εντολή στους ναυάρχους να αξιώσουν από τους Τουρκοαιγυπτίους αποχή από κάθε ναυτική εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων, προειδοποιώντας πως αλλιώς θα αντιμετωπίσουν πολεμική αναμέτρηση. Είναι φανερό πως οι οδηγίες των Δυνάμεων δεν μπορούσαν να καλύψουν όλα τα ενδεχόμενα και οι ναύαρχοι θα έπρεπε να ενεργήσουν με δική τους ευθύνη, καθώς οι συνθήκες επικοινωνίας της εποχής δεν επέτρεπαν άμεση επαφή με τους πρεσβευτές για συνεννοήσεις και νέες εντολές. Έτσι, για να παρεμποδίσουν ναυτικές εκστρατείες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, που βρισκόταν στο Ναβαρίνο, θα έπρεπε να προχωρήσουν στον αποκλεισμό του λιμανιού του. Όμως, ήταν ήδη Οκτώβριος, πλησίαζε ο Χειμώνας και ήταν δύσκολο να κρατηθούν τα πολεμικά νυχθημερόν στο πέλαγος για δραστικό κλοιό που θα ματαίωνε οποιαδήποτε απόπειρα εξόδου από την ναυτική βάση του Ναβαρίνου. Έτσι, αποφασίστηκε μια επιβλητική είσοδο στο λιμάνι του Ναβαρίνου με στόχο την ακινητοποίηση του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η είσοδο στον όρμο πραγματοποιήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1827 και η σύγκρουση που ακολούθησε υπήρξε απρογραμμάτιστη και απροσδόκητη και άσχετα με τις επιπτώσεις της ναυμαχίας στην ελληνική υπόθεση, υπαγορεύθηκε από τα συμφέροντα των τριών Δυνάμεων που έτυχε να ταυτισθούν, για διαφορετικούς λόγους, στη δεδομένη ιστορική συγκυρία.
Έτσι, η ναυμαχία του Ναβαρίνου αποτέλεσε επακόλουθο της ακαμψίας που επέδειξε η τουρκική διπλωματία, καθώς για την Πύλη αποτελούσε διαχρονικά ζήτημα αρχής να υποχωρεί και να συμβιβάζεται μόνο με την άσκηση βίας. Χωρίς την αδιαλλαξία του σουλτάνου οι επαναστατημένες περιοχές του ελληνικού χώρου θα αποκτούσαν απλή αυτονομία, με ηγεμόνα υποτελή στην Πύλη. Άλλωστε, το είχε ζητήσει και η ίδια η ελληνική ηγεσία, υιοθετώντας το σχέδιο του Canning, από τα τέλη του 1825. Είναι γεγονός ότι «λιποψύχησε» η ελληνική ηγεσία εξαιτίας των σαρωτικών επιτυχιών των αιγυπτιακών τακτικών στρατευμάτων, ενώ υπήρξε διάσταση ανάμεσα στη βούληση της ηγεσίας και του λαού. Η αντίσταση του ελληνικού λαού δύο περίπου χρόνια ακόμα, ως την ναυμαχία του Ναβαρίνου, επιβεβαιώνει αυτή τη διάσταση. Αυτή την αντίθεση, το αποδείλιασμα της ηγεσίας και το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα του λαού επισημαίνει ο Γάλλος εθελοντής Fr. Schack που βρισκόταν στην Ελλάδα από την Άνοιξη του 1826, καθώς γράφει στο χρονικό του: «Πότε το σύνθημα “θνήσκειν περί πατρίδος” δεν ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο στις ψυχές.
Η επανάσταση έχει πολύ προχωρήσει, έλεγαν οι Έλληνες, κι΄είναι αδύνατο να σταματήσει… Θέλουμε πλήρη ελευθερία για την πατρίδα μας ή να θαφτούμε κάτω από τα ερείπιά της…».
Είναι γεγονός ότι τη στιγμή της γενοκτονίας των Ελλήνων από τους Τουρκοαιγυπτίους κανείς δεν ενδιαφερόταν ουσιαστικά για την τύχη τους, καθώς είναι χαρακτηριστική η αδιαφορία που επέδειξαν οι τρείς ναύαρχοι μετά την ναυμαχία. Αυτή η αδιαφορία επέτρεψε στον Ιμπραήμ να φορτώσει στα καράβια και να μεταφέρει στην Αίγυπτο ανενόχλητος πολλές χιλιάδες σκλαβωμένους Έλληνες. Την επονείδιστη αυτή διαγωγή, κυνική και απάνθρωπη, καταγράφει και ο Άγγλος Thomas Gordon: «Ο σερ Edward Codrington αρνήθηκε κάθε ενέργεια, μάταια αναμένοντας οδηγίες από το Λονδίνο. Ο Γάλλος στόλαρχος περιορίσθηκε στην επιτήρηση του Αιγαίου και οι Ρώσοι τεμπέλιαζαν στη Μάλτα. Αυτή η αδράνεια των συμμάχων ευνόησε τον Ιμπραήμ, που αφού εξασφάλισε από τα Επτάνησα όλα τα αναγκαία εφόδια για τα στρατεύματα του, έστειλε στην Αίγυπτο τα λείψανα του στόλου γεμάτα με αναπήρους και με Έλληνες αιχμαλώτους. Στις 27 Δεκεμβρίου 1827 τέσσερις φρεγάτες, οχτώ βρίκια, τέσσερα κότερα και πολλά μεταγωγικά άραξαν στην Αλεξάνδρεια και αποβίβασαν 4.000 ακρωτηριασμένους Άραβες και 5.000 Έλληνες σκλάβους και των δύο φύλων».
Το ότι η επέμβαση των τριών στόλων δεν αποτελούσε φιλελληνική εκδήλωση αλλά ενέργεια που απέβλεπε στην προστασία των συμφερόντων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων προκύπτει επίσης από τα δύο σχέδια τριμερούς συνθήκης και το τελικό κείμενο. «Οι συμμαχικές Δυνάμεις, πιεζόμενες από πολύν καιρό από την ανάγκη να επιβάλουν τον τερματισμό του πολέμου που ξέσπασε στην Ανατολή και τόσα δεινά προκαλεί στα συμφέροντα τους …» Στο δεύτερο σχέδιο αναφέρεται ότι ο πόλεμος στην Ανατολή δημιουργεί «καθημερινά νέα εμπόδια στο εμπόριο των ευρωπαϊκών κρατών και δίνει αφορμή σε πειρατείες, που όχι μόνο εκθέτουν τους υπηκόους σε σημαντικές ζημιές αλλά και επιβάλλουν μέτρα δαπανηρά για επαγρύπνηση και καταστολή». Τέλος, ίσως αξίζει να σημειώσουμε, ότι,, εάν και στη σφαίρα της διπλωματίας δεν υπάρχουν μόνιμοι σύμμαχοι αλλά μόνιμα συμφέροντα, οι τρείς συμμαχικές Δυνάμεις χαρακτηρίσθηκαν από τους Έλληνες Προστάτιδες και Ευεργέτιδες.
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου