Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Τάγματα Ασφαλείας Πελοποννήσου

Τάγματα Ασφαλείας Πελοποννήσου

dpapadogonas
Τάγματα Ασφαλείας Πελοποννήσου 
(Οι «εκθέσεις» Βρεττάκου και Καζάκου έχουν αναρτηθεί ξεχωριστά και έχουν αφαιρεθεί από το παρόν)
Οι πρώτες μονάδες εθελοντικών Ταγμάτων Ασφαλείας, ένοπλοι δηλαδή σχηματισμοί, οι οποίοι συγκροτήθηκαν »εθελοντικά», με πρωτοβουλία στελεχών του διαλυμένου Ελληνικού Στρατού και άλλων εθνικοφρόνων τοπικών παραγόντων και που ζήτησαν όπλα από τους Γερμανούς για να καταπολεμήσουν το ΕΑΜμικό κίνημα, δημιουργήθηκαν το φθινόπωρο του 1943 στη Λακωνία και σε
μικρότερο βαθμό στην Καλαμάτα, την Ηλεία και την Πάτρα,1»κεχωρισμένως και τοπικιστικώς», για να ενοποιηθούν την άνοιξη του 1944, ύστερα από ζυμώσεις »πατριωτικών κύκλων» της Αθήνας με την κυβέρνηση Ράλλη, σε μια ενιαία οργανωτική δομή, η οποία »τυπικώς μόνον», υπαγόταν στο υπουργείο Ασφαλείας της δοσιλογικής κυβέρνησης. Η ονομασία της ήταν Β’ Αρχηγείον Χωροφυλακής Πελοποννήσου, ως έδρα της είχε οριστεί η Τρίπολη και επικεφαλής της ανέλαβε στις 23 Μαρτίου 1944 ο βασιλόφρων συνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόγγονας.
Ο Δ.Παπαδόγγονας, ήδη από το καλοκαίρι του 1943 είχε πραγματοποιήσει επανειλημμένα
διαβήματα προς τις ιταλικές και γερμανικές κατοχικές αρχές, εισηγούμενος τον εξοπλισμό μιας δύναμης Ι.000 »έμπιστων εθνικοφρόνων» υπό τις διαταγές του, για την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και, σε μεταγενέστερο χρόνο, του ηπειρωτικού ΕΔΕΣ.Οι προτάσεις που απορρίφθηκαν αρχικά, εξ αιτίας του φόβου ότι αυτή η δύναμη γρήγορα θα αφοπλιζόταν από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
Συνολικά οργανώθηκαν πέντε τέτοια Τάγματα Ασφαλείας, με έδρες την Τρίπολη, τη Σπάρτη, το Γύθειο, το Μελιγαλά και τους Γαργαλιάνους, συνολικής δύναμης 4.000 ανδρών, με επιμέρους μονάδες ή φρουρές εγκαταστημένες σε μια σειρά πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά.
Επιμέρους εκδοχή αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να θεωρηθεί το «Τάγμα Χωροφυλακής Χανίων» που συγκροτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1944 με απόφαση των τοπικών δωσιλογικών αρχών, διοικητή τον ταγματάρχη Δημήτριο Παπαγιαννάκη και αποστολή, τυπικά μεν την καταστολή της ζωοκλοπής, ουσιαστικά όμως την καταδίωξη των ανταρτών. Το «ελληνικό τμήμα διώξεως ανταρτών Παπαγιαννάκη», όπως αναφέρεται στα γερμανικά έγγραφα της εποχής24, αποτελούνταν από 180-200 εθελοντές «χωροφύλακες άνευ θητείας» και ήταν η μοναδική περίπτωση (σχετικής, έστω) επιτυχίας των προσπαθειών που κατέβαλαν οι κατακτητές για τη δημιουργία μιας ένοπλης, αντιαντάρτικης Αντικομμουνιστικής Οργανώσεως Κρήτης (ΑΟΚ) σε όλο το νησί.2
Η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας
Η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς εκεί φαίνεται να συγκεντρώνονται οι μεγαλύτεροι σε αριθμό σχηματισμοί, oι οποίοι εντάσσονται στην άμεση δικαιοδοσία της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη. Ταυτόχρονα είναι η περιοχή όπου εμφανίζονται εθελοντικές πρωτοβουλίες βασιλοφρόνων κατοίκων για τη συγκρότηση ένοπλων αντικομουνιστικών πολιτοφυλακών, οι οποίες θα εξοπλίζονταν από τους Γερμανούς, πριν ακόμη το φαινόμενο πάρει διαστάσεις στην Αθήνα – κατόπιν των πρωτοβουλιών Ράλλη – αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η Πελοπόννησος  βασικά παραμένει μια συντηρητικά πολιτικά προσδιορισμένη περιοχή.3 Τοπικές ανώτερες κοινωνικές τάξεις, που συνδέονται με την κεντρική εξουσία συγκροτούν ισχυρά πελατειακά δίκτυα διαμεσολαβώντας κάθε πτυχή της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας. Αυτές δραστηριοποιούνται κατά κανόνα στο πλαίσιο του Λαϊκού κόμματος καθώς οι βενιζελικοί πολιτικοί σχηματισμοί δεν τυγχάνουν ισχυρής επιρροής στην περιοχή της Πελοποννήσου.
Ένας από τους ισχυρότερους πόλους των τοπικών ελίτ αποτελείται από το σώμα των αξιωματικών που απολαμβάνουν ευρύτατης αποδοχής από το ντόπιο πληθυσμό και παράλληλα συνδέονται μέσω των πελατειακών δικτύων με τους δύο αντιμαχόμενους πόλους της κεντρικής εξουσίας κυρίως όμως με τους φιλοβασιλικούς.
Έντονο »τοπικιστικόν πνεύμα» επικρατεί, τέλος, στο Τάγμα Γυθείου,όπου μόνο η απειλή συλλήψεων θα κάνει τους ντόπιους αξιωματικσύς να δεχθούν έναν μη μανιάτη ως επικεφαλής τους. Ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία συναντάμε, όσον αφορά την προέλευση και τα κίνητρα των απλών ταγματασφαλιτών. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, η αρχική »μαγιά» προήλθε από τις αντικομμουνιστικές ομάδες που είχαν ήδη συγκροτηθεί σε τοπικό επίπεδο, για την καταπολέμηση του ΕΑΜ -όπως σι »εθελοντές χωροφύλακες» της Αχαΐας ή τις »Εθνικές Ομάδες Αντιστάσεως» στη γειτονική Ηλεία.
Η στρατολόγηση των υπόλοιπων αρχικά γινόταν σε εθελοντική βάση, γρήγορα όμως οι αρχές άρχισαν να καλούν στα όπλα »εθνικιστές» με ατσμικές προσκλήσεις βάσει τσυ Ν.739 /1 937· στις τελευταίες αναγραφόταν η απειλή ότι, όσσι απέφευγαν να παρουσιαστούν, θα αντιμετώπιζαν » τας αυστηράς ποινάς του Νόμου και επί πλέον την δίωξιν των οικογενειών των και καταστρoφήν των οικιών των» Στην Καλαμάτα, αξιωματικοί που αρνήθηκαν να καταταγούν στο εκεί Τάγμα Ασφαλείας φυλακίστηκαν »επί αρκετόν χρόνον» από τον Παπαδόγγονα, μέχρι να ενδώσoυν.
Διαφορετική υπήρξε, τέλος, η διαδικασία εξοπλισμού των περισσότερων από τα χωριά που εντάχθηκαν στο όλο σύστημα. Εκεί, τις περισσότερες φορές την πρωτοβουλία παίρνουν τοπικοί παράγοντες, συχνά σε επαφή (και κάτω από την επηρροή) σγγχωριανών τους ή άλλων στελεχών της εθνικοφροσύνης που είναι εγκατεστημένα στα αστικά κέντρα-βάσεις των Ταγμάτων. Σ’ αυτή την περίπτωση, η σύσταση του αρχικού ένοπλου πυρήνα δημιογργεί ένα προηγούμενο (με την εκκαθάριση ή φυγή των τοπικών στελεχών του ΕΑΜ και την πρόκληση ενός κλίματος πιέσεων και γενικευμένης ανασφάλειας) που οδηγεί αργά ή γρήγορα σε νέες στρατολογίες, διεύρυνση του κύκλου των οπλισμένων κι επέκτασή του σε διπλανούς οικισμούς. Με τελικό αποτέλεσμα, το δίκτuo του ένοπλου αντιαντάρτικου μηχανισμού να απλώνεται στην ύπαιθρο, όπως ακριβώς οι κηλίδες του μελανιού πάνω στο στυπόχαρτο.
Η συγκρότηση του ΕΛΑΣ 
Σε αυτό το συντηρητικό πολιτικό περιβάλλον ήταν φυσικά δύσκολο να αναπτυχθούν αντιστασιακές δραστηριότητες, ειδικά η εαμική πρωτοβουλία, η οποία έθετε πολιτειακά και κοινωνικά προτάγματα που δεν αντιστοιχούσαν στις επιδιώξεις των τοπικών ελίτ, και ταυτόχρονα αντιμετώπιζαν την επιφυλακτικότητα των κατοίκων.
Το 1942, αρχίζουν να αναπτύσσονται μικρές ανταρτοομάδες με επικεφαλής τους αδελφούς Κανελόπουλου στην Μεσσηνία, και τον Λεβεντάκη στην Λακωνία, αλλά και άλλες ακόμα μικρότερες στον Πάρνωνα και στο Μαίναλο, χωρίς να είναι όλες σε επαφή με το ΕΑΜ και τους σκοπούς του, αλλά διακατεχόμενοι από πολιτική ριζοσπαστικότητα, που πολύ σύντομα θα τους έφερνε κοντά στο ΕΑΜ.
Από αυτές τις ομάδες μόνο έξι αντάρτες θα καταφέρουν να επιβιώσουν μετά το χειμώνα του 1942. Ουσιαστικά η συγκρότηση του ΕΛΑΣ συντελείται από την άνοιξη του 1943. Ο σμήναρχος Δημήτρης Μίχος κατόπιν εντολής του ΕΑΜ ιδρύει μια μικρή αντιστασιακή ομάδα στην περιοχή της Αχαΐας, η οποία πραγματοποιεί με σχετική επιτυχία επιθέσεις εναντίων των Ιταλικών στρατευμάτων κατοχής, και παράλληλα μεγάλο αριθμό στρατολογιών ανάμεσα στους κατοίκους.
Βλέποντας τα προβλήματα στην ανάπτυξη των Ελασίτικων αντιστασιακών σχηματισμών η Κ.Ε του ΕΑΜ αποστέλλει το καλοκαίρι του 1943 ομάδα ογδόντα επίλεκτων ανταρτών από τις δυνάμεις του Άρη Βελουχιώτη, μαζί με τοπικά στελέχη που είχαν αναγκαστεί να φύγουν το προηγούμενο διάστημα από την Πελοπόννησο, για τη Στερεά Ελλάδα.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες αίρεται η αρχική καχυποψία των κατοίκων οι οποίοι αρχίζουν να βλέπουν ευνοϊκότερα τις εαμικές πρωτοβουλίες.Από αυτή την περίοδο και μετά αρχίζει να ισχυροποιείται με γεωμετρική πρόοδο, και σε λίγο θα κυριαρχεί στις ορεινές περιοχές.4
Η δυσχέρεια ανάπτυξης των εαμικών αντιστασιακών πρωτοβουλιών, μας δίνει μια πρώτη διάσταση των συντηρητικών πολιτικών κατευθύνσεων των κατοίκων της Πελοποννήσου. Η διαπίστωση αυτή μας δίνει μια πρώτη – ατελή –ερμηνεία για το εύρος του φαινομένου ανάπτυξης των αντικομουνιστικών δοσιλογικών σχηματισμών στην Πελοπόννησο.
Για να μπορέσουμε όμως να κατανοήσουμε επαρκέστερα την ανάπτυξη των ένοπλων  αντικομου- νιστικών πολιτοφυλακών στην περιοχή θα πρέπει να τη δούμε ως συνέχεια των πρώτων ένοπλων αντιστασιακών πρωτοβουλιών, στις οποίες παίρνουν μέρος οι αξιωματικοί της Πελοποννήσου, καθώς αυτές φαίνεται να αποτελούν – μετά την διάλυσή τους – το βασικό τροφοδότη σε στρατιωτικό
προσωπικό των Ταγμάτων Ασφαλείας. Οι περιοχές άλλωστε στις οποίες αναπτύχθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας απηχούν την πρόθεση τόσο της κατοχικής κυβέρνησης, όσο και – εμμέσως – των
Βρετανών και της κυβέρνησης της Μέσης Ανατολής να δημιουργήσει αντίρροπους ένοπλους πόλους στη στρατιωτική ισχύ του ΕΛΑΣ. Η αποτυχία εγκατάστασης – κάτω από την πίεση του ΕΛΑΣ – ένοπλων ομάδων δημιουργεί το απαραίτητο κενό για την ενσωμάτωση μεγάλου μέρους των αντικομουνιστικών προθέσεων στους δοσιλογικούς σχηματισμούς των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε λοιπόν τη διαδρομή, τις κοινωνικές διαστάσεις και τα ιδεολογικά φορτία των ανθρώπων που επανδρώνουν τα Τάγματα, θα πρέπει πρώτα να επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε πτυχές της συγκρότησης, της δράσης και τέλους της διάλυσης της αντι-εαμικής οργάνωσης των αξιωματικών, του «Ελληνικού Στρατού» (Ε.Σ.).
ΠΑΤΡΑ
Πριν ακόμη την οριστική διάλυση του Ε.Σ., οι βασιλόφρονες αξιωματικοί αρχίζουν να αναζητούν προσφορότερες λύσεις για την αντιμετώπιση του ΕΑΜ, καθώς η λύση των αντι-ΕΑΜικών αντιστασιακών οργανώσεων – μετά και το κοινό σύμφωνο ΕΑΜ –Ε.Σ. – δεν φαίνεται να αποδίδει τα αναμενόμενα. Ο υποστράτηγος Ζερβέας,σε έκθεση που υποβάλει στις 26 Σεπτεμβρίου 1943 προς την στρατιωτική διοίκηση, αφού περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα την επικράτηση του ΕΑΜ, και την αδυναμία των «εθνικών ομάδων» καταλήγει:
»…Εις αντίρροπον της τεράστιας, πολυπλόκου, σατανικής και μοναδικής Αντεθνικής Οργανώσεως ΕΑΜ προτείνομεν την λήψιν των κάτωθι δραστικών μέτρων το ταχύτερον, καθ΄όσον η κατάστασις μεταβάλλεται από στιγμής είς στιγμήν επί τώ βελτίω της ΕΑΜ.
1) Άμεσος ενίσχυσης της εν ύπαιθρω Ομάδος Ταγματάρχου Καραχάλιου Χ.
(…) ώστε να αποκτηθεί εν τη υπαίθρω συμπαγής και ογκώδης εθνική ομάδα 1500-2000 ενόπλων.
2) Επαναοπλισμός της Αστυνομίας Πόλεως Πατρών και Χωροφυλακής Πατρών και Αιγίου, πλήρης και με πολλά ιδίως αυτόματα όπλα.Ενίσχυσις τούτων δια κατατάξεως χωροφυλάκων και αστυφυλάκων.
3) Αντικατάστασις ηττοπαθών Διοικήσεων Χωρ/κής, Αστυνομίας και Λιμεναρχείου.
4) Ίδρυσις εν Πάτραις Τάγματος 1000 Ευζώνων με πλήρη και σύγχρονον εξοπλισμόν και αρκετά αυτόματα όπλα δια την άμυνα της πόλεως
Ούτω μόνον θα εξουδετερωθή το επίκεντρον του κομ/σμού της Πελοποννήσου και θα παραλύσουν αφ’ εαυτών εν συνεχεία τα νεύρα και οι πλόκαμοι της ΕΑΜ ανά την Πελοπόννησο»
Σε πρώτη φάση το Τάγμα Ασφαλείας της Πάτρας στρατολογεί φτωχούς και πεινασμένους,28 χωρίς να επιτυγχάνεται η προβλεπόμενη αθρόα συμμετοχή «νομιμοφρόνων», «εθνικιστών» πολιτών. Η κατάσταση για το Τάγμα της Πάτρας αρχίζει να αλλάζει τον Απρίλιο του 1944, όταν οι μονάδες του ΕΛΑΣ διαλύουν την αντιεαμική αντιστασιακή ομάδα ΕΚΚΑ και το ένοπλο τμήμα της, το 5/42 τάγμα του Ψαρρού που δρούσε στην περιοχή της Δωρίδας. Η πλειοψηφία των εναπομεινάντων μελών της οργάνωσης περνούν στην Πάτρα και κατατάσσονται στα Τάγματα Ασφαλείας.
Με την ισχυροποίησή τους αρχίζουν «εκκαθαρίσεις» των «κομμουνιστικών στοιχείων» στην Πάτρα, σύλληψη υπόπτων και των οικογενειών τους και ίδρυση στρατοπέδου συγκέντρωσης για την φύλαξη τους, ενώ παράλληλα αναλαμβάνουν επικουρικά με τις γερμανικές δυνάμεις τη φύλαξη και τη διεκπεραίωση των Εβραίων της περιοχής, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Την ίδια περίοδο που ο Ζερβέας επιδιώκει την «ίδρυση τάγματος Ευζώνων» στην Πάτρα, μια άλλη πρωτοβουλία βρίσκεται σε εξέλιξη στην Λακωνία. Επιφανή μέλη της τοπικής κοινωνίας,, βασιλόφρονες αντικομουνιστές, απευθύνονται στους Γερμανούς ζητώντας να τους εξοπλίσουν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη διαφαινόμενη, ολοκληρωτική επικράτηση του ΕΑΜ.
Η αμοιβαία καχυποψία, αλλά και η αμφιβολία για την αποδοτικότητα μιας τέτοιας συνεργασίας αίρονται από τις νέες συνθήκες, που διαφοροποιούν τόσο ην αντίληψη των Γερμανών για τις προθέσεις των αντικομουνιστικών πολιτοφυλακών, όσο και τους «εθνικιστές οπλαρχηγούς» για την αποδοτικότητα της συνεργασίας.
ΛΑΚΩΝΙΑ
ΕΕΣ – Τάγμα »Λεωνίδας»
Το Νοέμβριο του 1943 ιδρύεται ο «Ελεύθερος Ελληνικός Στρατός»Τάγμα » Λεωνίδας» με αρχηγό τον Λεωνίδα Βρεττάκο, αδερφό του νεκρού από τις συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και Ε.Σ. ίλαρχου Βρεττάκου. Ο εξοπλισμός του τάγματος που παρέχεται από τους Γερμανούς, και για αυτό το σκοπό θα χρησιμοποιηθούν τα όπλα που εγκατέλειψαν οι Ιταλοί μετά τη συνθηκολόγηση τους.
Η αντικομουνιστική πρωτοβουλία των κατοίκων της Σπάρτης χρονολογείται από το καλοκαίρι, όταν είχε αρχίσει να διαμορφώνεται το αντιεαμικό κλίμα στη,  πραγματικά ή φαντασιακά απειλούμενη αφρόκρεμα  των πόλεων.
Η διάλυση του Ε.Σ. δεν στέρησε μόνο από την αντι-εαμική παράταξη από τα ένοπλα στηρίγματα της, αλλά διόγκωσε περαιτέρω τους φόβους για τις προθέσεις του ΕΑΜ. Αρκετοί από αυτούς που πρωτοστατούν στην πρωτοβουλία έχουν διακριθεί στην αντικομουνιστική μάχη που διεξήγαγε ο Ε.Σ. αλλά και οι μεμονομένες κατοπινές πρωτοβουλίες Βρεττάκου και Καραχάλιου.Άλλοι είχαν ήδη συνδεθεί με τις Γερμανικές αρχές, και η διαφαινόμενη ολοκληρωτική επικράτηση του ΕΑΜ στην ύπαιθρο και αργότερα στις πόλεις, έθετε σε κίνδυνο τους όρους διαβίωσης τους, και πολύ περισσότερο βέβαια και την ίδια τη φυσική τους βιολογική παρουσία.Η εισήγηση άλλωστε του Παπαδόγγονα είναι η διάταξη των Ταγμάτων Αφαλείας να είναι τέτοια έτσι ώστε να προστατευθούν οι πόλεις από την ενδεχόμενη «επέλαση» των ανταρτών σε αυτές.
Η τακτική αυτή δεν προκρίνεται για στρατιωτικούς λόγους μόνο, φαίνεται να ανταποκρίνεται και σε βαθιά εδραιωμένες πεποιθήσεις, που εδράζονται στο αντιθετικό και ανταγωνιστικό δίπολο πόλης-υπαίθρου. Για τις τοπικές ελίτ της Πελοποννήσου προέχει η οχύρωση και η διαφύλαξη των πόλεων, καθώς η κατοχή τους διασφαλίζει και τη διατήρηση του κοινωνικού καθεστώτος, με δεδομένο ότι η πόλη συγκεντρώνει πραγματικά και συμβολικά τις λειτουργίες του κράτους, του κατεξοχήν μηχανισμού δηλαδή, διατήρησης και αναπαραγωγής της κατεστημένης εξουσίας.
Η αίσθηση περιχαράκωσης άλλωστε των αντι-εαμικών κατοίκων της πόλης φαίνεται να διογκώνεται μετά την επικράτηση του ΕΑΜ στην εμφύλια σύγκρουση, αλλά και λόγω των ειδήσεων που συνεχώς καταφθάνουν σε αυτές σχετικά με την τύχη των ηγετών του Ε.Σ. αλλά και με την ένταση της καταστολής των αντι-εαμικών πυρήνων από τον ΕΛΑΣ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αλλά και με πολυποίκιλες πιέσεις σε αυτούς που δεν είχαν πειστεί για τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε το ΕΑΜ96, το «Ελεύθερος Ελληνικός Στρατός» του Βρεττάκου σύντομα απέκτησε αξιόμαχη δύναμη, η οποία διανεμήθηκε και στις υπόλοιπες πόλεις της Λακωνίας.
Οι ιδεολογικές κατευθύνσεις του τάγματος καθορίζονται με ενάργεια στην πρώτη ημερήσια διαταγή, αυτήν της ορκωμοσίας:
Υπερασπισητε με αυταπάρνησιν και μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος σας την σημαία, ήν παραλάβατε την Ελληνικήν Σημαίαν την ωραία και πολυθρύλιτον γαλανόλευκον με το σταυρόν εκείνο όν έδωκε ο Θεός είς τον Μ. Κωνσταντίνο με το σύνθημα «εν τούτω νίκα»
Την σημαία ταύτην σας εξορκίζω να την κρατήσητε άμωμον και άσπιλον από τα κομμουνιστικά κηρύγματα και τας θεομηνίας της εποχής, να την ανεβάσητε ψηλά είς τας επάλξεις του Πολιτισμού και του ανθρωπισμού, εκεί που οι πόθοι και τα όνειρα χιλιετηρίδων την ονειρεύθησαν και την ανεβίβασαν.
Να υπακούητε προς τους ανωτέρους και να είσθε πιστοί είς το καθήκον σας μιμούμενοι το παράδειγμα του Λεωνίδου και τον τριακοσίων, όπερ συμβολίζει άφθαστον υπόδειγμα θυσίας και εκπληρώσεως του καθήκοντος είς όλον το κόσμον.
Αποκηρύξατε και πατάξατε δια των οπλων σας πάσαν ανατρεπτικήν και αναρχικήν τάση των ασυνειδήτων πρακτόρων της Μόσχας.
Κρατήσατε την καρδίαν σας αδιαφθόρως Ελληνικήν (…) Σήμερον οι δολοφόνοι της Εθνικής Ιδέας και οι καταλύται της θρησκείας της οικογένειας της ηθικής και της εννόμου τάξεως ζητούν να κρημνίσμουν το οικοδόμημα του Ελληνισμού το τόσο αρχαίον αλλά πάντοτε νέον και ωραίον…»
Στην παραπάνω διαταγή, στην οποία καλούνται να ορκισθούν οι ένοπλοι του τάγματος »Λεωνίδας» πρωταγωνιστούν ιστορικές αναφορές στην αρχαία Σπάρτη και στο Βυζάντιο, σε ένα διανοητικό άλμα προς το παρελθόν, επιδιώκοντας ιστορικές νομιμοποιήσεις που να συνάδουν την αποστολή του
τάγματος.
Είναι προφανές ότι η επένδυση – των συντακτών του κειμένου – στη συλλογική μνήμη του ’21 δε θα ήταν η προσφορότερη, καθώς αυτή συνδέεται περισσότερο με πρακτικές ανταρσίας, παρά υπεράσπισης της τάξης, όπου και το επιδιωκόμενο για την περίπτωση του «Τάγματος Λεωνίδας».
Οι επιλεκτικές αναφορές στην αρχαία ιστορία χρησιμοποιούνται ευρύτατα από το Μεταξικό καθεστώς, καθώς επιδιώκεται η ανάκτηση ιστορικών νομιμοποιήσεων της αυταρχικότητας, στην κοινωνική διάρθρωση της αρχαίας Σπάρτης, ενώ έντεχνα αποσιωπάτε η – ενοχλητική προς τη φασιστική ιδεολογία – κοινωνική διάρθρωση της αρχαίας Αθήνας.
Οι νεοσύλλεκτοι του τάγματος καλούνται να γίνουν υπέρμαχοι σε μια κοσμική σύγκρουση, καθώς μετατοπίζονται τα περιεχόμενα από τη συγκυρία προς μια αντιπαράθεση μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας. Όπου ο πολιτισμός εκπροσωπείται από τον ελληνισμό, και η βαρβαρότητα από τον κομμουνισμό.
Η μετάθεση της σύγκρουσης από τις διαστάσεις της συγκυρίας, στο υπερβατολογικό πεδίο αποκτά πολιτικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της ναζιστικής ρητορικής του μεσοπολέμου. Ο »ναζιστικός πολιτισμός» αναφέρεται στο μέλλον και στην επικράτηση της «νέας τάξης» απέναντι στη «βαρβαρότητα», που προσδιορίζεται ως μια ιστορική κατάσταση του ανθρώπινου είδους, που ανήκει
στο παρελθόν. Εδώ αντίθετα, ο «πολιτισμός» των Ταγμάτων αντλεί τα αναφερόμενα του στο παρελθόν, καθώς εδώ η σύγκρουση έχει το χαρακτήρα της διατήρησης της προαιώνιας »τάξης του πολιτισμού» απέναντι στη επερχόμενη »θεομηνία της εποχής».
Η επικράτηση του »ελληνισμού» προσλαμβάνει το χαρακτήρα μιας »θεϊκής αποστολής» και η σύγκρουση μεταφυσικές διαστάσεις, μέσω της θεϊκής παρέμβασης, η οποία αποτυπώνεται συμβολικά στη σημαία στην οποία καλούνται να ορκισθούν. Οι άνδρες πλέον του τάγματος είναι ενεργούμενα της θείας βούλησης, η οποία είναι να νικήσουν.Ο επικαλούμενος »ελληνισμός» προσδιορίζεται περισσότερο με ιδεολογικά παρά φυλετικά κριτήρια, και συγκροτείται από τους πυλώνες της συντηρητικής σκέψεις την «εθνική ιδέα, τη θρησκεία, την οικογένεια και την έννομη τάξη».Εμφανίζεται εδώ – υπαινικτικά έστω – η άρνηση της εθνικής ιδιότητας του αντιπάλου μέσω ιδεολογικών προσδιορισμών, η πρακτική αυτή, θα κορυφωθεί κατά τον εμφύλιο όπου στο λόγο της «εθνικοφροσύνης» θα αποκτήσει πλέον και φυλετικά χαρακτηριστικά.
Την ίδια περίοδο ανάλογες κινήσεις αντικομουνιστών αναπτύσσονται και στις υπόλοιπες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες ενισχύονται υλικά, αλλά και με προσωπικό από το τάγμα του Βρεττάκου. Αφού καταφέρνει να εδραιωθεί στις περιοχές εγκατάστασης, ο «Ελεύθερος Ελληνικός Στρατός» ξεκίνησε
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας τρομοκρατώντας και συλλαμβάνοντας εκατοντάδες κατοίκους, μέλη ή φιλικά διακείμενους προς το ΕΑΜ.
Η ισχύς πλέον του τάγματος είναι τέτοια που μπορεί να πραγματοποιεί επιχειρήσεις και μακριά από την έδρα του. Μια τέτοια επιχείρηση πραγματοποιείται στην Καλαμάτα – όπου ακόμη δεν έχει ιδρυθεί Τάγμα Ασφαλείας – τον Ιανουάριο του 1944 με εκατοντάδες συλληφθέντες, που παραδίδονται στους Γερμανούς, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε εκτελέσεις αντιποίνων.
Παρά τη διαφαινόμενη πρόθεση του Βρεττάκου να δημιουργήσει και στην Καλαμάτα τάγμα που να υπάγεται στο σχηματισμό του, κάτι τέτοιο δεν μπόρεσε να επιτευχθεί, μάλλον λόγω της απροθυμίας των τοπικών παραγόντων να υπαχθούν στις διαταγές του. Τελικώς ούτε ο ίδιος θα καταφέρει να διατηρήσει την αρχηγία του τάγματος καθώς θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την αρχηγία του
τάγματος σε στρατιωτικούς, στο πλαίσιο ανασυγκρότησης των ταγμάτων, και υπαγωγής τους στο Β’ αρχηγείο Χωροφυλακής. Ο ίδιος θα εγκαταλείψει – μάλλον απογοητευμένος – τη Σπάρτη και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα μέχρι το τέλος της Κατοχής.
Από τις αρχές του 1944 οι αντι-εαμικοί κύκλοι της Πελοποννήσου δραστηριοποιούνται προς την κατεύθυνση ίδρυσης Ταγμάτων Ασφαλείας. Κατόπιν ενεργειών και συνεννοήσεων με την κυβέρνηση Ράλλη, του νομάρχη Μεσσηνίας Δημ. Περρωτή, ιδρύεται στην Καλαμάτα, δημοσυντήρητο Τάγμα στις 18 Φεβρουαρίου 1944, με διοικητή αρχικά τον ταγματάρχη Αλεξόπουλο.Ο Νομάρχης Περρωτής σε κατοπινή του έκκληση, το Σεπτέμβριο του 1944, προς τους Καλαματιανούς να μην ενοχλήσουν τα Γερμανικά στρατεύματα κατά την αποχώρηση του τονίζει την συμβολή τους για την συγκρότηση των Ταγμάτων
»…Ο ίδιος ο Γερμανικός Στρατός Κατοχής εν Ελλάδι, όταν αντελήφθη ότι η μικρά και ασήμαντος εν Ελλάδι μειοψηφία ηπείλει να καταστρέψει την Ελλάδα, δεν εδίστασε να προχωρήσει εις την δευτέραν ωραίαν αυτήν χειρονομίαν του να μας χορηγήση τα μέσα να συγκροτήσωμεν τα Τάγματα Ασφαλείας και να αναδιοργανώσωμεν τα αστυνομικά τμήματα τα οποία εγγυώνται σήμερον την τήρησιν της τάξεως…»
Λίγο αργότερα, το Μάρτιο του 1944, καταφθάνει από την Αθήνα το παλαιό στέλεχος του Ε.Σ., ο ταγματάρχης Στούπας, ο οποίος αναλαμβάνει την αρχηγία, και μεταφέρει το Τάγμα στο Μελιγαλά, όπου οι δυνατότητες στρατολογίας είναι μεγαλύτερες, καθώς οι διαθέσεις του πληθυσμού είναι ευνοϊκότερες για τα Τάγματα.
Ανάλογες προσπάθειες γίνονται και στις υπόλοιπες περιοχές. ΣτοΒαρθολομιό πρωτοστατεί ο γιατρός Νίκος Σπεντζάρης, υποστηρικτής και αυτός του Ε.Σ.. Καταφέρνει πολύ σύντομα να ιδρύσει τάγμα με διακόσιους ενόπλους, στηριζόμενος στο αντικομουνιστικό κλίμα που κυριαρχεί στην κωμόπολη της Ηλείας, μετά τα γεγονότα που οδήγησαν στην διάλυση του τμήματος του Ε.Σ. με διοικητή τον Καραχάλιο104. Στον Πύργο αντίθετα το τάγμα συγκροτείται κατόπιν ενισχύσεως που έρχεται από το Τάγμα Ευζώνων, που είχε εγκατασταθεί νωρίτερα στην Πάτρα.
Σύνταγμα Ευζώνων θα ιδρυθεί και στην Κόρινθο, το Φεβρουάριο του 1944, και ένας λόχος του, θα αποτελέσει τη βάση για την ίδρυση του Τάγματος στο Ναύπλιο.
Το Μάρτιο του 1944 ιδρύεται η Β’ Διοίκηση Χωροφυλακής με έδρα την Τρίπολη, στην οποία υπάγονται οι ένοπλοι σχηματισμοί που μέχρι τότε ενεργούσαν με μια σχετική αυτονομία. Εξακολουθούν να παραμένουν σε σχετική αυτονομία τα Τάγματα του Γυθείου και της Σπάρτης. Διοικητής αναλαμβάνει ο συνταγματάρχης Παπαδόγγονας. Για υπαρχηγός προορίζεται ο υποστράτηγος Ζερβέας, φανατικός υποστηρικτής της ανάληψης ένοπλης δράσης, σε συνεργασία με τους Γερμανούς για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού, ο οποίος τελικά για αδιευκρίνιστο λόγο απομακρύνεται. Παράλληλα ιδρύεται και το Τάγμα Ασφαλείας στην Τρίπολη, στο οποίο κατατάσσονται κάτοικοι, κυρίως από την περιοχή της Βόρειας Κυνουρίας, οι οποίοι φαίνεται ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα λόγω των διώξεων που τους ασκούνταν από το ΕΑΜ .
Το Τάγμα της Τρίπολης θα αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία Ταγμάτων στο Βαλτέτσι και στον Αχλαδόκαμπο.
118mnhmh-lakonia
Οικογένεια Δ. Τζιβανόπουλου
Όρθιοι από αριστερά οι πέντε λεβέντες τους, τα καμάρια τους και η απαντοχή τους: Ο Παρασκευάς, ο Αριστείδης, ο Δημοσθένης, ο Ιωάννης και ο Σωκράτης.Στις 26 Νοεμβρίου 1943, τα τέσσερα από τα πέντε παιδιά, ο Παρασκευάς 16 χρόνων, ο Δημοσθένης 23 χρόνων, ο Ιωάννης 21 χρόνων και ο Σωκράτης 19 χρόνων πήγαν να βρουν τον παππού τους τον Αριστείδη και τη γιαγιά τους την Πολυτίμη στον οικογενειακό τάφο του νεκροταφείου Α. Γεωργίου στη Σπάρτη, με τα κορμιά τους μπαραλιασμένα από τα πολυβόλα των Γερμανών στο Μονοδέντρι, καταδομένοι από Σπαρτιάτες συνεργάτες των Γερμανών, επειδή είχαν ενταχθεί στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ (Λακωνικός Τύπος).Όταν η οικογένεια Δ. Τζιβανόπουλου έβγαζε αυτήν τη φωτογραφία στην αυλή του σπιτιού τους, στη Σπάρτη, σίγουρα δεν είχαν δει ούτε σε όνειρο κακό τη συμφορά που ερχόταν.Καθιστοί ήταν ο πατέρας Δημήτριος Αριστ. Τζιβανόπουλος και η μάνα Κανελλιώ Δημ. Τζιβανοπούλου, το γένος Ιωάννη Παχύγιαννη.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
ΤΑΓΜΑ «Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ»
Σπάρτη 23-11-43
Αριθμ.Πρωτ.13
Προς Την Γερμανικήν Διοίκησιν Σπάρτης
Ενταύθα
Κατόπιν προφορικής υμών διαταγής λαμβάνομεν την τιμήν να επιστρέψωμεν συνημμένως την από 22-11-1943 αίτησιν του κ. Δημητρίου Τζιβανοπούλου μεθ’ όλων των συνημμένων και να αναφέρωμεν ότι οι μεν δύο αδελφοί Δημοσθένης και Ιωάννης είναι ενεργά μέλη του ΕΑΜ, διαφωτισταί και ομιληταί του ΕΑΜ, ανήκοντες εις μαχητικάς ομάδας, οι δ’ έτεροι δύο Σωκράτης και Παρασκευάς ανήκουν εις μαχητικήν ομάδα του ΕΑΜ-ΕΠΟΝ και ενήργησαν την επίθεσιν κατά της οικίας του αρχηγού Ε.Σ. κ. Λεωνίδα Βρεττάκου ένθα εφονεύθη ο Γεώργιος Καργάκος συνάμα δε εκ της οικίας των εγένετο εξόρμησις της επιθέσεως.
Κατόπιν των ανωτέρω άπαντα τα εν τη αιτήσει του πατρός των Δημητρίου Τζιβανοπούλου είναι ψευδέστατα και οι τέσσεροι υιοί του όχι μόνον δεν πρέπει να απολυθούν εκ των φυλακών Τριπόλεως ένθα κρατούνται, απεναντίας δε απορούμεν πώς ούτοι μέχρι σήμερον δεν έχουσι εκτελεσθή.
Ο Διοικητής
(υπογραφή)
Λεωνίδας Βρεττάκος»
 ΜΕΣΣΗΝΙΑ
Καλαμάτα – Μελιγαλάς – Γαργαλιάνοι
Η πρώτη περιοχή από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί είναι η Πελοπόννησος. Στην Καλαμάτα η αποχώρηση πραγματοποιείται στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944. Από εκείνη τη στιγμή τα Τάγματα Ασφαλείας της Μεσσηνίας αρχίζουν να συμπτύσσονται από τα προωθημένα φυλάκια στις μεγαλύτερες πόλεις της περιοχής, όπου υπήρχαν ισχυρές βάσεις.
Ο ΕΛΑΣ εν τω μεταξύ, κύκλωσε την Καλαμάτα απαιτώντας την παράδοση των Ταγμάτων, με αντάλλαγμα τη διασφάλιση της ζωής των μελών του Τάγματος. Ο νομάρχης Περρωτής πρωτοστάτησε στην απόρριψη της πρότασης, ανατρέποντας κάθε συμβιβαστική σκέψη ανάμεσα στους δοσιλογικούς κύκλους της Καλαμάτας.
Στη μάχη που ακολούθησε, στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, ο ΕΛΑΣ κατέλαβε εύκολα την πόλη, και ακολούθησαν αγριότητες από μέρους του πληθυσμού που ακολουθούσε τα αντάρτικα τμήματα καθώς εξουδετέρωναν τις τελευταίες εστίες αντίστασης.
Η ηγεσία των Ταγμάτων της πόλης μαζί με λίγους άνδρες κατάφερε να διαφύγει προς το Μελιγαλά όπου βρισκόταν η άλλη μεγάλη βάση των Ταγμάτων Ασφαλείας της περιοχής. Εκεί είχαν καταφύγει οι ταγματασφαλίτες από τις γύρω περιοχές μαζί με τις οικογένειές τους. Και εδώ οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν γρήγορα
Η μάχη που διήρκεσε από τις 13 έως τις 15 Σεπτεμβρίου του 1944 και κατέληξε στην κατάληψη της πόλης από τον ΕΛΑΣ με αντίτιμο εκατοντάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Όπως και στην Καλαμάτα, μαζί με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ συνέρρεε και πληθυσμός από τα γύρω χωριά ζητώντας εκδίκηση για τους θανάτους δικών τους προσώπων που είχαν προκληθεί από τη δράση των Ταγμάτων.Ο νομάρχης και η ηγεσία των Ταγμάτων αφού αιχμαλωτίσθηκαν, οδηγήθηκαν στην Καλαμάτα, όπου και λιντσαρίστηκαν από το συγκεντρωμένο πλήθος. Στην πόλη στήθηκαν λαϊκά δικαστήρια όπου με βάση μαρτυρίες που προερχόταν από τις τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ, αλλά και από κατοίκους άλλοι ελευθερώνονταν και άλλοι εκτελούνταν. Ο τόπος, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να συγκεντρωθεί ο μεγάλος αριθμός των νεκρών της μάχης, αλλά και των αντιποίνων που ακολούθησαν είναι η γνωστή Πηγάδα, που στα μετεμφυλιακά χρόνια αποτέλεσε τον τόπο σύμβολο της «αγριότητας των κομμουνιστών», ενταγμένη στον «εθνικόφρον» αφήγημα για τα χρόνια της Κατοχής.
 Μαρτυρίες
«11 Σεπτέμβρη. Στην οχυρωμένη μ’ όλα τα μέσα της πολεμικής τέχνης από τους Γερμανούς κωμόπολη του Μελιγαλά, έχουν συγκεντρωθεί να δώσουν την αποφασιστική δολοφονική τους μάχη, οι πιο αιμασταγείς ταγματαλήτες 2 επαρχιών. Οι βάσεις Βελίκας, Καλαμάτας, Μελιγαλά, Διαβολιτσιού, Δώριου, Κοπανακιού. Αποβραδίς, οι ηρωικοί ΕΛΑΣίτες του 8ου και 9ου Συντάγματος, έχουν δέσει γύρω από το άντρο αυτό της εθνοπροδοσίας ασφυκτικό κλοιό. Εφεδροελασίτες και από τις 3 επαρχίες πλαισιώνουν κι εδώ, στις πρώτες γραμμές, τον ΕΛΑΣ, ενεργούν αναγνωρίσεις, δίνουν πληροφορίες. Και τρεις μέρες και τρεις νύχτες, από το χάραμα της 12 Σεπτέμβρη, ο μικρός κάμπος και τριγύρω τα βουνά κρατούν την ανάσα τους στο ασταμάτητο σάλαγο της φονικής σύρραξης. Για τον ΕΛΑΣ, χάρη στις Καζέρτες και στα Λίβανα, κάθε σφαίρα, είναι ακριβότερη κι από το χρυσό. Είσαι υποχρεωμένος χίλιες να σφυρίζουν στ’ αυτιά σου και ν’ απαντάς με μία. Μονάχα που διαθέτει κανόνι! Είναι μια σκέτη κάννη, ψαρεμένη από το ΕΛΑΝ στ’ απομεινάρια κάποιου ναυαγίου. Για να ψευτοσταθεί στον τόπο της, ύστερα από κάθε βολή, φορτώνεται μ’ έναν αρμακά πέτρες. Μα κι έτσι, πάλι κλοτσοπηδάει και τα φέρνει όλα γύρω της, άνω – κάτω. Και οι άντρες για σιγουριά έχουν δέσει από τη σκανδάλη της ένα καραβόσκοινο, κι αυτό τραβάνε από καμιά δεκαριά μέτρα μακριά κάθε φορά που θέλουν να πυροβολήσουν!
14 Σεπτέμβρη. Μια εγγλέζικη αποστολή έρχεται καταϊδρωμένη και ζητάει να περάσει στις γραμμές της εθνοπροδοσίας. Θα έπειθε λέει, τους αλήτες να σταματήσουν την αιματοχυσία, να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και να περιμένουν να κριθούν από την Κυβέρνηση. Οταν το παράλλο πρωινό, αιχμάλωτοι πια του ΕΛΑΣ, οι διπλοπουλημένοι αυτοί στους ξένους επιδρομείς «εθνικόφρονες» ρωτήθηκαν γιατί έστω και την τελευταία στιγμή δε δέχτηκαν να σταματήσουν την αιματοχυσία, η απάντησή τους ήταν και πάλι αυτή του αναίσθητου, επαγγελματία προδότη.
– Οι Εγγλέζοι μας πίεσαν να συνεχίσουμε…
Για το Μεσσηνιακό λαό για μια ακόμη τώρα φορά ενισχύονταν οι ανησυχίες του για το αύριο, ενώ οι ταγματαλήτες με τις ευλογίες τώρα γερμανών, εγγλέζων, της κυβέρνησης συνέχιζαν με πιο πολλή λύσσα, και αναισθησία το αιματοκύλισμα του λαού. Ο ΕΛΑΣ έχασε όσα σε καμιά μάχη του με τους Γερμανούς, κάπου 200 διαλεχτά παλικάρια. Οι ταγματαλήτες ως την τελευταία στιγμή, έβγαλαν από το Μπεζεστένι ομήρους τους και τους εκτελούσαν.
15 Σεπτέμβρη. Λίγο μετά το ηλιβάρεμα, οι δολοφόνοι του Μελιγαλά, σηκώνουν από παντού λευκές σημαίες. Πετούν στα φυλάκια τα άτιμα όπλα τους και μπουλούκια – μπουλούκια, τρέχουν να κλειστούν στο Μπεζεστένι. Λίγες στιγμές πριν την παράδοσή τους, στις ανατολικές παρυφές της κωμόπολης είχε φτάσει χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στη μάχη το 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ μαζί με το θρυλικό καπετάνιο του Λαϊκού μας στρατού – τον Αρη Βελουχιώτη. Ο πόνος, η οργή και το αίσθημα της πιο άγριας εκδίκησης των χιλιάδων μαυροφορεμένων από τα γύρω χωριά που πλημμύρισαν την κωμόπολη ήταν ολόκληρο βουνό. Και μ’ όλα αυτά, ο πατριωτισμός και η ανθρωπιά του εθνικολαϊκού μας κινήματος δεν υστέρησε. Από την πρώτη ημέρα με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ διώχτηκαν στα χωριά τους εκατοντάδες ανοργάνωτοι, που περιφέρονταν στην πόλη, λεηλατούσαν και προκαλούσαν ανεύθυνα. Από τις πρώτες στιγμές οι κατά τόπους οργανώσεις ξεκαθάρισαν από το Μπεζεστένι πάνω ίσως κι από χίλιους Γερμανοντυμένους που υποτίθονταν ότι δε βαρύνονταν μ’ εγκλήματα και τους έστειλαν στα σπίτια τους. Από την ίδια ημέρα το Λαϊκό Συμβούλιο Αυτοδιοίκησης συνέρχονταν και με εισήγηση του υποφαινόμενου αποφάσιζε την οργάνωση συσσιτίου για τις οικογένειες των ταγματαλητών!Και μέσα σ’ ένα τέτοιο αιμοσταγές περιβάλλον το ανθρώπινο πρόσωπο του Λαϊκού μας αγώνα, εύρισκε και πάλι την αντοχή του να εκδηλωθεί.
16 Σεπτέμβρη. Ενα μετά το άλλο τα 3 Συντάγματα του Λαϊκού Στρατού αποσύρονται από το Μελιγαλά και προχωρούν από την απάνω Τριφυλία, την Ιθώμη, την Εύα, τη Βουφράδα, σ’ ένα μέτωπο που πιάνει όλο το μάκρος του Νομού. Ολες οι δυνάμεις θα συγκλίνουν στους Γαργαλιάνους, τη μεγάλη αντάρτισσα πόλη του Μωρηά, με τους 600 αντάρτες της και τους χιλιάδες κυνηγημένους της. Εδώ έχει φωλιάσει ο αρχιδολοφόνος Στούπας και με τις ορδές του συνεχίζει και μετά την αποχώρηση των Γερμανών τις επιδρομές και τη σφαγή στα χωριά της Κάτω Τριφυλίας και της Πυλίας.
Στη σύρραξή του αυτή με τα τελευταία υπολείμματα της εθνοπροδοσίας, ο ΕΛΑΣ πληρώνει και πάλι μ’ ακριβές απώλειες. Οι δολοφόνοι του Στούπα, ηττημένοι, σκορπίζονται στις σταφίδες και στην πορεία τους προς την Πύλο αιματοκύλησαν την περιοχή, σκοτώνοντας άνανδρα, κάθε χωριάτη που δούλευε ανύποπτος στα χτήματά του. Ο αρχιπροδότης Στούπας κλείνεται στο Κάστρο της Πύλου να γλιτώσει. Μα κάποτε αποκάνει από την αντιλαϊκή λύσσα του και αυτοκτονεί.
Ετσι, στις 20 Σεπτέμβρη η Μεσσηνία είναι λεύτερη. Ο ηρωικός καπετάνιος του Εθνικοαπελευ- θερωτικού αγώνα, Αρης Βελουχιώτης, προχωρεί σ’ όλο το μάκρος, από Πύλο – Μεσσήνη, Αρκαδικά σύνορα, αποχαιρετάει το λαό και με τα 3 Συντάγματα του ΕΛΑΣ τραβάει για το κέντρο του Μωρηά.
Εκεί, στα τέλη του Σεπτέμβρη, έφτανε στην Καλαμάτα και ο αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» κ. Παναγ. Κανελλόπουλος.
Από την πρώτη κι όλας στιγμή φάνηκε ότι μοναδική έγνοια και αγωνία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου ήταν το πώς θα περιμαζέψει, θα διατηρήσει οπλισμένους και θα μεταφέρει στην Αθήνα τους ταγματαλήτες, για τη νέα αιματοχυσία που ετοίμαζε με τους Αγγλους πάτρωνές της. Λαϊκές επιτροπές από όλα τα στρώματα ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα στο ξενοδοχείο που στάθμευε ο Αντιπρόσωπος της κυβέρνησης, χωρίς να παίρνουν έστω μια αόριστη απάντηση για τα προβλήματα ζωής ή θανάτου, που τους πίεζαν. Κι ήταν πάλι και τότε η πρωτοβουλία και πίεση των λαϊκών οργανώσεων, που έδινε μια άμεση και σωστική λύση σε πολλά αδιέξοδα. Με την υπογραφή του κ. Κανελλόπουλου του Διοικητ. Αντιπροσώπου Επαρχίας Καλαμάτας και του υποφαινόμενου σαν Διοικητικού αντιπροσώπου της Επαρχίας Μεσσήνης, εκδίδονταν για το Νομό και κυκλοφορούσαν ειδικά χαρτονομίσματα, εγγυημένα από το κράτος που θα δημιουργούνταν. Μ’ αυτά πληρώθηκαν χιλιάδες υπάλληλοι που ένα δυο μήνες έμειναν απλήρωτοι και νηστικοί. Μ’ αυτά άνοιξε και κινήθηκε η αγορά κι ο λαός ένιωσε ξανά ότι μπορεί μόνος του να κουμαντάρει κάθε πλευρά της ζωής του».
 Στάθης Κανναβός, Έπαρχος διοικητικού αντιπροσώπου της ΠΕΕΑ, γιατρός
«Είχα την ευθύνη της συγκέντρωσης των αιχμαλώτων στο Μπεζεστένι. Το έργο μας ήταν πολύ δύσκολο. Επρεπε να συγκρατήσουμε ομάδες εξοργισμένων πολιτών, οι οποίοι οπλισμένοι με τσεκούρια ορμούσαν να εκδικηθούν για τα θύματά τους. Για να περιφρουρήσουμε τους αιχμαλώτους, βάλαμε ισχυρή φρουρά στο Μπεζεστένι και γράψαμε με μεγάλα γράμματα: «Προσοχή Νάρκες!»»
 Αρίστος Καμαρινός
«Τους αιχμαλώτους, σε πρώτη φάση τους μεταφέραμε στις αρχικές μας θέσεις. Συγκεντρώθηκαν εκεί εκατοντάδες αγανακτισμένοι Μεσσήνιοι, που φώναζαν: «Δολοφόνοι, προδότες, σκοτώσατε τους δικούς μας». Και απειλούσαν λιντσαρίσματα. Με το πιστόλι στ’ αριστερό μου χέρι (το δεξί το είχα στο γύψο), τους είπα: «Δεν θα επιτρέψω να θιγεί ούτε ένας αιχμάλωτος» και τους εξήγησα: Πρώτον, δεν ξέρουμε ποιοι κάνανε εγκλήματα. Χρειάζεται ανάκριση και δεύτερο,αν θέλατε να εκδικηθείτε ας ερχόσαστε να λάβετε μέρος στη μάχη. Τρεις μέρες κράτησε»».
Βαγγέλης Μαχαίρας
Την ίδια εξέλιξη είχε και η περικύκλωση των Γαργαλιάνων, όπου έδρευε το Τάγμα Ασφαλείας με αρχηγό τον ταγματάρχη Στούπα. Μετά από μάχη ο Στούπας διαφεύγει τη σύλληψη και καταφεύγει στην Πύλο, όπου και αυτοκτονεί, όταν αποφασίζεται η παράδοση του Τάγματος στον ΕΛΑΣ. Με τον ίδιο τρόπο διαλύονται και οι βάσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας στον Πύργο, στο Μυστρά και στον Αχλαδόκαμπο, ενώ παραδίδονται κατόπιν συμφωνίας οι φρουρές στην Κόρινθο και στο Ναύπλιο.
Μετά τη διάλυση όλων των βάσεων των Ταγμάτων στην Πελοπόννησο, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, όπου και υπήρχε η κεντρική διοίκηση των Ταγμάτων. Μετά και από παρέμβαση του απεσταλμένου της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, θα επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στον Άρη Βελουχιώτη και τον Παπαδόγγονα. Με τη συμφωνία προβλέπεται να παραδώσουν οι ταγματασφαλίτες τα όπλα τους στη Βρετανική στρατιωτική αποστολή, και να εγκατασταθούν στις Σπέτσες κάτω από Βρετανική φύλαξη, μέχρι να αποφασισθεί η τύχη τους.
Οι δυνάμεις τελικώς, που θα αποχωρήσουν από την Πελοπόννησο θα αποτελέσουν το βασικό ένοπλο σχηματισμό του αντι-εαμικού μετώπου, στη σύγκρουση των Δεκεμβριανών, αλλά και κατά την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας, όταν το κράτος δεν θα έχει καταφέρει να συγκροτήσει τις δυνάμεις του ενάντια στην απειλή που αντιπροσωπεύουν οι κομμουνιστές.
Για τη συμμετοχή τους αυτή, η δοσιλογική δράση τους θα αποσιωπηθεί, και θα επανενταχθούν στο εθνικό σώμα. Η ιδεολογία του αντικομουνισμού που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής στα πλαίσια των ένοπλων δοσιλογικών οργανώσεων, ανασχηματισμένη από τις εξελίξεις που ακολούθησαν, θα αποτελέσει τη βασικότερη συνιστώσα της «πολεμικής εθνικοφροσύνης» που θα διεξάγει τον Εμφύλιο.
Η συγκρότηση της ομάδας Ε.Σ. (Ελληνικός Στρατός) αποτέλεσε πρωτοβουλία αρχικά κατωτέρων αξιωματικών με αρχικό σκοπό τη »διατήρηση του εθνικού φρονήματος»59. Στην αρχή συνεστήθη ως Οργάνωση Κατωτέρων Αξιωματικών, Ο.Κ.Ε,  για να μετονομαστεί εν συνεχεία σε Ε.Σ., επιδιώκοντας ουσιαστικά την ταύτιση της συγκεκριμένης προσπάθειας, τόσο με τον προπολεμικό Εθνικό στρατό, το στρατό της Αλβανίας, όσο και η σύνδεση-αναγνώριση του με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και το συμμαχικό αγώνα. Η ένοπλη ομάδα Ελληνικός Στρατός
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του λοχαγού Γ. Καραχάλιου, (σε υστερόχρονη αφήγηση του) εκ των ηγετών του Ε.Σ. σε σχετική ερώτηση Εαμικών στελεχών:
»…..αλλά ήθελον να πληροφορηθούν που ανήκουν αι ημετέροι ομάδες και τι σημαίνει το χαρακτηριστικόν Ε.Σ. .Τους απήντησα ότι Ε.Σ. σημαίνει Ελληνικός Στρατός αποτελούμε συνέχεια του Στρατού της Αλβανίας και του τοιούτου της Μ. Ανατολή»
Πρόκειται ουσιαστικά για τη σοβαρότερη προσπάθεια δημιουργίας αντιστασιακής οργάνωσης που θα δρούσε παράλληλα ή αντιτιθέμενα στο ΕΑΜ, και κάτω απ’ τον Ε.Σ. φαίνεται να συσπειρώνονται διαφόρου τύπου οργανώσεις και επιδιώξεις.
Ήδη από το καλοκαίρι του 1941 διαφαίνεται η προσπάθεια μιας κάποιας πρώτης συνεννόησης των κατωτέρων κυρίως αξιωματικών με προοπτική να αναφερθεί εν συνεχεία στους ανωτέρους.62
Πρέπει να σημειωθεί ότι από τη στιγμή της κατάρρευσης του Αλβανικού μετώπου φαίνεται ότι ενυπάρχει στο – κατώτερο κυρίως – στρατιωτικό προσωπικό, καθώς και στους εφέδρους η αίσθηση της προδοσίας και της εγκατάλειψης απ’ τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς που εκδηλώνεται με μια
γενικότερη απαξία συνολικά στις αφηγήσεις της περιόδου.63 Η ανάθεση πολιτικών καθηκόντων στο ανενεργό πλέον στρατιωτικό προσωπικό φαίνεται να επιδεινώνει την κατάσταση64 καθώς ακολουθεί συνολική κατάρρευση των υφιστάμενων κρατικών δομών.Σε δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας συναντάμε το εξής σχόλιο για την δραστηριοποίηση του στρατιωτικού προσωπικού σε πολιτικά καθήκοντα.»
»…Η απόφαση της Κυβερνήσεως όπως χρησιμοποιηθούν οι άνευ εργασίας αξιωματικοί είς υπηρεσίας Διοικητικάς πλησίον των Νομαρχιών, είναι δίκαια από δύο απόψεων. Εν πρώτοις δίδεται ασχολία και τα μέσα της συντηρήσεως είς τους πολεμιστάς αξιωματικούς, οι οποίοι εκπληρώσαντες ευόρκως το προς την πατρίδα καθήκον των, ευρέθησαν και αυτοί μέσα είς τον σάλον της καταστροφής, χωρίς να γνωρίζουν που θα έπρεπε να προσανατολισθούν. Αφ’ ετέρου όμως οι αξιωματικοί ούτοι, θα δυνηθούν να προσφέρουν πλείστας υπηρεσίας υπέρ του κοινωνικού συνόλου, παρέχοντες την συνδρομήν των, είς τους Νομάρχας και εκτελούντες με την ευσυνειδησίαν που τους διακρίνει, τα ανατεθησόμενα είς αυτούς καθήκοντα65…»
Ουσιαστικά όλο το επόμενο διάστημα το σώμα των αξιωματικών παραμένει ανενεργό από κάθε ένοπλη αντιστασιακή δραστηριότητα και στην πλειοψηφία του αναλώνεται σε ατέρμονες συζητήσεις και παλινωδίες σχετικά με τη συγκρότηση ένοπλων τμημάτων. Σημαντικό ρόλο στη στάση αυτή φαίνεται να παίζει η προσκόλλησή τους στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, καθώς ανέμεναν μέσω αυτού και των Βρετανικών αποστολών την πρωτοβουλία, αλλά κυρίως την ενίσχυση για την έναρξη αυτής της προσπάθειας. Φαίνεται να υπερισχύουν ανάμεσά τους οι περισσότερο «φρόνιμες» σκέψεις, καθώς η ισχύ της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής φαντάζει ανυπέρβλητη και η έκβαση του πολέμου μάλλον αναμενόμενη προς την πλευρά των δυνάμεων του Άξονα. Ειδικά στην περιοχή της Πελοποννήσου φαίνεται να είναι συγκεντρωμένος ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών, οι οποίοι είτε ακολούθησαν τα τμήματα στα οποία ήταν διοικητές, είτε επέστρεψαν στους τόπους καταγωγής.
Μόνο στην περιοχή της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Καλαμάτας, τις αρχές του 1943, ο αριθμός των αξιωματικών όλων των βαθμών ανέρχεται σε 72, και συμπεριλαμβανομένων της επαρχίας Ολυμπίας και της περιοχής Φαλαισίας Αρκαδίας σε 240.
Όλο αυτό το ετοιμοπόλεμο στρατιωτικό προσωπικό καθ’ όλη τη διάρκεια φαίνεται αδρανές προσπαθώντας στην καλύτερη των περιπτώσεων να αποκτήσει επαφή με αντιστασιακές κινήσεις στην Αθήνα, ή με την εξόριστη κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής. Η στάση αυτή έρχεται σε αντίθεση με το ήδη διαμορφωμένο κλίμα που συντηρείται και ενισχύεται στις τάξεις των νέων, των εφέδρων αξιωματικών που κατέχουν ήδη τη θέση «τοπικής ελίτ» καθότι δάσκαλοι ή υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών οι περισσότεροι.
Οι αργόσχολοι αξιωματικοί την ώρα που «κρίνεται η τύχη της πατρίδας» και που όλο και περισσότεροι άνθρωποι της υπαίθρου βιώνουν τις επαχθείς συνέπειες τις Κατοχής προκαλεί μάλλον θυμηδία αν όχι οργή. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Κ. Παπακωνσταντίνου (Μπελά) σχετικά με την παρουσία των αξιωματικών στη Μεγαλόπολη …σ’ όλο το διάστημα που ο λαός οργανωνόταν κι αντιμετώπιζε τα προβλήματα επιβίωσης αλλά και προετοιμασίας για την ένοπλη αντίσταση, καμιά δεκαριά μόνιμοι αξιωματικοί χαζολόγαγαν όλη μέρα στα καφενεία με κύρια απασχόλησή τους πως θα τα βολέψουν καλύτερα. Έκαναν όμως και σχέδια μεγάλα, κριτικάριζαν τις επιχειρήσεις στα διάφορα μέτωπα, ζούσαν σ’ έναν δικό τους κόσμο μακριά από τον «λαουτζίκο», θεωρούσαν τους εαυτούς τους ότι ανήκουν σε ιδιαίτερη κάστα. Όσο γι’ αυτά που έβλεπαν και άκουγαν για αντίσταση τα θεωρούσαν σαν τρέλες και βλακείες. Αυτοί πίστευαν ότι τη λευτεριά θα τη φέρουν ο Βασιλιάς και οι Εγγλέζοι. Πίστευαν ότι χωρίς αυτούς δεν μπορεί να οργανωθεί στρατός και αντάρτικο. Η κατάσταση της αδράνειας στην οποία είχε περιέλθει η πλειοψηφία των αξιωματικών φαίνεται να αλλάζει στις αρχές του 1943.
Η ανάπτυξη του ΕΛΑΣ σε πολλές περιοχές, αλλά και οι εξελίξεις του πολέμου που προδικάζουν την ήττα των δυνάμεων του Άξονα κινητοποιούν τους Βρετανούς και την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής, προς την κατεύθυνση δημιουργίας ένοπλων σωμάτων που θα διαφοροποιούνται από το πολιτικό πρόταγμα του ΕΑΜ. Το μοναδικά φιλικά διακείμενο ένοπλο σώμα είναι ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα που δραστηριοποιείται στην περιοχή της Ηπείρου, και οι υπόλοιπες περιοχές αρχίζουν πλέον να κυριαρχούνται από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Επιχειρείται λοιπόν να δραστηριοποιηθούν οι ιδεολογικά συγγενείς δυνάμεις στην περιοχή της Πελοποννήσου έτσι ώστε να συγκροτηθούν άμεσα ένοπλα τμήματα, που αρχικά θα αποτρέψουν την συνεχή εξάπλωση του ΕΛΑΣ, και αργότερα θα κυριαρχήσουν στην περιοχή αποτρέποντας τη διεκδίκηση της εξουσίας από το αντιστασιακό κίνημα.
Η δραστηριοποίηση των αξιωματικών προς την κατεύθυνση δημιουργίας αντάρτικου στην περιοχή αρχίζει με την άφιξη των Βρετανών70, αξιωματικών Reid, Harrington και Frazer «συνδέσμων» με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Φαίνεται ότι ως πρώτη λύση προκρίνεται ίδρυση αντάρτικων ομάδων υπό την αιγίδα του ΕΔΕΣ, γι’ αυτό καταφθάνει στην περιοχή ο αντισυνταγματάρχης Γεωργίου προσπαθώντας να τεθεί αρχηγός της κίνησης των αξιωματικών. Η προσπάθεια ναυαγεί καθώς οι αξιωματικοί δυσπιστούν για τις προθέσεις του Γεωργίου, αλλά και για το «σοσιαλίζον» πρόγραμμα του Ζέρβα. Οι αξιωματικοί άλλωστε που δραστηριοποιούνται στην Πελοπόννησο είναι κυρίως φιλοβασιλικών πεποιθήσεων και δύσκολα θα υπάγονταν στην ηγεσία του Ζέρβα, ενός κινηματία αντιβασιλικού αξιωματικού και απότακτου του 1935.
Σε κατοπινή του έκθεση για τα γεγονότα στην Πελοπόννησο το 1943 ο Γ. Καραχάλιος, στέλεχος του Ε.Σ. αναφέρει:
»…Την εποχή εκείνην με επεσκέφθη ο Αντισσυνταγματάρχης Γεωργίου ως εκπρόσωπος του Ζέρβα και ηθέλησε να δηλώσω εξάρτησιν από τον Ζέρβα και εξυπηρέτησιν από την οργάνωσιν του. Τον ηυχαρίστησα και του είπα ότι επιθυμούμε να μην ανήκουμε εις παρατάξεις και οργανώσεις, αίτινες ως διεδίδετο είχον πολιτικούς και πολιτειακούς σκοπούς…»
Ενδεικτική των πολιτικών πεποιθήσεων των αξιωματικών του Ε.Σ είναι και η αναφορά του διοικητή των Καραμπινιέρων στην περιοχή σχετικά με την προκήρυξη που διένειμε ο συνταγματάρχης Γιαννακόπουλος αρχηγός του Ε.Σ:
«…Ο άνω αναφερθείς είναι αρχηγός των μοναρχικών ομάδων (οπαδοί του βασιλέως Γεωργίου) και δια της προκηρύξεως του αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ουδεμία συμφωνία μεταξύ αυτών και τον κομμουνιστών τοιούτων της ΕΑΜ…»
Παρ’ ότι λοιπόν η οργάνωση Ε.Σ. υπάρχει στην περιοχή ουσιαστικά από το 1941, η δραστηριοποίηση της προς την κατεύθυνση δημιουργίας ένοπλων ομάδων αρχίζει την άνοιξη του 1943, με την δειλή εμφάνιση κάποιων μικρών ανταρτοομάδων με ελλιπή οπλισμό και μέσα. Στα μέσα του καλοκαιριού της ίδιας χρονιάς αρχίζει μια σταδιακή ενδυνάμωση των αντάρτικων ομάδων του Ε.Σ, καθώς η Βρετανική υποστήριξη ενθαρρύνει περισσότερους αξιωματικούς να συμμετάσχουν στην προσπάθεια, ενώ ταυτόχρονα εντάσσονται στους σχηματισμούς του Ε.Σ. μικρότερες ένοπλες ομάδες χωρίς σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Μέχρι την διάλυσή τους από το ΕΛΑΣ τα τμήματα του Ε.Σ. ουδέποτε ανάπτυξαν καμιά σοβαρή αντιστασιακή δράση.
Ως αρχηγός των ένοπλων τμημάτων αναλαμβάνει ο συνταγματάρχηςΑθανάσιος Γιαννακόπουλος, ενώ η όλη προσπάθεια καθοδηγείται ουσιαστικά από τον συνταγματάρχη Διονύσιο Παπαδόγγονα, κατοπινό αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο, ο οποίος το προηγούμενο διάστημα φέρεται να έχει ζητήσει από τους Ιταλούς να του παράσχουν όπλα προκειμένου να διασφαλίσει την τάξη στη περιοχή.Η καχυποψία των Ιταλών δεν επέτρεψε την ευόδωση του αιτήματος Παπαδόγγονα, ο οποίος πλέον στρέφεται προς την συμμαχική βοήθεια74.
Η ανάπτυξη των τμημάτων του Ε.Σ. συμπίπτει με την παράλληλη ανάπτυξη του ΕΛΑΣ, και η «συγκατοίκηση» στα βουνά της Πελοποννήσου δημιουργεί προστριβές ανάμεσα στις δύο οργανώσεις. Το φιλοβασιλικό φρόνημα των περισσοτέρων αξιωματικών του Ε.Σ και τα αντι-εαμικά κηρύγματα τους, επιτείνουν τη δυσπιστία κάνοντας αναπόφευκτη τη σύγκρουση. Τμήματα του ΕΛΑΣ στην Τριφυλία περικυκλώνουν μια μικρή ομάδα του Ε.Σ. και την αφοπλίζουν.
Η ηγεσία του Ε.Σ., χωρίς να υπολογίζει τους δεδομένους συσχετισμούς των δυνάμεων θεωρεί ότι βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να κυριαρχήσει στην περιοχή, καταστέλλοντας τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Στις 9 Αυγούστου 1943 σε προκήρυξή του ο Γιαννακόπουλος, αφού κηρύσσει τον πόλεμο στο ΕΑΜ καταλήγει:
»…Να συστήσωμεν είς τον Ελληνικόν Λαόν να μην λιποψυχίση είς τα τρομοκρατικάς μεθόδους της ΕΑΜ ούτε να εξαπατάται από τα κυνικότητος ψεύδη, αλλά να παραμείνη σταθερός είς τας επάλξεις της νομιμότητος κατά την απειλούσης αυτόν δεινώς αναρχίας, δια να μη γνωρίση την τραγική
κατάστασιν της Γαλλικής Επαναστάσεως (1793) κατά την οποίαν 200.000 Ιακωβίνοι, μεταξύ των οποίον η πλειονότης ήσαν απόφοιτοι των φυλακών, και γενικώς αποτυχημένοι από την ζωήν διώκησαν (… ) και εφόνευσαν τόσους Γάλλους, όσοι δεν είχαν φονευθεί κατά τα 600 προηγούμενα της Επαναστάσεως χρόνια…».
Ο παραλληλισμός του Εαμικού κινήματος με την τρομοκρατία των Ιακωβίνων, μας διαλευκάνει ως ένα βαθμό την αντίληψη που διαμορφώνει ο συντηρητικός πολιτικός κόσμος των αξιωματικών, για τις προτεραιότητες και την πρακτική του Εαμικού επιχειρήματος.
Ο Γιαννακόπουλος επανέρχεται με νέα προκήρυξη, που αποτυπώνει με ενάργεια το πόσο ξεκομμένοι είναι οι αξιωματικοί, από την κατάσταση και τις απαιτήσεις που διαμορφώνει η κατοχική συγκυρία:
»Εν ονόματι της Φίλτατης Πατρίδος και των νομίμων Αρχών της Ελευθέρας  Ελλάδος ανασυγκροτούμε τον Ελληνικόν Στρατόν είς την Περιοχή δια την απελευθέρωση της Πατρίδος μας.
Παρακαλούμεν τα διάφορα ένοπλα τμήματα της υπαίθρου να τεθώσιν υπό τας διαταγάς και την σκέπην των Αξιωματικών του Στρατού και να πειθαρχίσωσιν εις τους Νόμους και Στρατιωτικούς Κανονισμούς. Κάθε τοιούτος που δεν θα συμμορφωθεί με την πρόσκλησίν μας και θα επιχειρήση ν’ αντιδράση είς το έργο μας, θα κτυπηθή και θα διαλυθή δια της βίας.
Θα εξασφαλίσωμεν την ελευθερίαν των πολιτών και των πολιτικών και κοινωνικών πεποιθήσεων. Κάθε άτομον ή οργάνωσις είναι ελευθέρα να έχη τις πεποιθήσεις της αρκεί μόνον οι πεποιθήσεις αυταί να μην στρέφωνται κατά της έννοιας της Πατρίδος της Θρησκείας και της Οικογένειας (…). Θα εξασφαλίσωμεν την ομαλήν μετάβασιν από της δουλείας είς την ελευθερίαν κατά την περίοδον της αποχωρήσεως των ξένων στρατευμάτων και θα κτυπήσουμε πάσαν τρομοκρατικήν προσπάθειαν προς επιβολήν δια της βίας ανατρεπτικών αρχών…»
Είναι  σαφές ότι βασική προτεραιότητα του Ε.Σ. είναι η διατήρηση της νομιμοφροσύνης, και η διαχείριση της μεταπελευθερωτικής περιόδου, έτσι ώστε να αποτραπεί η προσπάθεια των κομμουνιστών να καταλάβουν την εξουσία.Στην ίδια προκήρυξη ο Γιαννακόπουλος αναφέρει:
»…Θα εμπεδώσωμεν την τάξιν και την ασφάλειαν της υπαίθρου όπου άτομα ή ομάδες κακοποιών περιέρχονται ληστεύοντες και τρομοκρατούντες φιλήσυχους πολίτας αί οποίαι θα κτυπηθούν ανηλεώς.(…)
Οι αξιωματικοί ξένοι προς πάσαν πολιτικήν διαμάχην ηγωνίσθησαν επί κεφαλής απάντων των Εθνικοφρόνων Ελλήνων δια την κατασφάλισιν των ελευθεριών αυτών και του μεγαλείου τη Πατρίδος.
Μέχρι της ημέρας καθ’ ήν θα διέλθωσιν από τα χωριά Τμήματα του Εθνικού Στρατού δια να εξασφαλίσωσι την τάξιν από τα κακοποιά και αναρχικά στοιχεία συνιστώμεν στον λαό να οπλισθή με υπομονή…»
Η «εμπέδωση της τάξης και της ασφάλειας» αποτελεί βασική συνιστώσα της επιχειρηματολογίας των ένοπλων αντικομουνιστικών ομάδων, σε μια προσπάθεια επανασύστασης της κρατική πρόνοιας, που απουσία της το προηγούμενο διάστημα έδωσε τη δυνατότητα, ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών
διαχείρισης μέσω του Εαμικού κινήματος. Ο Γιαννακόπουλος διεκδικεί για τον Ε.Σ. τις ιδιότητες του κράτους, που έχει απωλέσει ήδη με την απονομιμοποίηση των δοσιλογικών κυβερνήσεων, διεκδικεί το «μονοπώλιο της βίας», μόνο που πλέον αυτό έχει εκχωρηθεί ή έχει κατακτηθεί από το ΕΑΜ ως ένα οιωνοί κρατικό μόρφωμα.Εδώ επίσης εμφανίζεται η – υπαινικτική έστω – προσπάθεια σύζευξης της πολιτικής στάσης με την ποινική συμπεριφορά με τις πολλαπλές αναφορές σε «αναρχικούς» και κακοποιούς.
Η επιχειρηματολογία αυτή θα επανέλθει με δραματικό τρόπο αργότερα στην περιγραφική για τον ΔΣΕ έννοια των »ληστοσυμμοριτών», και στην ουσιαστικά άρνηση της πολιτικής ιδιότητας στο πλαίσιο της »εθνικοφροσύνης».*
Τότε δημοσιεύεται στην εφημερίδα του ΕΑΜ το κείμενο μιας συμφωνίας που φαίνεται να έχει συνάψει ο Παπαδόγγονας με τον Ιταλό διοικητή των κατοχικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο συνταγματάρχη Dorio Domenico, με το οποίο συναποφασίζουν την ίδρυση ένοπλων ομάδων με αρχηγό τον Γιαννακόπουλο με σκοπό την καταπολέμηση του ΕΑΜ.Ο ίδιος ο Παπαδόγγονας με καταχώριση του σε τοπική εφημερίδα αποδίδει το φερόμενο ως κείμενο της συμφωνίας ως αποτέλεσμα πλαστογραφίας ως «επινόημα κακόβουλων Ελλήνων» με σκότιους σκοπούς.79
Διοίκησις τομέως Μεσσηνίας
Εμπιστευτικό πρωτόκολλον 005.856. Απόρρητον.
Καλάμαι, 20 Ιουλίου 1943
Οι υπογεγραμμένοι συνταγματάρχης διοικητής του 64ου Συντάγματος πεζικού Ντόριο Ντομένικο και ο συνταγματάρχης Παπαδόγγονας Διονύσιος, διοικητής πεζικού της Διοικήσεως Καλαμών, έχοντες υπ’ όψιν τον εκ του κομμουνισμού κίνδυνον και την δημιουργίαν επεισοδίων, εις βάρος του στρατού κατοχής και του εθνικού στοιχείου Καλαμών και την πρόληψιν οιασδήποτε ενεργείας εκ μέρους των αναρχικών στοιχείων, έχοντες εξουσιοδοτηθεί προς τούτο υπό των ανωτέρων των διοικήσεων
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΜΕΝ:
1) Την παροχήν οιασδήποτε βοηθείας εις τον συνταγματάρχην Παπαδόγκωνα Διονύσιον, ήτις, κατά την αντίληψίν του θα ήτο αναγκαία υπ’ αυτού. Ούτος δεσμεύεται με τον λόγον της τιμής του, δια συνεργασίαν μετά του υπογεγραμμένου Ιταλού συνταγματάρχου, προς εξαφανισμόν των εν Μεσσηνία δρωσών οργανώσεων. Επ’ ευκαιρία δε, υπό την άμεσον ευθύνην του, θα οργανώση αποσπάσματα εθνικιστικά υπό την διοίκησιν του συν­ταγματάρχου Γιαννακοπούλου, με τον αποκλειστικόν σκοπόν να διαλύση τας κομμουνιστικάς οργανώσεις Ε.Α.Μ. – Ε.Λ.Α.Σ. κλπ., συνεργαζόμενος μετά πλήρους συναδελφώσεως μετά των στρατευμάτων κατοχής.
Εγράφη εις διπλούν και εις έκαστον των συμβαλλομένων εδόθη και ελήφθη εν αντίτυπον δεόντως υπογεγραμμένον.
Ο συντ/ρχης Διοικητής
ΝΤΟΡΙΟ ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ
Ο συντ/ρχης Δ/τής του Εθνικού Στράτου
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΓΓΟΝΑΣ
Με δεδομένη την καχυποψία σχετικά με τις προθέσεις του Παπαδόγγονα και τις στενές σχέσεις με την Ιταλική διοίκηση, και προκειμένου να διασκεδάσει τις άσχημες εντυπώσεις που έχουν δημιουργηθεί ακόμη και ανάμεσα στις τάξεις του Ε.Σ. ο Γιαννακόπουλος εκδίδει νέα προκήρυξη με την οποία αφού αμφισβητεί την γνησιότητα του εγγράφου αποδοκιμάζει το περιεχόμενο της ως «προδοτικό των συμφερόντων της Πατρίδας».
Κάτω από τη στρατιωτική και ηθική πίεση που του ασκεί ο ΕΛΑΣ ο Γιαννακόπουλος υπογράφει, στις 28 Αυγούστου 1943, το «Σύμφωνο οργανώσεων Ελληνικού Στρατού και ΕΛΑΣ Πελοποννήσου»1*
Η συμφωνία μεταξύ των δύο οργανώσεων, ουσιαστικά επισημοποιεί την στρατιωτική και πολιτική ηγεμονία του ΕΛΑΣ και όπως είναι φανερό οι όροι του πολύ δύσκολα θα γίνουν αποδεκτοί ανάμεσα στους δεκάδες βασιλόφρονες αξιωματικούς του Ε.Σ., που έτσι κι αλλιώς λόγω κατεστημένης νοοτροπίας, θα ήταν πολύ δύσκολο να παραχωρήσουν τη διοίκηση ή έστω τη συνδιοίκηση της
ένοπλης δραστηριότητας σε πολίτες και μάλιστα κομμουνιστές. Άλλωστε ο σκοπός του Ε.Σ. με βάση τον οποίο δραστηριοποιήθηκαν οι περισσότεροι αξιωματικοί, δεν ήταν η ανάληψη ένοπλης δράσης ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις, αλλά να διασφαλίσουν την αποκατάσταση της προπολεμικής πολιτικής τάξης.
Στη συμφωνία αντιδρά και η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή (ενώ προηγουμένως είχε ασκήσει πιέσεις στον Γιαννακόπουλο για την υπογραφή της) καθώς οι προβλέψεις της συμφωνίας για το πολιτειακό ζήτημα έρχονται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις της Βρετανικής πολιτικής για τη μεταπολεμική Ελλάδα.Αρκετοί αξιωματικοί αντιδρούν και δεν αναγνωρίζουν το σύμφωνο αυτονομούμενοι από την ηγεσία Γιαννακόπουλου. Σε αυτή την κίνηση πρωτοστατούν ο ίλαρχος Βρεττάκος, ο οποίος αρχικά είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ και εν συνεχεία αποχώρησε, και άρτι αφιχθείς από το «Αντικομμουνιστικόν Γραφείο Πληροφοριών» της δοσιλογικής κυβέρνησης Ράλλη ταγματάρχης, Καραχάλιος.
Η «δυναμική» αντίδραση των βασιλοφρόνων αξιωματικών επιρρίπτει ευθύνες για το Σύμφωνο στον Γιαννακόπουλο και τον αναγκάζει σε παραίτηση. Την ίδια περίοδο ο Παπαδόγγονας, αντιλαμβανόμενος την επερχόμενη συνθηκολόγηση των Ιταλών, προστρέχει στους Γερμανούς, ζητώντας να του παραδώσουν όπλα για να πολεμήσει τους κομμουνιστές. Η διοίκηση της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έχει εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο, δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα του83 καθώς ο Παπαδόγγονας απαιτεί την παράδοση δύο χιλιάδων τουφεκιών.
Ο Βρεττάκος με τον Καραχάλιο και με ένα μέρος των τμημάτων του Ε.Σ. αρχίζουν ένοπλη δραστηριότητα εναντίον του ΕΛΑΣ. Ο Βρεττάκος κατόπιν συνεννοήσεως με Γερμανικό τμήμα85, καταφέρνει να αποκτήσει δίοδο, διαφεύγοντας τον εγκλωβισμό από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και κινείται προς την Κεντρική Πελοπόννησος επιχειρώντας να ενώσει το τμήμα του με αυτό του Καραχάλιου.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής του συλλαμβάνει τοπικά στελέχη του ΕΑΜ, που άλλους τους κρατάει ως ομήρους και άλλους τους εκτελεί86. Η προσπάθεια των δύο τμημάτων να ενωθούν δυσχεραίνεται από τις παρενοχλήσεις του ΕΛΑΣ, και από την αδυναμία να αποκτήσουν στηρίγματα στον πληθυσμό, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται από το ΕΑΜ, μετά τις πρώτες συγκρούσεις και ενώ τα τμήματα τους αποσυντίθενται, ο Βρεττάκος επιχειρεί μέσω του Παπαδόγγονα να προσεγγίσει τους Γερμανούς87. Οι Γερμανοί του προτείνουν να ενταχθεί στα υπό ίδρυση Τάγματα Ασφαλείας, πρόταση που ο Βρεττάκος αποδέχεται καθώς δεν καταφέρνει να εξοπλιστεί μέσω τον αναμενόμενων ρίψεων, από τους Βρετανούς88. Τελικώς το τμήμα του Βρεττάκου καταλήγει περικυκλωμένο από τον ΕΛΑΣ κοντά στην Καλαμάτα, όπου ο Βρεττάκος ελπίζει ότι θα μπορέσει να διαφύγει για τη Μέση Ανατολή. Προς βοήθεια του σπεύδουν οι Γερμανοί, οι οποίοι φτάνουν στο πεδίο της μάχης, αφού το τμήμα έχει διαλυθεί και ο Βρεττάκος έχει συλληφθεί βαριά τραυματισμένος. Μετά από λίγες μέρες ο Βρεττάκος πεθαίνει, ενώ ο Καραχάλιος συλλαμβάνεται, και ενώ μεταφέρεται πυροβολείται από κάποιον αντάρτη και σκοτώνεται89.
Ο θάνατος των δύο αξιωματικών και η διάλυση των τμημάτων τους σηματοδοτεί και τη διάλυση του Ε.Σ. Από τους εναπομείναντες αξιωματικούς του Ε.Σ., ένα μικρό τμήμα εντάσσεται στον ΕΛΑΣ (Βαζαίος, Μπασακίδης, Κερκεμέζος), αρκετοί φεύγουν προς τη Μέση Ανατολή, και αρκετοί επίσης φεύγουν για την Αθήνα – προκειμένου να αποφύγουν την επιστράτευση ή τις διώξεις από τον ΕΛΑΣ – από όπου θα ξαναγυρίσουν λίγους μήνες αργότερα ως στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ο τοπικός εμφύλιος μεταξύ του ΕΛΑΣ και του Ε.Σ., ουσιαστικά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ένταση της βίας και τις συγκρούσεις πουακολούθησαν. Οι συλλήψεις και οι δολοφονίες που διενεργούν οι δυνάμεις του Ε.Σ., θα ανταπαντώνται με τον ίδιο τρόπο από τον ΕΛΑΣ. Το αμέσως επόμενο διάστημα η περιοχή περιέρχεται σε εμφυλιοπολεμική κατάσταση καθώς ο ΕΛΑΣ προσπαθεί να διαλύσει και τα τελευταία ερείσματα των αντικομουνιστικών ομάδων του Ε.Σ. Επιχειρεί δολοφονίες εναντίον των αξιωματικών, οι οποίοι κρύβονται στις πόλεις, και ιδρύει στρατόπεδα, όπου μεταφέρει πρώην μέλη του Ε.Σ., αλλά και συμπαθούντες, βασιλόφρονες κατοίκους.
Η επικράτηση του ΕΑΜικού προτάγματος στην Πελοπόννησο συνιστά περισσότερο διακύβευμα, παρά βεβαιότητα, καθώς συναντά αντιστάσεις από το συντηρητικό κοινό της περιοχής, γεγονός που – στις ακραίες συνθήκες της Κατοχής – ερμηνεύει ως ένα βαθμό τη βιαιότητα που ασκεί το ΕΑΜ.
Κατά την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο, οι κατοχικές συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές ομάδες εντάσσονται στο «εθνικόφρονης» προέλευσης ιδεολόγημα των «γύρων», με τον «πρώτο γύρο» της προσπάθειας των κομμουνιστών να καταλάβουν την εξουσία να εξελίσσεται κατά τις εμφύλιες συγκρούσεις της. Η ερμηνεία αυτή δίνει ταυτόχρονα τη δυνατότητα αιτιολόγησης της συμμετοχής στα Τάγματα Ασφαλείας, και ταυτόχρονα της επανένταξης των δοσιλόγων στο εθνικό σώμα.
Παρατηρώντας τη διάταξη των δυνάμεων των Ταγμάτων στην Πελοπόννησο, συμπεραίνουμε, ότι η πρόθεση είναι να οχυρωθούν οι πρωτεύουσες των νομών, και δευτερευόντως οι κωμοπόλεις που διακρίνονται για την αντι-εαμική τους διάθεση. Παράλληλα, ιδρύονται τάγματα με σκοπό να προστατεύουν τη βασική οδική αρτηρία σύνδεσης με την Αθήνα (Αχλαδόκαμπος, Βαλτέτσι), προκειμένου να μην αποκοπούν η επικοινωνία και η τροφοδοσία των πόλεων της Πελοποννήσου. Η στρατηγική αυτή, απηχεί και τις επιδιώξεις των Γερμανικών στρατευμάτων καθώς διατηρούν τις επικοινωνίες τους, και διαθέτουν μόνο το ελάχιστο των δυνάμεων – και μάλιστα με περιορισμένο αξιόμαχο – για την αντιμετώπιση της αντάρτικης δραστηριότητας.
Η τακτική που εφαρμόζεται για τη συγκρότηση Ταγμάτων Ασφαλείας, κατά κανόνα είναι η εμφάνιση ενός Τάγματος, που σε πολλές περιπτώσεις προέρχεται από άλλες περιοχές και η εγκατάσταση του στην περιοχή. Η παρουσία ένοπλης δύναμης που επικαλείται την καταλυθείσα κρατική εξουσία, εμπεδώνει το αίσθημα ασφάλειας των αντι-εαμικών κατοίκων, ενώ παράλληλα αντιστρέφει το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί για την κρατική ανυπαρξία.
Ταυτόχρονα ανακαλεί το αίσθημα της «νομιμοφροσύνης » ενός μεγάλου αριθμού αμέτοχων κατοίκων, που αντιμετώπιζαν με σχετική καχυποψία τις εαμικές πρωτοβουλίες, που γι’ αυτούς «διασάλευαν» την τάξη, δημιουργώντας αίσθημα ανασφάλειας. Επενδύοντας στα συντηρητικά αντανακλαστικά των κατοίκων, αλλά και σε ιδιοτελείς συμπεριφορές, προσπορισμού οφελών, αλλά και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, τα Τάγματα πραγματοποιούν στρατολογίες, αυξάνοντας συνεχώς τη δύναμη του, επεκτεινόμενα σε νέες περιοχές.[…]
Η κατάταξη στα Τάγματα Ασφαλείας, σε πολλές περιοχές παίρνει, μαζικό χαρακτήρα που είναι δύσκολο να ερμηνευτεί απλουστευμένα ως μια αντικοινωνική συμπεριφορά, το ποικίλο άλλωστε των προθέσεων που χαρακτηρίζουν τους κατατασσόμενους, δυσχεραίνει τέτοιου είδους ερμηνείες.
Οι εμπνευστές των Ταγμάτων βρήκαν μια «φιλόξενη» πολιτικά και ιδεολογικά περιοχή, που οι αξίες της νομιμοφροσύνης και του αντικομουνισμού διακατείχαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Η υποστήριξη όμως στη μια ή στην άλλη πλευρά στις ιδιαίτερες συνθήκες τις κατοχής και των εμφύλιων συγκρούσεων δεν είναι εξ αρχής δεδομένη. Παράλληλα με την ανασύσταση των κατασταλτικών μηχανισμών του δοσιλογικού κράτους, διεξάγεται και μια μεγάλη εκστρατεία αντικομουνιστικής προπαγάνδας σε μια προσπάθεια να ανακληθούν τα συντηρητικά ανακλαστικά των κατοίκων. Η υποστήριξη στην κυρίαρχη ιδεολογία που αναπαράγει τον πολιτικό κόσμο του Μεσοπολέμου, δεν θεωρείται πλέον δεδομένη, καθώς έχει υποστεί πλήγματα από την παρουσία και τη δράση του ΕΑΜ. Ταυτόχρονα λοιπόν με την ένοπλη αντιπαράθεση, διεξάγεται και μια ιδεολογική, σε μια παράλληλη προσπάθεια των ηγετών των Ταγμάτων να μετατοπίσουν τους συσχετισμούς με το μέρος τους. Τα πολιτικά όπλα του ΕΑΜ, η διαφώτιση και η προπαγάνδα χρησιμοποιούνται πλέον και από το αντικομουνιστικό στρατόπεδο.
Η ιδεολογική μάχη ενάντια στον κομμουνισμό, θα πάρει μεγάλες διαστάσεις κατά την περίοδο του Εμφυλίου, και κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, φθάνοντας ως την ακραία εκδοχή της »αναμόρφωσης» της Μακρονήσου.Οι ελεγχόμενες από τις κατοχικές αρχές εφημερίδες, βρίθουν ανακοινώσεων και προκηρύξεων των Ταγμάτων Ασφαλείας, με αντικομουνιστικό περιεχόμενο και ταυτόχρονα με προτροπές για επάνδρωση των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Χαρακτηριστική είναι, ότι μετά την ανάληψη της διοίκησης του Β’ Αρχηγείου Χωροφυλακής, ο Παπαδόγγονας μεταβαίνει στην Καλαμάτα, όπου εκφωνεί λόγο, ο οποίος αναπαράγεται στην τοπική εφημερίδα.Ανατρέχει στο πρόσφατο παρελθόν περιγράφοντας τις συνθήκες ανάδυσης του κομμουνισμού και τις συνέπειες του.
»…Κρυμμένοι οι ελάχιστοι Έλληνες Κομμουνισταί κάτω από τον πομπώδη τίτλο “Εθνικόν Απελευθερωτικόν Μέτωπον” oργάνωσαν κατά σατανικόν τρόπο τα μέσα τα οποία θα έρριπτον είς τον αγώνα εναντίων της Ελληνικής Φυλής. Παρέσυρον τους αφελείς, υπεχρέωσαν τους εύπορους υπό το πρόσχημα του απελευθερωτικού αγώνος να τους ενισχύσουν κατ’ αρχάς οικονομικώς μέχρις που ηνδρώθησαν και, ότε τούτον επραγματοποιήθη ήρχισαν εκβιάζοντες αυτούς αποσπώντας τεράστια ποσά. Εκολακεύον ακολούθως τα πλέον χαμερπή ένστικτα του ατόμου, δια να παρασύρουν τους αφελείς, υποσχόμενοι είς τους νέους και τας νέας ελευθερίαν σαρκός, είς τους εύπορους και νεόπλουτους προστασίαν της περιουσίας των, είς τους πτωχούς πλούτη, είς του μωροφιλόδοξους τιμάς και αξιώματα114…»
Η θεώρηση του »κομμουνισμού ως ασθένειας» εκδηλώνει για άλλη μια φορά την πεποίθηση, ότι ο κομμουνισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από το »ελληνικό σώμα» παρά μόνο ως ασθένεια, που μπορεί όμως να βρει »θεραπεία» με το να επανέλθει ο »ασθενής» στα ιδεώδη του »ελληνισμού», ενίοτε βέβαια με βίαιο τρόπο. Προσπαθώντας να αυξήσει τους ρυθμούς στρατολόγησης που από ότι φαίνεται κινούνται με χαμηλούς ρυθμούς στην πόλη της Καλαμάτας, συνεχίζει προτρέποντας σε μεγαλύτερη συμμετοχή:
»…Δεν πρέπει οι άνθρωποι των πόλεων να εφησυχάζουν και να νομίζουν ότι η υπάρχουσα σήμερον δύναμις είναι αρκετή να τους προστατεύσει από τους κομμουνιστάς. Ούτε πάλιν είναι επιτρεπτόν να περιμένουν οι άνθρωποι των πόλεων την σωτηρίαν των μόνων από τους χωρικούς οι οποίοι υπέστησαν και υφίστανται τα μεγαλύτερα δεινά από τους κομμουνιστάς. Δυστυχώς παρατηρώ ότι οι άνθρωποι των πόλεων και ιδία οι κάτοικοι των Καλαμών δεν ενίσχυσαν όσον έπρεπε τον αγώνα μας. Η αποφυγή κατατάξεως είς τας Εθνικάς δυνάμεις είναι σφάλμα ασυγχώρητον118…»
»…επανέλθετε εις τα ειρηνικά σας έργα, εις την περιουσίαν σας, εις την ιδιοκτησίαν σας να ζήσετε ήσυχα και αρμονικά με τους συμπατριώτες σας, και για το μέλλον της Ελλάδος πολλοί άριστοι πατριώται πολιτικοί και στρατιωτικοί απεργάζονται και πονούν. Σας λέγουν ότι μας πηγαίνουν είς το Ανατολικόν μέτωπον, ουδέν αναληθέστερον.Η ίδια ανησυχία διακατέχει και το διοικητή του Τάγματος Ασφαλείας Μελιγαλά ταγματάρχη Παναγιώτη Στούπα, ο οποίος προσπαθεί να αντιμετωπίσει την ΕΑΜική επιχειρηματολογία και να διασκεδάσει τους φόβους, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απροθυμία στρατολόγησης. Αφού προτρέπει τους Μεσσήνιους να «εγκαταλείψουν τους Κομμουνιστάς» συνεχίζει:
Σε εμάς έδωκε τα όπλα η πατρίς και για τον εσωτερικόν εχθρό και μόνον εσωτερικόν Κομμουνισμόν.
Σας λέγουν ότι συνεργαζόμεθα με τους Γερμανούς. Ναι. Μας παρέσχον οπλισμόν δια την καταπολέμησιν του Κομμουνισμού και μόνον και μας συντρέχουν είς την καταπολέμησιν της γάγγραινας αυτής και γνωρίζεται πολύ καλά με πόσας θυσίας έχουν και αυτοί πληρώσει είς αίμα και ίσως περισσότερο ημών119…»
Η δημοσιοποίηση της σχέσης Ταγμάτων και Γερμανών θα αποτελέσει ταμπού για τη βιβλιογραφία της εθνικοφροσύνης μεταπολεμικά, ακόμη και στα εξεταζόμενα κείμενα αποφεύγεται η ανάδειξή της. Φαίνεται πως ο Στούπας προσπαθεί να διασκεδάσει τους φόβους, για εμπλοκή των δυνάμεών του στο Ανατολικό Μέτωπο, αλλά περισσότερο μάλλον τις ανησυχίες, για σύγκρουση των Ταγμάτων με τις συμμαχικές δυνάμεις (ήδη από το συνέδριο του Λιβάνου τα Τάγματα Ασφαλείας έχουν καταδικαστεί.)  Ξεκαθαρίζει λοιπόν πώς η προσφυγή στα όπλα αφορά μόνο τον «εσωτερικό εχθρό», τους κομμουνιστές δηλαδή.[…]
Η απαίτηση για επίδειξη νομιμοφροσύνης είναι επαναλαμβανόμενη επωδός στις προκηρύξεις που εκδίδουν τα Τάγματα Ασφαλείας:
»…Πάς δε νομοταγής και φρόνιμος πολίτης υποχρέωσιν νομίζομεν ότι έχει να συμβάλη είς την εξώντοσιν των ληστών οι οποίοι επότισαν μέχρι σήμερον με Ελληνικόν αίμα χαράδρες και βράχους των ωραίων Ελληνικών τοπίων.
Εν ονόματι του Θεού, Θρησκείας, Πίστεως, Πατρίδος και Οικογένειας άτινας επιζητούν να καταπατήσουν οι Μπολσεβίκοι σύντροφοι, πρέπει να βρούν πρωτοβουλίαν απαξάπαντες οι Έλληνες και να βοηθήσουν τους αναλάβοντες την δίωξην και εκκαθάρισην τούτων.
Σείς Αξιωματικοί και Δημόσιοι Υπάλληλοι είσθε υποχρεωμένοι να βοηθήσετε το Κράτος, είς το οποίον ανήκετε, προς εξασφάλισην της λειτουργίας της Κρατικής του Μηχανής.
Σείς κληρικοί, ομοίως προς διατήρησιν της Θρησκείας την οποίαν οι εγκληματίαι αυτοί θέλουν να ξεθεμελιώσουν.
Σείς οι υπάλληλοι Νομικών Προσώπων και Ιδιωτικοί τοιούτοι, επίσης προς κανονικήν λειτουργίαν των Κρατικών θεσμών.
Σείς δε αγρόται και εργάται που κατά μεγαλύτερον ποσοστόν παρασύρθητε παρά των Κομμουνιστών και εχρησιμοποιήθητε παρ’ αυτών, είσθε υποχρεωμένοι να τους εγκαταλείψετε το ταχύτερον και με τα εργατικά και αγροτικά σας εργαλεία να τους καταφέρετε θανάσιμα χτυπήματα ίνα συμβάλητε στην αποσύνδεσιν του Κοινωνικού μας θεσμού και απερίσπαστοι πλέον ασχοληθήτε με τα ειρηνικά σας έργα121…»
Σημειώσεις
Γεώργιος Ροζάκης, «Έκθεσις της πολεμικής δράσεως κατά την περίοδον Κατοχής του Τάγματος Ασφαλείας Γεώργιος», Εν Γυθείω 29.12.1954, σ.1-2
– Έκθεση Λεωνίδα Βρεττάκου (1-10.1.1955), σε ΔΙΣ 1998, τ.8ος, σ.Ι64-87
–  Κων/νος Κωστόπουλος, «Περί της ιστορίας του Τάγματος Ασφαλείας Σπάρτης», Π. Φάληρον 12.12.1954
– Παναγιώτης Δεμέστιχας, «Έκθεσις περί της οργανώσεως, σκοπών και δράσεως του Κομμουνιστικού Κόμματος ΕΑΜ- ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ και της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας εν Λακωνία», Εν Κρανάη Γυθείου I.II.1954
– Νικόλαος Καράμπελας, «Περιληπτική ιστορική έκθεσις περί συγκροτήσεως του Τάγματος Ασφαλείας Γυθείου», Εν Γυθείω 27.12.54, σ.1-3.
– Διονύσιος Παπαδόπουλος «Η Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας»1952
– Φώτιος Τσαγκάρης, Αναμνήσεις της μεσσηνιακής κατοχής από την σκοπιάν της δημαρχίας Καλαμών, Αθήναι 1971
– Απόστολος Δασκαλάκης, Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής,1936-1950, Αρχηγείον Χωροφυλακής, Αθήναι 1973
2 Τάσου Κωστόπουλου «Η αυτολογοκριμένη Μνήμη. Τα Tάγματα Aσφαλείας και η μεταπολεμική Εθνικοφροσύνη».εκδόσεις Φιλίστωρ, 2013
3 Γιώργος Πετρόπουλος,Τα Τάγματα Ασφαλείας στην Πελοπόννησο Ιδεολογικές διαστάσεις και μνημονικός λόγος. Διπλωματική εργασία
Για την ιστορία των αντάρτικων δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και την πρώτη φάση ανάπτυξής τους βλ. σχετικά: Ηλίας Παπαστεριόπουλος, Ο Μωριάς στα όπλα, Αθήνα, 1965 τ.1 και Γρηγόρης Κριμπάς, Η Εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία και στους γύρω νομούς
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος,στο βιβλίο του  Άρης, ο αρχηγός των άτακτων, εκδόσεις Τόπος, στις σελ. 546 – 582 γράφει:
Στην Πελοπόννησο αναβιώνει η διαμάχη του 1821 μεταξύ κοτζαμπάσηδων και Κλεφτών, καθώς θα αναπτυχθούν οι πολυπληθέστερες αντιεαμικές οργανώσεις, βασιλικές, ακροδεξιές: ΕΟΒ (Εθνική Οργάνωσις Βασιλοφρόνων), Εθνική Κίνηση, Εθνική Φάλαγξ, ΒΑΜ (Βασιλικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), ΕΑΜΕ (Εθνικόν Αντικομουνιστικόν Μέτωπον Ελλάδος), ΠΑΟΚ (Πατριωτική Απελευθερωτική Οργάνωσις Κορινθίας) και πλήθος άλλες, οι οποίες θα συγκλίνουν τελικώς στα Τάγματα Ασφαλείας. Ούτε μία σφαίρα δεν θα ρίξουν έως το τέλος της Κατοχής εναντίον των κατακτητών. Ούτε μία. Τα κίνητρα όλων αυτών των οργανώσεων είναι καθαρώς ταξικά όπως ακριβώς διατυπώνονται στις διακηρύξεις τους: «Μην ακολουθείτε τους ανυπόδητους αλήτας! Σκοπός των είναι ν’ αρπάξωσι τας περιουσίας». (Μπρούσαλης). Εχθρός είναι μόνο ο ΕΛΑΣ. Ο αντικομουνιστής συγγραφέας Κ. Καλαντζής στιγματίζει με παρρησία το φαινόμενο: » Έχω πει κι αλλού την γνώμην μου για την ολιγωρία που έδειξε η Δεξιά κατά τους χρόνους της Κατοχής. Θα την πω κι εδώ, με το ίδιο θάρρος. Θα πω λοιπόν ξανά πως η Δεξιά ξύπνησε αργά. Και ξύπνησε, όχι για να σώσει το έθνος, αλλά τα συμφέροντα της ολιγαρχίας». (Φ. Γρηγοριάδης, Αντίστασις)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου