Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Τα «Σχολεία Συγγρού» στην Πυλία

Τα «Σχολεία Συγγρού» στην Πυλία



Την δεκαετία του 1880 το πρόβλημα των σχολικών κτηρίων αρχίζει πλέον να τίθεται με τρόπο έντονο και δραματικό, καθώς μια σειρά επιστημόνων τονίζουν την σημασία του υλικού πλαισίου στην παιδαγωγική λειτουργία.  Παράλληλα επισημαίνουν τους κινδύνους που απορρέουν για την υγεία των μαθητών, μέσα από ένα άσχημα κατασκευασμένο σχολικό κτήριο και ένα ανθυγιεινό περιβάλλον που απορρέει από αυτό το γεγονός.
Ετσι, διανοούμενοι και πολιτεία συγκλίνουν ότι η φοίτηση δεν μπορεί να έχει μια γενικευμένη και υποχρεωτική διάσταση, πριν δημιουργηθεί ένας σχολικός κτηριακός χάρτης, συμβατός με την κατάσταση του οικιστικού πλέγματος της χώρας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, την 9η Ιανουαρίου 1888 η κυβέρνηση Τρικούπη θα φέρει προς ψήφιση νόμο, βάσει του οποίου εγκαθιδρύεται η χρηματοδότηση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από ειδικό ταμείο, ενώ προέβλεπε τη χρησιμοποίηση μέρους των πόρων του για την ανέγερση σχολικών κτηρίων.  Ομως, πολύ σύντομα, αποδείχθηκε ότι οι προβλεπόμενοι πόροι δεν επαρκούσαν και ότι η δημιουργία και η συντήρηση σχολικών κτηρίων απαιτούσε ένα πρόγραμμα μεγαλύτερου εύρους σχεδιασμού και πόρων. Ετσι, ένα χρόνο αργότερα, η κυβέρνηση Τρικούπη θα υποβάλει στη Βουλή το νομοσχέδιο «Περί δημοτικών προσόδων, δανείων και βαρών», το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε και τη σύναψη δανείου για την ανέγερση νέων σχολικών κτηρίων, όμως το νομοσχέδιο δεν ψηφίστηκε.
Ανεξάρτητα όμως τις διαφωνίες για τους όρους χρηματοδότησης του προγράμματος ανέγερσης σχολικών κτηρίων, αναγνωρίστηκε από το σύνολο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων η άμεση αναγκαιότητα πολιτειακής παρέμβασης στον τομέα των σχολικών υποδομών. Ετσι, όλη αυτή η πολιτειακή δραστηριότητα επέδρασε θετικά ώστε να αποκτηθεί μια ουσιαστική γνώση σχετικά με την σχολική κτηριακή υποδομή της χώρας και να αποτυπωθούν πιο συγκεκριμένα οι σχολικές ελλείψεις. Ομως, η ανυπαρξία κανονισμού για την δημιουργία σχολικών κτηρίων, βάσει των νέων επιστημονικών κατακτήσεων τεχνικής και υγιεινής, αποτελούσε ένα ακόμη τροχοπέδη για την δημιουργία νέων σχολικών μονάδων.
Το τελευταίο αυτό πρόβλημα έρχεται να καλύψει το ιστορικό διάταγμα της 17ης Μαΐου 1894, καθώς αποτελεί το πρώτο κανονιστικό κείμενο για το σχολικό χώρο. Το διάταγμα συντάχθηκε από τον αείμνηστο νομομηχανικό Δημήτρη Καλλία και στηρίχθηκε, αν και πολύ πιο περιορισμένο, σχεδόν εξ ολοκλήρου στον γαλλικό κανονισμό για την κατασκευή και τον εξοπλισμό των σχολικών κτηρίων του 1880. Το πρώτο άρθρο όριζε ότι τα σχέδια και ο προϋπολογισμός κάθε σχολικού κτηρίου, δημόσιου ή ιδιωτικού, πρέπει να υποβάλλονται στο υπουργείο Εσωτερικών για να θεωρούνται από το Συμβούλιο των Δημοσίων Εργων, ενισχύοντας έτσι τον κεντρικό έλεγχο στον σχεδιασμό των σχολικών κτηρίων. Τα επόμενα άρθρα γενικά αφορούσαν την χωροθέτηση του σχολείου.  Εάν και εξαρχής ελάχιστα σχολεία κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τις προδιαγραφές του διατάγματος, μετά το 1898 το διάταγμα θα εφαρμοστεί στην κατασκευή ενός σημαντικού αριθμού σχολικών κτηρίων, καθώς αποτέλεσε την βάση του πρώτου κρατικού προγράμματος δημιουργίας σχολικών μονάδων.  Παράλληλα, το πρόβλημα της χρηματοδότησης και του διοικητικού μηχανισμού θα αντιμετωπιστούν από νέους νόμους, που θα θέσουν τις βάσεις για μια συνολική κρατική πολιτική στον τομέα των σχολικών εγκαταστάσεων.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι, σχετικά με την χρηματοδότηση των δαπανών κατασκευής σχολικών κτηρίων, δημιουργείται ειδικό χρηματοδοτικό κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου ΒΤΕ΄ «Περί εκπαιδευτικών τελών» της 12ης Ιουλίου 1895, βάσει του οποίου «το κεφάλαιο τούτο προορίζεται αποκλειστικώς εις βελτίωσιν της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και συμπλήρωσιν αυτής» και «επιτρέπεται να διατίθενται εκ του κεφαλαίου τούτου τα απαιτούμενα ποσά, όπως βαθμίδον οικοδομηθώσι τα αναγκαιούντα κτήρια, κατά τους υπό της παιδαγωγικής γενομένης αποδεκτούς οικοδομικούς όρους διά τα εν πάσι τοις δήμοις υπάρχοντα δημοτικά σχολεία».      
Είναι χαρακτηριστικό, ότι, λίγους μήνες αργότερα, σύμφωνα με το νόμο ΒΤΜΘ΄ του 1895, η κατασκευή νέων σχολικών κτηρίων θα γινόταν πρώτα στις πρωτεύουσες και στους οικισμούς των δήμων τρίτης τάξης και μόνο μετά την κάλυψη αυτών των αναγκών η δραστηριότητα θα επεκτεινόταν στους δήμους δευτέρας και πρώτης τάξεως. Η απόφαση αυτή οφειλόταν στο γεγονός του μεγάλου κόστους κατασκευής σχολικών κτηρίων στις μεγάλες πόλεις, που θα είχε σαν συνέπεια την απορρόφηση των εσόδων από τα εκπαιδευτικά τέλη για την ανέγερση μικρού αριθμού κτηρίων, καθώς και στο γεγονός ότι στις μεγάλες πόλεις υπήρχε πλούσιο οικιστικό απόθεμα που επέτρεπε την κάλυψη των σχολικών αναγκών με ενοικίαση διαφόρων κτηρίων. Πρόκειται λοιπόν για ένα θεσμικό πλαίσιο αρκετά πλήρες ώστε να υποστηρίξει μια συστηματική κρατική δραστηριότητα στην επικράτεια της χώρας.
 Ετσι, στις 27 Σεπτεμβρίου 1895, το υπουργείο στέλνει στα νομαρχιακά εποπτικά συμβούλια λιθογραφημένα σχέδια του νομομηχανικού Δ. Καλλία, που αφορούν αρχιτεκτονικά σχέδια διδακτηριακού τύπου σχολείων. Σύμφωνα με τα σχέδια αυτά η αίθουσα θα έχει χωρητικότητα 80 μαθητών και αμφιπλάγιο φωτισμό, ενώ τόσο η διάταξη της κάτοψης όσο και η μορφολογία παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία με τα σχέδια-τύπους του διατάγματος του 1894. Η εγκύκλιος που συνόδευε τη λιθογραφία ανέφερε την άμεση αποστολή ενός νέου σχεδίου για τον ίδιο τύπο σχολείου, αλλά με μονοπλάγιο φωτισμό.  Παράλληλα, σε συνεργασία με τους επιθεωρητές, οι νομομηχανικοί έπρεπε να διαλέξουν το διδακτηριακό τύπο που προσαρμόζεται καλύτερα στο σχήμα και τον προσανατολισμό του γηπέδου. Στη συνέχεια, στις 5 Φεβρουαρίου 1898, το υπουργείο Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως, θα συγκροτήσει ειδική επιτροπή προς εξέταση και έγκριση σχεδίων διδακτηρίων, με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής σε θέματα παιδαγωγικής και υγιεινής. Ετσι, εκτός από τον Δ. Καλλία, στην επιτροπή θα συμμετέχουν ο Σπ. Μωραΐτης, ο Γ. Βάφας, ο Π. Οικονόμου, ο Α. Τριανταφιλλίδης, ο Ι. Κυριακού και ο Ι. Μαμάης. Μερικούς μήνες αργότερα το υπουργείο στέλνει στα εποπτικά συμβούλια τα λιθογραφημένα σχέδια 4 τύπων διδακτηρίων, που αντιστοιχούσαν στους 4 τύπους υπαρχόντων δημοτικών σχολείων: μονοτάξιο, διτάξιο, τετρατάξιο και εξατάξιο. Ετσι, στις 20 Απριλίου του 1898, εγκρίνονται τα αρχιτεκτονικά σχέδια μονοτάξιου και διτάξιου δημοτικού σχολείου, που σχεδιάστηκαν από τον νομομηχανικό Δημήτρη Καλλία (σχέδιο μονοτάξιου στην εικόνα κειμένου).
Σχετικά με την δημιουργία σχολείων τύπου «Καλλία», την χρονική περίοδο 1898–1911, στη νότια Μεσσηνία τον πρωτεύοντα ρόλο διαδραμάτισε ο τότε Δήμος Μεθώνης. Ο Δήμος Μεθώνης, σύμφωνα με την απογραφή του Οκτωβρίου 1896, είχε πληθυσμό 6.118 κατοίκους, ενώ η κωμόπολη της Μεθώνης είχε 1.671 άτομα. Ετσι την πρώτη δεκαετία του 1900 δημιουργούνται στον δήμο τέσσερα σχολεία που ακολουθούν το πρότυπο του μονοτάξιου σχολείου τύπου «Καλλία». Ενα από αυτά δημιουργήθηκε στην κωμόπολη της Μεθώνης, ενώ για την κατασκευή των τριών άλλων σε οικισμούς του δήμου, πρωτεύοντα ρόλο αποτέλεσε η πληθυσμιακή πυκνότητα του κάθε οικισμού.  Ετσι, μονοτάξιο σχολείο του ιδίου τύπου κατασκευάστηκε στον οικισμό του Ευαγγελισμού (τότε Γριβιτσά), ο οποίος σύμφωνα με την απογραφή του 1896 είχε 567 κατοίκους. Το 1893 το σχολειό Γριβιτσών είχε προαχθεί από δευτεροβάθμιο δημοτικό σχολείο αρρένων σε τριτοβάθμιο. Επίσης, στον οικισμό Μεσοχώρι, που σύμφωνα με την ίδια απογραφή είχε 348 κατοίκους, δημιουργήθηκε μονοτάξιο σχολείο που ακολουθούσε τους ίδιους αρχιτεκτονικούς κανόνες προτύπων. Αξίζει να σημειώσουμε ότι μόλις το Δεκέμβριο του 1899 το σχολείο Μεσοχωρίου είχε προαχθεί από γραμματοσχολείο σε δημοτικό σχολείο,  με την επισήμανση ότι έπρεπε να φοιτήσουν σε αυτό «οι παίδες των χωρίων Χόντζογλι – Μπαράκαις- Καινούργιον». Πρόκειται για τους σημερινούς οικισμούς Πήδασος, Βαράκες και Καινούργιο Χωριό αντίστοιχα . Τέλος, ένα ακόμη μονοτάξιο σχολείο, με σχεδόν ίδιο αρχιτεκτονικό πρότυπο, δημιουργήθηκε στον οικισμό Καλλιθέα (τότε Μεμερίζι), ο οποίος αριθμούσε 401 κατοίκους. Κατά τον ίδιο τρόπο και αυτό το σχολείο είχε προαχθεί το 1898 από γραμματοσχολείο σε δημοτικό σχολείο αρρένων, ενώ το 1906 ιδρύθηκε και μονοτάξιο σχολείο θηλέων. 
Η αίθουσα διδασκαλίας αποτελεί την επαναλαμβανόμενη μονάδα στην οργάνωση της κάτοψης των σχολείων τύπου «Καλλία», ενώ η εσωτερική της διαρρύθμιση είναι σύμφωνη με το διάταγμα του 1894. Το νέο στοιχείο που παρουσίαζε είναι η χρησιμοποίηση διθέσιων θρανίων, κατανεμημένο σε σειρές και στήλες ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών και το σχήμα της αίθουσας. Η διαφοροποίηση αυτή αντανακλούσε μια ρεαλιστική αντιμετώπιση, που λάμβανε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της φοίτησης, καθώς ο νόμος ΒΤΜΘ΄ όριζε ως ελάχιστη διάρκεια φοίτησης τα τέσσερα χρόνια, εάν και η στάση του πληθυσμού ήταν πιο χαλαρή από το νέο θεσμικό πλαίσιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι γονείς και παιδιά δεν ήταν ακόμη συνηθισμένα σε μια φοίτηση που διαρκούσε αρκετά συνεχόμενα έτη, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές, όπου, μαθητές μετά από ένα ή δύο χρόνια πρωτοβάθμιων σπουδών άφηναν το σχολείο ή εγκατέλειπαν για ένα χρονικό διάστημα και μετά συνέχιζαν και πάλι τη φοίτησή τους. Εάν και οι στατιστικές δεν περιέχουν αρκετά στοιχεία για την μελέτη του ζητήματος αυτού, σύμφωνα με μελέτη του 1882, στην επαρχία Πυλίας μόνο 15% -20% των αρρένων συμμετέχουν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, την στιγμή που στην Αττική το ποσοστό συμμετοχής των αρρένων έφθανε και το 60%. Αντίθετα, η συμμετοχή των κοριτσιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση την περίοδο αυτή είναι τόσο μικρή που δεν αποτυπώνεται στην στατιστική μελέτη. Αλλά και οι εκθέσεις των δασκάλων και των επιθεωρητών αποτυπώνουν την έλλειψη κανονικότητας στην φοίτηση των μαθητών και ερμηνεύουν το γεγονός ότι τα σχέδια δεν δηλώνουν καμία αντιστοιχία ανάμεσα σε αίθουσες και τάξεις. Εκτός από τις αίθουσες, το κτηριολογικό πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης γραφείο για τους δασκάλους, διαδρόμους και ιματιοθήκες. Η κάτοψη συντίθεται από αυτά τα στοιχεία ως κλειστή ενότητα, χωρίς καμιά ευελιξία που να επιτρέπει το πέρασμα από τον ένα τύπο στον άλλο, την προσαρμογή δηλαδή του κτηρίου σε πιθανή αλλαγή του καθεστώτος του σχολείου (από μονοτάξιο σε διτάξιο κ.λπ.), καθώς συχνά απαιτούνταν τέτοιες αλλαγές, είτε λόγω αύξησης του αριθμού των μαθητών, είτε λόγω μεταβολής στη σύνθεση του διδακτικού προσωπικού. 
Είναι χαρακτηριστικό, ότι, το ισχυρό σημείο της σύνθεσης του κτηρίου που σχεδίασε ο Καλλίας είναι ο άξονας συμμετρίας που διέρχεται από την κύρια είσοδο του κτηρίου. Πράγματι τα μονοτάξια σχολεία τύπου «Καλλία», παρουσιάζουν μια σειρά σημαντικών ιδιαιτεροτήτων, όπου τα στοιχεία του νεοκλασικού λεξιλογίου χρησιμοποιούνται με επιτυχία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καλλίας αποδίδει εξαιρετική σημασία στη μορφολογία αυτών των κτηρίων, όπως στη σύνθεση της όψης προς το δρόμο, σε αντίθεση με την όψη προς την αυλή, που παρουσιάζεται με απλότητα και χωρίς διακοσμητικά στοιχεία. Η όψη του μονοτάξιου σχολείου είναι πλινθόκτιστη και επιχρισμένη με δίκλινη στέγη καλυμμένη με κεραμίδια, ενώ έχει ως κύριο διακοσμητικό στοιχείο την είσοδο που περιβάλλεται από παραστάδες και επιστεγάζεται από αέτωμα. Επίσης, τα τέσσερα παράθυρα, δύο από κάθε πλευρά της εισόδου, ενοποιούνται από ενιαία κορνίζα και διαχωρίζονται από παραστάδες, ενώ μια κορνίζα διακοσμημένη με ακροκέραμα διαμορφώνει τη στέψη του κτηρίου. Αυτή η νεοκλασική μορφολογία, σημαντικά επηρεασμένη από το κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνιστά απάντηση στο ήδη διατυπωμένο αίτημα για ένα σχολικό κτήριο που με την επιβλητική του εμφάνιση να μπορεί να συνεισφέρει στην ενίσχυση της επιβολής του θεσμού.
Σε σχέση με τα σχολεία τύπου «Καλλία» της Νότιας Μεσσηνίας, αξίζει να σημειώσουμε ότι το σχολικό κτήριο της Μεθώνης σύμφωνα με το  ΦΕΚ 128/Β/3-2-2005 έχει χαρακτηριστεί ως «μνημείο» καθώς «αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής σχολείων τύπου Καλλία και έχει ιστορική σημασία για τους κατοίκους της περιοχής». Επίσης, τόσο το Δημοτικό Σχολείο Μεσοχωρίου όσο και το Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας, σύμφωνα με το ΦΕΚ 674/Β/24-10-1990 έχουν χαρακτηριστεί ως «ιστορικά διατηρητέα μνημεία» καθώς αποτελούν «χαρακτηριστικά δείγματα αρχιτεκτονικής σχολείων των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων της χώρας και σημείο αναφοράς για την κοινωνικοϊστορική εξέλιξη των κατοίκων της περιοχής».
Είναι γεγονός ότι από το 1898 έως το 1911 κατασκευάστηκαν σε όλη την Ελλάδα 407 σχολεία με χρηματοδότηση από τα εκπαιδευτικά τέλη, ενώ ο ποσοτικός απολογισμός δεν θεωρείται εντυπωσιακός, καθώς τα κτήρια αυτά αντιπροσώπευαν μόνο το 11,5% των σχολείων που λειτουργούν στο τέλος του 1910. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1910, 2.178 σχολεία στεγάζονται σε νοικιασμένα κτήρια, ποσοστό που αναλογεί στο 61% του συνόλου των σχολείων. Τα κονδύλια που διατίθενται για την κατασκευή νέων σχολείων δεν είναι επαρκή, καθώς μεταξύ 1895 και 1907 διατίθενται κάθε χρόνο 650.000 δραχμές, ενώ για την ίδια περίοδο το κόστος κατασκευής για ένα μονοτάξιο σχολείο ανέρχεται κατά μέσο όρο στις 14.000 δραχμές. Επίσης, θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα έξοδα λειτουργίας του μηχανισμού σχεδίασης και επίβλεψης των εργασιών. 
Ομως, όλα αυτά τα «μικρά πανεπιστήμια», ακριβή αντίγραφα του ίδιου προτύπου, διασκορπισμένα σε ολόκληρη τη χώρα, σε έντονη αντίθεση με το αρχιτεκτονικό τους περιβάλλον, καθώς σύμφωνα με το νόμο τα σχολεία αυτά κατασκευάστηκαν κατά προτεραιότητα σε αγροτικούς οικισμούς, ενώ ο ενιαίος τύπος τους εφαρμόστηκε σε όλες τις περιοχές, περιλαμβανομένων και των αγροτικών περιοχών, ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες και το ανάγλυφο της κάθε περιοχής. Πολλές φορές έτσι υπήρξαν περιπτώσεις, όπου δυσπρόσιτοι οικισμοί και ορεινά χωριά, όπως της Νότιας Μεσσηνίας, διέθεταν επιβλητικά νεοκλασικά σχολικά κτήρια, τα οποία δεν είχαν ενσωματωμένα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της τοπικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ετσι, τα κτήρια αυτά έγιναν για μια ολόκληρη εποχή η ίδια εικόνα του σχολείου, έτσι ώστε δεκάδες χρόνια αργότερα ή ακόμα και σήμερα, κάθε νεοκλασικό σχολείο, ανεξάρτητα από την ημερομηνία κατασκευής του, να χαρακτηρίζεται σχολείο «τύπου Καλλία», η λανθασμένα σχολείο «Συγγρού». Σε σχέση με το τελευταίο αυτό σημείο, μια μεγάλη παρανόηση δημιουργήθηκε τότε και διατηρείται ακόμη και σήμερα, τροφοδοτώντας έτσι το μύθο της συνεισφοράς των εθνικών ευεργετών στη συγκρότηση του πρωτοβάθμιου σχολικού δικτύου. Είναι γεγονός, ότι, η ανέγερση αυτών των σχολείων, τόσο στην Νότια Μεσσηνία όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αποδίδεται συχνά σε δωρεά του Α. Συγγρού, παρόλο που τα συγκεκριμένα σχολικά κτήρια έχουν κατασκευαστεί με δαπάνες από τα εκπαιδευτικά τέλη. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Α. Συγγρός με την διαθήκη του που συντάχθηκε το 1896 αφήνει στο κράτος το ποσό των 750.000 με προορισμό την κατασκευή δημοτικών σχολείων σ' όλη τη χώρα εκτός από την πρωτεύουσα. Ομως, το κεφάλαιο αυτό, που κατατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος την 1 Ιανουαρίου 1904, παραμένει ακέραιο (κεφάλαιο και τόκοι) το 1926 (Μητρώον των εις την άμεσον διαχείρησιν και των εις την εποπτείαν του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων υπαγόμενων κληροδοτημάτων, Αθήνα 1929, τόμος Α΄, σ. 593), ενώ ακόμα και εάν η πολιτεία έκανε χρήση των χρημάτων του Συγγρού, δεν θα έφθαναν για την κατασκευή περισσότερων από 50 μονοθέσιων σχολείων. Σε κάθε περίπτωση, τα σχολεία τύπου «Καλλία» αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου, ενώ αποτυπώνουν την βάση του πρώτου κρατικού κανονιστικού προγράμματος δημιουργίας σχολικών μονάδων.

Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου