Υποδοχή με τιμες στην Παναγία της Σγράπας στο ιερο προσκύνημα της Αγίας Βαρβάρας στην Καλαμάτα .
Από το 1864 και επειτα ,από 152 χρόνια για Πρώτη φορά φεύγει απο τον θρόνο της η Παναγία της Σγράπας και το Ναυαρἰνο για το ναίδριο της Αγιας Βαρβάρας στην Καλαμάτα οπου θα παραμείνει μέχρι την εορτή της την Κυριακη 4 Δεκεμβριου .
Το ιστορικό πλαίσιο της ιεράς μονής και της Παναγίας της Σγράπας στο Ναυαρίνο
Η Παναγία της Σγράπας στο κολπο του Ναυαρίνου
Η Παναϊτσα της Σγράπας αποτελεί ένα σπουδαίο πνευματικό θησαυρό της Μεσσηνιακής Πυλίας. Κτισμένη σε ωραία τοποθεσία και περίοπτο θέση σε ένα μικρό λοφίσκο βορειοανατολικά της Πύλου και απέναντι από τη νήσο Σφακτηρία, δεσπόζει της καταπράσινης πεδιάδας της Γιάλοβας, η οποία είναι πλουσιότατη σε εσπεριδοειδή και πράσινο. Απέναντι, σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων, αρχίζει το γραφικό λιμάνι της Πύλου, όπου είναι κτισμένο το Παλαιόκαστρο.
Είναι συνυφασμένη με πολύχρονες λατρευτικές παραδόσεις των κατοίκων και με κρίσιμες στιγμές του Ελληνισμού. Η παράδοση την συνδέει με το πέρασμα των Φράγκων, τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τις πρώτες φλόγες της επανάστασης του 1821 και την ονομαστή Ναυμαχία του Ναυβαρίνου την 20 Οκτωβρίου του 1827, κατά την οποία οι μακραίωνοι αγώνες των Ελλήνων, έχοντας ως σύμβολο την πίστη στην Μεγαλόχαρη Παναγιά μας και στην ελευθερία της πατρίδος, δικαιώθηκαν. Από το Ιερό Προσκύνημα πέρασαν οι ήρωες της Επανάστασης του 1821 Τάσος Καρατάσος, Γεώργιος Δίκαιος (Παπαφλέσσας), Μακρυγιάννης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το Ιερό Προσκύνημα της Ζωοδόχου Πηγής στη Σγράπα συνδέεται με το πέρασμα των Φράγκων. Όταν βρέθηκε η Βασίλισσα των Βορβόνων στην περιοχή το 1332 έκτισε εκκλησίες στο Παλαιόκαστρο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή με το σκεπτικό να βοηθήσει πνευματικά τους κατοίκους, ενώ το βαθύτερο αίτιο ήταν να δημιουργήσει αγαστές σχέσεις μαζί τους. Μεταξύ άλλων έκτισε και την Εκκλησία της Παναγίας στη Βουβαλοβορού ή Σγράπα (Γούρνα) στην περιοχή των Βορβόρων.
Όταν ήρθαν οι Τούρκοι το 1550 έκτισαν το Νιόκαστρο και μέσα σε αυτό τζαμί. Η σκληρότητά τους είχε ως αποτέλεσμα να γκρεμιστούν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της περιοχής, μεταξύ αυτών και η Παναϊτσα. Έμεινε γκρεμισμένη μέχρι το 1680, οπότε η περιοχή έπεσε στη ρεπούμπλικα των Βενετσιάνων. Οι Βενετσιάνοι ολοκλήρωσαν το Κάστρο ή Νιόκαστρο και ο Δούκας Μοροζίνη μετέτρεψε το τζαμί σε Εκκλησία, δίνοντας σε αυτή το όνομα «Μεταμόρφωση του Σωτήρος», ενώ ανοικοδόμησε και την Παναϊτσα.
Το χωριό είχε σοβαρό πρόβλημα ελονοσίας το 1825. Ο Ιμπραήμ τρέφοντας μίσος προς τους Αρκάδες, κατέστρεψε ολοσχερώς με πυρκαγιά το προσκύνημα. Μέχρι το 1828, κύλησε μια τριετία με πολύ άσχημα χρόνια για την ευρύτερη περιοχή. Μέσα σε αυτή την τριετία πραγματοποιήθηκε και η ναυμαχία του Ναβαρίνου. Από το 1828-1830 ο στρατηγός Μαιζόν, ο οποίος στρατοπέδευσε στον κόλπο του Ναβαρίνου με το στρατό του, χωρίς να γνωρίζει το υφιστάμενο πρόβλημα της ελονοσίας, αντιμετώπισε την ασθένεια χιλίων εκ των στρατιωτών του και το θάνατο τετρακοσίων εξ αυτών. Στο χωριό δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει νεκρό από την ελονοσία.
Μετά την απελευθέρωση το 1828, οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν σε χώρο πλησίον του Ναού και το νέο αυτό χωριό ονομάστηκε Βουβαλοβορόν. Μέχρι το 1840 περίπου είχε αυτή την ονομασία. Οι κάτοικοι του χωριού Βουβαλοβορός, περί το 1835, έκτισαν εκ νέου τον μικρό ναό της Μεγαλόχαρης Παναγιάς, που είχε καταστραφεί από τον Ιμπραήμ. Επειδή, παρά τις προσπάθειες των κατοίκων δεν βρέθηκε η εικόνα, ο τότε προεστώς Αναστάσιος Αλεξόπουλος δώρισε την εικόνα, την οποία εμείς σήμερα προσκυνούμε αγιογραφημένη και φιλοτεχνημένη από λίβανο, μαστίχα και κερί.
Το 1855 περίπου οι κάτοικοι της Σγράπας ή Βουβαλοβορού, λόγω της ελλείψεως ύδατος και της ελονοσίας της προερχόμενης εκ του έλους της Γιάλοβας, μεταφέρθηκαν υψηλότερα, 3 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Ναού, και έκτισαν νέο χωριό, το οποίο ονόμασαν Σγράπα και το οποίο προ ολίγων ετών μετονομάσθηκε σε Ελαιόφυτο. Έτσι εγκαταλείφθηκε ο Ναός, ενώ οι κάτοικοι ζούσαν πέτρινα χρόνια, χωρίς δρόμους, μέσα στην ανέχεια και τη φτώχεια. Το 1870 ο Ιερός Ναός καταστράφηκε λόγω της μεγάλης βλάστησης και των βροχοπτώσεων, που έφεραν όμβρια ύδατα και χώμα, με αποτέλεσμα να θαφτεί ο Ναός. Στο νέο χωριό έκτισαν οι κάτοικοι δύο νέους Ναούς, τον Άγιο Αθανάσιο και τον Άγιο Γεώργιο.
Από το 1880 και μετά κάτοικοι των διαφόρων ορεινών περιοχών της Αρκαδίας ήρθαν και κατοίκησαν την περιοχή πλησίον του χώρου του Ναού, αναζητώντας χειμαδιά για τα ποίμνιά τους. Μεταξύ αυτών ήλθε και η οικογένεια του Νικολάου Αργυρόπουλου από την Μάκρη της Τριπόλεως (Φάνα), αποτελούμενη εκ της συζύγου του, Αναστασίας Αλεξοπούλου, και των τριών αρρένων τέκνων τους, κατασκευάζοντας πρόχειρη κατοικία στο λόφο, 150 μ. βορειοδυτικά του παλαιού Ναού της Παναϊτσας για αυτούς και τα ποίμνιά τους.
Η σύζυγος του, Αναστασία, ήταν πολύ ευσεβής και υποδειγματική μητέρα. Περιστασιακά έβλεπε μαυροντυμένη αρχοντοκυρία που της έλεγε: «Το κτήμα είναι δικό μου, δεν πρέπει να βόσκεις εδώ τα πρόβατά σου και να κόβεις τα ξύλα». Η Αναστασία απαντούσε: «Άφησέ με αρχόντισσά μου, γιατί έχω τρία παιδιά να μεγαλώσω».
Ένα απόγευμα και ενώ κατ’ επανάληψη πήγαινε να κόψει ξύλα στο λόφο, η Αναστασία μαζί με τον μικρότερο γιο της, τον Δήμο, ο οποίος βρίσκεται σήμερα εν ζωή, πήγε στο λοφίσκο, όπου ήταν άλλοτε κτισμένος ο Ναός και ήταν θαμμένη η εικόνα της Παναγίας, για να κόψει ξύλα. Αφού λοιπόν έκοψε ξύλα και ετοίμασε την ζαλιά της και την έδεσε στους ώμους της, μάταια προσπάθησε να σηκωθεί, αν και την βοήθησε ο γιος της, Δήμος. Κάποια δύναμη την κρατούσε εκεί δεμένη με το φορτίο της. Προσπάθησε πάλι, πέταξε μακριά μερικά ξύλα, δίχως αποτέλεσμα. Κουρασμένη, στεναχωρημένη και γεμάτη απορία, έλυσε την ζαλιά από τους ώμους της, έβγαλε το σχοινί της ζαλιάς και έφυγε, σκεπτόμενη ότι σε όποιον και να διηγιόταν αυτό το περιστατικό κανείς δεν θα την πίστευε και θα την περνούσε για τρελή και για αυτό αποσιώπησε το γεγονός. Πέρασαν λίγες ημέρες από τότε αγωνίας και στεναχώριας. Ο ύπνος της Αναστασίας και η διάθεση της ψυχής της βρίσκονταν σε αναστάτωση.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση μια ημέρα βρέθηκε σε αυτόν τον άγιο τόπο, προκειμένου να μαζέψει χόρτα μαζί με ένα κορίτσι της γειτονιάς. Κάποια στιγμή ακούει μια γυναικεία φωνή, σαν να έβγαινε κάτω από τα πόδια της και της είπε: «Διώξε το κορίτσι και κάθισε στην ζαλιά σου. Έχω κάτι να σου πω». Η φωνή αυτή τρόμαξε την Αναστασία και φοβισμένη πήρε το κορίτσι και έφυγε σχεδόν τρέχοντας προς το σπίτι της. Έφθασε στο σπίτι της και, ενώ ετοιμαζόταν να κλείσει το μάνταλο της πόρτας, βλέπει τρία φίδια να κρέμονται από αυτό. Οπισθοδρόμησε, έκανε τον σταυρό της και πρόφερε τη λέξη «Παναγιά μου». Με την προφορά της λέξης και την επίκληση της Παναγίας τα φίδια εξαφανίσθηκαν.
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο περί θαυμάτων. Συγκινημένη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, ενώ μέσα στην ψυχή της υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα χαράς και απορίας, ντροπής και θλίψεως για την δειλία της. Έπειτα αποφάσισε να καλέσει ολόκληρη την γειτονιά για να πει τα περιστατικά. Όμως ο φόβος την απέτρεπε, σκεπτόμενη ότι δεν θα την πιστέψουν. Οι ημέρες περνούσαν για την Αναστασία με ψυχική συγκίνηση, ενώ διέξοδο εύρισκε στην προσευχή. Ημέρα και νύχτα προσευχόταν και ζητούσε από την Παναγία να ηρεμήσει ο ψυχικός της κόσμος. Είχαν παρέλθει αρκετές μέρες και ο ψυχικός κόσμος της Αναστασίας εξακολουθούσε να είναι ανάστατος. Η γλυκιά εκείνη φωνή αντηχούσε νυχθημερόν στα αυτιά της και την βύθιζε σε σκέψεις. Ένα Σαββατοκύριακο κουρασμένη από την εργασία και εξουθενωμένη από τις σκέψεις και μετά από μακρά προσευχή έπεσε να κοιμηθεί.
Ο σύζυγός της την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε για να μεταβεί στην πόλη, προκειμένου να πουλήσει τα προϊόντα του στο παζάρι. Εκείνη επέστρεψε στο κρεβάτι της και άρχισε ο λογισμός της να ανηφορίζει προς το λόφο, όπου συνέβησαν τα γεγονότα. Ξαφνικά βλέπει μια δέσμη φωτός να λάμπει γύρω της και θεία ευωδία πλημμύρισε το φτωχικό της. Μια μορφή μεγαλοπρεπούς, απαστράπτουσας και αστραπόμορφης γυναίκας παρουσιάστηκε εμπρός της. Ολοένα διακρινόταν το φωτοστέφανο και η λαμπρότητά της. Η όψη της ήταν αυστηρή, η φωνή και η έκφρασή της επιτακτική. «Γιατί Αναστασία αδιαφόρησες για τις κλήσεις μου, τις οποίες προ ολίγων ημερών σου έκανα στο λόφο;». Η Αναστασία στο άκουσμα των ελέγχων ταράχτηκε. Έριξε μια ματιά στα τρία παιδιά της και τα είδε να κοιμούνται ήρεμα σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Έθεσε τα χέρια της στο πρόσωπό της και σηκώθηκε στην άκρη του κρεβατιού της. Όταν κοίταξε προς το μέρος από όπου άκουσε τη φωνή, βλέπει ολόσωμη, πρόσωπο προς πρόσωπο την αγγελόμορφη γυναίκα, δηλαδή την Παναγία.
Με φωνή τρέμουσα ρώτησε η Αναστασία: «Ποια είσαι εσύ αρχόντισσα μου;». Τότε η αγγελόμορφη αυτή γυναίκα, η Παναγία, άλλαξε όψη, το αυστηρό πρόσωπό της γλύκανε και απάντησε στην τρομαγμένη Αναστασία: «Εγώ είμαι η Παναγία. Ευαγγελίζου γη χαρά μεγάλη. Αναστασία είσαι η πιο έντιμη και ηθική γυναίκα. Στο λόφο που έχεις αφήσει την αγκαλιά με τα ξύλα είναι θαμμένη η εικόνα μου. Θα κάνεις υπακοή στα λόγια μου. Θα πας στον π. Αριστομένη Δημόπουλο, Ιερέα της Ίκλαινας και θα του πεις ότι σε στέλνει η Παναγία και ότι ήρθες να του εξιστορήσεις αυτό το γεγονός, λέγοντας ότι θέλω να κτιστεί Ναός λατρείας προς το Θεό, αφιερωμένος στη Χάρη Της, καθώς και να ανεύρει την εικόνα μου, η οποία βρίσκεται πλησίον της ζαλιάς σου, απέναντι από τον λόφο της ξυλοκερατιάς. Αν δεν θελήσει να έρθει ο Ιερέας τρία δεινά θα βρουν το σπίτι του». Με τα τελευταία αυτά λόγια η Παναγία εξαφανίσθηκε.
Την επόμενη Κυριακή η Αναστασία ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς χωρίς ομπρέλα και χωρίς να βραχεί καθόλου έφτασε στην Ίκλαινα, στην Εκκλησία, πριν ξεκινήσει τη Θεία Λειτουργία ο Ιερέας. Όταν του διηγήθηκε τα συμβάντα ο Ιερέας θύμωσε και εκνευρισμένος την απέπεμψε λέγοντας ότι δημιούργημα της φαντασίας της. Εκείνη φεύγοντας του είπε: «Παππούλη μου εγώ το καθήκον μου το έκανα, τώρα το λόγο τον έχεις εσύ». Δεν πρόλαβε να χτυπήσει την καμπάνα και τον ειδοποίησαν ότι η πρεσβυτέρα έπεσε και χτύπησε το πόδι της. Μέσα σε όλη την αναταραχή και τις σκηνές που διαδραματίστηκαν το παιδί του που παρακολουθούσε τα γεγονότα από το μπαλκόνι έπεσε και χτύπησε το χέρι του. Επηρεασμένος από την κοινή γνώμη επείσθη να κατέβει με το άλογό του στο απέναντι χωριό της Σγράπας και ενώ είχε προχωρήσει με το λευκό άλογο που είχε, σαν του Αγίου Γεωργίου, περίπου έξι ετών, το άλογο έξω από το χωριό γονάτισε και ψόφησε. Τότε συναισθάνθηκε την αμαρτωλότητα και τη λανθασμένη εκτίμησή, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Ήμαρτον Θεούλη μου, συγχώρα με που δε σε πίστεψα».
Αφού μετανόησε για τις σκέψεις του και την αμφιβολία του, πεζός έφτασε στην Σγράπα. Χτύπησε την καμπάνα, συγκέντρωσε τους κατοίκους, οργάνωσε συνεργείο και ξεκίνησαν για την υποδειχθείσα τοποθεσία. Έσκαψαν όλο σχεδόν το λόφο για μια ολόκληρη ημέρα και παρά τον ενθουσιασμό τους στην αρχή, άρχισαν να απογοητεύονται. Και ενώ πλησίαζε η δύση του ηλίου αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το έργο της ευρέσεως της εικόνας της Παναγίας.
Ταυτόχρονα, η Αναστασία, με παρακλήσεις, προτροπές, δάκρυα και προσευχές, τους παρότρυνε να συνεχίσουν το έργο τους. Με την παρουσία της Αναστασίας, μια δύναμη τους ενδυναμώνει και τους κρατά αφοσιωμένους στο ιερό έργο τους. Ενώ ο ήλιος είχε κρυφθεί πίσω από τη νήσο της Σφακτηρίας και άρχισε η νύχτα, ένας χωρικός ακούει να κάνει η τσάπα του έναν υπόκωφο κρότο. Αντιλήφθηκε ότι κάποιο αντικείμενο ήταν εκεί και ρίγος ιερό τον κατέλαβε. Σκύβει ευλαβώς, καθαρίζει τα χώματα και συγκινημένος μέχρι δακρύων βλέπει με μεγάλη έκπληξη την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Η ευλογημένη εκείνη ημέρα της ευρέσεως, που ήταν 23 Αυγούστου του έτους 1892, ημέρα κατά την οποία εορτάζεται η απόδοση της εορτής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, σκόρπισε χαράς ευαγγέλια στην ευρύτερη περιοχή. Αστραπιαία διαδόθηκε η ευχάριστη πληροφορία της ευρέσεως της εικόνας σε όλη την περιοχή και πλήθη ευσεβών Χριστιανών συγκεντρώθηκαν για να την προσκυνήσουν. Η ανευρεθείσα εικόνα ήταν η προαναφερθείσα εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, η οποία είχε καταχωθεί στα ερείπια του Ναού κατά το έτος 1886 και έχει ενθύμηση «1835 Παρά Αναστασίου Αλεξόπουλου».
Από την στιγμή αυτή η Αναστασία ξεκίνησε περιοδεία σε όλα τα χωριά της περιοχής με εράνους, προσφορές και δωρεές. Επειδή μάλιστα καταγόταν από την Αρκαδία, οι Αρκάδες πήραν προσωπικά το όλο θέμα, σχημάτισαν επιτροπές και έκαναν εράνους με αποτέλεσμα να κτιστεί ο Ιερός Ναός, αφιερωμένος στη Ζωοδόχο Πηγή, ο οποίος, παρερχομένου του χρόνου, τελειοποιείτο επεκτεινόμενος κατά τις διαστάσεις του.
Από τα τριάντα της χρόνια η Αναστασία υπηρέτησε το Ιερό Προσκύνημα μέχρι τα βαθειά γεράματα, έχοντας πνευματικότητα και διορατικό χάρισμα. Είχε υποτακτικές γυναίκες από την Αρκαδία και τη γύρω περιοχή και συχνά διοργάνωνε εράνους. Μάλιστα μαρτυρείται ότι μετά από προσευχές και παρακλήσεις της, ένα παράλυτο παιδάκι τη νύχτα έγινε καλά. Το Ιερό Προσκύνημα έχει καταστεί πνευματικό κέντρο για χιλιάδες ανθρώπους, που στο διάβα των χρόνων σπεύδουν επικαλούμενοι την Παναγία, ζητώντας τη βοήθειά της.
Η Παναϊτσα της Σγράπας αποτελεί ένα σπουδαίο πνευματικό θησαυρό της Μεσσηνιακής Πυλίας. Κτισμένη σε ωραία τοποθεσία και περίοπτο θέση σε ένα μικρό λοφίσκο βορειοανατολικά της Πύλου και απέναντι από τη νήσο Σφακτηρία, δεσπόζει της καταπράσινης πεδιάδας της Γιάλοβας, η οποία είναι πλουσιότατη σε εσπεριδοειδή και πράσινο. Απέναντι, σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων, αρχίζει το γραφικό λιμάνι της Πύλου, όπου είναι κτισμένο το Παλαιόκαστρο.
Είναι συνυφασμένη με πολύχρονες λατρευτικές παραδόσεις των κατοίκων και με κρίσιμες στιγμές του Ελληνισμού. Η παράδοση την συνδέει με το πέρασμα των Φράγκων, τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τις πρώτες φλόγες της επανάστασης του 1821 και την ονομαστή Ναυμαχία του Ναυβαρίνου την 20 Οκτωβρίου του 1827, κατά την οποία οι μακραίωνοι αγώνες των Ελλήνων, έχοντας ως σύμβολο την πίστη στην Μεγαλόχαρη Παναγιά μας και στην ελευθερία της πατρίδος, δικαιώθηκαν. Από το Ιερό Προσκύνημα πέρασαν οι ήρωες της Επανάστασης του 1821 Τάσος Καρατάσος, Γεώργιος Δίκαιος (Παπαφλέσσας), Μακρυγιάννης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το Ιερό Προσκύνημα της Ζωοδόχου Πηγής στη Σγράπα συνδέεται με το πέρασμα των Φράγκων. Όταν βρέθηκε η Βασίλισσα των Βορβόνων στην περιοχή το 1332 έκτισε εκκλησίες στο Παλαιόκαστρο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή με το σκεπτικό να βοηθήσει πνευματικά τους κατοίκους, ενώ το βαθύτερο αίτιο ήταν να δημιουργήσει αγαστές σχέσεις μαζί τους. Μεταξύ άλλων έκτισε και την Εκκλησία της Παναγίας στη Βουβαλοβορού ή Σγράπα (Γούρνα) στην περιοχή των Βορβόρων.
Όταν ήρθαν οι Τούρκοι το 1550 έκτισαν το Νιόκαστρο και μέσα σε αυτό τζαμί. Η σκληρότητά τους είχε ως αποτέλεσμα να γκρεμιστούν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της περιοχής, μεταξύ αυτών και η Παναϊτσα. Έμεινε γκρεμισμένη μέχρι το 1680, οπότε η περιοχή έπεσε στη ρεπούμπλικα των Βενετσιάνων. Οι Βενετσιάνοι ολοκλήρωσαν το Κάστρο ή Νιόκαστρο και ο Δούκας Μοροζίνη μετέτρεψε το τζαμί σε Εκκλησία, δίνοντας σε αυτή το όνομα «Μεταμόρφωση του Σωτήρος», ενώ ανοικοδόμησε και την Παναϊτσα.
Το χωριό είχε σοβαρό πρόβλημα ελονοσίας το 1825. Ο Ιμπραήμ τρέφοντας μίσος προς τους Αρκάδες, κατέστρεψε ολοσχερώς με πυρκαγιά το προσκύνημα. Μέχρι το 1828, κύλησε μια τριετία με πολύ άσχημα χρόνια για την ευρύτερη περιοχή. Μέσα σε αυτή την τριετία πραγματοποιήθηκε και η ναυμαχία του Ναβαρίνου. Από το 1828-1830 ο στρατηγός Μαιζόν, ο οποίος στρατοπέδευσε στον κόλπο του Ναβαρίνου με το στρατό του, χωρίς να γνωρίζει το υφιστάμενο πρόβλημα της ελονοσίας, αντιμετώπισε την ασθένεια χιλίων εκ των στρατιωτών του και το θάνατο τετρακοσίων εξ αυτών. Στο χωριό δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει νεκρό από την ελονοσία.
Μετά την απελευθέρωση το 1828, οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν σε χώρο πλησίον του Ναού και το νέο αυτό χωριό ονομάστηκε Βουβαλοβορόν. Μέχρι το 1840 περίπου είχε αυτή την ονομασία. Οι κάτοικοι του χωριού Βουβαλοβορός, περί το 1835, έκτισαν εκ νέου τον μικρό ναό της Μεγαλόχαρης Παναγιάς, που είχε καταστραφεί από τον Ιμπραήμ. Επειδή, παρά τις προσπάθειες των κατοίκων δεν βρέθηκε η εικόνα, ο τότε προεστώς Αναστάσιος Αλεξόπουλος δώρισε την εικόνα, την οποία εμείς σήμερα προσκυνούμε αγιογραφημένη και φιλοτεχνημένη από λίβανο, μαστίχα και κερί.
Το 1855 περίπου οι κάτοικοι της Σγράπας ή Βουβαλοβορού, λόγω της ελλείψεως ύδατος και της ελονοσίας της προερχόμενης εκ του έλους της Γιάλοβας, μεταφέρθηκαν υψηλότερα, 3 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Ναού, και έκτισαν νέο χωριό, το οποίο ονόμασαν Σγράπα και το οποίο προ ολίγων ετών μετονομάσθηκε σε Ελαιόφυτο. Έτσι εγκαταλείφθηκε ο Ναός, ενώ οι κάτοικοι ζούσαν πέτρινα χρόνια, χωρίς δρόμους, μέσα στην ανέχεια και τη φτώχεια. Το 1870 ο Ιερός Ναός καταστράφηκε λόγω της μεγάλης βλάστησης και των βροχοπτώσεων, που έφεραν όμβρια ύδατα και χώμα, με αποτέλεσμα να θαφτεί ο Ναός. Στο νέο χωριό έκτισαν οι κάτοικοι δύο νέους Ναούς, τον Άγιο Αθανάσιο και τον Άγιο Γεώργιο.
Από το 1880 και μετά κάτοικοι των διαφόρων ορεινών περιοχών της Αρκαδίας ήρθαν και κατοίκησαν την περιοχή πλησίον του χώρου του Ναού, αναζητώντας χειμαδιά για τα ποίμνιά τους. Μεταξύ αυτών ήλθε και η οικογένεια του Νικολάου Αργυρόπουλου από την Μάκρη της Τριπόλεως (Φάνα), αποτελούμενη εκ της συζύγου του, Αναστασίας Αλεξοπούλου, και των τριών αρρένων τέκνων τους, κατασκευάζοντας πρόχειρη κατοικία στο λόφο, 150 μ. βορειοδυτικά του παλαιού Ναού της Παναϊτσας για αυτούς και τα ποίμνιά τους.
Η σύζυγος του, Αναστασία, ήταν πολύ ευσεβής και υποδειγματική μητέρα. Περιστασιακά έβλεπε μαυροντυμένη αρχοντοκυρία που της έλεγε: «Το κτήμα είναι δικό μου, δεν πρέπει να βόσκεις εδώ τα πρόβατά σου και να κόβεις τα ξύλα». Η Αναστασία απαντούσε: «Άφησέ με αρχόντισσά μου, γιατί έχω τρία παιδιά να μεγαλώσω».
Ένα απόγευμα και ενώ κατ’ επανάληψη πήγαινε να κόψει ξύλα στο λόφο, η Αναστασία μαζί με τον μικρότερο γιο της, τον Δήμο, ο οποίος βρίσκεται σήμερα εν ζωή, πήγε στο λοφίσκο, όπου ήταν άλλοτε κτισμένος ο Ναός και ήταν θαμμένη η εικόνα της Παναγίας, για να κόψει ξύλα. Αφού λοιπόν έκοψε ξύλα και ετοίμασε την ζαλιά της και την έδεσε στους ώμους της, μάταια προσπάθησε να σηκωθεί, αν και την βοήθησε ο γιος της, Δήμος. Κάποια δύναμη την κρατούσε εκεί δεμένη με το φορτίο της. Προσπάθησε πάλι, πέταξε μακριά μερικά ξύλα, δίχως αποτέλεσμα. Κουρασμένη, στεναχωρημένη και γεμάτη απορία, έλυσε την ζαλιά από τους ώμους της, έβγαλε το σχοινί της ζαλιάς και έφυγε, σκεπτόμενη ότι σε όποιον και να διηγιόταν αυτό το περιστατικό κανείς δεν θα την πίστευε και θα την περνούσε για τρελή και για αυτό αποσιώπησε το γεγονός. Πέρασαν λίγες ημέρες από τότε αγωνίας και στεναχώριας. Ο ύπνος της Αναστασίας και η διάθεση της ψυχής της βρίσκονταν σε αναστάτωση.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση μια ημέρα βρέθηκε σε αυτόν τον άγιο τόπο, προκειμένου να μαζέψει χόρτα μαζί με ένα κορίτσι της γειτονιάς. Κάποια στιγμή ακούει μια γυναικεία φωνή, σαν να έβγαινε κάτω από τα πόδια της και της είπε: «Διώξε το κορίτσι και κάθισε στην ζαλιά σου. Έχω κάτι να σου πω». Η φωνή αυτή τρόμαξε την Αναστασία και φοβισμένη πήρε το κορίτσι και έφυγε σχεδόν τρέχοντας προς το σπίτι της. Έφθασε στο σπίτι της και, ενώ ετοιμαζόταν να κλείσει το μάνταλο της πόρτας, βλέπει τρία φίδια να κρέμονται από αυτό. Οπισθοδρόμησε, έκανε τον σταυρό της και πρόφερε τη λέξη «Παναγιά μου». Με την προφορά της λέξης και την επίκληση της Παναγίας τα φίδια εξαφανίσθηκαν.
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο περί θαυμάτων. Συγκινημένη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, ενώ μέσα στην ψυχή της υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα χαράς και απορίας, ντροπής και θλίψεως για την δειλία της. Έπειτα αποφάσισε να καλέσει ολόκληρη την γειτονιά για να πει τα περιστατικά. Όμως ο φόβος την απέτρεπε, σκεπτόμενη ότι δεν θα την πιστέψουν. Οι ημέρες περνούσαν για την Αναστασία με ψυχική συγκίνηση, ενώ διέξοδο εύρισκε στην προσευχή. Ημέρα και νύχτα προσευχόταν και ζητούσε από την Παναγία να ηρεμήσει ο ψυχικός της κόσμος. Είχαν παρέλθει αρκετές μέρες και ο ψυχικός κόσμος της Αναστασίας εξακολουθούσε να είναι ανάστατος. Η γλυκιά εκείνη φωνή αντηχούσε νυχθημερόν στα αυτιά της και την βύθιζε σε σκέψεις. Ένα Σαββατοκύριακο κουρασμένη από την εργασία και εξουθενωμένη από τις σκέψεις και μετά από μακρά προσευχή έπεσε να κοιμηθεί.
Ο σύζυγός της την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε για να μεταβεί στην πόλη, προκειμένου να πουλήσει τα προϊόντα του στο παζάρι. Εκείνη επέστρεψε στο κρεβάτι της και άρχισε ο λογισμός της να ανηφορίζει προς το λόφο, όπου συνέβησαν τα γεγονότα. Ξαφνικά βλέπει μια δέσμη φωτός να λάμπει γύρω της και θεία ευωδία πλημμύρισε το φτωχικό της. Μια μορφή μεγαλοπρεπούς, απαστράπτουσας και αστραπόμορφης γυναίκας παρουσιάστηκε εμπρός της. Ολοένα διακρινόταν το φωτοστέφανο και η λαμπρότητά της. Η όψη της ήταν αυστηρή, η φωνή και η έκφρασή της επιτακτική. «Γιατί Αναστασία αδιαφόρησες για τις κλήσεις μου, τις οποίες προ ολίγων ημερών σου έκανα στο λόφο;». Η Αναστασία στο άκουσμα των ελέγχων ταράχτηκε. Έριξε μια ματιά στα τρία παιδιά της και τα είδε να κοιμούνται ήρεμα σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Έθεσε τα χέρια της στο πρόσωπό της και σηκώθηκε στην άκρη του κρεβατιού της. Όταν κοίταξε προς το μέρος από όπου άκουσε τη φωνή, βλέπει ολόσωμη, πρόσωπο προς πρόσωπο την αγγελόμορφη γυναίκα, δηλαδή την Παναγία.
Με φωνή τρέμουσα ρώτησε η Αναστασία: «Ποια είσαι εσύ αρχόντισσα μου;». Τότε η αγγελόμορφη αυτή γυναίκα, η Παναγία, άλλαξε όψη, το αυστηρό πρόσωπό της γλύκανε και απάντησε στην τρομαγμένη Αναστασία: «Εγώ είμαι η Παναγία. Ευαγγελίζου γη χαρά μεγάλη. Αναστασία είσαι η πιο έντιμη και ηθική γυναίκα. Στο λόφο που έχεις αφήσει την αγκαλιά με τα ξύλα είναι θαμμένη η εικόνα μου. Θα κάνεις υπακοή στα λόγια μου. Θα πας στον π. Αριστομένη Δημόπουλο, Ιερέα της Ίκλαινας και θα του πεις ότι σε στέλνει η Παναγία και ότι ήρθες να του εξιστορήσεις αυτό το γεγονός, λέγοντας ότι θέλω να κτιστεί Ναός λατρείας προς το Θεό, αφιερωμένος στη Χάρη Της, καθώς και να ανεύρει την εικόνα μου, η οποία βρίσκεται πλησίον της ζαλιάς σου, απέναντι από τον λόφο της ξυλοκερατιάς. Αν δεν θελήσει να έρθει ο Ιερέας τρία δεινά θα βρουν το σπίτι του». Με τα τελευταία αυτά λόγια η Παναγία εξαφανίσθηκε.
Την επόμενη Κυριακή η Αναστασία ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς χωρίς ομπρέλα και χωρίς να βραχεί καθόλου έφτασε στην Ίκλαινα, στην Εκκλησία, πριν ξεκινήσει τη Θεία Λειτουργία ο Ιερέας. Όταν του διηγήθηκε τα συμβάντα ο Ιερέας θύμωσε και εκνευρισμένος την απέπεμψε λέγοντας ότι δημιούργημα της φαντασίας της. Εκείνη φεύγοντας του είπε: «Παππούλη μου εγώ το καθήκον μου το έκανα, τώρα το λόγο τον έχεις εσύ». Δεν πρόλαβε να χτυπήσει την καμπάνα και τον ειδοποίησαν ότι η πρεσβυτέρα έπεσε και χτύπησε το πόδι της. Μέσα σε όλη την αναταραχή και τις σκηνές που διαδραματίστηκαν το παιδί του που παρακολουθούσε τα γεγονότα από το μπαλκόνι έπεσε και χτύπησε το χέρι του. Επηρεασμένος από την κοινή γνώμη επείσθη να κατέβει με το άλογό του στο απέναντι χωριό της Σγράπας και ενώ είχε προχωρήσει με το λευκό άλογο που είχε, σαν του Αγίου Γεωργίου, περίπου έξι ετών, το άλογο έξω από το χωριό γονάτισε και ψόφησε. Τότε συναισθάνθηκε την αμαρτωλότητα και τη λανθασμένη εκτίμησή, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Ήμαρτον Θεούλη μου, συγχώρα με που δε σε πίστεψα».
Αφού μετανόησε για τις σκέψεις του και την αμφιβολία του, πεζός έφτασε στην Σγράπα. Χτύπησε την καμπάνα, συγκέντρωσε τους κατοίκους, οργάνωσε συνεργείο και ξεκίνησαν για την υποδειχθείσα τοποθεσία. Έσκαψαν όλο σχεδόν το λόφο για μια ολόκληρη ημέρα και παρά τον ενθουσιασμό τους στην αρχή, άρχισαν να απογοητεύονται. Και ενώ πλησίαζε η δύση του ηλίου αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το έργο της ευρέσεως της εικόνας της Παναγίας.
Ταυτόχρονα, η Αναστασία, με παρακλήσεις, προτροπές, δάκρυα και προσευχές, τους παρότρυνε να συνεχίσουν το έργο τους. Με την παρουσία της Αναστασίας, μια δύναμη τους ενδυναμώνει και τους κρατά αφοσιωμένους στο ιερό έργο τους. Ενώ ο ήλιος είχε κρυφθεί πίσω από τη νήσο της Σφακτηρίας και άρχισε η νύχτα, ένας χωρικός ακούει να κάνει η τσάπα του έναν υπόκωφο κρότο. Αντιλήφθηκε ότι κάποιο αντικείμενο ήταν εκεί και ρίγος ιερό τον κατέλαβε. Σκύβει ευλαβώς, καθαρίζει τα χώματα και συγκινημένος μέχρι δακρύων βλέπει με μεγάλη έκπληξη την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Η ευλογημένη εκείνη ημέρα της ευρέσεως, που ήταν 23 Αυγούστου του έτους 1892, ημέρα κατά την οποία εορτάζεται η απόδοση της εορτής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, σκόρπισε χαράς ευαγγέλια στην ευρύτερη περιοχή. Αστραπιαία διαδόθηκε η ευχάριστη πληροφορία της ευρέσεως της εικόνας σε όλη την περιοχή και πλήθη ευσεβών Χριστιανών συγκεντρώθηκαν για να την προσκυνήσουν. Η ανευρεθείσα εικόνα ήταν η προαναφερθείσα εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, η οποία είχε καταχωθεί στα ερείπια του Ναού κατά το έτος 1886 και έχει ενθύμηση «1835 Παρά Αναστασίου Αλεξόπουλου».
Από την στιγμή αυτή η Αναστασία ξεκίνησε περιοδεία σε όλα τα χωριά της περιοχής με εράνους, προσφορές και δωρεές. Επειδή μάλιστα καταγόταν από την Αρκαδία, οι Αρκάδες πήραν προσωπικά το όλο θέμα, σχημάτισαν επιτροπές και έκαναν εράνους με αποτέλεσμα να κτιστεί ο Ιερός Ναός, αφιερωμένος στη Ζωοδόχο Πηγή, ο οποίος, παρερχομένου του χρόνου, τελειοποιείτο επεκτεινόμενος κατά τις διαστάσεις του.
Από τα τριάντα της χρόνια η Αναστασία υπηρέτησε το Ιερό Προσκύνημα μέχρι τα βαθειά γεράματα, έχοντας πνευματικότητα και διορατικό χάρισμα. Είχε υποτακτικές γυναίκες από την Αρκαδία και τη γύρω περιοχή και συχνά διοργάνωνε εράνους. Μάλιστα μαρτυρείται ότι μετά από προσευχές και παρακλήσεις της, ένα παράλυτο παιδάκι τη νύχτα έγινε καλά. Το Ιερό Προσκύνημα έχει καταστεί πνευματικό κέντρο για χιλιάδες ανθρώπους, που στο διάβα των χρόνων σπεύδουν επικαλούμενοι την Παναγία, ζητώντας τη βοήθειά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου