2ο Διεθνές Συνέδριο του Δήμου Πύλου-Νέστορος, με θέμα "Η Πολιτισμική Διαδρομή του Ναβαρίνου" που πραγματοποιήθηκε στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου 2017 στο Πνευματικό Κέντρο Μεθώνης.
Η Εισήγηση του καθηγητού Μάριου Αθανασόπουλου με θεμα
«“Κατά
τρόπον ανάξιον εις Έλληνας πολίτας…”.
Όψεις του δωσιλογικού φαινομένου στην
επαρχία Πυλίας Μεσσηνίας
μέσα από δίκες που διεξήχθησαν κατά
την περίοδο 1945-1953»
Στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό
λαό, ο πρώτος μετακατοχικός πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, ανταποκρινόμενος στα αισθήματα
της πλειοψηφίας, τόνιζε την ανάγκη ανασυγκρότησης και κάθαρσης του στρατεύματος
και των σωμάτων ασφαλείας από πρόσωπα που λειτούργησαν ως «ὄργανα Τυράννων πρὸς δίωξιν τῶν Ἑλλήνων»[1], απειλούσε με «τὴν ἐπιβολὴν σκληρῶν κυρώσεων κατὰ τῶν προδοτῶν τῆς Πατρίδος καὶ τῶν ἐκμεταλλευτῶν τῆς δυστυχίας τοῦ Λαοῦ μας»[2] και υποσχόταν
για μία ακόμη φορά ότι «ἡ Ἐθνική Νέμεσις
θά εἶναι ἀδυσώπητος»[3]. Μετρίαζε
βέβαια στη συνέχεια τις προσδοκίες, υπενθυμίζοντας ότι τα περιστατικά δωσιλογισμού
στη χώρα ήταν ελάχιστα[4] και
εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο.
Σύμφωνα με την Α’ Συντακτική Πράξη που
υπογράφηκε[5],
θεσπίστηκαν Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων σε όλα τα Εφετεία της χώρας. Στο εδώλιο
του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν όσοι είχαν συμμετάσχει στις κατοχικές
κυβερνήσεις, όσοι είχαν λάβει δημόσια αξιώματα, όσοι είχαν γίνει συνειδητά
όργανα του εχθρού για τη διάδοση της προπαγάνδας του (ιδιαίτερη μνεία γινόταν
εδώ για τους εκδότες και δημοσιογράφους εφημερίδων και περιοδικών), και μια
σειρά άλλων προσώπων[6].
Η Καλαμάτα υπήρξε έδρα ενός από αυτά τα
δικαστήρια. Τα στοιχεία που υπάρχουν στα Γ.Α.Κ. Μεσσηνίας σχετικά με τις δίκες
δωσιλόγων στον νομό, μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: η πρώτη περιλαμβάνει
τα δωσιλογικά βουλεύματα, σύμφωνα με τα οποία το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο
μελετούσε τις υποβληθείσες μηνυτήριες αναφορές, εξέταζε σημαντικούς μάρτυρες
της υπόθεσης και έκρινε εάν θα έπρεπε να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Ειδικό
Δικαστήριο Δωσιλόγων ή όχι. Από αυτά σώζονται ορισμένα μόνο έγγραφα από τα
οποία το πρώτο αφορά υπόθεση της 12ης Δεκεμβρίου 1946 και το
τελευταίο υπόθεση της 27ης Νοεμβρίου 1947. Η δεύτερη κατηγορία
περιλαμβάνει τα κυρίως έγγραφα που αφορούν τις δίκες των δωσιλόγων οι οποίες
ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1945 και συνεχίστηκαν ως τις 12 Αυγούστου 1953.
Οι υποθέσεις που έχουν σχέση με την
επαρχία Πυλίας της περιόδου 1946-1951, χωρίζονται και αυτές στις δύο προηγούμενες
κατηγορίες∙ Τα δωσιλογικά βουλεύματα, την πρώτη χρονιά (1946) περιλαμβάνουν 14
υποθέσεις και τη δεύτερη (1947) 24. Από αυτές τις υποθέσεις, ελάχιστες έφτασαν
στο ακροατήριο∙ ειδικά το 1946 η ετυμηγορία του Συμβουλίου ήταν εξολοκλήρου
αρνητική: και οι 14 υποθέσεις που έφτασαν στα χέρια των αρμοδίων δικαστών, τέθηκαν
στο αρχείο λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων ή λόγω ανάκλησης των καταθέσεων των
μαρτύρων κατηγορίας. Η ίδια περίπου πολιτική ακολουθήθηκε και το επόμενο έτος
(1947)∙ από τις 24 υποθέσεις οι μισές (12) είχαν την ίδια τύχη με τις
προηγούμενες, 4 κατέληξαν στο ακροατήριο, για 2 ζητήθηκε η περεταίρω διερεύνησή
τους, ενώ για 6 απ’ αυτές κρίθηκε πως το δικαστήριο δωσιλόγων ήταν αναρμόδιο
και παραπέμφθηκαν σε τακτικά δικαστήρια. Οι κατηγορίες που αποδίδονταν,
αφορούσαν κατά βάσιν βιαιοπραγίες (εκτελέσεις, εμπρησμοί οικιών, λεηλασίες)
συνεπεία συμμετοχής στα Τάγματα Ασφαλείας σε ποσοστό άνω του 70% ενώ οι άλλες
κατηγορίες μοιράζονται πολύ μικρότερα ποσοστά. Οι δίκες τώρα που έφτασαν στο
ακροατήριο και έχουν σχέση με την επαρχία Πυλίας της περιόδου 1946-1951, αφορούν
ξανά συμμετοχή στα Τάγματα Ασφαλείας της περιοχής και συνακόλουθες πράξεις βίας
(εκτελέσεις πολιτών, εμπρησμοί οικιών, λεηλασίες κ.λπ.) σε ποσοστό περίπου 43%
και ακολουθούν η συνεργασία (με διάφορες μορφές) με τον εχθρό σε ποσοστό 38%
και η κατάδοση βρετανών στρατιωτών που δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν κατά την
εκκένωση της Καλαμάτας (στους οποίους περιλαμβάνονταν και αρκετοί Έλληνες της
Κύπρου) σε ποσοστό 19%, ενώ μία δίκη αφορά πράξεις βίας από μέλη του ΕΑΜ σε
εθνικόφρονες πολίτες.
Η μελέτη των βουλευμάτων, έχει εξαιρετική
σημασία, θεωρώ εξίσου σημαντική με αυτή των δικών, επειδή μπορούμε μέσα από
αυτά να προβούμε σε ορισμένες χρήσιμες διαπιστώσεις σχετικά με την περίοδο την
οποία μελετάμε· Οι μηνυτές στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν πρόσωπα που
πρόσκειντο κατά το μάλλον ή το ήττον στο ΕΑΜ. Το γεγονός αυτό γεννά πολλά
ερωτήματα για τη σκοπιμότητα της συγκεκριμένης ενέργειας. Είχε αυθόρμητο
χαρακτήρα από πολίτες που είχαν υποστεί διώξεις από τους άνδρες των Ταγμάτων
Ασφαλείας λίγους μήνες πριν ή θα μπορούσαμε να υπονοήσουμε και μια
υποκίνηση/προτροπή του ΕΑΜ προς τα μέλη του; Μια προσεκτική μελέτη των επίσημων
αποφάσεων της Κ.Ε. του ΕΑΜ (2/9/1944)[7] αλλά και
η γενικότερη μελέτη των υποθέσεων των δικών αυτού του τύπου στη Μεσσηνία,
δείχνουν ότι πιθανώς να συμβαίνει το δεύτερο. Σε αυτό συντελεί και η πολιτική
κατάσταση που κυριαρχούσε: το ΕΑΜ είχε υποστεί μια στρατηγική ήττα μετά την
αποτυχία του να καταλάβει την Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944 και προσπαθούσε να
περάσει από την επαναστατική δράση στην κοινοβουλευτική νομιμότητα μέσω του
ΚΚΕ. Ωστόσο η ηγεσία του παρουσιαζόταν σχεδόν βέβαιη (όπως αποδείχτηκε στην πράξη
στη συνέχεια) πως δεν θα είχε ισότιμη αντιμετώπιση (βλ. «λευκή τρομοκρατία»).
Ήταν λογικό λοιπόν να προσπαθήσει να δοκιμάσει τις αντοχές του συστήματος. Κι
αυτό θεωρώ πως αποφάσισε να το κάνει σε σημεία που διέθετε ακόμη την ηθική
υπεροχή έναντι των αντιπάλων του· Με τη μεσολάβηση των Δεκεμβριανών, η τιμωρία
των δωσιλόγων-συνεργατών των αρχών κατοχής, είχε ατονήσει. Αν εξαιρέσει κανείς
το πρώτο διάστημα μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όπου
πολλοί συνεργάτες των Γερμανών συνελήφθησαν από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και
εκτελέστηκαν, οι δωσίλογοι εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι ή και να
έχουν προσχωρήσει στο «εθνικόφρον» στρατόπεδο για να γλιτώσουν την «εθνική
νέμεση». Λογικό ήταν λοιπόν το ΕΑΜ να παροτρύνει τα στελέχη και τους οπαδούς
του να καταθέτουν μαζικά μηνύσεις εις βάρος κυρίως κατώτερων στελεχών των
Ταγμάτων Ασφαλείας (οι περισσότεροι από τους επικεφαλής ήταν ήδη νεκροί). Σε
αυτό συντείνουν και οι μάλλον τυποποιημένες κατηγορίες εις βάρος τους, με
προφανή σκοπό τη στοχοποίησή τους σε ηθικό επίπεδο και την ταύτισή τους με τις
αρχές κατοχής και ποταπές πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου (λεηλασίες,
ζωοκλοπές, ξυλοδαρμοί ανυπεράσπιστων πολιτών κ.ο.κ.[8]).
Ένα επιπλέον στοιχείο που μας προσφέρουν
τα δωσιλογικά βουλεύματα, είναι και η μελέτη της αντίδρασης του κυβερνητικού
στρατοπέδου σε αυτές τις ενέργειες. Στη «βιομηχανία» υποβολής μηνύσεων από
πλευράς των μελών του ΕΑΜ, η κρατική εξουσία απάντησε με μια αντίστοιχη
«βιομηχανία» απαλλακτικών βουλευμάτων. Και εδώ μπορούμε να υποθέσουμε είτε τη
δράση των δικαστικών αρχών οικεία βουλήσει (ας μην ξεχνάμε εδώ και την εκτέλεση
του αντεισαγγελέα Γαλόπουλου στην Καλαμάτα από τον ΕΛΑΣ) είτε τη δράση τους
κατόπιν συνεννοήσεως με την πολιτική εξουσία (δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός
ότι τα υπολείμματα των Ταγμάτων Ασφαλείας συντάχθηκαν με τις δυνάμεις του
Εθνικού Στρατού και των Βρετανών κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών στην
αντιμετώπιση του εαμικού «κινδύνου» και στη συνέχεια επάνδρωσαν ένοπλους
παρακρατικούς σχηματισμούς στο πλαίσιο της «λευκής» τρομοκρατίας). Και σε αυτή
την περίπτωση θα ακολουθήσω τη δεύτερη εκδοχή, χωρίς να παραλείψω να εκφράσω
και εδώ τις αμφιβολίες μου. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν θα αντιδρούσαν με
τον ίδιο τρόπο εάν δεν υπήρχε αυτή η μαζικότητα μηνύσεων, ωστόσο θεωρώ ότι η
μελέτη των υποθέσεων δείχνει μια τάση που όσο περνούσε ο καιρός και εδραιωνόταν
η πεποίθηση της ήττας του ΕΑΜ γινόταν ολοένα και περισσότερο απαλλακτική για
τους κατηγορούμενους και επιθετική προς τους μηνυτές. Χαρακτηριστικά, στις 3/5/1947
(Δ.Β. 301/1947), στο σκεπτικό του Συμβουλίου επισημαίνονται τα εξής: «Οἱ πράξεις βίας δέον νὰ ὑπῆρξαν συνεπείᾳ τῆς κατὰ τῶν ἐχθρῶν δράσεως τῶν
παθόντων, γεγονὸς ὅπερ οὐδαμοῦ τῆς ἀνακρίσεως προκύπτει ἡ δὲ τυχὸν ἰδιότης τῶν
παθόντων ὡς μελῶν τῆς ἐαμικῆς ὀργανώσεως οὐδόλως ἐνέχει καὶ τὴν ἔννοιαν τῆς
δράσεως τούτων κατὰ τοῦ ἐχθροῦ πολλῷ δὲ μᾶλλον καὶ διότι ἡ ὀργάνωσις αὕτη ἐπεδίωκε
καὶ τὴν ταξικὴν ἐπικράτησιν»[9].
Μέσω των βουλευμάτων μπορούμε να
διαπιστώσουμε επίσης και την απροθυμία πολλών μαρτύρων κατηγορίας να επιμείνουν
στις αρχικές τους καταθέσεις, με αποτέλεσμα την απαλλαγή σημαντικού αριθμού
κατηγορουμένων. Μελετώντας το σκεπτικό των αποφάσεων, διακρίνουμε την τάση
πολλών μαρτύρων κατηγορίας, να υποστηρίζουν ότι υπήρξαν αποδέκτες πιέσεων κατά
την περίοδο της εαμοκρατίας να υπογράψουν αναληθώς μηνύσεις εις βάρος στελεχών
των Ταγμάτων Ασφαλείας. Για παράδειγμα στις 16/12/1946 (Δ.Β. 184/1946)
αναφέρεται στο σκεπτικό ότι: «…οὐδεὶς τῶν ἐξετασθέντων
μαρτύρων καταθέτει τι εἰς βάρος τοῦ κατηγορουμένου ὅν οἱ πλεῖστοι τῶν μαρτύρων
δὲν γνωρίζουν οὔτε κἄν κατ’ ὄψιν, οὔτε ἤκουσαν τι περί αὐτοῦ ἐκ τῶν ἐν τῇ
μηνύσει…»[10], με
αποτέλεσμα η τελική απόφαση να είναι απαλλακτική. Ο Εισαγγελέας μάλιστα σε
αρκετές περιπτώσεις εισάγει και σχόλια εις βάρος των μηνυτών[11]. Το
γεγονός μπορεί να ερμηνευτεί είτε ως έχει (δηλαδή να θεωρήσουμε ότι όντως
πιέστηκαν από στελέχη του ΕΑΜ να καταθέσουν αναληθώς) είτε να το δούμε ως μια
προσπάθεια μεταστροφής πολλών ανθρώπων που συμμετείχαν στην εαμική αντίσταση,
προς την «εθνικόφρονα» παράταξη που κυριαρχούσε τότε, είτε από φόβο είτε και
από συμφέρον.
Εδώ είναι πολύ δύσκολο να εξακριβώσει κανείς
την πραγματικότητα με κάποια έστω βεβαιότητα. Από τη μια είναι βέβαιο ότι κατά
την περίοδο της ΕΑΜοκρατίας θα υπήρξαν πιέσεις σε πολίτες να καταθέσουν εις
βάρος άλλων συμπολιτών τους, με σκοπό την υποβολή σωρείας μηνύσεων στη
συνέχεια, και από την άλλη εξίσου πιθανό οι ίδιοι πολίτες που αρχικά μπορεί να
κατέθεσαν τη μαρτυρία τους οικεία βουλήσει κατά συγκεκριμένων προσώπων, στη
συνέχεια και υπό το βάρος της αλλαγής της πολιτικής κατάστασης να δέχθηκαν
αφόρητες πιέσεις και να αναίρεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε
και το γεγονός ότι συχνά οι δικαστικές αρχές απαξίωναν ηθικά τους μηνυτές και
τους μάρτυρες κατηγορίας, με αποτέλεσμα όσα κατέθεταν εις βάρος των κατηγορουμένων
να μη λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν και η υπόθεση να τίθεται στο αρχείο. Στην
υπόθεση αρ. 179, (23/12/1946) για παράδειγμα, λαμβάνεται σοβαρότερα υπ’ όψιν η
μαρτυρία του ίδιου του κατηγορουμένου από αυτήν του μηνυτού. Ο κατηγορούμενος,
παλαιότερο μέλος της ΕΠΟΝ, δηλώνει ότι οι πρώην σύντροφοί του για λόγους
αντεκδίκησης, λεηλάτησαν την οικία του στο χωριό Χαρακοπιό Πυλίας και μάλιστα
ότι βρήκε με τη βοήθεια των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοικία του μηνυτού Π.Κ.
(η οποία χρησιμοποιούνταν ως Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ), προσωπικά του αντικείμενα
που του είχαν κλαπεί[12].
Έμμεσα βέβαια, το δικαστήριο σε
ορισμένες περιπτώσεις αναγνωρίζει την αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ κατά των αρχών
κατοχής. Είναι χαρακτηριστική η υπόθεση αρ. 453 (26/9/1947) όπου κατηγορήθηκε
ως συνεργάτης των αρχών κατοχής ο αθηναίος Γ.Μ., διευθυντής του λιγνιτωρυχείου
Νέας Κορώνης[13].
Η κατηγορία που τον βάρυνε, ήταν «παράβασις
τῆς ὑπ’ ἀριθμόν 6/1945 Σ.Π.» και συγκεκριμένα πως:
«Διευθυντὴς ὤν τοῦ
Λιγνιτωρυχείου Νέας Κορώνης κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἐχθρικῆς κατοχῆς ἀπὸ τοῦ ἔτους 1941 μέχρι τῆς ἀποχωρήσεως τῶν κατακτητῶν ἀπὸ τῆς χώρας
συνειργάσθη μετὰ τοῦ ἐχθροῦ κατὰ τρόπον ἀνάξιον Ἕλληνος πολίτου
θίγοντα τὴν Ἐθνικὴν ἀξιοπρέπειαν καὶ διηυκόλυνεν οὕτω τὸ ἔργον τῆς κατοχῆς ἤτοι ὑπὸ τὴν ἄνω ἰδιότητά του ἐφέρετο
βαναύσως, σκαιῶς καὶ πιεστικῶς πρὸς τοὺς ἐργαζομένους εἰς αὐτὸ ἐργάτας ἐξηνάγκαζε
τούτους ἀπειλῶν ὅτι θὰ τοὺς παραδώσῃ εἰς τοὺς κατακτητάς νὰ ἐργάζωνται ὑπερανθρώπως καὶ ὑπὲρ τὰς
κεκανονισμένας ὥρας, ἵνα παράγῃ περισσοτέρας
ποσότητας λιχνίτου ὅστις
παρεδίδετο εἰς τοὺς ἐχθροὺς».
Η δίκη ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1948 με την κλήτευση των πρώτων
μαρτύρων κατηγορίας. Ο πρώτος απ’ αυτούς ονομαζόταν Α.Σ., γεννηθείς στο
Χαρακοπιό, κάτοικος Χωματερού, 32 ετών, ο οποίος δήλωσε ότι ο κατηγορούμενος «…μᾶς ἐπέβαλλε νὰ ἐργαζώμασθε καὶ νὰ παραγάγωμε ἀρκετὴν ποσότητα λιχνίτου. Ἡ ἀπόδοσίς μας ἦτο τρία βαγόνια γιὰ τὸν κάθε ἐργάτην καὶ ταῦτα λόγῳ τῆς πείνας, ἐνῶ σὲ καλὴ κατάσταση ἡ ἀπόδοσίς μας ἦτο τέσσερα βαγόνια καὶ πλέον. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ὁ κατηγορούμενος δὲν ἐτιμώρησε κανέναν ἐργάτην διὰ ζήτημα ἀποδόσεως καὶ ἐργασίας». Ο δεύτερος μάρτυρας
κατηγορίας, Φ.Μ., γεννηθείς στη Μηλίτσα, κάτοικος Χωματερού κι αυτός, 45 ετών,
ήταν περισσότερο καταγγελτικός για τον κατηγορούμενο και ανέφερε τα εξής: «Ὁ κατηγορούμενος ἦτο Διευθυντὴς τῆς Ἐταιρίας καὶ ἐπειδὴ ὁ γιατρὸς ἔβγαλε πολλοὺς ἀσθενεῖς ἐργάτας καὶ οἱ Ἰταλοὶ ἐπιστεψαν ἐκ τούτου ὅτι σαμποτάρεται ἡ ἐργασία, ἔχω πεποίθησιν ὅτι ὁ κατηγορούμενος τὸ ἐνέπνευσε αὐτό. Κάποτε ἔδωσα συστατικὴ ἐπιστολὴ γιὰ ἀπουσιάζοντα ἀπὸ τὴν ἐργασίαν του ἐργάτην γιὰ νὰ μὴ πάθῃ κακὸ καὶ ὅταν τὄμαθε αὐτὸ ὁ κατηγορούμενος μὲ ἠπείλησεν ὅτι θὰ μὲ ἀπολύσῃ. Ὅταν ἀνέλαβαν οἱ Γερμανοί, ἀμέσως ἔπιασαν περὶ τοὺς δέκα ἐργάτας, καθὼς καὶ ἐμένα, καὶ ὁ κατηγορούμενος ἦλθε μαζύ μας μέχρι τὴν Καλαμάτα καὶ ἔβγαλεν ἐν τῷ μεταξὺ τὸν μηχανικόν του καὶ μερικοὺς ἄλλους, τῇ ἐπεμβάσει κάποιας Καραμάνου, ἀδελφῆς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ κατώρθωσα νὰ ἀπολυθῶ καὶ νὰ μάθω ὅτι μὲ ἐπρόδωσεν ὁ κατηγορούμενος καὶ ἄλλοι τρεῖς, ὡς μοῦ εἶπεν ἡ ἄνω Καραμάνου». Ο τρίτος μάρτυρας
κατηγορίας, ο Κ. Μπ., κάτοικος επίσης Χωματερού, 34 ετών, δεν διαφώτισε
ιδιαίτερα με την κατάθεσή του, καθότι ο ίδιος απουσίαζε ως όμηρος στη Γερμανία,
και ό,τι γνώριζε ήταν εξ ακοής («Ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως δὲν γνωρίζω τίποτα, ὅταν ὅμως ἐπέστρεψα ἀπὸ τὴν Γερμανίαν ἔμαθα ὅτι αἱ συλλήψεις ἔγιναν κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ κατηγορουμένου. Ὁ κατηγορούμενος οὗτος μᾶς ἔλεγε νὰ ἐργαζώμαστε, ἀλλὰ ἡ ἐργασία μας ἀπέδιδε πιὸ λίγο ἀπὸ τὸ κανονικό, εἰργαζώμεθα δὲ ὀκτάωρον»). Ο τελευταίος μάρτυρας κατηγορίας,
συγγενής του προηγούμενου, Ν. Μπ., από το Χωματερό, 34 ετών, δεν προσέθεσε κάτι
επιβαρυντικό για τον κατηγορούμενο πρώην Διευθυντή του. τουναντίον σε ορισμένες
περιπτώσεις έδειξε να τον αθωώνει: «Ὁ κατηγορούμενος μᾶς ἐπέβαλλε νὰ ἀποδίδωμε τέσσερα βαγόνια
κάρβουνο ὁ κάθε ἐργάτης, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀποδίδαμε πιὸ λίγο δὲν μᾶς παρατηροῦσε. Προπολεμικῶς ἡ ἀπόδοσις ἦτο πέντε βαγόνια καὶ πλέον. Κατόπιν καθιερώθη ἐπὶ πλέον τοῦ συνήθους διὰ τὸν κάθε ἐργάτην 30-50 δράμ. κουραμάνα, διὰ τοὺς ἀποδίδοντας ἄνω τῶν τεσσάρων βαγονίων. Ἐπειδὴ διέκοψα λίγες ἡμέρες τὴν ἐργασία μου μὲ συνέλαβον οἱ Ἰταλοὶ καὶ μὲ ἐφυλάκισαν περὶ τὰς δέκα ἡμέρας χωρὶς νὰ γνωρίζω τὸν αἴτιον τῆς συλλήψεώς μου ὡς καὶ τὸν αἴτιον τῆς συλλήψεως καὶ ἐκτελέσεως τῶν λοιπῶν ἐργατῶν».
Ίδιος αριθμός με αυτόν των μαρτύρων κατηγορίας (4) ήταν και ο αριθμός
των μαρτύρων υπεράσπισης. Πρώτος κατέθεσε ο λογιστής του κατηγορουμένου στην
επιχείρηση, Κ.Γ. από την Αθήνα, 38 ετών, ο οποίος τόνισε τα εξής: «Κατὰ τὴν κατοχὴν ἤμην λογιστὴς τῆς Ἐταιρίας καὶ βεβαιῶ ὅτι ὁ κατηγορούμενος οὐδέποτε ἐπίεσεν ἐργάτην, ἐξ ἀντιθέτου μάλιστα ἐνδιεφέρετο δι’ αὐτούς, παρ’ ὅλον ὅτι ἡ ἀπόδοσίς των ἦτο πιὸ λίγη ἀπὸ τὴν κανονική. Συνελήφθην καὶ ἐγὼ μαζὺ μὲ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ μερικοί μας ἀπελύθημεν διότι δὲν προέκυψαν ἐκ τῶν ἀνακρίσεων εἰς βάρος μας ἐνοχοποιητικὰ στοιχεῖα. Κατὰ τὴν σύλληψίν μας ὁ κατηγορούμενος δὲν εὑρίσκετο ἐκεῖ, ἐφρόντισε ὅμως δι’ ὅλους μας, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ ἀπολυθοῦμε ὅλοι». Ο δεύτερος μάρτυρας,
Δ.Λ. από τα Βουνάρια, 44 ετών, στη μαρτυρία του, προσέθεσε και τον λόγο της
σύλληψης και εκτέλεσης των εργατών: «Εἰργαζώμεθα ὀκτάωρον καὶ πιὸ λίγο χωρὶς νὰ μᾶς πιέζη ὁ κατηγορούμενος παρ’ ὅλον ὅτι ἡ προπολεμικὴ ἀπόδοσις ἦτο πιὸ μεγάλη. Αἰτία τῆς συλλήψεως τῶν ἐργατῶν ὑπῆρξεν τὸ ὅτι οἱ Γερμανοὶ βρῆκαν στὴ τσέπη κάποιου ἀτόμου μίαν ἀναφορὰν διὰ τῆς ὁποίας ζητοῦσαν οἱ κάτοικοι ὅπλα ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους». Ο επόμενος μάρτυρας, Χ.Π., από το
Χωματερό, 47 ετών, προσθέτει τη δική του μαρτυρία για τον κατηγορούμενο και την
παρέμβαση υπέρ του: «Μαζὺ μὲ τοὺς ἄλλους ἐργάτας συνελήφθην τότε καὶ ἐγὼ καὶ ὅσοι ἀπελύθημεν τῇ ἐπεμβάσει τοῦ κατηγορουμένου ἀπολύθημεν». Ο τελευταίος μάρτυρας υπεράσπισης,
Δ.Λ., κάτοικος Αθήνας, 66 ετών, με βαρύνουσα άποψη λόγω της θέσεώς του
(υποστράτηγος ε.α.), επεσήμανε τα εξής: «Ὁ κατηγορούμενος καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς κατοχῆς ἐφέρθη Ἑλληνικότατα, οὐδέποτε δὲ ἐπίεσεν ἐργάτην, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θὰ τὸ ἐμανθάναμε».
Σύμφωνα βέβαια με το βούλευμα που είχε εκδοθεί νωρίτερα (στις 26
Σεπτεμβρίου 1947) από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, οι κατηγορίες εναντίον του Γ.Μ. «…ὀφείλονται κατὰ τὴν
κρίσιν ἡμῶν εἰς τὴν πεπλανημένην ἐντίπωσιν αὐτῶν καθ’ ἦν πάνθ’
ὅσα ὑφίστατο ἐκ μέρους τῶν Ἰταλῶν ἀρχικῶς καὶ εἴτα τῶν
Γερμανῶν, οἵτινες εἶχον ἐπιτάξει τὸ Λυγνιτορυχεῖον διὰ τὰς ἀνάγκας
των, ἤτοι περικοπὴν τῶν διδομένων εἰς τοὺς ἐργάτας
τροφίμων, αὔξησιν ὡρῶν ἐργασίας συλλήψεις τῶν δυστροπούντων κ.λπ. ὠφείλοντο
εἰς σχετικάς εἰσηγήσεις τοῦ κατηγορουμένου Γ. Μ.
Διευθυντοῦ τοῦ Λυγνιτορυχείου, ὅστις κατ’ αὐτοὺς
συνηργάζετο οἰκονομικῶς μετὰ τοῦ ἐχθροῦ. Εἰς τὴν ἐσφαλμένην ταύτην κρίσιν τῶν
μαρτύρων κατηγορίας εἰς βάρος τοῦ κατηγορουμένου προσετέθη
καὶ τὸ ὅτι οὗτος οὐδὲν ἔπραξεν ὑπὲρ αὐτῶν ὅτε συνελήφθησαν ὑπὸ τῶν
Γερμανῶν, ὡς συμπαιρένουσιν. Πάντα ταῦτα ἐλέγχονται
ὡς οὐσίᾳ ἀβάσιμα. Ἔκ τε τῶν καταθέσεων τῶν μαρτύρων ὑπερασπίσεως
ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ
κατηγορούμενος ὧν μηχανικὸς μεταλλείων ἐτοποθετήθη
ὡς Δ/ντὴς τοῦ Λυγνιτορυχείου Νέας Κορώνης ἀπὸ τοῦ ἔτους
1940 ὑπὸ τῆς ἰδιοκτητρίας ἑταιρείας Λιπασμάτων,
παραμείνας εἰς τὴν θέσιν ταύτην μέχρι Ἰουλίου 1945 κατὰ τὴν […] τῆς ἐχθρικῆς κατοχῆς
τύποις μόνον διηύθυνε τὸ λυγνιτορυχεῖον, ἐνῶ τὰ πάντα ἐρρύθμιζον
οἱ κατακτηταί. Ὑπὲρ τοῦ κατηγορουμένου, προστίθεται καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς χώρας μέχρι Ἰουλίου 1945, ἤτοι καὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Ἐαμοκρατίας παρέμεινεν εἰς τὴν θέσιν του καὶ δὲν ἠκολούθησε τοὺς Γερμανοὺς ὡς ἀναφέρει ὁ μηνυτὴς ἐν τῇ μηνύσει του γεγονότος ὅπερ καταθέτει καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ μάρτυς κατηγορίας Φ. Μ.
διαψεύδων ἐν τούτῳ τὸν μηνυτήν. Ἄλλωστε δὲν στερεῖται σοβαρότητος καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κατηγορούμενος οὐδόλως ἠνοχλήθη παρὰ τῶν ἀνταρτῶν τῆς Ὀργανώσεως Ε.Α.Μ. κατὰ τὴν πρόσκαιρον ἐπικράτησίν των, ἐνῶ ἐὰν ἔστω καὶ πόρρωθεν εἴχοντο ἀληθείας τὰ ὑπὸ τοῦ μηνυτοῦ ἐν τῇ ἀπὸ 27/10/45 μηνύσει αὐτοῦ ἀναφερόμενα ἢ καὶ μέρος τούτων, ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἠριθμεῖτο σήμερον μεταξὺ τῶν ζώντων ὁ κατηγορούμενος ἢ τουλάχιστον θὰ διενεργεῖτο αὐτεπαγγέλτως ἀνάκρισις ἐναντίον του, ὅπερ ὅμως δὲν ἐγένετο». Έτσι ουσιαστικά το Συμβούλιο
είχε προαναγγείλει την αθώωση του κατηγορουμένου, τον οποίο όμως παρέπεμψε
τελικά σε δίκη αθωώνοντάς τον.
Η κατακλείδα του σκεπτικού του Συμβουλίου,
θα μπορούσαμε να πούμε ότι κρύβει μια ουσιαστική κρίση, η οποία έστω και άθελα
των μελών του, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που
συνηγορούν στην αθώωση του κατηγορουμένου, εμπλέκεται και η δράση του ΕΑΜ ως
κυρίαρχης στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης («Εαμοκρατία») κατά το διάστημα
αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη Μεσσηνία (αρχές
Σεπτεμβρίου 1944) έως την περίοδο μετά τη λήξη των Δεκεμβριανών στην Αθήνα
(τέλη Φεβρουαρίου 1945). Το Συμβούλιο κρίνει πως αν ο κατηγορούμενος είχε
επιδείξει φιλοϊταλική ή φιλογερμανική στάση κατά την περίοδο της Κατοχής, το
ΕΑΜ πρώτο θα τον είχε εκτελέσει, αναγνωρίζοντας de facto την πατριωτική του δράση και τη συμβολή του στη σύλληψη και
παραδειγματική τιμωρία των δωσιλόγων της κατοχικής περιόδου.
Όσον αφορά τα Τάγματα Ασφαλείας τώρα,
θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι από τα κείμενα προκύπτει μια σχέση στοργής και
προστασίας, παρότι σε πλείστες υποθέσεις οι επιδρομές των Ταγμάτων Ασφαλείας σε
χωριά και οι συλλήψεις-εκτελέσεις-εμπρησμοί-λεηλασίες κ.λπ. διεξάγονταν
παρουσία ή και συνεργεία Γερμανών οι οποίοι συνόδευαν τους άνδρες των Ταγμάτων
Ασφαλείας (βουλεύματα: 191/1946, 307/1947, 441/1947, 461/1947, 496/1947).
Παρά την αγωνιώδη προσπάθεια των μηνυτών
να συνδέσουν στις κατηγορίες τους τα Τάγματα Ασφαλείας με τους Ιταλούς και τους
Γερμανούς[14],
κύριο μέλημα των δικαστικών αρχών είναι η αποσύνδεση από αυτή την κατηγορία. Κι
αυτό, γιατί εάν επιτυγχανόταν μια τέτοια αποσύνδεση, θα μπορούσαν εύκολα να
απορρίψουν τις εις βάρος των μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας κατηγορίες περί
δωσιλογισμού και να θέσουν τις υποθέσεις στο αρχείο ή να τις παραπέμψουν στα
κοινά ποινικά δικαστήρια ως προσωπικές ή πολιτικές διαφορές.
Στις περισσότερες περιπτώσεις
αποδεικνυόταν από τη διαδικασία της προανάκρισης ότι τους εμπρησμούς των οικιών
ή τις συλλήψεις πολιτών δεν τις είχαν πραγματοποιήσει οι κατηγορούμενοι, αλλά
άγνωστα πρόσωπα, άνδρες όμως κι αυτοί των Ταγμάτων Ασφαλείας[15].
Στις πιο πολλές υποθέσεις γινόταν
προσπάθεια να παρουσιαστούν οι δραστηριότητες των Ταγμάτων Ασφαλείας ως
αντίποινα αντίστοιχων ενεργειών ανδρών του ΕΛΑΣ. Στην υπόθεση αρ. 186
(13/12/1946) οι δράστες εν τέλει αποδείχθηκε πως δεν ήταν οι κατηγορούμενοι
(μέλη του Τάγματος Ασφαλείας Πύλου) αλλά άνδρες άλλου τμήματος που είχε
καταφθάσει στο χωριό Κυνηγού Πυλίας για να ενισχύσουν το πρώτο σε μάχη με τους
αντάρτες. Οι δε εμπρησμοί των οικιών κατοίκων του χωριού για τους οποίους είχε
κατατεθεί η μήνυση, θεωρήθηκαν ως πράξη αντιποίνων για τους αντίστοιχους
εμπρησμούς δύο οικιών εθνικιστών και τους φόνους δύο Ταγματασφαλιτών στη μάχη
που προηγήθηκε[16].
Στην υπόθεση αυτή επαναλαμβάνεται ένα
γνωστό μοτίβο: οι αποδιδόμενες έκνομες πράξεις των Ταγμάτων Ασφαλείας δεν
προσάπτονται εν τέλει στους κατηγορούμενους, αλλά σε άλλους, άγνωστους στους
μάρτυρες συναδέλφους τους και σχεδόν πάντοτε αποτελούν αντίποινα αντίστοιχων
ενεργειών των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Από τα στοιχεία που διαθέτουμε, μπορούμε να
αντιληφθούμε και μία παράμετρο της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας, αν υποθέσουμε
ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις δεν αναιρούνταν από φόβο· είναι πολύ λογικό τα
μέλη των σωμάτων αυτών να μην προτιμούσαν να δρουν σε περιοχές όπου ήταν
γνωστοί, ούτως ώστε να παραμένουν άγνωστοι οι δράστες των ενεργειών τους και
έτσι να αποφεύγουν την επιβολή ποινών από τη δικαιοσύνη στη συνέχεια (π.χ.
Δωσιλογικά Βουλεύματα 186/1946, 442/1947).
Συχνή είναι και η προσπάθεια των
δικαστικών αρχών να ερμηνεύσουν με διασταλτικό τρόπο τις διατάξεις του σχετικού
νόμου περί δωσιλόγων, επισημαίνοντας πως οι διώξεις από πλευράς Ταγμάτων
Ασφαλείας εις βάρος πολιτών, δεν αφορούσαν τη δράση τους κατά του εχθρού, αλλά
την εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ, πριν καν αποχωρήσουν οι
Γερμανοί από τη χώρα.
Ενδιαφέρον έχει και η προσπάθεια σε ορισμένες περιπτώσεις των δικαστών
να οδηγήσουν την υπόθεση που εκδικάζεται στα ποινικά δικαστήρια, προεξοφλώντας
ταυτόχρονα την απόφαση και αποτρέποντας ουσιαστικά τον μηνυτή από το να
συνεχίσει να διεκδικεί το δίκιο του. Στην υπόθεση αρ. 305 (5/5/1947) ο
Αντεπίτροπος τονίζει χαρακτηριστικά τη σχετική νομοθεσία επισημαίνοντας πως
στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να ισχύσει αφού οι πράξεις βίας έγιναν όχι λόγω
της δράσης κατά του εχθρού αλλά για πολιτικές διαφορές. Ενδιαφέρον εδώ έχει η
τελευταία αποστροφή του λόγου του, όπου δηλώνει τα εξής: «Θὰ ἠδύνατο νὰ ἀσκηθῇ ποινικὴ ἀγωγὴ ἐπὶ ἐμπρησμῶ, ληστεία κ.λπ. πλὴν αἱ πράξεις αὗται καὶ αἱ τοῦ χρόνου τελέσεῶς των καὶ τῆς ἀνυπαρξίας παρ’ ἡμῖν ἀρχείου ποινικοῦ μητρώου-λόγῳ καταστροφῆς-διὰ τὸν ἔλεγχον τῆς ὑποτροπῆς ὑπέκυψαν εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Α.Ν. 753/45 παραγραφὴν καὶ οὕτῳ ἀλισιτελὴς καθίσταται ἡ ἄσκησις τοιαύτης ποινικῆς ἀγωγῆς»[17].
Όπου η υπόθεση είναι αδιαμφισβήτητα
εις βάρος του κατηγορουμένου, ο Αντεπίτροπος προσφεύγει σε δικονομικό τέχνασμα·
η σύλληψη ενός πολίτη από τα Τάγματα Ασφαλείας, η παράδοσή του στη συνέχεια
στους Γερμανούς και η επακόλουθη εκτέλεσή του, δεν θεωρείται κατάδοση στον
εχθρό, αφού ο κατηγορούμενος δεν προέβη στην εκτέλεση, αλλά απλώς στη σύλληψή
του, λειτουργώντας ως αντίπαλο δέος του ΕΛΑΣ. Η υπόθεση αρ. 313 (31/5/1947)
αναφέρεται σε αυτό ακριβώς το γεγονός: ο Σ.Γ. από τη Μεσσήνη, άνδρας των
Ταγμάτων Ασφαλείας, κατηγορείται ότι συνέλαβε στην Καλαμάτα τον Π.Σ. και στη
συνέχεια τον παρέδωσε στους Γερμανούς οι οποίοι τον εκτέλεσαν αργότερα στην
Τρίπολη. Το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται ότι: «Ἐκ τῆς μόνης καταθέσεως τῆς μάρτυρος Ἀργυρῶς χήρας Π.Σ. προκύπτει ὅτι αὕτη μετὰ τοῦ ἐκτελεσθέντος συζύγου της ἦλθον ἐκ τοῦ χωρίου των εἰς Καλάμαις ἀλλὰ ἐντός της πόλεως Καλαμῶν καὶ παρά τὴν κλινικὴν Σαραντάκη οὗτοι ἐγένοντο ἀντιληπτοὶ ὑπὸ τοῦ κατηγορουμένου καί τινος ἄλλου ἀγνώστου αὐτῇ προσώπου ὑπηρετούντων εἰς τὰ Τάγματα Ἀσφαλείας καὶ ἐπειδὴ ὁ σύζυγος τῆς μάρτυρος ἀνῆκεν εἰς τὴν ὀργάνωσιν Ε.Α.Μ. συνελήφθη ὑπὸ τῶν ἀνωτέρῳ καὶ παρεδόθη εἰς τὴν Διοίκησιν τοῦ Τάγματος αὐτῶν ἂν ἀργότερον ὁ συλληφθεῖς καὶ παραδοθεῖς εἰς τὴν Διοίκησιν τοῦ Τάγματος παρελήφθη ὑπὸ τῶν Γερμανῶν καὶ ἐξετελέσθη εἰς Τρίπολην ἡ εὐθύνη αὕτη δὲν ἀνήκει εἰς τὸν κατηγορούμενον, ἀλλὰ εἰς ἐκεῖνον ὅστις παρέδωσεν τὸν συλληφθέντα εἰς τὸν ἐχθρὸν καὶ ὅστις ἐν προκειμένῳ εἶναι ἄγνωστος. Αἱ λοιπαὶ τέσσαρες καταθέσεις τῶν ἐξετασθέντων μαρτύρων διαπιστοῦσιν τὸ γεγονὸς τῆς κατατάξεως τοῦ κατηγορουμένου εἰς τὰ Τάγματα Ἀσφαλείας, ἀλλὰ τοῦτο δὲν δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἀνάληψις ὑπηρεσίας παρὰ τοῦ ἐχθροῦ, διότι ἁπλούστατα τὰ στρατιωτικὰ ταῦτα σώματα ἀπετέλεσαν τὴν ἀντίπαλον πρὸς τὸν Ε.Λ.Α.Σ. δύναμιν. Χαρακτηρίζει δὲ τὰς καταθέσεις τῶν μαρτύρων τούτων πόρωσις καὶ ἠθικὴ ἐξαθλίωσις ἰδίως δὲ τὸν ἐκ τῶν μαρτύρων Ι.Μ. ὅστις μετὰ κομπασμῶν διηγεῖται ὅτι ὅταν συνώδευε ἕναν Α. Ταγματασφαλίτην ἀπὸ Μελιγαλὰ εἰς Μεσσήνην “διὰ νὰ τὸν ἐχτελέσουμε” ἔμαθεν ἀπὸ τὸν δυστυχῆ αὐτὸν μελλοθάνατον τὰς συνθήκας ὑφ’ ἅς ὁ κατηγορούμενος κατετάγη εἰς τὰ Τάγματα Ἀσφαλείας ὡς τοῦτο νὰ ὑπῆρξε ἔγκλημα καθοσιώσεως»[18].
Γενικά οι αποφάσεις των δικαστών φαίνεται πως ευνοούσαν όσους κατηγορούνταν
για συμμετοχή στα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζαν μια έντονα
αρνητική εικόνα για το ΕΑΜ και τα μέλη του. Σε αρκετές περιπτώσεις η συμμετοχή
στα Τάγματα Ασφαλείας «…δὲν
δύναται νὰ θεωρηθῇ […] ὡς ἀνάληψις ὑπηρεσίας παρὰ ταῖς ἀρχαῖς κατοχῆς καὶ κατὰ
συνέπειαν ἐλλείπει τὸ οὐσιῶδες
στοιχεῖον τοῦ σχετικοῦ ἀδικήματος τοῦ προβλεπομένου ὑπὸ τοῦ ἄρθρ. 1
παρ. δ’ τῆς ὡς ἄνω Συντ. Πράξεως», ενώ αντίθετα η κακοποίηση μελών του ΕΑΜ από ΤΑ, σύμφωνα με
το σκεπτικό του Δικαστικού Συμβουλίου, δεν στοιχειοθετεί κατηγορία για την
οποία να μπορεί να επιληφθεί το συγκεκριμένο δικαστήριο, καθώς η συμμετοχή τους
στο ΕΑΜ δεν συνιστά κατ’ ανάγκην δράση κατά του εχθρού.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, διακρίνουμε
πως τα Τάγματα Ασφαλείας δεν στελεχώνονταν μόνο από λούμπεν στοιχεία με
«προϋπηρεσία» σε κάθε είδους έκνομες πράξεις, αλλά είχαν στις τάξεις τους και
αρκετούς πολίτες οι οποίοι είχαν καταταγεί σε αυτά για διάφορους λόγους, μεταξύ
των οποίων και για λόγους επιβίωσης δικής τους και των οικογενειών τους. Σύμφωνα με σειρά
αποφάσεων του Συμβουλίου, υπήρξαν διάφοροι πολίτες αντίθετων πολιτικών
φρονημάτων από το ΕΑΜ ή και αρχικά μέλη του, οι οποίοι κάποια στιγμή εκδήλωσαν
την επιθυμία να απεμπλακούν από αυτό. Το
γεγονός προκάλεσε την αντίδραση της οργάνωσης, η οποία κατά περίπτωση αντέδρασε
δυναμικά, επιχειρώντας να εξοντώσει ηθικά και κυριολεκτικά αυτούς και τις
οικογένειές τους.
Ξεχωριστό
ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δίκες που αφορούν συνεργασία με τον εχθρό τόσο σε
προσωπικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Η πλέον χαρακτηριστική δίκη που αφορά
την Πύλο, είναι αυτή του Α.Β., ιδρυτού των ΤΑ Πύλου και ήδη κρατουμένου την
περίοδο της μελέτης της υπόθεσης από το Δικαστικό Συμβούλιο (15 Οκτωβρίου
1949). Οι καταθέσεις των δεκατεσσάρων μαρτύρων, ήταν αντικρουόμενες. Μέσα από
αυτές πληροφορούμαστε πως ο κατηγορούμενος μόλις ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός
πόλεμος, συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές μαζί με τον θείο του Χ. και
φυλακίστηκαν μαζί ως ιταλόφιλοι. Κάποιος μάρτυρας ωστόσο, υποστηρίζει ότι πριν
τη λήξη του πολέμου αποφυλακίστηκε και με τον βαθμό του εφέδρου αξιωματικού
έφτασε στα Ιωάννινα για να πολεμήσει, μάλλον χωρίς επιτυχία (πιθανώς λόγω της
κατάρρευσης του μετώπου). Οι πιο πολλοί όμως συγκλίνουν στο ότι αποφυλακίστηκε
μαζί με τον θείο του από τους Ιταλούς και στη συνέχεια ο ίδιος εργάστηκε στο
πλευρό τους ως διερμηνέας επειδή γνώριζε καλά ιταλικά, ενώ ο θείος του
διορίστηκε πρόξενος των Ιταλών στην Πύλο. Οι μάρτυρες στις καταθέσεις τους
σχετικά με τη δράση του ως διερμηνέα των Ιταλών, δηλώνουν κατά πλειοψηφία πως η
στάση του υπήρξε μάλλον θετική. Κυρίως γίνεται μνεία από έναν μάρτυρα για την
παρέμβασή του στους Γερμανούς για την αποφυγή αντιποίνων μετά την επίθεση
ανταρτών σε Γερμανούς στη Λιγούδιστα και τη μη ανατίναξη του λιμανιού της Πύλου
λίγο πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί από την περιοχή. Ένας από τους μάρτυρες
περιγράφει και την επαγγελματική του δραστηριότητα στους Γαργαλιάνους, όπου
είχε ιδρύσει εκείνη την περίοδο εργοστάσιο οινοπνευματοποιίας. Σχετικά με τη
δράση του ως ιδρυτού των ΤΑ Πύλου, οι πιο πολλοί μάρτυρες συμφωνούν στο γεγονός
πως έδειξε γενικά επιείκεια στη συμπεριφορά του, χωρίς να αποφεύγονται και
κάποιες αρνητικές κρίσεις για τα ΤΑ (συνεργάτες των Γερμανών, πλιατσικολόγοι
κ.λπ.). Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη συνέχεια για την «εθνική» δράση του
εναντίον του «συμμοριτισμού», ενώ αρκετοί μάρτυρες αποδίδουν τις εις βάρος του
κατηγορίες ως σκηνοθετημένες από τον μηνυτή του Ψ., γνωστό κομμουνιστή, ο
οποίος άσκησε πίεση σε μάρτυρες για να καταθέσουν όσα είχαν καταθέσει εις βάρος
του ΑΒ αρχικά, αναιρώντας τις καταθέσεις τους αυτές. Εν τέλει το δικαστήριο
αθώωσε τον κατηγορούμενο από όσα του προσάπτονταν. Ας μην ξεχνάμε ότι την
περίοδο κατά την οποία διεξαγόταν η δίκη, ο εμφύλιος είχε ουσιαστικά λήξει, με
νικητές την «εθνικόφρονα» παράταξη. Επόμενο ήταν λοιπόν, είτε από φόβο είτε από
αγωνία για κατάταξη στη νικήτρια παράταξη, αρκετοί μάρτυρες να απέσυραν τις
μαρτυρικές τους καταθέσεις εις βάρος του ΑΒ ή να δέχθηκαν να παραστούν ως
μάρτυρες υπεράσπισής του.
Συμπερασματικά μιλώντας, η μελέτη των
αρχείων από τις κατά τόπους δίκες δωσιλόγων – και όχι μόνο – αξίζουν της
προσοχής μας, αφού μπορούν να μας διαφωτίσουν για αρκετές περιπτώσεις και να
συμβάλουν στην κατανόηση του ιστορικού γίγνεσθαι, πόσο μάλλον για μια τόσο
ιδιαίτερη και πολύπλοκη εποχή όπως αυτή στην οποία αναφέρθηκα στην εισήγησή μου.
Έτσι προσπάθειες ανάδειξης σημείων που μαρτυρούν την παρουσία των αρχών κατοχής
εκείνη την περίοδο (όπως για παράδειγμα τα οχυρωματικά έργα των Ιταλών στην
περιοχή) που έχει ξεκινήσει με ιδιωτική πρωτοβουλία (ο Πύλιος ιστοριοδίφης κ.
Δημ. Πανοσκάλτσης) αξίζει να αγκαλιαστούν και να προβληθούν από τον Δήμο, ο
οποίος έχω διαπιστώσει από την εδώ ενεργό παρουσία μου τα δύο προηγούμενα
χρόνια, πως δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάδειξη της ιστορίας του
τόπου.
[1] «Διάγγελμα
του Προέδρου της Κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου προς τον ελληνικόν λαόν», ΦΕΚ
1/18-10-1944, σ. 4-5.
[2] ό.π., σ. 5.
[3] ό.π.
[4] ό.π.: «Εἰς
τὴν Ἑλλάδα ὑπῆρξε
καθολικὴ ἡ πίστις πρὸς
τὴν συμμαχικὴν ὑπόθεσιν
καὶ ἐλάχιστα τὰ
περιστατικὰ τῆς προδοτικῆς
συνεργασίας μὲ τὸν ἐχθρὸν».
[5] Συντακτική
Πράξις υπ’ αριθ. 1, ΦΕΚ 12/6-8-1944, σ. 31-36.
[6] Βλ. ΦΕΚ
12/20-1-1945, σ. 26-27.
[7] Βλ. Πρακτικά
Πανελλαδικής σύσκεψης της Κ.Ε. του Ε.Α.Μ. (2/9/1944), εκδ. Ελεύθερη Ελλάδα, σσ.
10-12.
[8] Γ.Α.Κ.
Μεσσηνίας, Δωσιλογικά Βουλεύματα, αρ. υπόθ. 319 (7/6/1947).
[9] ΓΑΚ
Μεσσηνίας, Δωσιλογικά Βουλεύματα, αρ. υπόθ. 301/1947.
[10] Ό.π., αρ.
υπόθ. 184/1946.
[11] Ό.π., αρ.
υπόθ. 319 (7/6/1947): «…Εἶναι ἀπὸ ἐκείνας τὰς καταθέσεις, ἂν ἐπαναλαμβάνω εἶναι γνησία, τὰς ὁποίας
χαρακτηρίζει ὁ τυφλώνων
φανατισμὸς κατὰ τοῦ πολιτικοῦ ἀντιπάλου του
καταθέτοντος».
[12] Ό.π., αρ.
υπόθ. 179 (23/12/1946): «…ὁ κατηγορούμενος…ἀνεφέρθη εἰς τὰ Τάγματα
Ασφαλείας, καὶ μετὰ δυνάμεως ἐξ ἀνδρῶν τινῶν τῶν Ταγμάτων πρὸς ἀσφάλειαν τῆς ζωῆς των, ἐπέστρεψεν εἰς χωρίον του
καὶ κατόπιν ἐρεύνης ἀνεῦρε ἀντικείμενά τινα ἐκ τῶν κλαπέντων αὐτοῦ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ μάρτυρος κατηγορίας Π.Κ., χρησιμοποιουμένης ὡς Φρουραρχείου τῆς Ὀργανώσεως, ἄτινα καὶ παρέλαβεν μεθ’ ἑαυτοῦ, χωρὶς νὰ συνεργασθῇ ὁπουδήποτε μετὰ τῶν Γερμανῶν ἢ τῶν Ταγμάτων Ἀσφαλείας».
[13] Ό.π., αρ.
υπόθ. 453 (26/9/1947).
[14] Ό.π., αρ.
υπόθ. 174 (21/12/1946): «…εἰς “Καινούργιον Χωριό” Βουφράδος, τήν 12ην
Αὐγούστου 1944 ἐπικεφαλῆς Γερμανῶν ἐλεηλάτησαν καὶ ἐπυρπόλησαν τὴν οἰκίαν καὶ κατάστημα τοῦ μηνυτοῦ Π.Π.».
[15] Ό.π., αρ.
υπόθ. 189 (23/12/1946).
[16] Ό.π., αρ.
υπόθ. 186 (13/12/1946): «…ὁ ἐμπρησμὸς…ἐγένετο οὐχὶ παρὰ τῶν
κατηγορουμένων…ἀλλ’ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν ἑτέρου τμήματος
ἀσφαλείας…εἰς ἀντίποινα τόσον διὰ τὸν ὑπὸ τῶν ἀνταρτῶν γενόμενον ἐμπρησμὸν δύο οἰκιῶν ἐθνικιστῶν ὅσον καὶ διὰ τὸν κατὰ τὴν μάχην φόνον
δύο ἀνδρῶν τοῦ Τάγματος Ἀσφαλείας…».
[17] Ό.π., αρ.
υπόθ. 305 (5/5/1947).
[18] ό.π., αρ.
υπόθ. 313 (31/5/1947).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου