Η επαύριον της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου (Μαρτυρίες)
Η Γαλλική αποστολή στο Μοριά | Ναβαρίνο, 03 Μαρτίου 1829
Prosper Baccuet. Ναβαρίνο, 1829. Καλύβες. Σχέδιο με μολύβι 35 x 25 εκ., Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. |
Το κρατικά οργανωμένο εγχείρημα της Γαλλικής Αποστολής στον Μοριά συντελέστηκε την κρίσιμη δεκαετία 1829-1838, κατά την οποία θεμελιωνόταν το νεοελληνικό κράτος. Οι είκοσι περίπου επιστήμονες και καλλιτέχνες καθώς και οι είκοσι οκτώ συμπράττοντες αξιωματικοί τοπογράφοι του ΓΕΣ και του Σώματος Μηχανικού, έφεραν σε πέρας ένα σύνθετο επιστημονικό, καλλιτεχνικό, χαρτογραφικό και εκδοτικό έργο, που αποτέλεσε και αποτελεί μια ισχυρή μαρτυρία για τον γεωγραφικό χώρο και την κοινωνία κατά την ιδιαίτερη αυτή εποχή. Οι επιτόπιες διερευνήσεις, καταγραφές, αποτυπώσεις, συλλογές ποικίλου υλικού διήρκεσαν από τρεις μήνες έως τρία έτη, μεταξύ των ετών 1829-1832, ενώ οι εργασίες για την προετοιμασία της κύριας επιστημονικής σειράς των εκδόσεων συνεχίστηκαν στη Γαλλία.
Ο Eugène Amaury-Duval στο Ναβαρίνο
«Η μέρα της άφιξής μας μου άφησε μια έντονη ανάμνηση ιδιαίτερα μεγάλης συγκίνησης. Ήμουν 20 ετών, έφευγα για πρώτη φορά από τον τόπο μου κι από τους δικούς μου, και ήμουν στην Ελλάδα. [...] Την επομένη κατεβήκαμε στη στεριά, όπου με περίμενε το πιο φρικτό θέαμα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Ανάμεσα σε κάποια ξύλινα καλύβια χτισμένα στην όχθη έξω από την πόλη, που έχει απομείνει ερειπωμένη, περιφέρονταν, καταβεβλημένοι κι εξαχρειωμένοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά που δεν είχαν τίποτε το ανθρώπινο στα χαρακτηριστικά τους: κάποιοι ήταν χωρίς μύτη, κάποιοι άλλοι χωρίς αυτιά, όλοι σημαδεμένοι με ουλές. Αυτό όμως που μας συγκλόνισε ήταν ένα μικρό παιδί, τεσσάρων ή πέντε ετών, που το κρατούσε ο αδελφός του από το χέρι. Τους πλησίασα και είδα ότι τα μάτια του ήταν βγαλμένα. Οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι δεν είχαν λυπηθεί κανέναν σε αυτόν τον πόλεμο. Η εικόνα του παιδιού μας συντάραξε όλους και τόσο πολύ είχα κλονισθεί από όσα έβλεπα γύρω μου, που το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω και να βρεθώ στην εξοχή, να αναπνεύσω λίγο καθαρό αέρα. Δεν φανταζόμουν ότι θα είχα κι άλλα να δω ακόμα. Μέσα στη μικρή χαράδρα όπου προχωρούσαμε, κάποιοι δυστυχισμένοι είχαν σκάψει και στις δυο πλευρές κάτι σαν σπήλαια, ή μάλλον χρησιμοποιούσαν τις φυσικές σπηλιές του βράχου για κατοικίες τους. Κουρέλια στέγνωναν στον ήλιο. Στο βάθος, σε κάτι τρισάθλια καζάνια, έβραζαν αγριόχορτα σε μικρές φωτιές […]».
Amaury-Duval, Souvenirs 1829-1830, 1885, σ. 79-80.
https://kato-minagia.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου