Υδραγωγείο Ναβαρίνου από τις πηγές «Κουμπέ»: Ένα ιστορικό διατηρητέο μνημείο αναμένει την προστασία και την ανάδειξή του.
Το υδραγωγείο του Ναβαρίνου είναι ένα σημαντικό τεχνικό έργο που η κατασκευή του εντάσσεται χρονικά στην πρώιμη νεότερη εποχή, στα τέλη του 16ου αιώνα και χαρακτηρίζεται από πολλές οικοδομικές φάσεις. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα δημόσια έργα της οθωμανικής διοίκησης στη Μεσσηνία. Η κατασκευή του ξεκίνησε πιθανότατα παράλληλα με την κατασκευή του Νιόκαστρου το 1573, ώστε να καλύψει τις ανάγκες ύδρευσης του κάστρου.
Αποτελούνταν από δύο διακριτά τμήματα που υδροδοτούνταν από δύο διαφορετικές πηγές. Το νεότερο τμήμα του υδραγωγείου ξεκινούσε από τις πηγές «Κουμπέ» και ακολουθούσε το ανάγλυφο του εδάφους, άλλοτε γεφυρώνοντας ρέματα και μικρούς χείμαρρους της περιοχής και άλλοτε διερχόμενο υπογείως, για να καταλήξει τελικά στην θέση «Καμάρες» στα περίχωρα της Πύλου, όπου συναντάται με το αρχαιότερο τμήμα του υδραγωγείου που μετέφερε νερό από την πηγή στην θέση "Παλαιό Νερό". Κατόπιν εισέρχονταν υπογείως κάτω από τις επάλξεις του κάστρου και κατέληγε σε υπέργεια κρήνη εντός του Νιόκαστρου. Επίσης, το υδραγωγείο τροφοδοτούσε με νερό και κρήνες που βρίσκονταν εκτός του κάστρου, τόσο κατά μήκος της διαδρομής, όσο και κοντά στο Νιόκαστρο (μια από αυτές βρισκόταν στις «Καμάρες» στο δρόμο προς την Μέθώνη).
Στους δυτικούς πρόποδες του όρους Προφήτης Ηλίας και κοντά στο σημερινό χωριό Χανδρινός, ξεκινούσε το ένα από τα δύο υδραγωγεία του Νιόκαστρου, το οποίο είχε εντυπωσιάσει διαχρονικά ταξιδιώτες και περιηγητές, καθώς οι περισσότερες μαρτυρίες που διαθέτουμε για αυτό προέρχονται από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν κατά καιρούς την περιοχή. Έτσι, όταν ο γνωστός χρονογράφος και περιηγητής Οθωμανός Εβλιγιά Τσελεμπή περιηγήθηκε την Πελοπόννησο κατά το έτος 1668 και πέρασε από το Νιόκαστρο, γράφει ότι το υδραγωγείο κατασκευάσθηκε κατά την διάρκεια που ήταν Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Μουράτ Δ΄ (1623-1640).
Στη συνέχεια, είναι βέβαιο, ότι, κατά την Β΄ Ενετοκρατία στην περιοχή (1686-1715) και την ανακατάληψη του Νιόκαστρου από τις δυνάμεις του Μοροζίνι, τον Ιούνιο του 1686, το υδραγωγείο λειτουργούσε κανονικά. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το υδραγωγείο και κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα. Μια μοναδική πηγή πληροφοριών σχετικά με την περιοχή αποτελούν οι μελέτες της Γαλλικής Αποστολής στο Μοριά. Το κρατικά οργανωμένο εγχείρημα της Γαλλικής Αποστολής στο Μοριά συντελέστηκε την κρίσιμη δεκαετία 1829 έως 1838, κατά την οποία θεμελιωνόταν το νεοελληνικό κράτος. Οι 20 περίπου επιστήμονες και καλλιτέχνες καθώς και οι 28 συμπράττοντες αξιωματικοί τοπογράφοι του Γενικού Επιτελείου Στρατού και του Σώματος Μηχανικού έφεραν σε πέρας ένα σύνθετο επιστημονικό, καλλιτεχνικό, χαρτογραφικό και εκδοτικό έργο, που αποτέλεσε και αποτελεί μια ισχυρή μαρτυρία για τον γεωγραφικό χώρο και την κοινωνία, κατά την ιδιαίτερη αυτή εποχή. Έτσι επιστήμονες της αποστολής επισκέπτονται το υψίπεδο «Κουμπέ» και μελετούν το υδραγωγείο. Χαρακτηριστική είναι μια Βινιέτα, με ημερομηνία 9 Απριλίου 1829, της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής, με θέμα το γεφύρι, με τις εντυπωσιακές τοξοστοιχίες του υδραγωγείου του Ναβαρίνου και την βουκολική εικόνα του βοσκού με τα πρόβατα του, που βρίσκεται κοντά στις πηγές «Κουμπέ» και στον σημερινό οικισμό Χανδρινός, 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Νιόκαστρου. Με την ίδια εντύπωση παρουσιάζεται το υδραγωγείο στους ταξιδιωτικούς οδηγούς των εκδόσεων Ελευθερουδάκη έναν αιώνα αργότερα. Πρόκειται για ένα συγγραφικό έργο που αποτυπώνει με θαυμαστή ακρίβεια την Ελλάδα του 1930 και που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία των ελληνικών ταξιδιωτικών οδηγών, καθώς παρέχει πολύτιμες πληροφορίες, σε μια εποχή κατά την οποία ελάχιστοι ασχολούνταν με την ελληνική ύπαιθρο. Έτσι ο ταξιδιωτικός οδηγός που αναφέρεται στην Πελοπόννησο και στην συγκεκριμένη περιοχή γράφει σχετικά με το υδραγωγείο: «Επί δεξιά δε του χανίου Κουμπέ βλέπομεν το υπό των Βενετών κτισθέν υδραγωγείον Πύλου».
Εάν και το μεγαλύτερο μέρος του υδραγωγείου είναι κατεστραμμένο, υπάρχουν τρία καλά διατηρημένα γεφύρια του υδραγωγείου στην περιοχή του «Λιακόπουλου». Η βορειότερη είναι η υψηλότερη με ένα ελαφρώς οξυκόρυφο τόξο, ενώ αυτή στα δυτικά είναι η μεγαλύτερη σε μήκος και αποτελείται από τρείς μεγάλες καμάρες. Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε ότι στο Ρέμα «Ξεριά» σώζεται το μεγαλύτερο μέρος μιας εντυπωσιακής γέφυρας του υδραγωγείου, ύψους 18,4 μέτρων. Στην μεγάλη κύρια αψίδα σώζονται ίχνη από μεγάλους ξύλινους δοκούς που στήριζαν τις πλευρές της καθώς και σιδερένιοι σύνδεσμοι. Οι μικρότερες αψίδες ήταν κατασκευασμένες από τούβλα, ενώ οι αγωγοί διατηρούν ακόμη κάποιες πλάκες που τους κάλυπταν.
Έτσι, το υδραγωγείο ενσωματώνοντας το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής τεχνολογίας της εποχής, σε σχέση με τέτοιου είδους κατασκευές, κατάφερε για μια χρονική περίοδο που ξεπερνά τα 250 χρόνια να υδροδοτεί απρόσκοπτα το Νιόκαστρο.
Η ολιστική προσέγγιση του υπό μελέτη υδραγωγείου υπαγορεύεται πλέον από την ίδια του την φυσιογνωμία, καθώς αποτελεί μια αδιάσπαστη ιστορική, πολιτισμική και αισθητική ενότητα, καθώς σύμφωνα με το ΦΕΚ 891/Β/20-12-1984: «χαρακτηρίζουμε το παλαιό υδραγωγείο, που βρίσκεται κοντά στο δρόμο Πύλου-Καλαμάτας, μεταξύ των οικισμών Στενωσίας και Μπαλοδημεϊκων, της Κοινότητας Χανδρινού της επαρχίας Πυλίας του Νομού Μεσσηνίας, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας, ακτίνας 100μ. γύρω του. Ανήκει στη μορφή των υδραγωγείων με κτιστή τοξοστοιχία και αυλάκι νερού στο πάνω μέρος της».
Παράλληλα, η περιοχή του ιστορικού διατηρητέου μνημείου αποτελεί ένα μοναδικής σπουδαιότητας πολιτισμικό τοπίο, το οποίο υφίσταται σημαντικές πιέσεις από τις σύγχρονες τάσεις μετασχηματισμού του χώρου. Όμως διαπιστώνοντας την έλλειψη μια ενιαίας αντιμετώπισης του υδραγωγείου στο σύνολο του, καθώς εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης έχουν περιοριστεί μόνο στο τμήμα του υδραγωγείου στην περιοχή «Καμάρες», η παρούσα μελέτη επιχειρεί να προσεγγίσει συνολικά το διατηρητέο μνημείο, με γνώμονα την ανάδειξη και προβολή των εγγενών αξιών του.
Έτσι η προστασία και η ανάδειξη της εντυπωσιακής γέφυρας τοξοστοιχίας του υδραγωγείου, που βρίσκεται κοντά στο οικισμό Χανδρινός, ως αναντικατάστατου πολιτισμικού πόρου και ως δεξαμενή πολιτισμικών τεκμηρίων, απαιτεί την άμεση αφύπνιση των φορέων της πολιτείας. Ώστε, άμεσα, το συγκεκριμένο ιστορικό διατηρητέο μνημείο να αποκατασταθεί από την φθορά του χρόνου και να αναδειχθεί, ως ένα ιδιαίτερο μνημείο που αποτυπώνει την ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα του τόπου και γεφυρώνει την ανάδειξη του σημαντικού αυτού μνημείου της πρώιμης νεότερης εποχής στο σύνολο του.
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου