Παραμύθι: Tο μικρομέγαλο χωριό της Πυλίας
Επιμέλεια: Λαέρτης ο Πύλιος
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια, σε ένα μικρομέγαλο χωριό της Πυλίας που το ονόμαζαν «μικρή Μόσχα», ο κοσμάκης έδινε μάχη για την καθημερινή επιβίωση. Λίγο τα χωράφια, λίγο το «ξενοδούλι» και ο επιούσιους έβγαινε για να μεγαλώνουν τα παιδιά. Ο περισσότερος κοσμάκης ήταν από τη μεριά των νικημένων γιατί πριν κάμποσα χρόνια είχε γίνει εμφύλιος πόλεμος. Η μεγαλύτερη αγωνία ήταν για το κυνήγι των ανθρώπων νικητών στους ανθρώπους νικημένους παρά για το μεροκάματο, γιατί γύρο από το ίδιο καζάνι τις φτώχιας έβραζαν νικητές και νικημένοι.
Στην πείνα οι νικητές στην πείνα κι οι νικημένοι, στα χωράφια οι νικητές στα χωράφια και οι νικημένοι. Βαριές ήταν οι καλημέρες γιατί όλο και κάποιος θα πέταγε την κουβέντα που θα τον έβαζαν να υμνήσει τους κυβερνήτες των νικητών. Ο φόβος έκανε παρέα με τους ανθρώπους στα καφενεία και οι κουβέντας ήταν χαμηλόφωνες πιο πολύ με νοήματα. Απ την άλλη, δεν έβλεπες κι καμιά διαφορά στη ζωή του λαού των νικητών. Με τα ίδια «ντρίλινα» παντελόνια κάθονταν στις καρέκλες του καφενείου, γι’ αυτό κι τα καφενεία δεν ξεχώριζαν νικητές και νικημένους. Βλέπετε η καρέκλα δεν έχει μυαλό να σκεφτεί ότι ο κώλος του νικητή είναι πιο μυρωδάτος από τον κώλο του νικημένου. Ξέρετε κάποιοι πραγματικοί κουκουλοφόροι (για τέτοιους μιλάμε), που όταν οι άλλοι πολεμούσαν τους Γερμανούς αυτοί αλώνιζαν. Στην περιοχή άμα ακούσεις όνομα που συνοδεύεται από το κουκούλας ξέρεις αμέσως το παρελθόν του ανθρώπου.
Έτσι κυλούσαν οι χρόνοι κι η μοναδική αγωνία των νικημένων ήταν για το μέλλον τον παιδιών τους επειδή κι για κατούρημα ήθελαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Εκεί ζούσε και ένας πατέρας με τρία παιδιά που βιοπάλεβε για να τα φέρει βόλτα και να είναι αξιοπρεπής, γιατί ήταν από τη μεριά των νικημένων. Οι κουβέντες του λίγες κι η δουλειά σκληρή. Μπαρουτοκαπνισμένος με χέρια από ατσάλι και με τους ώμους ελαφριά σκυφτούς από τις κακουχίες, σε ένα πράμα δεν έκανε πίσω: Στο να μάθουν γράμματα τα παιδιά του. Δεν κράταγε κακία σε κανέναν, ακόμα και στους νικητές, μόνο έλεγε ότι κάποια μέρα θα καταλάβουν και θα μετανιώσουν γιατί η δικαιοσύνη «κινάει» από την κοινωνία κι εκεί τελειώνει. Οι ενδιάμεσοι μπαίνουν μόνο για το δικό τους συμφέρον και φτιάχνουν την κοινωνική δικαιοσύνη στα μέτρα τους.
Στη ζωή του δεν είχε πάρει κι πολλές χαρές γι’ αυτό και το βλέμμα του ήταν πάντα μελαγχολικό, όταν όμως χαίρονταν το έβλεπες στα μάτια του γιατί ήταν υγρά έτοιμα να κλάψουν. Έτσι ήταν εκείνες τις μέρες, χαρούμενος πολύ γιατί ήταν γιορτές κι ήρθαν τα δυο παιδιά του, ο μικρός κι ο μεσαίος, με άδεια γιατί σπούδαζαν. Ήταν τόσο χαρούμενος που πήρε το μεγάλο γιο του παρέα στο καφενείο για πρώτη φορά. Κέρασε όλους τους ανθρώπους για τη χαρά του αλλά κι για το βάπτισμα του πυρός στο καφενείο του μεγάλου. Οι κουβέντες και τα πειράγματα «έπαιρναν κι έδωναν» μαζί με τα συγχαρητήρια για τους φοιτητές. Η ώρα περνούσε ευχάριστα για όλους αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, γιατί σπάνια έβρισκαν ευκαιρίες να ξεδώσουν. Μίλαγαν δυνατά έκαναν πειράγματα μέχρι που «τόριξαν» στην διασκέδαση τραγουδώντας. Αίφνης κόπηκαν όλα μαχαίρι γιατί άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ο Δεξιοκουκούλας και ο Πρασινοφρουρός . Αμέσως μαζεύτηκαν κι
άρχισαν πάλι να μιλάνε χαμηλόφωνα. Ο Δεξιοκουκούλας και ο Πρασινοφρουρός έκατσαν σε ένα τραπέζι και άπλωσαν μπροστά τους ένα χασαπόχαρτο. Βάρεσαν παλαμάκια επιδεικτικά για να παραγγείλουν κι είπαν: «Ακούστε όλοι. Είμαστε βαλτοί εγώ από τον άρχοντα μου Σπουδαρχίδη να φτιάξω στην περιοχή «τονουδού», και ο «αποδώ» πρασινοφρουρός είναι βαλτός από τον αρχίλαρχο να φτιάξει στη περιοχή «τοπασοκ». Να αρχίστε ένας - ένας να γράφεστε ειδικά εσείς οι αριστεροί».
Τα χαμένα κορμιά επειδή τους είπαν να κάνουν τοπική οργάνωση και τους έγραψαν στο χαρτί τα αρχικά Τ.Ο ΝΔ και ΤΟ ΠΑΣΟΚ νόμιζαν ότι τα κόμματα τα λέγανε ΤΟΝΔ και ΤΟΠΑΣΟΚ. Ένας- ένας άρχισαν να αραιώνουν από το καφενείο οι θαμώνες. Ο πατέρας φώναξε τον καφετζή κι του είπε να κεράσει τον Δεξιοκουκούλα και τον Πρασινοφρουρό για τις χαρές του. Ύστερα γύρισε προς τον γιο του κι είπε : «Πάμε τώρα».
Στο σπίτι βρήκαν τη μάνα να κάνει ετοιμασίες για το τραπέζι όπου μετά από καιρό θα κάθονταν όλη η οικογένεια. Η στιγμή δεν άργησε να έρθει κι η χαρά από τα μάτια του είχε χαθεί. Παράξενο πράμα να έχει τα παιδιά του γύρο-γύρο κι αυτός να είναι λυπημένος. Σήκωσε το ποτήρι με το κρασί κι είπε: «Άντε στην υγειά μας. Ακούστε κάτι σε σας τους μικρούς μιλάω. Θα τελειώσετε το πανεπιστήμιο χωρίς να χάσετε ώρα. Αμέσως θα φύγατε για το εξωτερικό για μεγαλύτερες σπουδές. Θα γυρίσετε να υπηρετήσετε την πατρίδα. Αμέσως μετά θα φύγετε να ζήσετε έξω και να κάνετε οικογένεια εκεί. Η Ελλάδα τελείωσε πια, παραδόθηκε στα χέρια των Δεξιοκουκούλων και των Πρασινοφρουρών. Όποιος φέρει αντίρρηση δεν είναι γιος μου. Εγώ κι ο μεγάλος θα είμαστε δίπλα σας.»
Η σιωπή ήταν πολλή βαριά, μόνο το βουβό κλάμα της μάνας την έσπαγε που κι που επειδή τότε δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο ευτυχισμένα θα ήταν τα παιδιά της μετά από χρόνια.
Έτσι έζησαν τα δυο παιδιά καλά, πολύ καλά, κι οι άλλοι που έμειναν στο μικρομέγαλο χωριό πήραν τον «πούλο» γιατί δεν περίμεναν να γίνουν τόσοι πολλοί με τα χρόνια οι δεξιοκουκούλες και οι πρασινοφρουροί. Το γέλιο όμως, επέστρεψε σε μερικούς στο μικρομέγαλο χωριό, γιατί το μόνο που δε μπορούν να τους κλέψουν ήταν η ψυχή τους.
Βέβαια μεγάλο κομμάτι του ιδρώτα το πληρώνουν στους Δεξιοκούκουλους και στους πρασινοφρουρούς που ζούσαν και ζούνε παρασιτικά, αλλά τουλάχιστον έχουν καθαρή την ψυχή τους και το κούτελο ψηλά.
Έτσι σήμερα αυτοί περνούν καλά με ναρκισσιστική επίδειξη εις υγεία των κορόιδων και οι υπόλοιποι τα φέρνουν δύσκολα πέρα αλλά με το κούτελο ψηλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου