Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Ομιλία του Αντιναυάρχου Λ.Σ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ ΠΕΛΟΠΙΔΑ στο μνημείο πεσόντων Γ...



Ομιλία του Αντιναυάρχου Λ.Σ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ ΠΕΛΟΠΙΔΑ  στην τελετή επιμνημόσυνης δέησης στο μνημείο πεσόντων Γάλλων Αξ/κών και στρατιωτών του εκστρατευτικού σώματος του Στρατηγού Μαιζώνα στη Γιάλοβα –Πύλου την 19-10-2017 





Αιδεσιμιολογιώτατε 

Αξιότιμε κ. Πρέσβη της Γαλλίας

Αξιότιμα μέλη της Γαλλικής πρεσβείας

κ. Δήμαρχε Πύλου 

κ. Κυβερνήτα

κ. Αξ/κοί 

Αγαπητοί προσκεκλημένοι 

κ. Πρόεδρε Δημ. Συμβουλίου και μέλη αυτού

κοι Αντιδήμαρχοι

 κ. Πρόεδρε της Τοπικής Επιτροπής Πύλου του Δήμου Πύλου

Κυρίες και Κύριοι,



Ο αιγυπτιακός στρατός είχε προξενήσει τεράστιες καταστροφές στις καλλιέργειες, στις πόλεις  και  στα  χωριά  και  είχε  επιφέρει  την  ερήµωση  σε  περιοχές  που  άλλοτε έσφυζαν από ζωή. Η παραµονή του στην Πελοπόννησο και η τήρηση του ελέγχου των σηµαντικών φρουρίων της, παρά την ήττα του στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, οδήγησε  τις Μεγάλες ∆υνάµεις στην υπογραφή  του Πρωτοκόλλου  του Λονδίνου (7/19 Ιουλίου 1828), µε το οποίο αποφασίσθηκε η αποστολή γαλλικών στρατευµάτων στην Πελοπόννησο για την απομάκρυνση του Ιµπραήµ. Το εκστρατευτικό

σώµα, που θα έστελνε  η Γαλλία  στο όνοµα και των τριών  ∆υνάµεων,  είχε  ρητή  υποχρέωση  να περιορισθεί στην Πελοπόννησο, να δράσει µε τρόπο που δε θα έθετε σε κίνδυνο τις σχέσεις  της  Γαλλίας  µε  την  Πύλη  και  τον  πασά  της  Αιγύπτου  και  έπρεπε  να ανακληθεί αµέσως µετά το τέλος της αποστολής του. Η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή υπό τον Στρατηγό Nicolas-Joseph Maison ξεκίνησε από την Τουλόν την 5/17 Αυγούστου 1828. Η δύναµή της έφθανε σε 14.000 άνδρες, που χωρίσθηκαν σε τρεις  µοίρες, υπό τον Maison,  τον Sebastiani  και τον Schneider.  Οι δύο πρώτες έφθασαν στην Πελοπόννησο στις 17/29 Αυγούστου. Ο Maison αποβιβάσθηκε στο Πεταλίδι,  όπου  έµεινε  για  λίγο  προτού  στρατοπεδεύσει   στη  Γιάλοβα,  και ο Sebastiani  κοντά στην Κορώνη.  Η τρίτη µοίρα υπό τον Schneider  αποβιβάσθηκε στο Ναβαρίνο τέσσερις ηµέρες αργότερα.

Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider,  οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές  δραστηριότητές  τους,  υπό την καθοδήγηση  του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση  των πόλεων  που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι  Γάλλοι,  η  κατάσταση  της  χώρας  ήταν  άθλια  και  η  όψη  της  φοβερή.  ∆εν υπήρχαν καν οικήµατα κατοικήσιµα ούτε άλλου είδους καταλύµατα για τους στρατιώτες ούτε η κατάλληλη υποδοµή στα φρούρια ώστε να εξασφαλίζεται η αµυντική τους πληρότητα. Στο

στρατόπεδο, όπου διέµεναν αρχικά, στη Γιάλοβα, οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά αντίξοες, καθώς η περιοχή ήταν ελώδης και πολλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους από τις επιδηµίες. Οι συνθήκες ήταν πιο ανεκτές στην Πάτρα και στην Κορώνη, ανάλογα προβλήµατα όµως υπήρχαν και εκεί.

Το πρώτο φρούριο που παραδόθηκε στα γαλλικά στρατεύµατα, την 6η Οκτωβρίου  1828, ήταν αυτό του Ναβαρίνου .

Αµέσως µετά την κατάληψη του φρουρίου από το γαλλικό στρατό, τοποθετήθηκε φρουρά από πενήντα άνδρες επάνω στην ακρόπολη και τα συνεργεία των στρατιωτών άρχισαν την επίπονη εργασία τους για να καθαρίσουν το χώρο από τα ερείπια και από τα εφόδια που είχε αφήσει πίσω του ο στρατός του Ιµπραήµ.

Με την επίβλεψη των Γάλλων µηχανικών και µε τη συµβολή   των   στρατιωτών   του   Πυροβολικού   και,   κυρίως,   του   Μηχανικού αναστηλώθηκε    ο   Έβδοµος,   κατασκευάσθηκε    τάφρος   και   κρυφό   µονοπάτι περιµετρικά στην ακρόπολη και επισκευάσθηκε ο εξαγωνικός περίβολος της ακρόπολης, η οποία, τιµής ένεκεν, ονοµάσθηκε «Πύργος του Μαιζώνα». 

Παράλληλα   µε   τις   εργασίες   αποκατάστασης   του   Νιόκαστρου,   έγινε   ο σχεδιασµός και η οικοδόµηση της σύγχρονης πόλης της Πύλου, έξω από τα τείχη του  κάστρου,  το  οποίο  εγκαταλείφθηκε  πια  ως  τόπος  κατοικίας.  Το  έργο,  που ξεκίνησε ήδη από το Σεπτέµβριο του 1828, ανέλαβαν  και πάλι οι µηχανικοί του εκστρατευτικού σώµατος και το σχέδιο της νέας πολιτείας χαρτογράφησε ο Audoy, µε εντολή του Maison. Ο οικισµός των Τούρκων που βρισκόταν µέσα στο κάστρο διαλύθηκε  και  το  οικοδοµικό  του  υλικό  χρησιµοποιήθηκε  για  τη  νέα  πόλη.  

Ο οικισµός  τοποθετήθηκε βορειοανατολικά  του  φρουρίου και αναπτύχθηκε αµφιθεατρικά  γύρω  από την κεντρική  δηµόσια πλατεία,  που δηµιουργήθηκε  στο σηµείο όπου παλαιότερα ήταν ρέµα. Η πλατεία είχε σχήµα τραπεζίου και καταλάµβανε έκταση περίπου 500 τ.µ. δίπλα στην ακτή, ενώ στις τρεις πλευρές της περικλειόταν  από στοά µε κιονοστοιχίες,  που εξυπηρετούσε  την αγορά, ακολουθώντας το πρότυπο γαλλικής παράλιας µεσογειακής πόλης. Η µορφή και ο βασικός   ιστός   της   πόλης,   αυστηρός   και   λειτουργικός   αλλά   χαριτωµένος, παραµένουν στην ουσία αναλλοίωτα µέχρι σήµερα. 

Για τις πρώτες ανάγκες του εκστρατευτικού σώµατος αρχικά χρησιµοποιήθηκαν τα µισοκατεστραµµένα υπόστεγα κοντά στην αποβάθρα της πόλης, που οι τουρκικές αρχές χρησιµοποιούσαν  ως αποθήκες.  Το µεγαλύτερο, που διέθετε τρεις χώρους, στα τέλη Οκτωβρίου του 1828 µετατράπηκε σε νοσοκοµείο για να δεχθεί τους ασθενείς από το στρατόπεδο της Γιάλοβας.

Από  τα  πρώτα  δηµόσια  οικοδοµήµατα  της  νέας  πόλης  και  από  τα  πιο επιβλητικά ήταν το διοικητήριο, που ανεγέρθηκε το 1829 µε δαπάνες της Γαλλικής Στρατιωτικής  Αποστολής. Το κτήριο  βρισκόταν  σε κεντρικό  σηµείο της Πύλου,  στην  πλαγιά  ανατολικά  της  πλατείας,  στη  σύγχρονη  οδό  Επισκόπου Γρηγορίου  Μεθώνης. Σταδιακά, ο ασήµαντος µικρός οικισµός του Ναβαρίνου εξελίχθηκε σε σηµαντική  κωµόπολη,  που  το  1833  πήρε  το  όνοµα  Πύλος  για  να  θυµίζει  την οµώνυµη  οµηρική  πολιτεία.  Στο  διάστηµα  από  το  1828  έως  το  1833  πολλές οικογένειες από τα Κήθυρα, την ορεινή Τριφυλία, τη Γορτυνία και τα Επτάνησα εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη. Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η

επικοινωνία των δύο φρουρίων που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει   µόνο   χαλάσµατα   και   τα   ερείπια   ενός   αρχαίου    παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και περίπου 10.000 ελιές.

Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν  στη χάραξη και κατασκευή  του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. 

Είναι  γεγονός  ότι  η γαλλική  κυβέρνηση  είχε  ενδιαφερθεί  σοβαρά  για  την Πελοπόννησο πριν καν ξεκινήσει η αποστολή του εκστρατευτικού σώµατος και είχε φροντίσει για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά µε το εµπόριο και την παραγωγή της περιοχής,  καθώς  και για την υπάρχουσα  υποδοµή στέγασης  και σίτισης  του στρατού.  

Η παρουσία των Γάλλων στην Πελοπόννησο ωφέλησε µε πολλούς τρόπους το νεοσύστατο  κράτος.  Τα  στρατιωτικά  τµήµατα βοήθησαν  στην  οργάνωση  τακτικού στρατού,   στην   καταπολέµηση   της   πανούκλας,   στον εµβολιασµό των κατοίκων, στην οικονοµική ενίσχυση των φτωχών και στην ανάπτυξη της καλλιέργειας. Οι Γάλλοι επιχειρηµατίες συνέβαλαν στην οικονοµική   και   πολιτιστική   ανάπτυξη   των   περιοχών   όπου   εγκαταστάθηκαν, εισάγοντας στην Ελλάδα δείγµατα του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, βγάζοντας τους κατοίκους από την αποµόνωση που για

αιώνες είχαν υποστεί, ενώ η επιστηµονική αποστολή που ακολούθησε τη στρατιωτική ήταν η πρώτη οργανωµένη προσπάθεια µελέτης του φυσικού και αρχαιολογικού πλούτου της Πελοποννήσου. Επί πλέον, η συνδροµή του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος ήταν καθοριστική στο γενικότερο έργο ανοικοδόµησης του Καποδίστρια.  Μετά το σχεδιασµό των δύο πόλεων, που έγινε µε δική τους πρωτοβουλία, οι µηχανικοί του χρησιµοποιήθηκαν από τον Κυβερνήτη για το σχεδιασµό και την ανοικοδόµηση των πόλεων της Πελοποννήσου και αργότερα και της Στερεάς Ελλάδας. 

Παρ’ όλα αυτά, το έργο ανοικοδόµησης των φρουρίων αντιµετωπίσθηκε µε ενθουσιασµό όπως προκύπτει από τα δηµοσιεύµατα της εποχής, τις µαρτυρίες των σύγχρονων  Ελλήνων  και Γάλλων,  καθώς και από την επίσηµη αλληλογραφία  της ελληνικής πολιτείας. Μάλιστα, ο ίδιος ο Καποδίστριας αναφερόταν δηµοσίως στους Γάλλους  εκφράζοντας  την ευγνωµοσύνη  του στην  προσφώνησή  του κατά τη ∆΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος την 11η Ιουλίου 1829: Χάρις εις την παρουσίαν των γαλλικών στρατευµάτων, χάρις εις τους άθλους και τους αγώνας των, χάρις εις τας βοηθείας, όσας ο στρατός ούτος αφθόνως επέχυσε παντού, όπου εστρατοπέδευσεν, οι επαρχίες αρχιζούν να επανορθώνονται.

Τα γαλλικά στρατεύµατα άρχισαν την εκκένωση της Πελοποννήσου µετά την άφιξη του Όθωνα, όπως προέβλεπε το Πρωτόκολλο της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832,  και  τελικά  αποχώρησαν  στις  7 Αυγούστου  1833.  Η  παρουσία  τους  στα µεσσηνιακά  φρούρια  ήταν καθοριστική  για τη διαµόρφωση  και την εξέλιξη  των πόλεων που βλέπουµε σήµερα και τα µνηµεία που ακόµη διατηρούνται θα θυµίζουν το πέρασµά τους. «Ξοδεύτηκαν πολλά χρήµατα» έγραφε χαρακτηριστικά ο Buchon «αλλά

ποτέ χρήµα δεν τοποθετήθηκε  καλύτερα από κείνο που δαπανήσαµε για την Ελλάδα.  Αφήσαμε εκεί ευγενικές  αναµνήσεις». 



¨Ας είναι αιωνία η μνήμη τους¨



Σας ευχαριστώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου