Η μυστική αποστολή του δεύτερου υποβρυχίου
Γερμανική καρτ ποστάλ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με δύο υποβρύχια σε επίθεση. Σε ένα τέτοιου τύπου υποβρύχιο επιβιβάστηκαν οι «ορκισμένοι βασιλικοί» αξιωματικοί για να μεταβούν στην Ελλάδα από τη ναυτική βάση των Αυστρογερμανών Πόλα της Ιστριας, στον μυχό της Αδριατικής. Εντολή είχαν να μεταφέρουν μηνύματα του εκθρονισμένου βασιλιά Κωνσταντίνου στον γιο του βασιλιά Αλέξανδρο.
Δύο άγνωστες μαρτυρίες που συνδέονται στενά μεταξύ τους περιλαμβάνει η έκδοση «Η υπόθεση του Δεύτερου Υποβρυχίου, 1918-1920. Ενα επεισόδιο της εποχής του Διχασμού», σε επιμέλεια του Δημητρίου Στ. Φεσσά. Η πρώτη μαρτυρία έχει τον τίτλο «Χειρόγραφον Εφέδρου Υπολοχαγού Νικολάου Ποτηρόπουλου» και αποτελεί συνοπτική εξιστόρηση των αναμνήσεων που έγιναν ευρύτερα γνωστές ως «Υπόθεση του Δεύτερου Υποβρυχίου».
Η δεύτερη μαρτυρία ανήκει στον έφεδρο υπολοχαγό (πυροβολικού) Ηλία Κ. Παπακώστα. Ποτηρόπουλος και Παπακώστας είχαν συνυπηρετήσει σε κρίσιμες για τη χώρα στιγμές, από την αιχμαλωσία του Δ΄ Σώματος Στρατού στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας έως τον Εθνικό Διχασμό.
Ποια είναι όμως η ξεχασμένη σήμερα υπόθεση του «δεύτερου υποβρυχίου»; Η «Κ» προδημοσιεύει χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημ. Φεσσά, ο οποίος συμπληρώνει την έκδοση με κατατοπιστικές εισαγωγές, ιστορικά σημειώματα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Το βιβλίο «Η υπόθεση του Δεύτερου Υποβρυχίου» θα κυκλοφορήσει μέσα στις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Καπό
Η υπόθεση του Δεύτερου Υποβρυχίου έχει ως εξής: ένας έφεδρος υπολοχαγός (πεζικού) ο Νικόλαος Γεωργίου Ποτηρόπουλος από τη Μεσσήνη και ένας έφεδρος υπολοχαγός (πυροβολικού) ο Ηλίας Κωνσταντίνου Παπακώστας από το Κομπότι Αρτας είχαν μεταβεί τον Σεπτέμβριο του 1916, μαζί με την πλειονότητα των αξιωματικών και ανδρών του Δ΄ Σώματος Στρατού από την Καβάλα στο Γκαίρλιτς (Görlitz) της Γερμανίας. (...) Στο Γκαίρλιτς οι δύο αξιωματικοί επιλέγηκαν από ένα στενότερο κύκλο «ορκισμένων βασιλικών» στον οποίο ανήκαν, για να μεταβούν στην Ελλάδα από τη ναυτική βάση των Αυστρογερμανών Πόλα της Ιστριας, στο μυχό της Αδριατικής. Εντολή είχαν να μεταφέρουν μηνύματα του εκθρονισμένου βασιλιά Κωνσταντίνου στον γιο του βασιλιά Αλέξανδρο και σε αξιωματικούς ομόφρονές τους, που αφορούσαν διάφορα θέματα μεταξύ των οποίων –ενδεχομένως– και την προσπάθεια στασίασης μονάδων του στρατού κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου. Η αναχώρησή τους από το Γκαίρλιτς έγινε τον Ιανουάριο 1918 και το ταξίδι τους μέσω Βερολίνου (όπου πήγαν για να λάβουν οδηγίες από τους εκεί συνεργάτες του βασιλιά Κωνσταντίνου) και Βιέννης μέχρι Πόλας, σιδηροδρομικώς.
Από την Πόλα μέχρι την παραλία της Μεσσήνης, όπου και έφθασαν μετά τέσσερις μέρες στις αρχές Μαρτίου 1918, μεταφέρθηκαν με γερμανικό υποβρύχιο. Η αποστολή αυτή ήταν η δεύτερη με τον ίδιο στόχο. Είχε προηγηθεί κατά τρεις εβδομάδες περίπου μια άλλη, πάλι με υποβρύχιο, με μέλη τον έφεδρο υπολοχαγό Ιωάννη Καλαμαρά και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Ιωάννη Χατζόπουλο, με τόπο αποβίβασης τον κόλπο της Κυπαρισσίας. Στην ονομασία της πρώτης αποστολής ως Υπόθεσης του Υποβρυχίου από τον Τύπο της εποχής οφείλεται και η ονομασία «Υπόθεση του Δεύτερου Υποβρυχίου» γι’ αυτήν που μας απασχολεί.
Η πρώτη αποστολή είχε τραγικό τέλος, διότι οι δύο αξιωματικοί εντοπίσθηκαν στην Αθήνα όπου έφθασαν από την Κυπαρισσία σε λίγες μέρες, συνελήφθηκαν από το βενιζελικό καθεστώς, ομολόγησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη στο στρατοδικείο. Η σύλληψη είχε προηγηθεί της άφιξης των Ποτηρόπουλου – Παπακώστα στη Μεσσήνη και είχε δυσμενή επίδραση στην αποστολή τους, διότι αυτοί πανικοβλήθηκαν και δεν μπόρεσαν να κινηθούν προς την Αθήνα, όπως σκόπευαν. Αρνητική επίδραση επίσης είχε η απουσία του Εμμανουήλ Φεσσά, τον οποίο πρώτο αναζήτησαν στη Μεσσήνη ως ομοϊδεάτη τους, για να βοηθήσει.
Είχε εκτοπισθεί προ εβδομάδων από τη Μεσσήνη στην Ιθάκη μαζί με άλλους φιλοβασιλικούς, μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Ν. Ποτηρόπουλου. Απευθύνθηκαν τότε στον πρεσβύτερο αδελφό του Εμμανουήλ, τον Χρήστο, γιατρό μαιευτήρα. Ο Χρήστος Φεσσάς τους φιλοξένησε για λίγες μέρες στο σπίτι της οικογένειας στη Μεσσήνη και σε υποστατικό στην περιοχή και ανέλαβε αφενός να τους κρύψει έως ότου αλλάξει η κατάσταση και αφετέρου να ενημερώσει τον βασιλιά Αλέξανδρο στην Αθήνα για τα μηνύματα, πράγμα το οποίο και θα έκανε μεταβαίνοντας εκεί. Εν τω μεταξύ, η είδηση της σύλληψης της πρώτης αποστολής είχε πάρει σημαντικές διαστάσεις στον Τύπο.
Ως κρυψώνα επιλέγηκε ένα «άθλιο αχυρόσπιτο», στάβλος, ιδιοκτησίας Ηλία Δημητρόπουλου στο χωριό Λυκότραφο, μία ώρα με τα πόδια από τη Μεσσήνη. (...) Η απόκρυψη κράτησε 32 μήνες, από τις 12 Μαρτίου 1918 έως τις 7 Νοεμβρίου 1920, δηλαδή λίγες μέρες μετά τις γενικές βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, με τις οποίες έληξε και η «βενιζελική τυραννία». Κατά τους 32 αυτούς μήνες κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες περί ναυαγίου του υποβρυχίου, πνιγμού των αξιωματικών κ.ά. Στις 24 Αυγούστου 1920, δυόμιση περίπου μήνες πριν από την απελευθέρωση, ο Ηλίας Παπακώστας απεβίωσε από οξεία δηλητηρίαση και ο συνάδελφός του τον έθαψε μέσα στο στάβλο.
Εν τω μεταξύ, μετά τη λήξη του Παγκοσμίου Πολέμου στο τέλος του 1918, οι στρατιωτικοί του Γκαίρλιτς επέστρεψαν, με διάφορες περιπέτειες, στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι, ως επικίνδυνοι για το καθεστώς, στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σούδα και στη συνέχεια τριακόσιοι είκοσι μεταφέρθηκαν σε ακατοίκητη νησίδα του Σαρωνικού. Υστερα από πολύμηνη φυλάκιση περί τους πενήντα πέρασαν από στρατοδικείο και στις 29 Ιουνίου 1920 οκτώ καταδικάσθηκαν σε θάνατο, μεταξύ αυτών και οι φυγόδικοι Παπακώστας και Ποτηρόπουλος.
Το γερμανικό υποβρύχιο
Τα στοιχεία σχετικά με το ταξίδι Πόλα – Μεσσήνη που περιλαμβάνονται στις αφηγήσεις Ποτηρόπουλου και Παπακώστα έστρεψαν το ενδιαφέρον προς την αναζήτηση του υποβρυχίου που τους μετέφερε τον χειμώνα του 1918. Ο τύπος του υποβρυχίου ήταν εύκολο να εντοπισθεί, αφενός από τον αριθμό των μελών του πληρώματος και αφετέρου από την ταχύτητά του (πλήρωμα 33 ανδρών, ταχύτητα 6 ÷ 7 κόμβοι σε κατάδυση και 12 ÷ 15 κόμβοι στην επιφάνεια αντίστοιχα, σύμφωνα με την αφήγηση του Ποτηρόπουλου). Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στον τύπο UB III, το νεότερο και επικρατέστερο κατά την περίοδο εκείνη στον γερμανικό στολίσκο υποβρυχίων της Πόλας (Deutsche U-Halbflottille Pola). Ο στολίσκος αυτός, με έδρα την Πόλα και σημαντική βάση στο Καττάρο του Μαυροβουνίου, ήλεγχε (μαζί με το σύνολο του αυστροουγγρικού στόλου) την Αδριατική. Από εκεί, τα υποβρύχια αλώνιζαν τη Μεσόγειο και αποτελούσαν τον τρόμο των θαλάσσιων μεταφορών των συμμάχων. (...)
Αν ληφθεί υπόψη ότι ο μεν Παπακώστας γράφει τις αναμνήσεις του για τα γεγονότα του Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1918 μεταξύ Μαρτίου 1918 και Αυγούστου 1920 οπότε και πεθαίνει, ενώ ο Ποτηρόπουλος το 1935, μετά και τη μετατροπή του ημερολογίου στην Ελλάδα από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό τον Φεβρουάριο 1923, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι εγγραφές Παπακώστα, αν και λίγες ως προς τις ημερομηνίες που μνημονεύονται, πρέπει να είναι οι ορθές. (...)
Τούτο οδήγησε σε διασταύρωση των αφηγήσεων των δύο συνταξιδιωτών αξιωματικών, η οποία απεκάλυψε σημαντικές αποκλίσεις: Ποτηρόπουλος: Ανεχωρήσαμεν από το Γκαίρλιτς μίαν των τελευταίων ημερών του Ιανουαρίου 1918. Παπακώστας: Ανεχωρήσαμεν από το Γκαίρλιτς στις 3 Φεβρουαρίου 1918. Ποτηρόπουλος: Εις το Βερολίνο εμείναμε περί τας 22 ημέρας. Παπακώστας: Μετά μίαν εβδομάδαν απήλθομεν εκ Βερολίνου. Ποτηρόπουλος: Εις Βιέννην εμείναμεν περί τας 15 ημέρας. Παπακώστας: Εις Βιέννην εμείναμεν επί τίνας ημέρας. Σύμπτωση απόψεων υπάρχει ως προς τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού: Τέσσερις πλήρεις μέρες.
[Ο Παπακώστας] αναφέρει ότι στις 12 Μαρτίου 1918 έφθασαν στο Λυκότραφο. Αφαίρεση από την ημερομηνία αυτή του αριθμού των διανυκτερεύσεων που προηγήθηκαν στην περιοχή (τρεις στην κατοικία Φεσσά, τρεις στην αγροικία Φεσσά και μία στην αγροικία Κουμουνδούρου) οδηγεί στην ημερομηνία άφιξης του υποβρυχίου στον Μεσσηνιακό κόλπο την 5η/18η Μαρτίου και συνεπώς ημερομηνία αναχώρησης από την Πόλα την 1η/14η Μαρτίου. (...) Ετσι οδηγούμαστε στο υποβρύχιο UB–50, που απέπλευσε από την Πόλα στις 18.00 της 1ης/14ης Μαρτίου 1918. (...)
Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Πόλα από τον Ιούλιο του 1917 μέχρι το τέλος του πολέμου, το UB–50 έκανε επτά περιπολίες κατά τη διάρκεια των οποίων βύθισε τριάντα εννέα εμπορικά πλοία, προξένησε ζημιές σε επτά άλλα και στις 9 Νοεμβρίου 1918 (Ν. Ημ.), προπαραμονή της υπογραφής της ανακωχής που έβαλε τέλος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βύθισε το βρετανικό πολεμικό Britannia κοντά στο Γιβραλτάρ. Αυτό ήταν και το τελευταίο πλοίο που βυθίστηκε από υποβρύχιο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δεύτερη μαρτυρία ανήκει στον έφεδρο υπολοχαγό (πυροβολικού) Ηλία Κ. Παπακώστα. Ποτηρόπουλος και Παπακώστας είχαν συνυπηρετήσει σε κρίσιμες για τη χώρα στιγμές, από την αιχμαλωσία του Δ΄ Σώματος Στρατού στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας έως τον Εθνικό Διχασμό.
Ποια είναι όμως η ξεχασμένη σήμερα υπόθεση του «δεύτερου υποβρυχίου»; Η «Κ» προδημοσιεύει χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημ. Φεσσά, ο οποίος συμπληρώνει την έκδοση με κατατοπιστικές εισαγωγές, ιστορικά σημειώματα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Το βιβλίο «Η υπόθεση του Δεύτερου Υποβρυχίου» θα κυκλοφορήσει μέσα στις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Καπό
Η υπόθεση του Δεύτερου Υποβρυχίου έχει ως εξής: ένας έφεδρος υπολοχαγός (πεζικού) ο Νικόλαος Γεωργίου Ποτηρόπουλος από τη Μεσσήνη και ένας έφεδρος υπολοχαγός (πυροβολικού) ο Ηλίας Κωνσταντίνου Παπακώστας από το Κομπότι Αρτας είχαν μεταβεί τον Σεπτέμβριο του 1916, μαζί με την πλειονότητα των αξιωματικών και ανδρών του Δ΄ Σώματος Στρατού από την Καβάλα στο Γκαίρλιτς (Görlitz) της Γερμανίας. (...) Στο Γκαίρλιτς οι δύο αξιωματικοί επιλέγηκαν από ένα στενότερο κύκλο «ορκισμένων βασιλικών» στον οποίο ανήκαν, για να μεταβούν στην Ελλάδα από τη ναυτική βάση των Αυστρογερμανών Πόλα της Ιστριας, στο μυχό της Αδριατικής. Εντολή είχαν να μεταφέρουν μηνύματα του εκθρονισμένου βασιλιά Κωνσταντίνου στον γιο του βασιλιά Αλέξανδρο και σε αξιωματικούς ομόφρονές τους, που αφορούσαν διάφορα θέματα μεταξύ των οποίων –ενδεχομένως– και την προσπάθεια στασίασης μονάδων του στρατού κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου. Η αναχώρησή τους από το Γκαίρλιτς έγινε τον Ιανουάριο 1918 και το ταξίδι τους μέσω Βερολίνου (όπου πήγαν για να λάβουν οδηγίες από τους εκεί συνεργάτες του βασιλιά Κωνσταντίνου) και Βιέννης μέχρι Πόλας, σιδηροδρομικώς.
Από την Πόλα μέχρι την παραλία της Μεσσήνης, όπου και έφθασαν μετά τέσσερις μέρες στις αρχές Μαρτίου 1918, μεταφέρθηκαν με γερμανικό υποβρύχιο. Η αποστολή αυτή ήταν η δεύτερη με τον ίδιο στόχο. Είχε προηγηθεί κατά τρεις εβδομάδες περίπου μια άλλη, πάλι με υποβρύχιο, με μέλη τον έφεδρο υπολοχαγό Ιωάννη Καλαμαρά και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Ιωάννη Χατζόπουλο, με τόπο αποβίβασης τον κόλπο της Κυπαρισσίας. Στην ονομασία της πρώτης αποστολής ως Υπόθεσης του Υποβρυχίου από τον Τύπο της εποχής οφείλεται και η ονομασία «Υπόθεση του Δεύτερου Υποβρυχίου» γι’ αυτήν που μας απασχολεί.
Η πρώτη αποστολή είχε τραγικό τέλος, διότι οι δύο αξιωματικοί εντοπίσθηκαν στην Αθήνα όπου έφθασαν από την Κυπαρισσία σε λίγες μέρες, συνελήφθηκαν από το βενιζελικό καθεστώς, ομολόγησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη στο στρατοδικείο. Η σύλληψη είχε προηγηθεί της άφιξης των Ποτηρόπουλου – Παπακώστα στη Μεσσήνη και είχε δυσμενή επίδραση στην αποστολή τους, διότι αυτοί πανικοβλήθηκαν και δεν μπόρεσαν να κινηθούν προς την Αθήνα, όπως σκόπευαν. Αρνητική επίδραση επίσης είχε η απουσία του Εμμανουήλ Φεσσά, τον οποίο πρώτο αναζήτησαν στη Μεσσήνη ως ομοϊδεάτη τους, για να βοηθήσει.
Είχε εκτοπισθεί προ εβδομάδων από τη Μεσσήνη στην Ιθάκη μαζί με άλλους φιλοβασιλικούς, μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Ν. Ποτηρόπουλου. Απευθύνθηκαν τότε στον πρεσβύτερο αδελφό του Εμμανουήλ, τον Χρήστο, γιατρό μαιευτήρα. Ο Χρήστος Φεσσάς τους φιλοξένησε για λίγες μέρες στο σπίτι της οικογένειας στη Μεσσήνη και σε υποστατικό στην περιοχή και ανέλαβε αφενός να τους κρύψει έως ότου αλλάξει η κατάσταση και αφετέρου να ενημερώσει τον βασιλιά Αλέξανδρο στην Αθήνα για τα μηνύματα, πράγμα το οποίο και θα έκανε μεταβαίνοντας εκεί. Εν τω μεταξύ, η είδηση της σύλληψης της πρώτης αποστολής είχε πάρει σημαντικές διαστάσεις στον Τύπο.
Ως κρυψώνα επιλέγηκε ένα «άθλιο αχυρόσπιτο», στάβλος, ιδιοκτησίας Ηλία Δημητρόπουλου στο χωριό Λυκότραφο, μία ώρα με τα πόδια από τη Μεσσήνη. (...) Η απόκρυψη κράτησε 32 μήνες, από τις 12 Μαρτίου 1918 έως τις 7 Νοεμβρίου 1920, δηλαδή λίγες μέρες μετά τις γενικές βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, με τις οποίες έληξε και η «βενιζελική τυραννία». Κατά τους 32 αυτούς μήνες κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες περί ναυαγίου του υποβρυχίου, πνιγμού των αξιωματικών κ.ά. Στις 24 Αυγούστου 1920, δυόμιση περίπου μήνες πριν από την απελευθέρωση, ο Ηλίας Παπακώστας απεβίωσε από οξεία δηλητηρίαση και ο συνάδελφός του τον έθαψε μέσα στο στάβλο.
Εν τω μεταξύ, μετά τη λήξη του Παγκοσμίου Πολέμου στο τέλος του 1918, οι στρατιωτικοί του Γκαίρλιτς επέστρεψαν, με διάφορες περιπέτειες, στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι, ως επικίνδυνοι για το καθεστώς, στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σούδα και στη συνέχεια τριακόσιοι είκοσι μεταφέρθηκαν σε ακατοίκητη νησίδα του Σαρωνικού. Υστερα από πολύμηνη φυλάκιση περί τους πενήντα πέρασαν από στρατοδικείο και στις 29 Ιουνίου 1920 οκτώ καταδικάσθηκαν σε θάνατο, μεταξύ αυτών και οι φυγόδικοι Παπακώστας και Ποτηρόπουλος.
Το γερμανικό υποβρύχιο
Τα στοιχεία σχετικά με το ταξίδι Πόλα – Μεσσήνη που περιλαμβάνονται στις αφηγήσεις Ποτηρόπουλου και Παπακώστα έστρεψαν το ενδιαφέρον προς την αναζήτηση του υποβρυχίου που τους μετέφερε τον χειμώνα του 1918. Ο τύπος του υποβρυχίου ήταν εύκολο να εντοπισθεί, αφενός από τον αριθμό των μελών του πληρώματος και αφετέρου από την ταχύτητά του (πλήρωμα 33 ανδρών, ταχύτητα 6 ÷ 7 κόμβοι σε κατάδυση και 12 ÷ 15 κόμβοι στην επιφάνεια αντίστοιχα, σύμφωνα με την αφήγηση του Ποτηρόπουλου). Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στον τύπο UB III, το νεότερο και επικρατέστερο κατά την περίοδο εκείνη στον γερμανικό στολίσκο υποβρυχίων της Πόλας (Deutsche U-Halbflottille Pola). Ο στολίσκος αυτός, με έδρα την Πόλα και σημαντική βάση στο Καττάρο του Μαυροβουνίου, ήλεγχε (μαζί με το σύνολο του αυστροουγγρικού στόλου) την Αδριατική. Από εκεί, τα υποβρύχια αλώνιζαν τη Μεσόγειο και αποτελούσαν τον τρόμο των θαλάσσιων μεταφορών των συμμάχων. (...)
Αν ληφθεί υπόψη ότι ο μεν Παπακώστας γράφει τις αναμνήσεις του για τα γεγονότα του Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1918 μεταξύ Μαρτίου 1918 και Αυγούστου 1920 οπότε και πεθαίνει, ενώ ο Ποτηρόπουλος το 1935, μετά και τη μετατροπή του ημερολογίου στην Ελλάδα από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό τον Φεβρουάριο 1923, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι εγγραφές Παπακώστα, αν και λίγες ως προς τις ημερομηνίες που μνημονεύονται, πρέπει να είναι οι ορθές. (...)
Τούτο οδήγησε σε διασταύρωση των αφηγήσεων των δύο συνταξιδιωτών αξιωματικών, η οποία απεκάλυψε σημαντικές αποκλίσεις: Ποτηρόπουλος: Ανεχωρήσαμεν από το Γκαίρλιτς μίαν των τελευταίων ημερών του Ιανουαρίου 1918. Παπακώστας: Ανεχωρήσαμεν από το Γκαίρλιτς στις 3 Φεβρουαρίου 1918. Ποτηρόπουλος: Εις το Βερολίνο εμείναμε περί τας 22 ημέρας. Παπακώστας: Μετά μίαν εβδομάδαν απήλθομεν εκ Βερολίνου. Ποτηρόπουλος: Εις Βιέννην εμείναμεν περί τας 15 ημέρας. Παπακώστας: Εις Βιέννην εμείναμεν επί τίνας ημέρας. Σύμπτωση απόψεων υπάρχει ως προς τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού: Τέσσερις πλήρεις μέρες.
[Ο Παπακώστας] αναφέρει ότι στις 12 Μαρτίου 1918 έφθασαν στο Λυκότραφο. Αφαίρεση από την ημερομηνία αυτή του αριθμού των διανυκτερεύσεων που προηγήθηκαν στην περιοχή (τρεις στην κατοικία Φεσσά, τρεις στην αγροικία Φεσσά και μία στην αγροικία Κουμουνδούρου) οδηγεί στην ημερομηνία άφιξης του υποβρυχίου στον Μεσσηνιακό κόλπο την 5η/18η Μαρτίου και συνεπώς ημερομηνία αναχώρησης από την Πόλα την 1η/14η Μαρτίου. (...) Ετσι οδηγούμαστε στο υποβρύχιο UB–50, που απέπλευσε από την Πόλα στις 18.00 της 1ης/14ης Μαρτίου 1918. (...)
Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Πόλα από τον Ιούλιο του 1917 μέχρι το τέλος του πολέμου, το UB–50 έκανε επτά περιπολίες κατά τη διάρκεια των οποίων βύθισε τριάντα εννέα εμπορικά πλοία, προξένησε ζημιές σε επτά άλλα και στις 9 Νοεμβρίου 1918 (Ν. Ημ.), προπαραμονή της υπογραφής της ανακωχής που έβαλε τέλος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βύθισε το βρετανικό πολεμικό Britannia κοντά στο Γιβραλτάρ. Αυτό ήταν και το τελευταίο πλοίο που βυθίστηκε από υποβρύχιο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου