Αθήνα, φθινόπωρο 1944. Η τιμωρία των μαυραγοριτών υπήρξε βασικό λαϊκό αίτημα την επαύριο της απελευθέρωσης
ΓΑΚ-ΑΡΧΕΙΟ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗ
Αυτές οι φράσεις εμπεριέχονται στην ιδρυτική πράξη του Οργανισμού Συγκεντρώσεως και Διαθέσεως Εγχωρίων Προϊόντων (ΟΣΔΕΠ), ο οποίος συγκροτείται τον Νοέμβριο του 1943 από χονδρεμπόρους τροφίμων με έδρα τον Πειραιά², σε μια προσπάθεια του εμπορικού κόσμου της περιοχής να αντεπεξέλθει σε μια διπλή, θα λέγαμε, πρόκληση.
Η πρώτη αφορά την αντιμετώπιση της διατροφικής κρίσης που έπληττε τα αστικά κέντρα της χώρας στη διάρκεια της Κατοχής και εξελίχθηκε σε «πλήρη λιμό» την περίοδο Μαΐου 1941-Μαρτίου 1942.
To υπόμνημα Βαρβαρέσου προς τη διοίκηση της UNRRA ανέφερε πως το διάστημα Δεκεμβρίου 1941-Ιανουαρίου 1942 οι θάνατοι στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά υπερέβαιναν τους 6.000 μηνιαίως, έναντι 900 θανάτων τον μήνα κατά την προπολεμική περίοδο³.
Παρότι δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός των θυμάτων, εν τούτοις ο Ερυθρός Σταυρός απέδιδε «άμεσα ή έμμεσα» στον λιμό 250.000 θανάτους κατά το διάστημα 1941-1943 (Mazower 1994, σ. 67).
Από την πλευρά της, η Χιονίδου εκτιμά ότι ο λιμός στοίχισε τη ζωή στο 5% του ελληνικού πληθυσμού, γεγονός που τον καθιστά τον τελευταίο μεγάλο ευρωπαϊκό λιμό (Χιονίδου 2011, σ. 17-18).
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται η ανάπτυξη της λεγόμενης «μαύρης αγοράς», σε άμεση συνάρτηση με τη διοικητική ανεπάρκεια του ελληνικού κατοχικού κρατικού μηχανισμού.
Αποκαλυπτικός για τη διακύμανση των τιμών δύο βασικών διατροφικών ειδών, του ελαιολάδου και των οσπρίων, από την προπολεμική περίοδο μέχρι τις παραμονές της Απελευθέρωσης, είναι ο πίνακας που ακολουθεί.
Η χαλάρωση του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδας την άνοιξη του 1942, αποτέλεσμα διπλωματικών πιέσεων ιδίως από πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και της πίεσης της διεθνούς κοινής γνώμης, συνέβαλε στη μερική ανακούφιση της επισιτιστικής κρίσης, με την αποστολή σιτηρών τα οποία διανέμονταν στον ελληνικό πληθυσμό υπό την εποπτεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
Τα πρώτα φορτία σιτηρών από τον Καναδά έφτασαν στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1942 (Mazower 1994, σ. 73-74). Η άρση του αποκλεισμού οδήγησε και σε ριζική αλλαγή της προέλευσης της επισιτιστικής βοήθειας από το εξωτερικό, η οποία μέχρι και την άνοιξη του 1942 προερχόταν κατά κύριο λόγο από την Τουρκία.
Ωστόσο, από εκείνη τη στιγμή, η Σουηδία ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση και επίβλεψη του εγχειρήματος παροχής βοήθειας στην Ελλάδα (Βαλντέν, 2017).
Η δεύτερη πρόκληση αφορούσε τη θέση και τον ρόλο των εμπόρων στο πλαίσιο των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων της Κατοχής. Το ζήτημα αυτό είχε μια ειδικότερη και μια ευρύτερη διάσταση.
Αφενός, οι έμποροι τροφίμων του Πειραιά ήταν αντιμέτωποι με ριζικές ανακατατάξεις που απειλούσαν ευθέως την ευρωστία της οικονομικής τους δραστηριότητας και άρα την κοινωνική τους θέση. Η βιομηχανία και το εμπόριο τροφίμων στον Πειραιά διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο που δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν στη μεταπολεμική περίοδο, εξαιτίας και των καταστροφών που υπέστη η πόλη από τους βομβαρδισμούς στη διάρκεια της Κατοχής, με πλέον καταστροφικό εκείνον της 11ης Ιανουαρίου 1944.
Αφετέρου, όπως φαίνεται από τα επίσημα κείμενα και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, οι έμποροι που πρωτοστάτησαν στο εγχείρημα του ΟΣΔΕΠ επιδίωκαν να διαφοροποιηθούν εμφατικά, σε ό,τι αφορά την ταυτότητα και την εικόνα τους, από τον μαυραγοριτισμό και να υπερασπιστούν την ηθική διάσταση της εμπορικής δραστηριότητας.
Και τα δύο αυτά ζητήματα μπορούν να φωτίσουν τη συγκρότηση του ΟΣΔΕΠ και ως προσπάθεια μιας κοινωνικής ομάδας να διατηρήσει την κοινωνική της θέση και επιρροή στο πλαίσιο των ανακατατάξεων που συνεπάγεται η Κατοχή.
Υπό αυτό το πρίσμα, η μελέτη της δράσης του συγκεκριμένου φορέα μπορεί να συνεισφέρει στην κατανόηση των σύνθετων κοινωνικών διεργασιών της περιόδου που εμπεριέχει μια σειρά ζητημάτων όπως η σχέση κράτους-κοινωνίας, ο μετασχηματισμός των κοινωνικών δικτύων, η ανακατανομή των πόρων εξουσίας και οι σχέσεις αστικών κέντρων-υπαίθρου (Voglis, 2006).
Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, ορισμένοι εκ των πρωταγωνιστών του εγχειρήματος θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Πειραιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Σπύρος Μπρούσκαρης, ο οποίος θα διατελέσει πρόεδρος του ΕΒΕΠ (κατά τα διαστήματα 1953-1958, 1961-1964, 1974-1975) και θα αναδειχθεί σε «Νέστορα των παραγωγικών τάξεων του Πειραιά» (Χατζημανωλάκης 2004:212).
Οσοι ενδιαφέρονταν να γίνουν μέλη καλούνταν να καταθέσουν το ποσό των 3.000.000 δρχ. σε ειδικό λογαριασμό στις Τράπεζες Εμπορική, Αθηνών και Λαϊκή. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε μία συνεταιριστική μερίδα, που ήταν και το ελάχιστο όριο συμμετοχής, ενώ ο μέγιστος αριθμός μερίδων ορίστηκε στις δέκα⁴.
Στα κείμενα του Οργανισμού επανειλημμένα προβαλλόταν ο αστικός χαρακτήρας του εγχειρήματος, με την έννοια ότι η αποστολή του ήταν προσανατολισμένη στις ανάγκες των αστικών κέντρων.
Ο σκοπός του Συνεταιρισμού, σύμφωνα με το καταστατικό του, προσδιοριζόταν ως εξής: «α) Η προμήθεια εις τους συνεταίρους των αναγκαίων διά την επαρκή υπό τας σημερινάς δυσκόλους συνθήκας ικανοποίησιν των βιωτικών αναγκών της λαϊκής καταναλώσεως της περιφερείας τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης διά της λειτουργίας και κινήσεως των εμπορικών καταστημάτων αυτών, εγχωρίων προϊόντων και ιδία τροφίμων και ειδών βιωτικής ανάγκης, β) Η παρά του ιδίου του Συνεταιρισμού διάθεσις των ειδών τούτων επ’ ωφελεία της καταναλώσεως»⁵.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΣΔΕΠ συνήλθε για πρώτη φορά σε τακτική συνεδρία στις 20 Νοεμβρίου 1943 στην έδρα του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά, προκειμένου να εκλέξει τα μέλη του προεδρείου του. Πρόεδρος ορίστηκε ο Ιωάννης Ανδρικόπουλος, αντιπρόεδρος ο Δημήτριος Κουρής, γραμματέας ο Γεώργιος Δημακόπουλος, ενώ καθήκοντα ταμία ανέλαβε ο Ιωάννης Κατραμάτος⁶.
Στις 27 του ίδιου μήνα o ΟΣΔΕΠ προχώρησε στη σύναψη συμφωνητικού με την «Επιτροπή Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι υπό την αιγίδα του Διεθνούς Κομιτάτου του Ερυθρού Σταυρού» και με την ανώνυμη εμπορική εταιρεία «Ελλα-Τούρκ».
Βάσει της συμφωνίας, ο ΟΣΔΕΠ αναλάμβανε να προμηθεύσει την Επιτροπή και την Εταιρεία «Ελλα-Τούρκ» με 1.000 τόνους ελαιολάδου «νέας εσοδείας» από τις περιφέρειες Μεσσηνίας και Λακωνίας, τους οποίους θα αποκτούσε μέσω της ανταλλαγής τροφίμων και θα διέθετε «διά τας ανάγκας του πληθυσμού της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης».
Στο συμφωνητικό ορίζονταν επίσης οι ανταλλακτικές αξίες για την προμήθεια του ελαιολάδου. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν μια πολύτιμη ψηφίδα της κοινωνικής ιστορίας της Κατοχής και αποτυπώνονται στο αρχειακό υλικό ως ακολούθως: «μία οκά ελαιολάδου θα ανταλλάσσεται έναντι μιας και ημισείας (11/2) οκάς σίτου, συν μιας (1) οκάς λευκών φασολίων, συν δέκα πέντε (15) δραμίων ζακχάρεως»⁷.
Η Επιτροπή θα προμήθευε τον ΟΣΔΕΠ με τις ποσότητες των τροφίμων που ήταν αναγκαίες ως ανταλλακτικό μέσο για την προμήθεια του ελαιολάδου.
Τυχόν απώλειες κατά τη μεταφορά του ελαιολάδου, είτε λόγω πολεμικών συγκρούσεων είτε λόγω «κατασχέσεως εκ μέρους παρανόμως ενεργουσών ενόπλων ομάδων», βάραιναν τον ΟΣΔΕΠ.
Ο ΟΣΔΕΠ καλούνταν επίσης να καταθέσει τραπεζική εγγύηση ενός δισεκατομμυρίου δραχμών εντός τριημέρου από την έγκριση της σύμβασης.
Εκ μέρους του ΟΣΔΕΠ στην Καλαμάτα μετέβησαν οι Δ. Κουρής, Σπ. Μπρούσκαρης, Ι. Κατραμάτος, Π. Κωστόπουλος, Τ. Χαλβατζής και Αλ. Τζαννετάτος, με την εξουσιοδότηση να φέρουν σε πέρας την ανταλλαγή τροφίμων.
Η αποστολή έφτασε στην Καλαμάτα στις 12 Δεκέμβρη και ξεκίνησε επαφές με τους υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας για τη συγκέντρωση και αποθήκευση των προϊόντων, διαπιστώνοντας ότι οι διαθέσιμοι αποθηκευτικοί χώροι δεν επαρκούσαν, ενώ δεν είχαν δοθεί επαρκείς οδηγίες από τον ΔΕΣ και, κυρίως, καθυστερούσε η αποστολή από μέρους του των προς ανταλλαγή τροφίμων.
Το σημαντικότερο, ίσως, πρόβλημα που καλούνταν να αντιμετωπίσουν ήταν η εκτίναξη της τιμής του ελαιολάδου.
Σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος από την τοπική κοινωνία, μόλις πέντε μόλις ημέρες πριν από την άφιξη της αποστολής του ΟΣΔΕΠ είχε ιδρυθεί ένας οργανισμός από τοπικούς εμπόρους και επαγγελματίες, με στόχο την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών της πόλης μέσω της ανταλλαγής τροφίμων.
Το εγχείρημα ήταν ανταγωνιστικό προς την αποστολή του ΟΣΔΕΠ, καθώς οι συμμετέχοντες σε αυτό εξέφραζαν φόβους ότι η διασφάλιση από τον ΟΣΔΕΠ των ποσοτήτων ελαιολάδου που προσδοκούσε θα οδηγούσε εκ νέου σε σημαντική αύξηση της τιμής του στην Καλαμάτα⁸.
Στην Καλαμάτα, o νομάρχης εξέφρασε έλλειψη ικανοποίησης για το καθορισμένο ποσό ανταλλαγής, ενώ αντιπαρέβαλε πρόταση με πιο συμφέροντες όρους που είχε υποβληθεί προς την Επισιτιστική Ενωση της πόλης από τον Γεωργικό Συνεταιρισμό Μακεδονίας.
Οι εκπρόσωποι του ΟΣΔΕΠ προχώρησαν σε σειρά επαφών στην περιοχή της Καλαμάτας, προκειμένου να πείσουν τους τοπικούς εκπροσώπους και φορείς να αποδεχθούν τη δική τους πρόταση.
Σε ορισμένες από αυτές τις επαφές, όπως με τα μέλη του Εμπορικού Επιμελητηρίου, που ήταν συγχρόνως μέλη και της Επισιτιστικής Ενωσης Καλαμάτας, αλλά και με απλούς εμπόρους της πόλης, η διάσταση απόψεων ήταν έντονη, καθώς οι τελευταίοι θεωρούσαν τη δράση του ΟΣΔΕΠ ανταγωνιστική προς τους δικούς τους στόχους.
Με εμφανή την απογοήτευση, ο Σπύρος Μπρούσκαρης ενημέρωνε σχετικά τον πρόεδρο του ΟΣΔΕΠ ότι «ουδεμίαν βοήθειαν δύνανται να μας προσφέρουν οι Εμποροι Καλαμών, αφ’ ενός διότι εμποδίζονται εκ της υπάρξεως της Επισιτιστικής Ενώσεως Καλαμών και αφ’ ετέρου διότι τα ανταλλακτικά ποσά είναι ανεπαρκή, ώστε να μην εξυπηρετείται το εμπορικόν των συμφέρον»⁹.
Ενδεικτικά των αντιδράσεων της κοινωνίας της Καλαμάτας απέναντι στο εγχείρημα του ΟΣΔΕΠ είναι άλλωστε τα δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων εκείνες τις ημέρες, με τίτλο λ.χ. «Το έλαιον των Καλαμών εις τους Καλαμίους»¹⁰.
Ανάλογες επαφές των εκπροσώπων του ΟΣΔΕΠ με παραγωγούς στην περιοχή της Μεσσήνης υπήρξαν επίσης ανεπιτυχείς.
Στις 16 Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε διευρυμένη σύσκεψη στο Εμπορικό Επιμελητήριο Καλαμάτας, παρουσία των απεσταλμένων του ΟΣΔΕΠ, με τη συμμετοχή του Διοικητικού Συμβουλίου της Επισιτιστικής Ενωσης, εκπροσώπων των γεωργικών συνεταιρισμών και του Εργατικού Κέντρου της πόλης.
Οι εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας περιέγραψαν με τα μελανότερα χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Καλαμάτας, «οι περισσότεροι των οποίων είναι εργάται, άνεργοι, υπάλληλοι και μικροεπαγγελματίαι, άπαντες ακτήμονες, υπέρ των οποίων, ουδεμία βοήθεια παρέχεται παρ’ ουδενός, ειδικώς διά την χορήγησιν ελαιολάδου, του οποίου πλείσται οικογένειαι των ανωτέρω κατηγοριών στερούνται παντελώς»¹¹.
Λαμβάνοντας τον λόγο στη σύσκεψη του ΟΣΔΕΠ με τοπικούς παράγοντες, ο εκπρόσωπος της Λαϊκής Επιτροπής της Καλαμάτας τόνισε ότι η προτεινόμενη ανταλλαγή ήταν ασύμφορη για τον λαό της πόλης.
Σε αυτή τη θέση συνηγόρησαν και ο διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης και τα μέλη της Επιτροπής της Επισιτιστικής Ενώσεως.
Την τραγική θέση, ως προς τις βιοτικές ανάγκες, στην οποία είχαν περιέλθει οι εργάτες, οι άνεργοι και ο υπαλληλικός κόσμος της πόλης τόνισε και ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, ζητώντας μάλιστα «να ληφθή μέριμνα παρά του ΔΕΣ οία λαμβάνεται και διά την πρωτεύουσαν, υπέρ των εργατών και των απόρων τάξεων των Καλαμών, οίτινες υπολογίζονται συνολικώς 20-25.000»¹².
Εν τούτοις, η διαδικασία ανταλλαγής των τροφίμων με ελαιόλαδο ξεκίνησε εν τέλει στην Καλαμάτα την ίδια μέρα. Σύμφωνα με τους αντιπροσώπους του ΟΣΔΕΠ, ο παρατηρητής-υπάλληλος του ΔΕΣ «μόνον προσκόμματα εδημιούργη», περιορίζοντας τις ώρες εργασίας μεταξύ 9-12 π.μ. και δυσχεραίνοντας έτσι την ανταλλαγή με παραγωγούς που προσέρχονταν από τα γύρω χωριά κατά τις απογευματινές ώρες¹³.
Μία επιπλέον κατηγορία κατά του ΔΕΣ αφορούσε το γεγονός πως οι διατακτικές τροφίμων που χορηγούσε για την ανταλλαγή δεν ήταν άμεσα εκτελεστές, «προς μεγίστην δυσφορίαν του ανταλλάσσοντος παραγωγού και δυσφήμισιν του έργου της ανταλλαγής».
Στα τέλη του Δεκέμβρη ο ρυθμός της ανταλλαγής είχε επιβραδυνθεί σημαντικά και οι ποσότητες του ελαιολάδου που συγκεντρώνονταν ήταν πενιχρές.
Οι βασικότερες αιτίες ήταν η αρνητική στάση των εμπόρων της περιοχής (που σύμφωνα με τις καταγραφές των Κωστόπουλου και Τζανεττάτου, αντιπροσώπων του ΟΣΔΕΠ στην Καλαμάτα, «το συμφέρον εις το οποίον και μόνον απέβλεπον ήτο να γίνουν κύριοι του ελαίου της υπαίθρου διά να το εκμεταλλευθούν») και της Επισιτιστικής Ενώσεως Καλαμάτας, που ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή στους παραγωγούς της υπαίθρου «διότι επεθύμουν να παραμένη το έλαιον εις Καλάμας προς χρησιμοποίησίν του υπ’ αυτών των ιδίων και ως ανταλλακτικού μέσου ελευθέρων ανταλλαγών»¹⁴.
Η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων στην περιοχή της Πελοποννήσου καθρεφτίζεται ανάγλυφα στις δραματικές αναφορές των αντιπροσώπων του ΟΣΔΕΠ, καθώς άφησαν και αυτές με τη σειρά τους τη σφραγίδα τους στο όλο εγχείρημα.
Στα τέλη Ιανουαρίου 1944, όπως γράφουν οι Κωστόπουλος και Τζαννετάτος, «εθρηνήσαμεν την θανατικήν εκτέλεσιν 3 χωρικών κατελθόντων προς ανταλλαγήν ελαίου», ενώ καταστράφηκε από αεροπορικό βομβαρδισμό βενζινόπλοιο που είχε ναυλωθεί για τη μεταφορά του ελαιολάδου στο λιμάνι του Διμενίου¹⁵.
Σαν επιστέγασμα αυτής της διαπίστωσης, στις 15 Μαΐου 1944 πραγματοποιήθηκε ειδική σύσκεψη των εκπροσώπων του ΔΕΣ, Helger, Kamm, και Σταυρόπουλου, με τους εκπροσώπους της «Ελλα-Τούρκ», Μπακάλμπαση και Χαλκιόπουλο, και τους εκπροσώπους του ΟΣΔΕΠ, Ανδρικόπουλο και Κουρή.
Ο Helger υποστήριξε ότι ήταν επιβεβλημένη η ακύρωση της συμφωνίας της 27/11/1943, καθώς η επίτευξη των στόχων της ήταν ανέφικτη. Ο ίδιος απέδωσε το απογοητευτικό αποτέλεσμα σε «ανωτέραν βίαν» όπως τα προβλήματα στις συγκοινωνίες και τις μεταφορές λόγω της πολεμικής κατάστασης¹⁶. Είχαν προηγηθεί αντεγκλήσεις, σε οξείς τόνους, μεταξύ του ΔΕΣ και του ΟΣΔΕΠ σχετικά με τον καταλογισμό ευθυνών.
Περίπου έναν χρόνο μετά την Απελευθέρωση, ο ΟΣΔΕΠ σε απολογιστικό κείμενό του καταλόγιζε σημαντικές ευθύνες για την αποτυχία της συγκεκριμένης αποστολής και στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, επισημαίνοντας τις καθυστερήσεις στην αποστολή οδηγιών προς τους αντιπροσώπους του στην Πελοπόννησο, καθώς και στην αποστολή των προς ανταλλαγή τροφίμων.
Επισήμαινε ακόμη πως οι συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτών και των κατοχικών δυνάμεων εκείνη την περίοδο στις εν λόγω περιοχές είχαν οδηγήσει ουσιαστικά στον αποκλεισμό της Λακωνίας, εγείροντας ανυπέρβλητα εμπόδια για την υλοποίηση της σύμβασης.
Ο απολογισμός του ΟΣΔΕΠ τόνιζε επίσης ότι η τελική απόφαση για ακύρωση της σύμβασης του Νοεμβρίου του 1943, λόγω της συνειδητοποίησης των αντικειμενικών δυσκολιών για την υλοποίησή της, ελήφθη με πρωτοβουλία του ΔΕΣ¹⁷.
Υπογράμμιζε επίσης ο ΟΣΔΕΠ ότι, σε αυτό το πλαίσιο αντίξοων συνθηκών, κατάφερε να συγκεντρώσει ποσότητα 63.056 οκάδων ελαιολάδου από την περιφέρεια Μεσσηνίας, γεγονός που όπως υποστήριζε συνιστούσε απτή απόδειξη της επωφελούς για το κοινωνικό σύνολο δράσης του.
Ο ΟΣΔΕΠ αναφερόταν επίσης διεξοδικά στους λόγους για τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η ανάληψη περισσότερων πρωτοβουλιών από μέρους του, παρότι υπήρχε η σχετική βούληση.
Ως έναν από τους κυριότερους παράγοντες παρεμπόδισης της δράσης του υπέδειξε την αρνητική στάση των εμπλεκόμενων υπουργείων των κατοχικών κυβερνήσεων και τη συμμαχία των μαυραγοριτών με κατοχικές αρχές και φορείς, μια συμμαχία που στόχευε αφενός στην «αχαλίνωτον κερδοσκοπίαν» και αφετέρου στο να αποτελεί τροφοδότη της «παμφάγου και αποψιλωτικής εχθρικής πολεμικής προσπαθείας».
Το πλέγμα αυτών των συμφερόντων δημιουργούσε «καθεστώς πλήρους αποκλεισμού» για την «υγιή» εμπορική τάξη. Ενας άλλος ανασταλτικός παράγοντας υπήρξε ο αεροπορικός βομβαρδισμός του Πειραιά στις 11/1/1944, ως αποτέλεσμα του οποίου ο ΟΣΔΕΠ στερήθηκε πόρους και δίκτυα στα οποία βασιζόταν, καθώς η εμπορική ζωή στην πόλη του Πειραιά «ενεκρώθη»¹⁸.
Τις μέρες που ακολούθησαν τον βομβαρδισμό σημειώθηκαν επίσης περιστατικά κλοπών στις αποθηκευμένες προμήθειες του Οργανισμού.
Σε όλο το διάστημα της λειτουργίας του ο ΟΣΔΕΠ δεχόταν επανειλημμένα αιτήματα από εκπροσώπους οργανισμών, ιδρυμάτων, επαγγελματικών συλλόγων και ενώσεις ιδιωτικών και δημόσιων υπαλλήλων για διάθεση τροφίμων στα μέλη τους σε χαμηλές τιμές.
Τον Ιανουάριο του 1944 ο διευθυντής του Ζάννειου Ορφανοτροφείου Αρρένων στον Πειραιά απευθύνει αίτημα να προμηθευτεί «εις τιμήν συγκαταβατικήν 2 βαρέλια αλιπάστων» για τις ανάγκες τροφοδοσίας του ιδρύματος.
Στην επιστολή του μάλιστα, τόνιζε ότι ο αριθμός των ορφανών παιδιών που φιλοξενούνταν είχε ανέλθει σε 200 και ήταν ο μεγαλύτερος στην ιστορία του ιδρύματος¹⁹.
Ανάλογο αίτημα υποβάλλεται τον Μάρτιο από το Ταμείο Απόρων Σπουδαστών της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ)²⁰.
Στο πλαίσιο της αναζήτησης νέου ρόλου μετά την Απελευθέρωση, ο συνεταιρισμός απευθύνει τον Νοέμβριο του 1944 επιστολή προς τον υπουργό Εφοδιασμού, δηλώνοντας πλήρη συνείδηση της κοινωνικής του αποστολής στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της χώρας και «τάσσεται παρά το πλευρόν της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος, πιστός στρατιώτης και πρόθυμος εκτελεστής των εντολών της».
Παράλληλα προβάλλει εμφατικά τη θετική πρόσληψη της ταυτότητάς του, με αναφορά στη δραστηριοποίησή του επί Κατοχής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση που παρατίθεται στην επιστολή για τη διαδρομή του εμπορικού κόσμου του Πειραιά από τη μεσοπολεμική περίοδο έως την Απελευθέρωση, η οποία αναδεικνύει με γλαφυρό τρόπο την εμπέδωση της ταυτότητας των εμπόρων στη μετακατοχική περίοδο:
«Το εμπόριον τροφίμων Πειραιώς από της ενάρξεως του πολέμου (1939) και πολύ προ ταύτης υπέστη τας συνεπείας της αλογίστου εμπορικής πολιτικής της δικτατορίας και με τα ψιχία των αποθεμάτων συνετήρησε τον αστικόν πληθυσμόν και τον μαχόμενον Στρατόν της Ελληνικής Πατρίδος επ’ αρκετόν και προσέφερε το σύνολον των εμπορευμάτων του εις τιμάς κόστους συντελέσαν εις την διατήρησιν ούτω λίαν χαμηλού τιμαρίθμου ζωής κατά την πολεμικήν περίοδον.Επηκολούθησεν η περίοδος της κατοχής καθ’ ην το σύνολον σχεδόν των αποτελούντων το υγιές και ωργανωμένον εμπόριον εμπόρων, απογυμνωμένοι των αποθεμάτων των και με ηλαττωμένην οικονομικήν δυναμικότητα, δεν ηδυνήθησαν να αναμιχθούν εις το εμπόριον της εποχής εκείνης, η επιτυχής έκβασις του οποίου εξηρτάτο από παράγοντας την ύπαρξιν των οποίων δεν ηδύνατο να ανεχθή ο έμπορος του Πειραιώς, ο συνεχίζων την τιμίαν παράδοσιν των Ελλήνων εμπόρων»²¹.
Τον Φεβρουάριο του 1945 ο ΟΣΔΕΠ καταθέτει λογοδοσία για τη δραστηριότητά του, στην οποία αξίζει να προσεχθεί ο τρόπος με τον οποίο το συγκεκριμένο έργο ενσωματώνεται στη θετική αυτοεικόνα των εμπόρων του Πειραιά και προβάλλεται προκειμένου να διαφοροποιηθεί αυτή από το «μαύρο εμπόριο» της κατοχικής περιόδου.
Απέναντι στον μαυραγοριτισμό, ο οποίος στιγματίζεται ως προδοτικός, αντιπαρατίθεται το λεγόμενο «υγιές εμπόριο» και ειδικότερα, το «οργανωμένο εμπόριο τροφίμων Πειραιώς».
Σε αυτό το θετικό παράδειγμα δράσης, αντιτίθεται η γένεση και ανάπτυξη του μαυραγοριτισμού, ο οποίος τοποθετείται εκτός του εθνικού σώματος.
Παράλληλα το κείμενο ασκεί κριτική για το πρόβλημα της πείνας που έπληξε τον ελληνικό πληθυσμό στην Κατοχή και στον συμμαχικό παράγοντα, επισημαίνοντας τόσο τον αποκλεισμό που επιβλήθηκε από τους Συμμάχους όσο και την «πενιχράν σχετικώς βοήθειαν» που διοχετεύτηκε στην Ελλάδα μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Ως απόδειξη της ηθικής διάστασης της αποστολής του, που απέκλειε την έννοια του κέρδους, ο ΟΣΔΕΠ επικαλείται το γεγονός ότι ο ισολογισμός του κατέγραφε ζημίες, αδιάσειστη απόδειξη ότι «εν τη προσπαθεία του, όπως εκπληρώση εν τη εκτεθείσα περιπτώσει το κοινωνικόν καθήκον του Πειραϊκού εμπορίου ως ωργανωμένης κοινωνικής τάξεως, προσέφερε θυσίαν και δεν επεδίωξε κέρδος»²².
Ειδικότερα, η συνολική δράση του ΟΣΔΕΠ συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα, όπου η μη επιδίωξη του κέρδους συνιστά ηθική πράξη: «διέθετε ταύτα άνευ κέρδους εις όσον το δυνατόν περισσότερον χαμηλάς τιμάς προς την λαϊκήν κατανάλωσιν εξαναγκάζων ούτω και τους λοιπούς προμηθευτάς της λαϊκής καταναλώσεως να υποστείλουν το επίπεδον των τιμών».
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
ΓΑΚ-ΑΡΧΕΙΟ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗ
Σαν πας στην Καλαμάτα...
«Το έλαιον των Καλαμών εις τους Καλαμίους»
(εφ. «Τα Νέα» [Καλαμάτα], 17/12/1943, κύριο άρθρο)
«Το Εμπόριον του Πειραιώς συναισθανόμενον τας βαρείας υποχρεώσεις τας οποίας απέναντι της λαϊκής καταναλώσεως έχει τούτο, λόγω της θέσεώς του εντός του συνόλου της εθνικής οικονομίας και της κοινωνικής του αποστολής και μη παραγνωρίζον τας σοβαρωτάτας δυσχερείας, αναλαμβάνει να εκπληρώση τας υποχρεώσεις του ταύτας με το απαιτούμενον από τας σημερινάς συνθήκας της εθνικής περιπετείας πνεύμα αυτοθυσίας και θάρρους»¹.Αυτές οι φράσεις εμπεριέχονται στην ιδρυτική πράξη του Οργανισμού Συγκεντρώσεως και Διαθέσεως Εγχωρίων Προϊόντων (ΟΣΔΕΠ), ο οποίος συγκροτείται τον Νοέμβριο του 1943 από χονδρεμπόρους τροφίμων με έδρα τον Πειραιά², σε μια προσπάθεια του εμπορικού κόσμου της περιοχής να αντεπεξέλθει σε μια διπλή, θα λέγαμε, πρόκληση.
Η πρώτη αφορά την αντιμετώπιση της διατροφικής κρίσης που έπληττε τα αστικά κέντρα της χώρας στη διάρκεια της Κατοχής και εξελίχθηκε σε «πλήρη λιμό» την περίοδο Μαΐου 1941-Μαρτίου 1942.
To υπόμνημα Βαρβαρέσου προς τη διοίκηση της UNRRA ανέφερε πως το διάστημα Δεκεμβρίου 1941-Ιανουαρίου 1942 οι θάνατοι στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά υπερέβαιναν τους 6.000 μηνιαίως, έναντι 900 θανάτων τον μήνα κατά την προπολεμική περίοδο³.
Παρότι δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός των θυμάτων, εν τούτοις ο Ερυθρός Σταυρός απέδιδε «άμεσα ή έμμεσα» στον λιμό 250.000 θανάτους κατά το διάστημα 1941-1943 (Mazower 1994, σ. 67).
Από την πλευρά της, η Χιονίδου εκτιμά ότι ο λιμός στοίχισε τη ζωή στο 5% του ελληνικού πληθυσμού, γεγονός που τον καθιστά τον τελευταίο μεγάλο ευρωπαϊκό λιμό (Χιονίδου 2011, σ. 17-18).
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται η ανάπτυξη της λεγόμενης «μαύρης αγοράς», σε άμεση συνάρτηση με τη διοικητική ανεπάρκεια του ελληνικού κατοχικού κρατικού μηχανισμού.
Αποκαλυπτικός για τη διακύμανση των τιμών δύο βασικών διατροφικών ειδών, του ελαιολάδου και των οσπρίων, από την προπολεμική περίοδο μέχρι τις παραμονές της Απελευθέρωσης, είναι ο πίνακας που ακολουθεί.
Η χαλάρωση του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδας την άνοιξη του 1942, αποτέλεσμα διπλωματικών πιέσεων ιδίως από πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και της πίεσης της διεθνούς κοινής γνώμης, συνέβαλε στη μερική ανακούφιση της επισιτιστικής κρίσης, με την αποστολή σιτηρών τα οποία διανέμονταν στον ελληνικό πληθυσμό υπό την εποπτεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
Τα πρώτα φορτία σιτηρών από τον Καναδά έφτασαν στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1942 (Mazower 1994, σ. 73-74). Η άρση του αποκλεισμού οδήγησε και σε ριζική αλλαγή της προέλευσης της επισιτιστικής βοήθειας από το εξωτερικό, η οποία μέχρι και την άνοιξη του 1942 προερχόταν κατά κύριο λόγο από την Τουρκία.
Ωστόσο, από εκείνη τη στιγμή, η Σουηδία ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση και επίβλεψη του εγχειρήματος παροχής βοήθειας στην Ελλάδα (Βαλντέν, 2017).
Η δεύτερη πρόκληση αφορούσε τη θέση και τον ρόλο των εμπόρων στο πλαίσιο των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων της Κατοχής. Το ζήτημα αυτό είχε μια ειδικότερη και μια ευρύτερη διάσταση.
Αφενός, οι έμποροι τροφίμων του Πειραιά ήταν αντιμέτωποι με ριζικές ανακατατάξεις που απειλούσαν ευθέως την ευρωστία της οικονομικής τους δραστηριότητας και άρα την κοινωνική τους θέση. Η βιομηχανία και το εμπόριο τροφίμων στον Πειραιά διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο που δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν στη μεταπολεμική περίοδο, εξαιτίας και των καταστροφών που υπέστη η πόλη από τους βομβαρδισμούς στη διάρκεια της Κατοχής, με πλέον καταστροφικό εκείνον της 11ης Ιανουαρίου 1944.
Αφετέρου, όπως φαίνεται από τα επίσημα κείμενα και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, οι έμποροι που πρωτοστάτησαν στο εγχείρημα του ΟΣΔΕΠ επιδίωκαν να διαφοροποιηθούν εμφατικά, σε ό,τι αφορά την ταυτότητα και την εικόνα τους, από τον μαυραγοριτισμό και να υπερασπιστούν την ηθική διάσταση της εμπορικής δραστηριότητας.
Και τα δύο αυτά ζητήματα μπορούν να φωτίσουν τη συγκρότηση του ΟΣΔΕΠ και ως προσπάθεια μιας κοινωνικής ομάδας να διατηρήσει την κοινωνική της θέση και επιρροή στο πλαίσιο των ανακατατάξεων που συνεπάγεται η Κατοχή.
Υπό αυτό το πρίσμα, η μελέτη της δράσης του συγκεκριμένου φορέα μπορεί να συνεισφέρει στην κατανόηση των σύνθετων κοινωνικών διεργασιών της περιόδου που εμπεριέχει μια σειρά ζητημάτων όπως η σχέση κράτους-κοινωνίας, ο μετασχηματισμός των κοινωνικών δικτύων, η ανακατανομή των πόρων εξουσίας και οι σχέσεις αστικών κέντρων-υπαίθρου (Voglis, 2006).
Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, ορισμένοι εκ των πρωταγωνιστών του εγχειρήματος θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Πειραιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Σπύρος Μπρούσκαρης, ο οποίος θα διατελέσει πρόεδρος του ΕΒΕΠ (κατά τα διαστήματα 1953-1958, 1961-1964, 1974-1975) και θα αναδειχθεί σε «Νέστορα των παραγωγικών τάξεων του Πειραιά» (Χατζημανωλάκης 2004:212).
Συγκρότηση και αποστολή
Ο ΟΣΔΕΠ ιδρύεται λοιπόν στις 17 Νοεμβρίου 1943 ως αστικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης με 167 μέλη. Συνεταιριστές μπορούσαν να γίνουν όσα φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες απασχολούνταν στο «χονδρικόν εμπόριον εγχωρίων και αποικιακών», διατηρούσαν επιχείρηση στην περιφέρεια που υπαγόταν στο Πρωτοδικείο Πειραιά κατά την 31/12/1940 και ήταν εγγεγραμμένοι είτε στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά είτε στον Εμπορικό Σύλλογο Πειραιά.Οσοι ενδιαφέρονταν να γίνουν μέλη καλούνταν να καταθέσουν το ποσό των 3.000.000 δρχ. σε ειδικό λογαριασμό στις Τράπεζες Εμπορική, Αθηνών και Λαϊκή. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε μία συνεταιριστική μερίδα, που ήταν και το ελάχιστο όριο συμμετοχής, ενώ ο μέγιστος αριθμός μερίδων ορίστηκε στις δέκα⁴.
Στα κείμενα του Οργανισμού επανειλημμένα προβαλλόταν ο αστικός χαρακτήρας του εγχειρήματος, με την έννοια ότι η αποστολή του ήταν προσανατολισμένη στις ανάγκες των αστικών κέντρων.
Ο σκοπός του Συνεταιρισμού, σύμφωνα με το καταστατικό του, προσδιοριζόταν ως εξής: «α) Η προμήθεια εις τους συνεταίρους των αναγκαίων διά την επαρκή υπό τας σημερινάς δυσκόλους συνθήκας ικανοποίησιν των βιωτικών αναγκών της λαϊκής καταναλώσεως της περιφερείας τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης διά της λειτουργίας και κινήσεως των εμπορικών καταστημάτων αυτών, εγχωρίων προϊόντων και ιδία τροφίμων και ειδών βιωτικής ανάγκης, β) Η παρά του ιδίου του Συνεταιρισμού διάθεσις των ειδών τούτων επ’ ωφελεία της καταναλώσεως»⁵.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΣΔΕΠ συνήλθε για πρώτη φορά σε τακτική συνεδρία στις 20 Νοεμβρίου 1943 στην έδρα του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά, προκειμένου να εκλέξει τα μέλη του προεδρείου του. Πρόεδρος ορίστηκε ο Ιωάννης Ανδρικόπουλος, αντιπρόεδρος ο Δημήτριος Κουρής, γραμματέας ο Γεώργιος Δημακόπουλος, ενώ καθήκοντα ταμία ανέλαβε ο Ιωάννης Κατραμάτος⁶.
Στις 27 του ίδιου μήνα o ΟΣΔΕΠ προχώρησε στη σύναψη συμφωνητικού με την «Επιτροπή Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι υπό την αιγίδα του Διεθνούς Κομιτάτου του Ερυθρού Σταυρού» και με την ανώνυμη εμπορική εταιρεία «Ελλα-Τούρκ».
Βάσει της συμφωνίας, ο ΟΣΔΕΠ αναλάμβανε να προμηθεύσει την Επιτροπή και την Εταιρεία «Ελλα-Τούρκ» με 1.000 τόνους ελαιολάδου «νέας εσοδείας» από τις περιφέρειες Μεσσηνίας και Λακωνίας, τους οποίους θα αποκτούσε μέσω της ανταλλαγής τροφίμων και θα διέθετε «διά τας ανάγκας του πληθυσμού της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης».
Στο συμφωνητικό ορίζονταν επίσης οι ανταλλακτικές αξίες για την προμήθεια του ελαιολάδου. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν μια πολύτιμη ψηφίδα της κοινωνικής ιστορίας της Κατοχής και αποτυπώνονται στο αρχειακό υλικό ως ακολούθως: «μία οκά ελαιολάδου θα ανταλλάσσεται έναντι μιας και ημισείας (11/2) οκάς σίτου, συν μιας (1) οκάς λευκών φασολίων, συν δέκα πέντε (15) δραμίων ζακχάρεως»⁷.
Η Επιτροπή θα προμήθευε τον ΟΣΔΕΠ με τις ποσότητες των τροφίμων που ήταν αναγκαίες ως ανταλλακτικό μέσο για την προμήθεια του ελαιολάδου.
Τυχόν απώλειες κατά τη μεταφορά του ελαιολάδου, είτε λόγω πολεμικών συγκρούσεων είτε λόγω «κατασχέσεως εκ μέρους παρανόμως ενεργουσών ενόπλων ομάδων», βάραιναν τον ΟΣΔΕΠ.
Ο ΟΣΔΕΠ καλούνταν επίσης να καταθέσει τραπεζική εγγύηση ενός δισεκατομμυρίου δραχμών εντός τριημέρου από την έγκριση της σύμβασης.
Για το δίκιο των απόρων
Κεντρικής σημασίας δράση του ΟΣΔΕΠ αποτέλεσε η αποστολή μελών του στην Καλαμάτα τον Δεκέμβριο του 1943, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι καθορισμένες από τη σύμβαση με τον ΔΕΣ ποσότητες ελαιολάδου.Εκ μέρους του ΟΣΔΕΠ στην Καλαμάτα μετέβησαν οι Δ. Κουρής, Σπ. Μπρούσκαρης, Ι. Κατραμάτος, Π. Κωστόπουλος, Τ. Χαλβατζής και Αλ. Τζαννετάτος, με την εξουσιοδότηση να φέρουν σε πέρας την ανταλλαγή τροφίμων.
Η αποστολή έφτασε στην Καλαμάτα στις 12 Δεκέμβρη και ξεκίνησε επαφές με τους υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας για τη συγκέντρωση και αποθήκευση των προϊόντων, διαπιστώνοντας ότι οι διαθέσιμοι αποθηκευτικοί χώροι δεν επαρκούσαν, ενώ δεν είχαν δοθεί επαρκείς οδηγίες από τον ΔΕΣ και, κυρίως, καθυστερούσε η αποστολή από μέρους του των προς ανταλλαγή τροφίμων.
Το σημαντικότερο, ίσως, πρόβλημα που καλούνταν να αντιμετωπίσουν ήταν η εκτίναξη της τιμής του ελαιολάδου.
Σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος από την τοπική κοινωνία, μόλις πέντε μόλις ημέρες πριν από την άφιξη της αποστολής του ΟΣΔΕΠ είχε ιδρυθεί ένας οργανισμός από τοπικούς εμπόρους και επαγγελματίες, με στόχο την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών της πόλης μέσω της ανταλλαγής τροφίμων.
Το εγχείρημα ήταν ανταγωνιστικό προς την αποστολή του ΟΣΔΕΠ, καθώς οι συμμετέχοντες σε αυτό εξέφραζαν φόβους ότι η διασφάλιση από τον ΟΣΔΕΠ των ποσοτήτων ελαιολάδου που προσδοκούσε θα οδηγούσε εκ νέου σε σημαντική αύξηση της τιμής του στην Καλαμάτα⁸.
↳ Αριστερά: Λαδέμπορος [B. ΜΑΘΙΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ» (Αθήνα 1980)], πάνω δεξιά: συσσίτιο σε σχολική καντίνα της κατοχικής Αθήνας [ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ/ ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ] και κάτω: εικόνα του λιμανιού της Καλαμάτας λίγα χρόνια νωρίτερα [«Η ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΛΕΙΦΕΡΗ»]
Οπως διαφαίνεται από τις καταγραφές των μελών του ΟΣΔΕΠ, η κυριότερη ίσως δυσκολία για την προώθηση της αποστολής ήταν η διαφορετική προσέγγιση στόχων και μέσων με τις τοπικές κοινωνίες στις περιφέρειες Μεσσηνίας και Λακωνίας.Στην Καλαμάτα, o νομάρχης εξέφρασε έλλειψη ικανοποίησης για το καθορισμένο ποσό ανταλλαγής, ενώ αντιπαρέβαλε πρόταση με πιο συμφέροντες όρους που είχε υποβληθεί προς την Επισιτιστική Ενωση της πόλης από τον Γεωργικό Συνεταιρισμό Μακεδονίας.
Οι εκπρόσωποι του ΟΣΔΕΠ προχώρησαν σε σειρά επαφών στην περιοχή της Καλαμάτας, προκειμένου να πείσουν τους τοπικούς εκπροσώπους και φορείς να αποδεχθούν τη δική τους πρόταση.
Σε ορισμένες από αυτές τις επαφές, όπως με τα μέλη του Εμπορικού Επιμελητηρίου, που ήταν συγχρόνως μέλη και της Επισιτιστικής Ενωσης Καλαμάτας, αλλά και με απλούς εμπόρους της πόλης, η διάσταση απόψεων ήταν έντονη, καθώς οι τελευταίοι θεωρούσαν τη δράση του ΟΣΔΕΠ ανταγωνιστική προς τους δικούς τους στόχους.
Με εμφανή την απογοήτευση, ο Σπύρος Μπρούσκαρης ενημέρωνε σχετικά τον πρόεδρο του ΟΣΔΕΠ ότι «ουδεμίαν βοήθειαν δύνανται να μας προσφέρουν οι Εμποροι Καλαμών, αφ’ ενός διότι εμποδίζονται εκ της υπάρξεως της Επισιτιστικής Ενώσεως Καλαμών και αφ’ ετέρου διότι τα ανταλλακτικά ποσά είναι ανεπαρκή, ώστε να μην εξυπηρετείται το εμπορικόν των συμφέρον»⁹.
Ενδεικτικά των αντιδράσεων της κοινωνίας της Καλαμάτας απέναντι στο εγχείρημα του ΟΣΔΕΠ είναι άλλωστε τα δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων εκείνες τις ημέρες, με τίτλο λ.χ. «Το έλαιον των Καλαμών εις τους Καλαμίους»¹⁰.
Ανάλογες επαφές των εκπροσώπων του ΟΣΔΕΠ με παραγωγούς στην περιοχή της Μεσσήνης υπήρξαν επίσης ανεπιτυχείς.
Στις 16 Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε διευρυμένη σύσκεψη στο Εμπορικό Επιμελητήριο Καλαμάτας, παρουσία των απεσταλμένων του ΟΣΔΕΠ, με τη συμμετοχή του Διοικητικού Συμβουλίου της Επισιτιστικής Ενωσης, εκπροσώπων των γεωργικών συνεταιρισμών και του Εργατικού Κέντρου της πόλης.
Οι εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας περιέγραψαν με τα μελανότερα χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Καλαμάτας, «οι περισσότεροι των οποίων είναι εργάται, άνεργοι, υπάλληλοι και μικροεπαγγελματίαι, άπαντες ακτήμονες, υπέρ των οποίων, ουδεμία βοήθεια παρέχεται παρ’ ουδενός, ειδικώς διά την χορήγησιν ελαιολάδου, του οποίου πλείσται οικογένειαι των ανωτέρω κατηγοριών στερούνται παντελώς»¹¹.
Λαμβάνοντας τον λόγο στη σύσκεψη του ΟΣΔΕΠ με τοπικούς παράγοντες, ο εκπρόσωπος της Λαϊκής Επιτροπής της Καλαμάτας τόνισε ότι η προτεινόμενη ανταλλαγή ήταν ασύμφορη για τον λαό της πόλης.
Σε αυτή τη θέση συνηγόρησαν και ο διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης και τα μέλη της Επιτροπής της Επισιτιστικής Ενώσεως.
Την τραγική θέση, ως προς τις βιοτικές ανάγκες, στην οποία είχαν περιέλθει οι εργάτες, οι άνεργοι και ο υπαλληλικός κόσμος της πόλης τόνισε και ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, ζητώντας μάλιστα «να ληφθή μέριμνα παρά του ΔΕΣ οία λαμβάνεται και διά την πρωτεύουσαν, υπέρ των εργατών και των απόρων τάξεων των Καλαμών, οίτινες υπολογίζονται συνολικώς 20-25.000»¹².
Εν τούτοις, η διαδικασία ανταλλαγής των τροφίμων με ελαιόλαδο ξεκίνησε εν τέλει στην Καλαμάτα την ίδια μέρα. Σύμφωνα με τους αντιπροσώπους του ΟΣΔΕΠ, ο παρατηρητής-υπάλληλος του ΔΕΣ «μόνον προσκόμματα εδημιούργη», περιορίζοντας τις ώρες εργασίας μεταξύ 9-12 π.μ. και δυσχεραίνοντας έτσι την ανταλλαγή με παραγωγούς που προσέρχονταν από τα γύρω χωριά κατά τις απογευματινές ώρες¹³.
Μία επιπλέον κατηγορία κατά του ΔΕΣ αφορούσε το γεγονός πως οι διατακτικές τροφίμων που χορηγούσε για την ανταλλαγή δεν ήταν άμεσα εκτελεστές, «προς μεγίστην δυσφορίαν του ανταλλάσσοντος παραγωγού και δυσφήμισιν του έργου της ανταλλαγής».
Στα τέλη του Δεκέμβρη ο ρυθμός της ανταλλαγής είχε επιβραδυνθεί σημαντικά και οι ποσότητες του ελαιολάδου που συγκεντρώνονταν ήταν πενιχρές.
Οι βασικότερες αιτίες ήταν η αρνητική στάση των εμπόρων της περιοχής (που σύμφωνα με τις καταγραφές των Κωστόπουλου και Τζανεττάτου, αντιπροσώπων του ΟΣΔΕΠ στην Καλαμάτα, «το συμφέρον εις το οποίον και μόνον απέβλεπον ήτο να γίνουν κύριοι του ελαίου της υπαίθρου διά να το εκμεταλλευθούν») και της Επισιτιστικής Ενώσεως Καλαμάτας, που ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή στους παραγωγούς της υπαίθρου «διότι επεθύμουν να παραμένη το έλαιον εις Καλάμας προς χρησιμοποίησίν του υπ’ αυτών των ιδίων και ως ανταλλακτικού μέσου ελευθέρων ανταλλαγών»¹⁴.
Η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων στην περιοχή της Πελοποννήσου καθρεφτίζεται ανάγλυφα στις δραματικές αναφορές των αντιπροσώπων του ΟΣΔΕΠ, καθώς άφησαν και αυτές με τη σειρά τους τη σφραγίδα τους στο όλο εγχείρημα.
Στα τέλη Ιανουαρίου 1944, όπως γράφουν οι Κωστόπουλος και Τζαννετάτος, «εθρηνήσαμεν την θανατικήν εκτέλεσιν 3 χωρικών κατελθόντων προς ανταλλαγήν ελαίου», ενώ καταστράφηκε από αεροπορικό βομβαρδισμό βενζινόπλοιο που είχε ναυλωθεί για τη μεταφορά του ελαιολάδου στο λιμάνι του Διμενίου¹⁵.
Αποτυχία και ευθύνες
Ηδη τους πρώτους μήνες του 1944, γινόταν φανερό πως η επιχείρηση συγκέντρωσης ελαιολάδου δεν απέδιδε τα προσδοκώμενα αποτέλεσμα.Σαν επιστέγασμα αυτής της διαπίστωσης, στις 15 Μαΐου 1944 πραγματοποιήθηκε ειδική σύσκεψη των εκπροσώπων του ΔΕΣ, Helger, Kamm, και Σταυρόπουλου, με τους εκπροσώπους της «Ελλα-Τούρκ», Μπακάλμπαση και Χαλκιόπουλο, και τους εκπροσώπους του ΟΣΔΕΠ, Ανδρικόπουλο και Κουρή.
Ο Helger υποστήριξε ότι ήταν επιβεβλημένη η ακύρωση της συμφωνίας της 27/11/1943, καθώς η επίτευξη των στόχων της ήταν ανέφικτη. Ο ίδιος απέδωσε το απογοητευτικό αποτέλεσμα σε «ανωτέραν βίαν» όπως τα προβλήματα στις συγκοινωνίες και τις μεταφορές λόγω της πολεμικής κατάστασης¹⁶. Είχαν προηγηθεί αντεγκλήσεις, σε οξείς τόνους, μεταξύ του ΔΕΣ και του ΟΣΔΕΠ σχετικά με τον καταλογισμό ευθυνών.
Περίπου έναν χρόνο μετά την Απελευθέρωση, ο ΟΣΔΕΠ σε απολογιστικό κείμενό του καταλόγιζε σημαντικές ευθύνες για την αποτυχία της συγκεκριμένης αποστολής και στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, επισημαίνοντας τις καθυστερήσεις στην αποστολή οδηγιών προς τους αντιπροσώπους του στην Πελοπόννησο, καθώς και στην αποστολή των προς ανταλλαγή τροφίμων.
Επισήμαινε ακόμη πως οι συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτών και των κατοχικών δυνάμεων εκείνη την περίοδο στις εν λόγω περιοχές είχαν οδηγήσει ουσιαστικά στον αποκλεισμό της Λακωνίας, εγείροντας ανυπέρβλητα εμπόδια για την υλοποίηση της σύμβασης.
Ο απολογισμός του ΟΣΔΕΠ τόνιζε επίσης ότι η τελική απόφαση για ακύρωση της σύμβασης του Νοεμβρίου του 1943, λόγω της συνειδητοποίησης των αντικειμενικών δυσκολιών για την υλοποίησή της, ελήφθη με πρωτοβουλία του ΔΕΣ¹⁷.
Υπογράμμιζε επίσης ο ΟΣΔΕΠ ότι, σε αυτό το πλαίσιο αντίξοων συνθηκών, κατάφερε να συγκεντρώσει ποσότητα 63.056 οκάδων ελαιολάδου από την περιφέρεια Μεσσηνίας, γεγονός που όπως υποστήριζε συνιστούσε απτή απόδειξη της επωφελούς για το κοινωνικό σύνολο δράσης του.
Ο ΟΣΔΕΠ αναφερόταν επίσης διεξοδικά στους λόγους για τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η ανάληψη περισσότερων πρωτοβουλιών από μέρους του, παρότι υπήρχε η σχετική βούληση.
Ως έναν από τους κυριότερους παράγοντες παρεμπόδισης της δράσης του υπέδειξε την αρνητική στάση των εμπλεκόμενων υπουργείων των κατοχικών κυβερνήσεων και τη συμμαχία των μαυραγοριτών με κατοχικές αρχές και φορείς, μια συμμαχία που στόχευε αφενός στην «αχαλίνωτον κερδοσκοπίαν» και αφετέρου στο να αποτελεί τροφοδότη της «παμφάγου και αποψιλωτικής εχθρικής πολεμικής προσπαθείας».
Το πλέγμα αυτών των συμφερόντων δημιουργούσε «καθεστώς πλήρους αποκλεισμού» για την «υγιή» εμπορική τάξη. Ενας άλλος ανασταλτικός παράγοντας υπήρξε ο αεροπορικός βομβαρδισμός του Πειραιά στις 11/1/1944, ως αποτέλεσμα του οποίου ο ΟΣΔΕΠ στερήθηκε πόρους και δίκτυα στα οποία βασιζόταν, καθώς η εμπορική ζωή στην πόλη του Πειραιά «ενεκρώθη»¹⁸.
Τις μέρες που ακολούθησαν τον βομβαρδισμό σημειώθηκαν επίσης περιστατικά κλοπών στις αποθηκευμένες προμήθειες του Οργανισμού.
Σε όλο το διάστημα της λειτουργίας του ο ΟΣΔΕΠ δεχόταν επανειλημμένα αιτήματα από εκπροσώπους οργανισμών, ιδρυμάτων, επαγγελματικών συλλόγων και ενώσεις ιδιωτικών και δημόσιων υπαλλήλων για διάθεση τροφίμων στα μέλη τους σε χαμηλές τιμές.
Τον Ιανουάριο του 1944 ο διευθυντής του Ζάννειου Ορφανοτροφείου Αρρένων στον Πειραιά απευθύνει αίτημα να προμηθευτεί «εις τιμήν συγκαταβατικήν 2 βαρέλια αλιπάστων» για τις ανάγκες τροφοδοσίας του ιδρύματος.
Στην επιστολή του μάλιστα, τόνιζε ότι ο αριθμός των ορφανών παιδιών που φιλοξενούνταν είχε ανέλθει σε 200 και ήταν ο μεγαλύτερος στην ιστορία του ιδρύματος¹⁹.
Ανάλογο αίτημα υποβάλλεται τον Μάρτιο από το Ταμείο Απόρων Σπουδαστών της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ)²⁰.
Μετακατοχική ταυτότητα
Λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα, ο ΟΣΔΕΠ συνεδριάζει σε πανηγυρικό κλίμα προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του στις μετακατοχικές συνθήκες, επιμένοντας στην κοινωνική διάσταση της δράσης του.Στο πλαίσιο της αναζήτησης νέου ρόλου μετά την Απελευθέρωση, ο συνεταιρισμός απευθύνει τον Νοέμβριο του 1944 επιστολή προς τον υπουργό Εφοδιασμού, δηλώνοντας πλήρη συνείδηση της κοινωνικής του αποστολής στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της χώρας και «τάσσεται παρά το πλευρόν της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος, πιστός στρατιώτης και πρόθυμος εκτελεστής των εντολών της».
Παράλληλα προβάλλει εμφατικά τη θετική πρόσληψη της ταυτότητάς του, με αναφορά στη δραστηριοποίησή του επί Κατοχής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση που παρατίθεται στην επιστολή για τη διαδρομή του εμπορικού κόσμου του Πειραιά από τη μεσοπολεμική περίοδο έως την Απελευθέρωση, η οποία αναδεικνύει με γλαφυρό τρόπο την εμπέδωση της ταυτότητας των εμπόρων στη μετακατοχική περίοδο:
«Το εμπόριον τροφίμων Πειραιώς από της ενάρξεως του πολέμου (1939) και πολύ προ ταύτης υπέστη τας συνεπείας της αλογίστου εμπορικής πολιτικής της δικτατορίας και με τα ψιχία των αποθεμάτων συνετήρησε τον αστικόν πληθυσμόν και τον μαχόμενον Στρατόν της Ελληνικής Πατρίδος επ’ αρκετόν και προσέφερε το σύνολον των εμπορευμάτων του εις τιμάς κόστους συντελέσαν εις την διατήρησιν ούτω λίαν χαμηλού τιμαρίθμου ζωής κατά την πολεμικήν περίοδον.Επηκολούθησεν η περίοδος της κατοχής καθ’ ην το σύνολον σχεδόν των αποτελούντων το υγιές και ωργανωμένον εμπόριον εμπόρων, απογυμνωμένοι των αποθεμάτων των και με ηλαττωμένην οικονομικήν δυναμικότητα, δεν ηδυνήθησαν να αναμιχθούν εις το εμπόριον της εποχής εκείνης, η επιτυχής έκβασις του οποίου εξηρτάτο από παράγοντας την ύπαρξιν των οποίων δεν ηδύνατο να ανεχθή ο έμπορος του Πειραιώς, ο συνεχίζων την τιμίαν παράδοσιν των Ελλήνων εμπόρων»²¹.
Τον Φεβρουάριο του 1945 ο ΟΣΔΕΠ καταθέτει λογοδοσία για τη δραστηριότητά του, στην οποία αξίζει να προσεχθεί ο τρόπος με τον οποίο το συγκεκριμένο έργο ενσωματώνεται στη θετική αυτοεικόνα των εμπόρων του Πειραιά και προβάλλεται προκειμένου να διαφοροποιηθεί αυτή από το «μαύρο εμπόριο» της κατοχικής περιόδου.
Απέναντι στον μαυραγοριτισμό, ο οποίος στιγματίζεται ως προδοτικός, αντιπαρατίθεται το λεγόμενο «υγιές εμπόριο» και ειδικότερα, το «οργανωμένο εμπόριο τροφίμων Πειραιώς».
Σε αυτό το θετικό παράδειγμα δράσης, αντιτίθεται η γένεση και ανάπτυξη του μαυραγοριτισμού, ο οποίος τοποθετείται εκτός του εθνικού σώματος.
Παράλληλα το κείμενο ασκεί κριτική για το πρόβλημα της πείνας που έπληξε τον ελληνικό πληθυσμό στην Κατοχή και στον συμμαχικό παράγοντα, επισημαίνοντας τόσο τον αποκλεισμό που επιβλήθηκε από τους Συμμάχους όσο και την «πενιχράν σχετικώς βοήθειαν» που διοχετεύτηκε στην Ελλάδα μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Ως απόδειξη της ηθικής διάστασης της αποστολής του, που απέκλειε την έννοια του κέρδους, ο ΟΣΔΕΠ επικαλείται το γεγονός ότι ο ισολογισμός του κατέγραφε ζημίες, αδιάσειστη απόδειξη ότι «εν τη προσπαθεία του, όπως εκπληρώση εν τη εκτεθείσα περιπτώσει το κοινωνικόν καθήκον του Πειραϊκού εμπορίου ως ωργανωμένης κοινωνικής τάξεως, προσέφερε θυσίαν και δεν επεδίωξε κέρδος»²².
Ειδικότερα, η συνολική δράση του ΟΣΔΕΠ συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα, όπου η μη επιδίωξη του κέρδους συνιστά ηθική πράξη: «διέθετε ταύτα άνευ κέρδους εις όσον το δυνατόν περισσότερον χαμηλάς τιμάς προς την λαϊκήν κατανάλωσιν εξαναγκάζων ούτω και τους λοιπούς προμηθευτάς της λαϊκής καταναλώσεως να υποστείλουν το επίπεδον των τιμών».
[Το κείμενο αποτελεί προδημοσίευση της υπό έκδοση μονογραφίας της Τζ. Λιαλιούτη, Εμπόριο και Κατοχή: η περίπτωση του εμπορίου τροφίμων στον Πειραιά, ΙΝΕΜΥ, Αθήνα 2018]
Παραπομπές
¹. Αρχείο Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά (στο εξής ΕΣΠ), «Οργανισμός Συγκεντρώσεως και Διαθέσεως Εγχωρίων Προϊόντων ΣΥΝ.Π.Ε.», Αρ. Εγκυλ. 8/11/1943.
². Η δράση του Οργανισμού αναδεικνύεται μέσα από το αρχείο του, το οποίο πρόσφατα ψηφιοποιήθηκε και καταλογογραφήθηκε από το Ινστιτούτο Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ) και αποτελεί μέρος του αρχείου του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά.
³. ΤτΕ, Αρχείο Κυριάκου Βαρβαρέσου, Υπόμνημα Κυριάκου Βαρβαρέσου προς τη Διοίκηση της UNRRA, 1943.
⁴. ΕΣΠ, «Οργανισμός Συγκεντρώσεως και Διαθέσεως Εγχωρίων Προϊόντων ΣΥΝ.Π.Ε.», Αρ. Εγκυλ. 8/11/1943.
⁵. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, «Καταστατικόν Οργανισμού Συγκεντρώσεως και Διαθέσεως Εγχωρίων Προϊόντων», 5/11/1943.
⁶. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, «Απόσπασμα Πρακτικού, Α' Τακτική Συνεδρία», 20/11/1943.
⁷. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, «Συμφωνητικόν», 27/11/1943.
⁸. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, Σπ. Μπρούσκαρης προς πρόεδρο ΟΣΔΕΠ, 13/12/1943.
⁹. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, Σ. Μπρούσκαρης προς τον ΟΣΔΕΠ, 16/12/1943.
¹⁰. Κύριο άρθρο: «Το έλαιον των Καλαμών εις τους Καλαμίους», «Τα Νέα», 17/12/1943.
¹¹. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, Σ. Μπρούσκαρης προς τον ΟΣΔΕΠ, 16/12/1943.
¹². ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, «Πρακτικά», 19/12/1943
¹³. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, Π. Κωστόπουλος-Αλ. Τζανεττάτος, «Εκθεσις αντιπροσώπων Καλαμών Π. Κωστόπουλου-Αλ. Τζαννετάτου από 12 Δεκεμβρίου μέχρι 1 Μαρτίου 1944», 4/3/1944.
¹⁴. Ο.π.
¹⁵. Ο.π.
¹⁶. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, «Ειδική Επιτροπή Συγκεντρώσεως Ελαίου. Πρακτικά Συνεδρίας», 15/5/1944.
¹⁷. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, «Λογοδοσία Διοικητικού Συμβουλίου Ο.Σ.Δ.Ε.Π. επί των πεπραγμένων από 17.11.43-31.12.44», 16/2/1945.
¹⁸. Ο.π.
¹⁹. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, Γ.Π. Οικονόμου προς τον Οργανισμόν συγκεντρώσεως και διαθέσεως Εγχωρίων προϊόντων, 10/1/1944.
²⁰. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, Ο Πρύτανις της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και Πρόεδρος του Τ.Α.Σ. (Σ. Ανδρεάδης) προς ΟΣΔΕΠ, 6/3/1944.
²¹. ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ προς το Υπουργείον Εφοδιασμού, 13/11/1944.
²². ΕΣΠ, ΟΣΔΕΠ, «Λογοδοσία Διοικητικού Συμβουλίου Ο.Σ.Δ.Ε.Π. επί των πεπραγμένων από 17.11.43-31.12.44», 16/2/1945.
Διαβάστε
► Τζένη Λιαλιούτη - Κώστας Λοΐζος - Κώστας Ελευθερίου, Η ιστορία του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς: μια πρώτη ανάγνωση (Αθήνα 2017, εκδ. ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ).
► Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα, 1941-1944 (Αθήνα 2011, εκδ. Εστία).
► Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής (Αθήνα 1994, εκδ. Αλεξάνδρεια).
► Γιάννης Χατζημανωλάκης, Ιστορία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (Πειραιάς 2004, εκδ. ΕΒΕΠ).
► Polymeris Voglis, «Surviving Hunger: Life in the Cities and Countryside during the Occupation» (σε Robert Gildea - Olivier Wieviorka - Anette Warring [eds], Surviving Hitler and Mussolini: Daily Life in Occupied Europe, Οξφόρδη-Ν. Υόρκη 2006, εκδ. Berg).
► Σωτήρης Βαλντέν (επιμ.), Η ανθρωπιστική βοήθεια στην κατοχική Ελλάδα (Αθήνα 2017, εκδ. Θεμέλιο).
► Νίκος Ποταμιάνος, Οι νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925 (Ηράκλειο 2015, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
*επιστημονική συνεργάτης του ΙΝΕΜΥ, διδάσκουσας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμο
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου