|
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: Ο ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΑΝΕΡΩΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ! Συζήτησαν πρόσωπο προς πρόσωπο επί πέντε ώρες στις 20 Δεκεμβρίου 1849, όπως γράφει ο ίδιος ο ευσεβής, ο άγιος Στρατηγός μας στα "Οράματα και Θάματά" του! Έρχονται οι πιο συγκλονιστικές, οι πιο μεγάλες ώρες του Ορθόδοξου Ελληνισμού! Ο Μακρυγιάννης είδε και τη στέψη του Ιωάννη μέσα στην Αγια-Σοφιά: ► «…Τότε μου λέγει (σ.σ. ο Θεός): Μην κλαις, Γιάννη, και όσα περικαλιέσαι, και την πατρίδα σου θ’ αναστήσω και την θρησκεία σου και γενικώς την ανθρωπότη, με τον καιρό τους, Γιάννη, δεν είναι η ώρα η διορισμένη ακόμα. και θα ιδείτε, όλοι όσοι πηγαίνουν κόντρα της θελήσεώς μου. και δικούς σας και άλλους, θα σας λευτερώσω από τους αναθεματισμένους και θα σας δώσω την μεγάλη κορόνα»! ► «… Τότε όπου μόδωσε από το φόρεμα και την σκέπη, μου είπε (σ.σ. ο Θεός): Είσαι ο πρόδρομος της πιτροπής όπου θα συστήσω, όποτε είναι η ώρα, και την ζωή σου σού ασφάλισα και την ψυχή σου»! ► «Μια βραδιά κοιμόμουν μέσα εις τις εικόνες (είχα εκεί το γιατάκι μου)….. και με πήραν και με πήγαν απάνω, σε μια πεδιάδα, όμως πολλά λυπηρή….. Κολλώντας εις την πεδιάδα εκείνη, ήταν ο αφέντης μας (σ.σ. Πατήρ), εις το δεξιόν του ο Χριστός, εις το δεξιόν του Χριστού η Θεοτόκο και ως δώδεκα άγιοι (τον άγιον Γιάννη τον Βαφτιστή τον γνώρισα πολύ καλά), και ήταν όλοι εις τα μαύρα, ο αφέντης και οι άλλοι όλοι, και κάθονταν. Εις το αριστερόν μέρος ήταν όσοι είχαν εγκλήματα πολλά και όσοι είχαν παιδιά βαφτισμένα και έκαναν αμαρτία με τις κουμπάρες τους, και όσοι κορίτσια έφθειραν, ήταν και άλλοι πολλοί εγκληματίες….. ύστερα παρουσιάζεται εμπροστά εις το κριτήριον ένα πράγμα, το μεγαλύτερον και αγριότερον θερίον, και ανοιχτό το στόμα του, και από μέσα του έβγαιναν λογιών των λογιών φωτιές, σαν μιναρέδες, και μπροστά ερχόταν οι φωτιές….. εις το πύρι, εις το πύρι, εις το πύρι το εξώτερον! Και φορτωμένους τους ρίχναν εκεί μέσα. τότε τα παιδιά τα ξαναβάφτιζε ο α-Γιάννης με τους αγίους, καθώς τα βαφτίζομεν εδώ…. Τότε, αδελφοί, εβλέπετε την μεγάλη οργή του Θεού και της βασιλείας του και την μεγάλην αγανάχτησην. Τότε έβλεπες βασιλείς λογιών των λογιών, και φραγκοφορεμένους και από τις δικές μας φορεσιές, οπού έλεγαν «Εις το πυρί» και πέφταν εκεί μέσα εις το πύρινον καμίνι, εις τους άγριου θεριού το στόμα. Τότε παρουσιάζει και τον βασιλέα μας (σ.σ. Όθωνα) και τους οπαδούς του και την βασίλισσά μας γυμνούς, και αφού τους γύμνωσαν, πάνε όλοι μέσα εκεί εις το πύρινο καμίνι, και ο Κωλέττης και οι οπαδοί του….. …Αφού γύμνωσε τον βασιλέα μας και βασίλισσά μας, ευθύς έντυσε έναν γέρο με γένια και τον ευλόγησεν ο αφέντης μας και όλοι, και τον έβαλε εις τα δεξιά του…» ► «… Τότε κατεβαίνει ένα σύγνεφον, και ο αφέντης μας, καθώς ήταν όλοι ίσκιοι εις το κριτήριον, και πήγαμεν εις την Άγια- Σοφιά, και εκεί ευλόγησε εκείνον τον γέρον όπου ‘χε εις τα δεξιά του, και ήταν μια παράταξη, δεν μπορώ να σας παραστήσω. Τον ευλόγησε ο αφέντης μας και όλοι οι άλλοι και είπε: Τούτος είναι ο πρόεδρος της επιτροπής της βασιλείας μου. Και ξύπνησα. Αυτά είδα, αδελφοί, και όποιος αγαπάει ας πιστεύει, ειδέ είναι νοικοκύρης να κάμει ό,τι θέλει»! ► «Την Κυριακή ξημερώνοντας, ήρθε ο αφέντης μας (σ.σ. ο Πατήρ), ο Χριστός, η Θεοτόκο και όλοι οι άγιοι, με όλη αυτείνη την φωτόχυση, και πολύ χαρούμενος μου λέγει τρεις φορές: Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη, τώρα, στοχάζομαι, με είδες και με τους οφθαλμούς σου και με απόλαψες και με γνωρίζεις. Ασφάλισες όσα νύχτα και ημέρα περικαλιέσαι περί της πατρίδος σου, της θρησκείας σου και γενικώς της ανθρωπότης. Σας άκουσα δια της παράκλησης του μονογενού μου και της μητρός του και των αγίων μου. η γης και η θάλασσα σαλεύει, όχι οι λόγοι μου. είδες τον πιτροπό μου, σας ανάστησα οπίσου. Όποτε θα ΄ρθει η διορισμένη η ώρα, όλα αυτά θα τ΄ απολάψετε, και την μεγάλη κορόνα» ► «Μιαν αυγή έκανα την προσευχή μου και ήμουν πολύ μέσα, εις τις εικόνες, και ήμουν και κρυγιωμένος και αποσταμένος και πονεμένος. Ανοίγω την πόρτα, βλέπω εις την σάλα έναν με γένια, σαν καλόγερον. τον καλημερώ, του λέγω: Γέροντα, κόπιασε μέσα εις την κάμαρη, ότι δεν μπορώ να σταθώ αυτού – ήτον κοντά τα έβγα του Δεκεμβρίου, 20 (σ.σ. 1849), και ήτον κρύγιον πολύ. Έρχεται μέσα και κάθεται γοναστικώς μπροστά μου. Του λέγω: Αυτό είναι τυραγνικόν έργον. Τον πήρα πλησίον μου. μου λέγει: Σου φέρνω ευκές και ευλογίες από τον αφέντη μας, εσένα και όλης της συντροφιάς σου. Του λέγω: Ποιος είναι ο αφέντης; και συντροφιά δεν έχω. – Ο άνωθεν είναι, και ξέρει και σένα και την συντροφιά σου. – Τι άξιος είμαι εγώ δι΄ αυτά οπού μου λες! Σήκω να πάμε μέσα, εις τις εικόνες. Πήγαμεν εκεί, λέγω τρεις φορές: Κύριε, Κύριε, Κύριε, ετούτος ο άνθρωπος ήρθε εις το σπίτι μου και μου λέγει λόγια όπου εγώ είμαι ανάξιος. Και αν είναι αληθινός, να είναι η ευχή και η ευλογία της παντοδυναμίας σου και της βασιλείας σου, ειδέ και είναι επίβουλος, να γένει στάχτη, έξω από το σπίτι μου! Τότε ορκίζεται και αυτός και κλαίγει. Έκαμα τρεις μετάνοιες, το ίδιον και αυτός. Πήρα να του φιλήσω το χέρι του, δεν μου το ΄δωσε, μου είπε ότι δεν είναι γερωμένος… …Μου είπε ότι θα ΄ρθουνε βρωμερά έθνη αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, να είστε προσεχτικοί και μεγάλη ομόνοια αναμεταξύ σας, και όταν να ιδείς τίποτας, τελειώνοντας αυτό να κινηθείς με όσους μπορέσεις…». ► «…Ξηγήσου με πλατύτερα. Τι είσαι και πώς ήρθες; Μου λέγει: Εγώ ήμουν εις τον Άγιον Τάφο αρκετόν καιρόν, και μιαν βραδιά είδα τον Παντοκράτορα και όλη του την βασιλείαν – και με λένε Γιάννη - και μου λέγει: «Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη, εσύ ΄σαι ο επίτροπος της βασιλείας μου, και καθώς φέρνεσαι να μην αλλάξεις τρίχα, είσαι χαμένος και εδώ και εις την άλλη ζωή». Αυτό το είδα τρις βραδιές εις τον ύπνο μου. ύστερα έρχεται και μου λέγει να ειπώ του γούμενου και των αλλονών ολονών, με τα ονόματά τους, ξεχωριστά, να μην ξέρει ένας τον άλλον, να τ’ς ειπώ τι ‘ναι αυτά οπού κάνουν και που ακολούθησαν το ναόν μου. είτε θα ΄ρθουν εις τον δρόμο τους και να μετανοήσουν, είτε θα ιδούνε πράματα και εδώ και εις την άλλη ζωή. θα τους στείλω εις το ιπύρι να καίγονται μαζί με τους άλλους. Πήγε και είπε όλα αυτά. Τ΄ άιο-Κωνσταντίνου, στα 1844, τον πήραν και πήγαν εις την Κωνσταντινούπολη, και εις την Αγίας Σοφίαν τον χειροτόνησαν. βλέπει αυτά όλα εις τον ύπνο του. Περνώντας κάμποσος καιρός, του λένε να βρεθεί εις την Κωνσταντινούπολη. Πήγε εκεί και του έβαλαν την κορόνα, και του λέγει: Εσύ ΄σαι ο πρόεδρος της πιτροπής της βασιλείας μου, όταν θα ‘ρθει η ώρα μου η διορισμένη. Και του είπε να ‘χει δικιοσύνη, και άλλες πολλές διάτες. Του παρουσιάζουν τον σουλτάνο σ΄ ένα παλιό σκαμνί, και τον δικό μας τον βασιλέα το ίδιον, και του είπε τότε, θα πάνει εις το ιπύρι εις το εξώτερον και οι δύο ετούτοι. Τον παίρνουν ύστερα – όχι εις τον ύπνον, ζωντανόν – και τον πάνε σε όλες τις εκκλησίες να τις φκιάσει, και σε όλα τα τζαμιά, και του είπαν, όταν είναι ο καιρός οπού θα πιτροπέψει, του είπαν το κάθε τζαμί τι εκκλησία να γένει. Τους λέγει: Πότε είναι; - Ούτε να ρωτάς δια τον καιρόν, ότι όθεν σε διατάττω, να είσαι έτοιμος και χωρίς να ξετάζεις…». ► «… Όπου θα μου ειπούνε να πάγω, μου λέγει, μου λένε μόνον τον τόπον, την ονομασίαν, και πηγαίνω, και κάνω τρεις μέρες εις την εκκλησίαν του κάθε τόπου, και τότε λαβαίνω οδηγίες πού να πάγω και τι να μιλήσω. Έλαβα διαταγή να περάσω από τη Σύρα. Και ήρθα εδώ και έχω τρεις ημέρες, και μου είπαν να ΄ρθω σε σέναν. Να ήθελε να μην ερχόμουν! Τι είδα εδώ εις την χριστιανοσύνη, ποία ασέβεια και απιστία! (Και έκλαιγε, που δεν παρηγοριέταν.) Εις την Σύρα, αφού βλέπω τόση απιστία, και έρχεται και μια γυναίκα μαμή και μου λέγει: Δάσκαλε, τηράς τα χέρια μου οπού ΄ναι ματωμένα; Τώρα έπιασα από του πατέρα το κορίτσι παιδί, οπού ΄καμε αμαρτία με το παιδί του, το κορίτσι του, ο πατέρας. Και εδώ είναι εφτακόσια, οχτακόσια παιδιά, νεολαία, και άλλοι μεγάλοι, οπού ΄ναι ορκισμένοι και γυρισμένοι εις την δυτικής θρησκείαν και άφησαν την θρησκεία τους. και τι κάνουν οι παπάδες και οι δεσποτάδες και οι άλλοι όλοι;». ► «…Ο αφέντης μας μου είπε να ΄ρθω εδώ δια σέναν, πρώτα να μην λυπάσαι, και όταν είναι η ώρα του, είσαι σημαιοφόρος εσύ και θα σε ακολουθήσουνε πολλοί, και ο σταυρός ομπρός, και όταν να είναι αυτείνη η ώρα, πρώτα θα ιδείς ότι θα χαθεί τούτος ο Σαββατιανός από την οργή του αφεντός μας, ότι έχυσε και χύνει τόσα αθώατα αίματα, και τότε ματαφωτίζεσαι. και όταν κινηθείτε, να είστε δίκιοι και μονιασμένοι εις τον δρόμον, και θα βγούνε και πολλά κεκρυμμένα άγια κορμιά έξω, και τότε, έρχοντας και εσείς, θα μπω στην επιτροπή του αφεντός μας. και τώρα, με τα βρωμερά έθνη οπού θα σας πλακώσουνε και να σας χάσουυνε, ομόνοιαν αναμεταξύ σας, να μην χαθείτε και χυθούνε και αθώα αίματα, ότι αυτό δεν τον θέλει ο αφέντης μας. αυτό μου είπε και μου λέγει, και είναι μπρος μας – ό,τι μου λέγει σου λέγω. Καθίσαμεν περίτου από πέντε ώρες. του λέγω: Δάσκαλε, δεν κάθεσαι εδώ απόψε; Δεν μπορώ, τέκνο μου, μου λέγει, ότι με βιάζει. θα κατέβω εις τον Περαία, και από κει μου είπε να πάγω εις την Ύδρα. Τι θα κάμω και πού αλλού θα πάγω, και εγώ δεν ξέρω. Η ηλικία του ήταν ως εξήντα πέντε, εβδομήντα. Όχι γερής κράσης, μέτριο μπόγι, και όλο χαρούμενος, γλυκός άνθρωπος πολύ, και έφυγε και μου είπε: Πρώτα ο Θεός, θα σμίξομεν εκεί οπού θα βλογήσει ο αφέντης μας. αλλά το κακό είναι, μου είπε, ότι είναι σε μεγάλη αγανάχτησην αναντίον μας, και δικια η αγανάχτησή του, και λέγει: Εγώ να αγωνίζομαι ολοένα να τους σώσω, και αυτείνοι, οι αχάριστοι, και μ΄ αρνιώνται και με κακομεταχειρίζονται! Δεν μπορώ, παιδί μου, μου λέγει, να σου παραστήσω την αγανάχτησήν του, οπού ΄χει σε τούτους εδώ μέσα εις το βασίλειόν σας, και η μεγάλη η ασωτία, και εκείνο το τρομερόν εις την Σύρα, πατέρας με το παιδί του παιδί! Ού ακούστη αυτό; Ποιόν ζώον και ποιον θερίον κάνει αυτό; Ο άνθρωπος! Και έκλαιγε σαν μικρόν παιδί και είπε: Ο Θεός από αυτά μας εσιχάθη, και η Θεοτόκο τον περικαλεί να μην χαθούνε και οι αθώοι. Σηκώθηκε και έφυγε. Δεν έχω την θύμησην καλά αν ήταν αυτός ο ίδιος εις την παντοδυναμίαν του, τότε εις το κριτήριόν του, οπού τον είχε εις το δεξιόν του, και εις την Αγίαν Σοφίαν – δεν μόρχεται εις την θύμησην». |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου