Κυριακή 17 Απριλίου 2016

η αποβιβαση του Ιμπραημ στην Σφακτηρια και η εξοδος του Αρη






Ελληνική Επανάστασης 1821


Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στήν Πελοπόννησο ( 1825)




Τόν Φεβρουάριο τού 1825 η κυβέρνηση Κωλέττη, Μαυροκορδάτου Κουντουριώτη κοιμόταν τόν ύπνο τού δικαίου. Οι καλαμαράδες καί οι νοικοκυραίοι τής Ύδρας ήταν ευχαριστημένοι μέ τό έργο τους. Είχαν επιτρέψει τήν πλήρη καταστροφή τών ναυτικών νησιών τής Κάσου καί τών Ψαρών, είχαν φυλακίσει τόν Κολοκοτρώνη μαζί μέ τούς άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς στό μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία στήν Ύδρα καί είχαν εξουδετερώσει πλήρως τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος είχε βρεί καταφύγιο στήν σπηλιά του, στό Κωρύκειο Άντρο τού Παρνασσού. Τά λεφτά τού αγγλικού δανείου τά είχαν σφετεριστεί ή τά είχαν σκορπίσει σέ ανθρώπους σάν τόν Γκούρα γιά νά μπορούν νά διατηρούν αυξημένη τήν στρατιωτική τους ισχύ καί είχαν αφήσει σέ τουρκικά χέρια τά παραθαλάσσια κάστρα τής Μεθώνης, τής Κορώνης καί τών Πατρών γιά νά μπορέσει ο γιός τού Μωχάμετ Άλη νά αποβιβάσει τά δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα πού ετοίμαζε ο πατέρας του στήν Αίγυπτο. Τήν πολιτική αυτή θά τήν πληρώναμε μέ χιλιάδες νεκρούς από τόν πρώτο κιόλας μήνα τής αφίξεως τού Ιμπραήμ στήν Πελοπόννησο.

Ο Ιμπραήμ πασάς αποδείχτηκε ο ικανότερος στρατηγός από όλους όσους είχε στείλει η Υψηλή Πύλη στήν επαναστατημένη Ελλάδα. Χρησιμοποιώντας ως βάση του τή Σούδα τής Κρήτης, έστελνε αδιάκοπα τρόφιμα καί πολεμοφόδια στά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης, γιά νά τά χρησιμοποιήσει γιά τήν επικείμενη εκστρατεία του, τήν οποία τελικώς καί πραγματοποίησε εν μέσω βαρυτάτου χειμώνα καί τρομερής θαλασσοταραχής. Πράγματι, στίς 12 Φεβρουαρίου 1825, ο Αιγύπτιος στρατηγός, συνοδευόμενος από Ευρωπαίους συμβούλους, αποβιβάστηκε ανενόχλητος στό λιμάνι τής Μεθώνης, μέ τέσσερεις χιλιάδες άνδρες καί εξακόσιους ιππείς. Αμέσως τά ευρωπαϊκά μεταγωγικά πλοία επέστρεψαν στή Σούδα, γιά νά επανέλθουν πάλι ανενόχλητα τόν επόμενο μήνα, μεταφέροντας επτά χιλιάδες πεζούς καί τετρακόσιους ιππείς. Η μεσσηνιακή πεδιάδα γέμισε από αιγυπτιακές σκηνές καί οι χιλιάδες μουσουλμάνοι τής Αφρικής άρχισαν τό γνωστό έργο τους, αυτό τής λεηλασίας καί τής καταστροφής, χωρίς νά συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση εκ μέρους τής διαλυμένης στρατιωτικής δύναμης τής Πελοποννήσου.


Κάστρο τής Κορώνης 1825



Η κυβέρνηση αποφάσισε νά δράσει! Ορίστηκε αρχιστράτηγος τής εκστρατείας ο ανίκανος Γεώργιος Κουντουριώτης, ο οποίος δέν ήξερε κάν νά ιππεύει καί αρχηγός τών στρατιωτικών σωμάτων, ο επίσης άσχετος στά στρατιωτικά θέματα, Υδραίος πλοίαρχος Κυριάκος Σκούρτης. Ο διορισμός τού Σκούρτη δυσαρέστησε τούς Έλληνες οπλαρχηγούς καί κυρίως τόν Καραϊσκάκη, τόν Κώστα Μπότσαρη, τόν Γάτσο, τόν Χατζηχρήστο καί τόν Καρατάσσο οι οποίοι είχαν βρεθεί κατά τύχη εκεί, λόγω τού εμφυλίου πολέμου.

Ο Γεώργιος Κουντουριώτης ανεχώρησε από τό Ναύπλιο στίς 16 Μαρτίου 1825 εν μέσω τιμητικών κανονιοβολισμών. Η πομπή θύμιζε περισσότερο γιορτινή παρέλαση παρά στρατιωτική εκστρατεία. Ο Κουντουριώτης συνοδευόταν από μία άλλη στρατιωτική ιδιοφυΐα, τόν ...Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η πομπή κινήθηκε μέ πολύ αργό ρυθμό, αφού ο "εκλαμπρότατος αρχιστράτηγος" δέν μπορούσε νά σταθεί πάνω στή σέλλα τού αλόγου του καί διαρκώς σταματούσε. Ο Κουντουριώτης δέν θά έφτανε ποτέ στήν περιοχή Κρεμμύδι ή Κρεμμύδια, βορειοανατολικά τής Πύλου, όπου παρατάχθηκε ο ελληνικός στρατός υπό τήν αρχηγία τού Σκούρτη, περιμένοντας τόν άριστα εκπαίδευμένο από Γάλλους αξιωματικούς αιγυπτιακό στρατό. Ο Καρατάσσος, πού θεώρησε τήν περιοχή αδύνατη, δέν υπάκουσε τήν διαταγή τού Σκούρτη καί στρατοπέδευσε στή θέση Σχοινόλακα.


Ήττα στό Κρεμμύδι (7 Απριλίου 1825)




Μία στρατιωτική επιχείρηση σχεδιασμένη από τούς πολιτικούς εκείνης τής εποχής θά κατέληγε μέ μαθηματική ακρίβεια στήν καταστροφή, όπως είχε γίνει στή μάχη τού Πέτα μέ τήν εκστρατεία τού Κιουταχή καί στήν Ακροκόρινθο μέ τήν εκστρατεία τού Δράμαλη. Ο Ιμπραήμ πασάς, χωρίς νά χάσει καθόλου τόν καιρό του, καθάρισε όλη τήν επαρχία τής Μεσσηνίας από τίς ασύντακτες ελληνικές δυνάμεις, απέκλεισε τά φρούρια τού Νεοκάστρου καί τού Παλαιοκάστρου στήν Πύλο καί κινήθηκε μέ τό κύριο σώμα τού στρατού του πρός τίς θέσεις πού είχαν οχυρώσει οι Έλληνες. Τό φρούριο στό Νεόκαστρο είχαν αναλάβει νά τό υπερασπιστούν, οι Μακρυγιάννης, Εμμανουήλ Καλλέργης καί Ιωάννης Μαυρομιχάλης. Ο γιός τού Πετρόμπεη όμως τραυματίστηκε από εχθρικό βόλι στό δεξί χέρι. Η έλλειψη γιατρών είχε ως αποτέλεσμα ο νεαρός Μανιάτης νά χάσει πολύ αίμα καί όταν τελικά μεταφέρθηκε στήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία) ήταν πλεον πολύ αργά.


Μαυρομιχάλης Ιωάννης



«Αδελφοί Έλληνες!

Ευχαρίστως έπιον καί τό πικρόν τούτο ποτήριον. Εθυσιάσθη ενδόξως μαχόμενος υπέρ πίστεως καί υπέρ πατρίδος καί έτερος φίλτατός μου υιός Ιωάννης Μαυρομιχάλης, όστις ετραυματίσθη κατά τήν εν Νεοκάστρω μάχην εις τάς 14 Απριλίου 1825, ανδρείως πολεμών τόν βάρβαρον εχθρόν, καί μετά οκτώ ημέρας παρέδωκε τό πνεύμα του εις τόν Θεόν. Ούτος ο ένδοξος μάρτυς τής φιλτάτης ελευθερίας, ήδη επαναπαύεται εις τούς κόλπους τού Αβραάμ καί αγάλλεται αξιωθείς νά επισφραγίση τήν δόξαν του μέ τοιούτον έντιμον θάνατον.

Γαίαν έχοις ελαφράν, τέκνον γλυκύτατον τών αθανάτων προπατόρων σου, άξιον καί τών μαχιμωτάτων αδερφού σου καί θείου σου Ηλιού καί Κυριακούλη εφάμιλλον! ο θάνατός σου ήδη βαλσαμώνει τάς κινδυνώδεις πληγάς, όσας αι δειναί περιστάσεις ήνοιξαν εις τήν καρδίαν μου, επειδή μέ δίδει χρηστάς ελπίδας ότι τής Σπαρτιατικής ευθαρσίας σου τό παράδειγμα τό αξιομίμητον θά ελευθέρωση τό πατρώον έδαφος από τήν στυγεράν παρουσίαν τών απανθρώπων τυράννων. Ναί αδερφοί Έλληνες! καί φίλτατοί μου Σπαρτιάται! τό γενναίον παράδειγμα τού νεανίσκου τούτου μιμούμενοι δράμετε νά εκδικηθήτε τό αίμα του, να εκδικηθήτε τήν καθυβρισθείσαν πατρίδα μας από τούς μοχθηρούς Αιγυπτίους, οι οποίοι απετόλμησαν καί απέβησαν εις τήν Πελοπόννησον, επαπειλούντες νά μάς αρπάξουν τά ιερά τής φύσεως δίκαια, νά υποδουλώσουν εκείνους οπού κατεκρήμνισαν τόν υπερμεγέθη κολοσσόν τού οθωμανικού κράτους, καί νά παραδώσουν τά πάντα εις πύρ καί εις σίδηρον.

Φίλταται Σπαρτιάται! αι σκιαί τού Κυριακούλη, Ηλιού καί Ιωάννου, αι σκιαί τών επιλοίπων συμπατριωτών σας καί αδελφών ήδη περιΐπτανται εις τάς συνελεύσεις σας, καί επικαλούνται πρός εκδίκησον τού πολυτίμου αυτών αίματος τόν ισχυρόν σας βραχίονα.

Εν Τριπολιτσά, 25 Μαρτίου 1825. Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.»


Ελληνικά Χρονικά - Μάγερ



Ο Ιμπραήμ έστειλε 3000 άνδρες εναντίον τού Καρατάσσου πού κατείχε τή θέση Σχοινόλακα, μέ τούς λιγοστούς του Μακεδόνες. Ο Καρατάσσος κατάφερε νά αποκρούσει τούς μωαμεθανούς στρατιώτες καί νά αποκομίσει εκατοντάδες όπλα τά οποία έστειλε ως λάφυρα πολέμου στήν Τριπολιτσά. Στίς 6 Απριλίου 1825 έγινε σύσκεψη στό Κρεμμύδι καί αποφασίστηκε από τόν Μαυροκορδάτο καί τόν Σκούρτη ο τρόπος τής παράταξης τής ελληνικής δύναμης. Η παράταξη θά είχε σχήμα ημικυκλίου μέ ενισχυμένα τά δύο άκρα.

Στό αριστερό άκρο τής παράταξης βρισκόταν ο Χατζηχρήστος καί στό δεξί άκρο οι Καραϊσκάκης καί Κίτσος Τζαβέλας. Τό κέντρο κατέλαβε ο Σκούρτης μέ 500 Υδραίους, Σπετσιώτες καί Κρανιδιώτες καί ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος μέ Αγιοπετρίτες. Οι ναυτικοί πού τοποθετήθηκαν στό κέντρο ήταν άπειροι σέ μάχες στήν ξηρά καί επιπλέον δέν φρόντισαν καθόλου νά οχυρώσουν τίς θέσεις τους, όπως έκαναν οι στεριανοί μαχητές στά δύο άκρα.


«Εντός τού χωριού Σχινόλακκα ωχυρούντο ο στρατηγός Τσάμης Καρατάσσος μετά 200 μόνον ανδρείων καί μαχίμων Μακεδόνων εναντίον δέ αυτού εκινήθη τότε ο στρατάρχης Ιμπραήμ πασάς μετά 3000 Αιγυπτίων τακτικών στρατιωτών καί 1000 Αλβανών πεζών, μετά 700 ιππέων Μαμελούκων φέρων 10 ορεινά τηλεβόλα. Εις στιγμήν κινδύνου, έδραμον πρός επικουρίαν του από τού Βουφράσου, χωρίου απέχοντος 1 1/2 ώραν από τήν Σχινόλακκα, οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Γρηγοριάδης μέ τόν Αδάμ Παπατσώρη μέ 500 Αρκαδίους, ο Γεώργιος Γιατράκος μέ 500 Λακεδαιμονίους, ο Χατζηχρήστος, ο Αγγελής Γάτσος, καί Ευάγγελος Κοντογιάννης μέ 1400 Ρουμελιώτας στρατιώτας, οίτινες φθάσαντες εις απόστασιν τετάρτου τής ώρας από τού πεδίου τής μάχης δέν επρόφθασαν νά οχυρωθώσιν.

Τότε επιπεσόν κατά διαταγήν τού Ιμπραήμ τό ιππικόν τών Μαμελούκων υπό τήν διοίκησιν τού αντιστρατήγου Ρισβάν μπέη, τούς έτρεψεν εις άτακτον φυγήν, τούς κατεδίωξεν εις αρκετόν διάστημα καί κατέκοψεν έως 45 εξ εκείνων. Οι Αρκάδιοι μετά τών Λακεδαιμονίων καί λοιπών Ελλήνων διασωθέντες κατέφυγον εις Λιγουδίσταν κωμόπολιν τής Τριφυλίας, όπου εστρατοπέδευον ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης μέ τόν θείον αυτού Διονύσιον Παπαθεοδώρου, τούς Παπατσωραίους καί Κωνσταντίνον Μέλιον μέ 1000 Αρκαδίους στρατιώτας. Γενομένης δέ ραγδαίας βροχής, μετά αστραπών καί βροντών επωφελήθη τού σκότους καί τής κακοκαιρίας ταύτης ο Καρατάσσος καί διέφυγεν μέ τούς στρατιώτας του.»


Οι Τριφύλιοι (Αρκαδινοί) στόν αγώνα τού '21, Στάθη Παρασκευοπούλου, 1973
Ο Ιμπραήμ μέ τά κυάλια του είχε εντοπίσει τίς αδυναμίες τής ελληνικής άμυνας καί τό πρωΐ τής 7ης Απριλίου 1825, εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση εναντίον τού κέντρου τής ελληνικής παράταξης. Οι νησιώτες άρχισαν νά υποχωρούν καί μόνο οι Σουλιώτες τού Κώστα Μπότσαρη κάπως σταμάτησαν τήν ορμή τής αιγυπτιακής επίθεσης. Όταν όμως τό αιγυπτιακό ιππικό ανακάλυψε αφύλαχτα περάσματα καί βρέθηκε πίσω από τά ελληνικά σώματα, η μάχη στό Κρεμμύδι μετετράπηκε σέ σφαγή. Οι Έλληνες, ευρισκόμενοι μεταξύ δύο πυρών, έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τόν άλλον. Περισσότεροι από πεντακόσιοι Χριστιανοί χάθηκαν καί μεταξύ αυτών ήταν οι Μήτρος Μποταΐτης, Ευθύμιος Ξύδης, Βασίλης Χόρμοβας καί Κώστας Πετρόπουλος ενώ παρ' ολίγο νά συλληφθή ο Κώστας Μπότσαρης, ο οποίος δέν ήταν όσο έπρεπε γρήγορος καί τόν έσωσαν τήν τελευταία στιγμή οι Σουλιώτες του.

Η συντριβή στό Κρεμμύδι κλόνισε τό ηθικό τών Ελλήνων οι οποίοι διασκορπίστηκαν διαλύοντας τά στρατόπεδά τους. Ο Κουντουριώτης καί η κυβέρνησή του έχασαν τελείως τό κύρος τους καί ο Μαυροκορδάτος μάταια προσπάθησε νά συγκεντρώσει νέα στρατεύματα. Άπαντες οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί αποχώρησαν γιά τίς ιδιαίτερες πατρίδες τους, εγκαταλείποντας τήν Πελοπόννησο, στήν οποία μόνο συμφορές είχαν φέρει. O Καραϊσκάκης πού δέν μπορούσε νά κρατήσει τή γλώσσα του, όταν συνάντησε τόν Κουντουριώτη, τόν έβρισε γιά τήν μεγάλη καταστροφή πού έπαθε η χώρα καί τού είπε:

- "Ωρέ, Κουντουριώτη, άκουγα καί νόμιζα πώς θά είναι όλο μυαλό τό κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο έχω εγώ σπόρο στά αρχ... μου!".

Οι Ρωμιοί στό Μοριά ήρθαν σέ απόγνωση βλέποντας τόν εχθρό νά πατάει τήν πατρίδα τους, αυτή τή φορά από τό νότο πού τόν θεωρούσαν απόρθητο καί όχι από τό βορρά, όπως γινόταν τίς άλλες φορές. Κατάλαβαν ότι όλοι όσοι ήρθαν ήταν ανίκανοι νά τούς προστατέψουν καί στά χείλη τους ακουγόταν ένα μόνο όνομα: "Θεόδωρος Κολοκοτρώνης!"

«Πηγαίνοντας, τήν άλλη ημέρα μαθαίνομε ότι ο Μπραΐμης ξεμπαρκάρισε εις τά κάστρα Μοθώνη, Κορώνη καί Νιόκαστρο. Πρίν μαθευτή τό βγάλσιμο τού Μπραΐμη εις τά κάστρα, εκρίθη εύλογον όσα ασκέρια ήταν διά τούς αναντίους εις τήν Πελοπόννησον νά συναχτούνε όλα κι' άλλα από τούς κατοίκους, νά γένη μία μεγάλη δύναμη καί νά κινηθούμε διά τούς Τούρκους τής Πάτρας. Καί συνάχτηκαν περίπου από δεκάξι χιλιάδες, καί κεφαλή ο Γεώργιος Κουντουριώτης καί ήταν εις τήν Μεσσηνίαν οπού συνάζονταν καί εις τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Καί στείλαν καί πολεμοφόδια καί ζαϊρέδες (προμήθειες). Καί ήταν μέ τό καράβι τού Τζαμαδού (Άρης) κι' άλλα καράβια εις τό λιμάνι τού Νιόκαστρου. Η δυστυχία είναι ότι οι δύο μεγαλοκέφαλοί μας Μαυροκορδάτος καί Κωλέτης ζηλεύει ένας τόν άλλον, κι' ό,τι καλό κάμη ο ένας από αυτούς τό χαλάγει ο άλλος. Διά νά μήν πάγη ο Κωλέτης, καθώς ήταν διαταμένος, μέ τούς Ρουμελιώτες, τό χάλασε αυτό ο Μαυροκορδάτος καί 'νέργησε καί πάγει κεφαλή ο Κουντουριώτης. Κι' αυτό τό σκέδιον ήταν τού Μαυροκορδάτου, νά μήν γένη τίποτας καλό εις τήν πατρίδα, καθώς δέν έγινε.

Διορίζεται ο Κουντουριώτης, διορίζει καί τόν Σκούρτη τό Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι' όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι' ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σέ δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού 'ταν εκεί, οπού είδανε τό Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου εις τόν Καρατάσιον, εις τόν Καραϊσκάκη, εις τόν Χατζηχρήστο, εις τόν Κίτσο Τζαβέλα καί εις τούς άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού 'ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς νά βάλη αρχηγόν νά σώση τήν πατρίδα κι' αυτός νά δοξαστή, κατά δυστυχίαν από τό όμως δέν ξέρει άλλο, κ' έβαλε τόν Σκούρτη νά διοικήση καί νά οδηγήση καί τούς αρχηγούς τής ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός - ούτε καί τής θάλασσας τόν πόλεμον δέν τόν γνώριζε καλά. Έλεγε τών στεργιανών "Όρτζα, πότζα!". Εκείνοι έλεγαν "Τί λέγει αυτός, γαμώ τό καυλί τ';". Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών καί τής συντροφιάς τους, η ψύχωση τής φατρίας καί η διαίρεση κι' ο εμφύλιος πόλεμος καί η διχόνοια τών μεγαλοκέφαλων Κωλέτη καί Μαυροκορδάτου, διά νά μήν δοξαστή ο ένας καί χάση ο άλλος, καί τό "όμως" τού Κουντουριώτη καί τό "όρτζα καί πότζα" τού Σκούρτη καί τό "καυλί" τών Ρουμελιώτων - ο Μπραΐμης μπήκε 'σ τήν Πελοπόννησο καί τήν έκαμε γή Μαδιάμ όχι από τήν παληκαριά τών Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω.»


Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη




Ήττα στή Σφακτηρία (26 Απριλίου 1825)




Μέχρι τά μέσα Μαρτίου τού 1825, ο ελληνικός στόλος ήταν απών από τίς ναυτικές επιχειρήσεις. Ο Ιμπραήμ ανεμπόδιστα εφοδίαζε τά κάστρα του μέ εφόδια καί στρατιώτες, ενώ η ελληνική κυβέρνηση παρόλο ότι ήταν πλήρως ενήμερη γιά τίς εξελίξεις, απλά αδρανούσε. Ο ίδιος ο Αναστάσιος Ορλάνδος στά "Ναυτικά" του αναγνωρίζει τήν εγκληματική αμέλεια τής κυβέρνησης νά οργανώσει εγκαίρως τόν ελληνικό στόλο, όταν οι ιθύνοντες έδωσαν όλη τους τήν προσοχή στόν εμφύλιο πόλεμο, κατασπαταλώντας τά λεφτά τού αγγλικού δανείου πού είχαν λάβει.

Ο ναύαρχος Μιαούλης ανεχώρησε στίς 25 Μαρτίου 1825 επι κεφαλής μοίρας υδραϊκών πολεμικών πλοίων καί πυρπολικών. Σέ μία θαλασσοταραχή τό πυρπολικό τού Κανάρη συγκρούστηκε μέ τή ναυαρχίδα τού Μιαούλη καί βυθίστηκε, μέ αποτέλεσμα νά πνιγεί ένας από τούς ναύτες τού Κανάρη. Ο Μιαούλης από τίς περιπολίες πού έκανε διαπίστωσε ότι όλα τά ευρωπαϊκά εμπορικά πλοία είχαν ψεύτικα χαρτιά πού διαβεβαίωναν τάχα ότι μεταφέρουν προμήθειες στούς Κορφούς (Κέρκυρα), ενώ στήν πραγματικότητα τίς προμήθειες τίς προόριζαν γιά τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης.

Ο αιγυπτιακός στόλος αποτελούμενος από 100 πλοία πλησίασε τό λιμάνι τής Πύλου, μέ σκοπό νά εισέλθει στόν κόλπο τού Ναβαρίνου. Οι Έλληνες είχαν οχυρώσει τό νησάκι Σφακτηρία, απέναντι από τά δύο κάστρα τής Πύλου Νεόκαστρο καί Παλαιόκαστρο. Μέσα στόν κόλπο τού Ναβαρίνου ήταν λίγα σπετσιώτικα πολεμικά πλοία μαζί μέ τόν "Άρη" τού Τσαμαδού. Ο εχθρικός στόλος δέχτηκε πυκνά πυρά από τά κανόνια πού βρίσκονταν στά δύο κάστρα καί στό νησάκι τής Σφακτηρίας, αλλά συνέχισε τήν απειλητική του πορεία. Ο Αναγνωσταράς, πού είχε αναλάβει τήν οργάνωση τής άμυνας στή Σφακτηρία, ζητούσε απεγνωσμένα ενισχύσεις γιά νά δυναμώσει τή μικρή στρατιωτική δύναμη πού είχε στή διάθεσή του.


Αναστάσιος Τσαμαδός



Στίς 26 Απριλίου 1825, ο Ιμπραήμ επιχείρησε αστραπιαία επίθεση κατά τής Σφακτηρίας αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες τών στρατιωτών του. Έστειλε δεκάδες μικρά αποβατικά σκάφη γεμάτα μέ τούς Αράπηδές του κατά τής νήσου, οι οποίες αποτελούσαν εύκολο στόχο γιά τά κανόνια πού είχε στήσει ο Αναγνωσταράς στήν παραλία. Τόσο σίγουροι ήταν οι Έλληνες ότι η Σφακτηρία δέν κινδύνευε, ώστε ο Μαυροκορδάτος συνοδευόμενος από μερικούς φιλέλληνες καί τόν Ιταλό Σανταρόζα, γευμάτισε μέ τόν πλοίαρχο Τσαμαδό στό πλοίο του καί αργότερα όλοι μαζί αποβιβάστηκαν από τόν "Αρη", γιά νά επιθεωρήσουν τίς οχυρώσεις τών Ελλήνων.

Όμως οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Οι σφοδροί κανονιοβολισμοί από τίς αιγυπτιακές φρεγάτες καί οι αμέτρητες λέμβοι πού έφθαναν στήν Σφακτηρία έκαμψαν τελικά τήν αντίσταση τών υπερασπιστών πού πανικόβλητοι άρχισαν νά εγκαταλείπουν τίς θέσεις τους. Οι στρατιώτες έπεσαν στήν θάλασσα γιά νά κολυμπήσουν μέχρι τό Παλαιόκαστρο καί νά σωθούν. Ο Μαυροκορδάτος ήταν ο μόνος από τούς αρχηγούς πού έσπευσε νά επιβιβαστεί σέ μία βάρκα τού πλοίου τού Τσαμαδού γιά νά καταφύγει στήν ασφάλεια τού πολεμικού πλοίου καί νά σώσει τό πολύτιμο τομάρι του. Όταν κάλεσε τόν Σανταρόζα νά τόν ακολουθήσει, ο Ιταλός αρνήθηκε λέγοντας απλά ότι ήρθε νά πολεμήσει καί νά πεθάνει γιά τήν ελευθερία τής σκλαβωμένης Ελλάδος. Ο Σανταρόζα, μαζί μέ τόν Αναστάσιο Τσαμαδό, τόν Σταύρο Σαχίνη καί τόν ήρωα τής μάχης τού Βαλτετσίου Αναγνωσταρά (Αναγνώστη Παπαγεωργίου) θά έχανε τή ζωή του στή Σφακτηρία.

Οι απώλειες τών Ελλήνων στή Σφακτηρία έφθασαν τούς 350 νεκρούς καί τούς 200 αιχμαλώτους. Ανάμεσα στούς νεκρούς ήταν καί ο Ρουμελιώτης αγωνιστής Κίρτσαλης, ο οποίος κλείστηκε σέ ένα εκκλησάκι στήν βόρεια μεριά τού νησιού καί πολέμησε ολομόναχος τούς εχθρούς πού τόν είχαν περικυκλώσει. Όταν πλέον κουράστηκε, τούς άφησε νά μπούν στό κτίριο καί βάζοντας φωτιά στό μπαρούτι τινάχτηκε μαζί μέ τούς Τουρκοαιγύπτιους στόν αέρα.

«Ο στόλος, αφ' ού απεβίβασεν εις Μοθώνην τετρακισχιλίους στρατιώτας καί ικανά πολεμεφόδια, εξέπλευσε καί τά μέν ογκωδέστερα πλοία αυτού παρετάχθησαν τήν 26ην Απριλίου 1825 κατέναντι τών ελληνικών, τά δέ μικρότερα έπλεαν πρός τό στόμα τού λιμένος τού Νεοκάστρου επί σκοπώ ν' αποβιβάσωσι στρατεύματά τινα επί τής Σφακτηρίας. Τήν αυτήν δέ ημέραν έν τάγμα εχθρικόν ήλθε πλησίον τών παλαιών Ναβαρίνων (Παλαιόκαστρο) διά ξηράς, κατέλαβε τό Πετροχώρι καί επολέμησε. Περί δέ τήν 9ην ώραν τής αυτής ημέρας ο εν Ναβαρίνοις Μαυροκορδάτος επέβη εις τό εν τώ λιμένι τού Νεοκάστρου πλοίον τού Τσαμαδού επί σκοπώ νά μεταβή εις Σφακτηρίαν πρός επιθεώρησιν, καί νά εισέλθη έπειτα εις τό φρούριον τού Νεοκάστρου πρός εκπλήρωσιν τής αποστολής του.

Ο Τσαμαδός, πεπεισμένος ότι, εν όσω επεκράτει ο πνέων σφοδρός άνεμος, ο εχθρός δέν ετόλμα νά επιχειρήση ήν εμελέτα απόβασιν επί τού νησιδίου, έπεισε τόν Μαυροκορδάτον νά μείνη καί συμπρογευματίση· αλλ' αναγγελθείσης, εν ώ συμπροεγευμάτιζαν, τής πρός τό νησίδιον προσεγγίσεως τών εμπροσθινών πλοίων τού εχθρικού στόλου, απέβησαν εις αυτό πρός επιθεώρησιν· συναπέβησαν πρός υπεράσπισιν αυτού καί πολλοί ναύται· καί ούτοι μέν ετοποθετήθησαν πρός τήν νότιον άκραν, όπου ήσαν πρό αυτών οι συμπατριώται των, Σταύρος Σαχίνης καί Δημήτριος Σαχτούρης, μετά τών περί αυτούς· τήν δέ πρός τούς παλαιούς Ναβαρίνους εφύλατταν Βούλγαροι εκ τών περί τόν Χατζηχρήστον· οι δέ Φαναρίται καί Ανδρουσανοί ήσαν εν τώ μέσω· όλοι δέ οι οπλοφόροι συνηριθμούντο μόλις 800, εν ώ, άν οι αρχηγοί των είχαν όσους η κυβέρνησις υπελόγιζε, θά ήσαν τετραπλάσιοι· μόνος ο Αναγνωσταράς, έχων 18 σύν αυτώ χωρικούς, είχε διαταγήν νά στρατολογήση 700· ήσαν δέ επί τού νησιδίου καί τρία τηλεβολοστάσια φέροντα 8 κανόνια καί μίαν βομβοβόλον. (Ο Τρικούπης, φίλος τού Μαυροκορδάτου, όπως πάντα εκθειάζει τόν Φαναριώτη πολιτικό καί είναι πολύ ήπιος στίς αναφορές του γιά τήν τότε κυβέρνηση, πού άφησε τήν Σφακτηρία ουσιαστικά ανυπεράσπιστη).

Ο δέ Τσαμαδός καί ο Μαυροκορδάτος, αποβάντες υπήγαν εκείνος μέν πρός τά νότια, ούτος δέ πρός τά βόρεια. Εν ώ δέ παρετήρουν τάς θέσεις, τάς παρετήρει καί τίς εχθρική γολέττα παραπλέουσα καί κανονοβολούσα εκ διαλειμμάτων. Η γολέττα αύτη έπλευσε μετά ταύτα πρός τήν ναυαρχίδα· η δέ ναυαρχίς ύψωσέ τι σημείον, καί αμέσως πολυάριθμοι λέμβοι ερρίφθησαν εις τήν θάλασσαν, επληρώθησαν εν τώ άμα στρατιωτών, καί παρακολουθούντων αυτάς καί κανονοβολούντων καί τών πλοίων έπλευσαν περί τήν μεσημβρίαν πρός τήν Σφακτηρίαν αι μέν κατά τάς εκ δεξιών, αι δέ κατά τάς εν τώ μέσω θέσεις· επειδή δέ αι ύφαλοι εμπόδιζαν τήν προσόρμισιν τών λέμβων, έπεσαν οι Άραβες εις τήν θάλασσαν. Βλέποντες τότε οι κατέχοντες τάς εν μέσω θέσεις, ότι εμπεσόντες ήρχοντο πρός αυτούς, τούς ετουφέκισαν όλοι διά μιάς καί ετράπησαν εν τώ άμα εις φυγήν.

Αφ' ού τοιουτοτρόπως αι θέσεις αύται εκυριεύθησαν παρά τού εχθρού, κατέλαβε τούς λοιπούς φόβος, εκενώθησαν όλαι αι άλλαι, καί δέν επρόκειτο πλέον πώς νά νικήσωσιν, αλλά πώς νά σωθώσι· καί όσοι μέν τών ναυτών επρόλαβαν, επανήλθαν εις τά πλοία των, τινές επί τών λέμβων, τινές δέ κολυμβώντες· οι δέ λοιποί οι μέν έπεσαν εις τά ρηχά πρός διαπεραίωσιν εις τήν αντικρύ ξηράν, οι δέ εκρύβησαν εν ταίς τρώγλαις τής νήσου. Ο δέ Μαυροκορδάτος έτρεχε πρός τήν θάλασσαν, όπου η λέμβος τού "Άρεως" ανέμενεν αυτόν καί τόν Αναστάσιον Τσαμαδόν. Ο τόπος είναι απότομος, καί ο Μαυροκορδάτος εκινδύνευεν ως βραδύπους νά πέση εις χείρας τών εχθρών ερχομένων κατόπιν αυτού. Καλή τύχη απήντησε δύο στρατιώτας του καθ' οδόν, καί χειροκρατηθείς έφθασε σώος εις τό παράλιον, καί μετεκομίσθη ασφαλώς εις τό πλοίον· η δέ λέμβος επανήλθεν εις τό παράλιον πρός μεταβίβασιν τού Τσαμαδού· αλλ' ο Τσαμαδός δέν εφαίνετο.

Εν τοσούτω οι Άραβες περιφερόμενοι επλησίασαν καί όπου η λέμβος τουφεκίζοντες. Επικειμένου τότε τοιούτου κινδύνου, καί ακουσθείσης φωνής ότι ο Αναστάσιος Τσαμαδός εφονεύθη, παρέλαβεν η λέμβος εκ τών συσσωρευθέντων επί τού παραλίου όσους εχώρει καί τούς έφερεν εις τό πλοίον. Επί τής τροπής δέ ταύτης εφονεύθησαν εκτός πολλών άλλων ο Τσαμαδός, ο τιμώμενος δικαίως διά τόν πατριωτισμόν, τήν εμβρίθειαν καί τήν ανδρείαν του· ο χρηστός καί φιλότιμος Σαχίνης· ο Αναγνωσταράς, είς τών εγκριτωτέρων οπλαρχηγών τής Πελοποννήσου, ο καί πολλά μοχθήσας καί κινδυνεύσας ως απόστολος τής Φιλικής Εταιρίας, καί ο Ιταλός κόμης Σανταρόζας, εξορισθείς μετά τήν αποτυχίαν τών τελευταίων περί πολιτικής μεταβολής τής πατρίδος του κινημάτων καί μεταβάς εις Ελλάδα, αξιότιμος ανήρ, ούτινος τά υπέρ ελευθερίας δεινά παθήματα εξήψαν έτι μάλλον τόν υπέρ αυτής διακαή ζήλον· ηχμαλωτίσθησαν δέ ο αρχηγός τής σωματοφυλακής τού Μαυροκορδάτου Κατσαρός σταλείς εις αναζήτησιν τού Τσαμαδού, καί ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος παρακολουθήσας τόν Μαυροκορδάτον, ίνα διαπραγματευθή δι' αυτού τήν απελευθέρωσιν τού εν τή μάχη τού Κρεμμυδίου αιχμαλωτισθέντος αδελφού του.

Καί τά μεν άλλα ελληνικά πλοία, αφ' ού παρέλαβαν τούς ναύτας των, έκοψαν τάς αγκύρας καί εξέπλευσαν αβλαβή πρίν κλεισθή στενώς ο λιμήν· ο δέ "'Άρης" επ' ελπίδι σωτηρίας τού Τσαμαδού εβράδυνε, καί εν τούτοις τά εχθρικά πλοία έκλεισαν τόν λιμένα διά τής συμπυκνώσεώς των. Διηρημέναι ήσαν αι γνώμαι τών εν τώ "Άρει" ως πρός τόν τρόπον τού διέκπλου· οι μέν εγνωμοδότουν νά διεκπλεύσωσι παραπλέοντες τό παράλιον πρός αποφυγήν τού πυρός πολλών εχθρικών πλοίων μή δυναμένων διά τόν όγκον νά πλησιάσωσιν όπου τά νερά ήσαν ρηχά· οι δέ, εν οίς καί ο αναλαβών τήν διοίκησιν τού πλοίου Βώκος καί ο δευτερεύων Δημήτριος Σαχτούρης, ήθελαν ν' απομακρυνθώσιν από τού παραλίου καί ιθύνωσι τό πλοίον πρός τό στόμα μή τύχη καί παύση ο πνέων καλός άνεμος, καί τότε πεσόντες εις γαλήνην πέσωσιν εις χείρας τών επί τού παραλίου πολυαρίθμων εχθρών.

Σφοδράς δέ συζητήσεως γενομένης, ενίκησεν η τελευταία γνώμη, αποδειχθείσα καί η μόνη σωτήριος, διότι ο καλός άνεμος μετ' ολίγον εξέπνευσε. Καθ' ήν δέ ώραν έκοψαν τήν άγκυραν οι ναύται τού πλοίου καί ήνοιξαν τά πανία εις έκπλουν ανάμεσον τού εχθρικού στόλου, ανεβίβασαν επί τού καταστρώματος ψάλλοντες τήν εικόνα τής Θεοτόκου καί τήν έθεσεν επί τού εργάτου· ιερεύς δέ τίς εκ τών επί τής ξηράς, διασωθείς επί τού πλοίου, έψαλλε τήν παράκλησιν επήκοον όλων· οι δέ ναύται εκύκλωσαν τήν εικόνα, τήν ησπάσθησαν καί κατέθεσαν έκαστος ό,τι προηρείτο επί σκοπώ νά τήν χρυσώσωσιν απαλλαττόμενοι τού προφανούς κινδύνου. Είς δέ τών ναυτών, προσφέρων καί αυτός τόν οβολόν του, προσήλωσε τούς οφθαλμούς εις τήν εικόνα καί είπε μεγαλοφώνως "Παναγία μου, άν δέ μάς σώσης, θά χαθής καί σύ".

Μετά δέ τήν παράκλησιν ο μέν ιερεύς δέν έπαυσε προσευχόμενος καθ' όλον τό διάστημα τού κινδύνου, οι δέ ναύται, ασπασθέντες αλλήλους τόν τελευταίον ασπασμόν, "Καλή εντάμωσις εις τόν άδην", είπαν, καί κατέλαβαν τάς θέσεις των πλήρεις θάρρους υπό τήν συνετήν οδηγίαν τού Βώκου ισταμένου αφόβως επί τής στέγης τού πλοίου εις εμψύχωσιν τού πληρώματος, καί υπό τήν υφοδηγίαν του γενναίου Σαχτούρη. Αλλ' ό,τι εφοβούντο μή πάθωσιν υπό εχθρού, εκινδύνευσαν νά πάθωσιν υπό φίλου. Τό παιδίον τού πλοίου, απαρηγόρητον διά τόν θάνατον τού πλοιάρχου, κατέβη όπου ήτο τό εικονοστάσιον, ήρπασε τήν έμπροσθεν τών εικόνων κανδυλίθραν καί βαστάζον αυτήν αναμμένην καί φωνάζον, "Τί τήν θέλομεν τήν ζωήν, αφ' ού εχάθη ο πλοίαρχός μας", έτρεξε δρομαίον νά τήν ρίψη εις τήν πυριτοθήκην· αλλ' οι ναύται τό συνέλαβαν καί τό έδεσαν ως παράφρον.

Εν τούτοις, προχωρών ο "'Άρης" έφθασεν εις τό στόμα τού λιμένος, στόμα δι' αυτόν τού άδου, καί αμέσως εκυκλώθη υπό μιάς φρεγάτας, μιάς κορβέττας καί τριών βρικίων καί εκανονοβολείτο έμπροσθεν, όπισθεν, δεξιόθεν καί αριστερόθεν· αντεκανονοβόλει καί αυτός ακαταπαύστως, υπερασπίζετο, επροχώρει, καί πολλά παθών απέφυγε τόν εκ τών πλοίων τούτων κίνδυνον, αλλ' έπεσε μετ' ολίγον εις τό μέσον πολλών άλλων. Τρείς ώρας επάλαισεν εν μέσω σμήνους, καί η τρομερά αύτη πάλη τού αφήρεσεν ολόκληρον τόν επίδρομον, κατετρύπησε τά πανία του κατεσύντριψε τό πηδάλιόν του καί κατέκοψε τά σχοινία του, οι δέ ναύται, περιφερόμενοι επί τού καταστρώματος, επάτουν επί τών πεπυρωμένων μύδρων καί βολίων τών αδιακόπως εκ τών εχθρικών πλοίων βροχηδόν ριπτομένων καί εις όλον τό κατάστρωμα τού "Άρεως" διεσπαρμένων.

Τοιαύτη ήτον η κατάστασίς των, ότε έν δικάταρτον, έχον Ευρωπαίους ναύτας καί Αιγυπτίους στρατιώτας, επλησίασε τόν "Άρην" εντός βολής πιστόλας, καί οι εν αυτώ ητοιμάζοντο νά τόν πατήσωσιν. Ιδόντες τόν νέον τούτον κίνδυνον οι εν τώ "Άρει", καί αναλογιζόμενοι ότι οι εχθροί, απαυδισμένων αυτών, εύκολον ήτο καί νά τόν πατήσωσι καί νά τόν κυριεύσωσι, διέταξαν δύο γέροντας έχοντας ετοίμους πιστόλας νά πυροβολήσωσιν εις τήν πυριτοθήκην άμα επατείτο τό πλοίον. Εμάντευσαν ίσως οι εν τω εχθρικώ τήν απόφασιν τών Ελλήνων, ιδόντες τήν κίνησίν των, καί επειδή, τούτου γινομένου, θά συνεκαίοντο καί εκείνοι, απεμακρύνθησαν, καί ούτως απηλλάγη ο "Άρης". Έν τοσούτω επλησίαζεν η νύξ, καί κατά περίστασιν κατεφλέχθη έν εχθρικόν πλοίον. Τό συμβάν τούτο έβαλεν εις ταραχήν τά λοιπά εχθρικά, καί βοηθούμενος εντεύθεν ο "Άρης" διεξέπλευσε καί υπεξέφυγεν ως εκ θαύματος τόν κίνδυνον. Δύο τών ναυτών του μόνον εσκοτώθησαν καί επτά επληγώθησαν, εν οίς καί ο Δημήτριος Σαχτούρης


Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ'
Τά λίγα ελληνικά πλοία που ήταν μέσα στόν κόλπο τού Ναβαρίνου, μόλις αντιλήφθηκαν τόν κίνδυνο τού αποκλεισμού τους από τόν εχθρικό στόλο, έκοψαν τίς άγκυρες καί προσπάθησαν νά πετύχουν ούριο άνεμο, γιά νά μεταφερθούν στήν ασφάλεια τής ανοικτής θάλασσας. Ο "Λυκούργος" τού Σάντου καί ο "Αλέξανδρος" τού Μπουντούρη πρόλαβαν νά βγούν πρίν πλησιάσει η αιγυπτιακή αρμάδα. Τό μπρίκι "Αθηνά", πού περίμενε τόν καπετάνιο του τόν Νικόλαο Βότση, αργοπόρησε καί τού έφραξαν τόν δρόμο δύο εχθρικές κορβέτες πού ετοιμάστηκαν νά τό καταλάβουν μέ ρεσάλτο. Τό τσούρμο (πλήρωμα) δείλιασε καί κατέβηκε στή μπαρουταποθήκη νά τήν τινάξει στόν αέρα. Πάνω στή γέφυρα έμεινε μόνο ο δεκαπεντάχρονος μούτσος Ιωάννης Βρέττας. Βλέποντας ο μικρός μία αναμένη μίτζα (δαυλό πού άναβαν τά κανόνια) τήν άρπαξε καί τρέχοντας έβαλε φωτιά σέ όλα τά κανόνια. Καθώς η απόσταση ήταν μικρή, οι εχθρικές κορβέτες έπαθαν τέτοια ζημιά πού οπισθοχώρησαν αμέσως, αφήνοντας ανοικτό τόν δρόμο στήν "Αθηνά".

Τό δρόμο τής ελευθερίας τόν ακολούθησαν τά σπετσιώτικα "Αχιλλεύς" τού Γεωργίου Ορλάνδου καί "Ποσειδών" τού Θεόφιλου Μούλα. Μά ξαφνικά τούς έκλεισε τήν πορεία μία τεράστια αιγυπτιακή γολέτα. Τά πληρώματα τά έχασαν αφού δέν μπορούσαν πλέον νά μανουβράρουν τά καράβια τους όπως ήθελαν. Τότε μία αναπάντεχη έκρηξη τίναξε τήν γολέτα στόν αέρα. Κανείς δέν κατάλαβε τί έγινε, αλλά τά δύο ελληνικά καράβια φούσκωσαν τά πανιά τους καί κατάφεραν νά βγούν στά ανοικτά.

Τώρα μέσα στόν όρμο απόμεινε μόνο ο "Άρης" τού οποίου τό πλήρωμα δέν ήθελε νά εγκαταλείψει τόν αγαπημένο του πλοίαρχο. Αυτή η καθυστέρηση βγήκε σέ καλό στόν Δημήτριο Σαχτούρη καί τόν Νικόλαο Βότση (ο Τρικούπης τόν αναφέρει ως Βώκο), οι οποίοι τελευταία στιγμή ανέβηκαν στό πλοίο καί έδωσαν τήν πληροφορία ότι ο Τσαμαδός είχε σκοτωθεί. Πλέον ο κόλπος τού Ναβαρίνου είχε γεμίσει από δεκάδες εχθρικά καράβια. Δέν υπήρχε καμμία ελπίδα γιά τό μικροκάραβο τής Ύδρας. Όλοι άρχισαν νά προσεύχονται ενώ έφεραν τήν εικόνα τής Παναγίας στόν εργάτη καί πέρασαν όλοι οι ναύτες νά τήν προσκυνήσουν. Τής έταξαν νά τή χρυσώσουν στήν περίπτωση πού τούς γλύτωνε. Ο φόβος έκανε πολλούς νά χάσουν τά λογικά τους. Ο Μαυροκορδάτος είχε δειλιάσει καί είχε κλειστεί στό αμπάρι. Οι ναύτες αγκάλιαζαν ο ένας τόν άλλον λέγοντας: "Καλήν αντάμωσι στόν Άδη." Τότε ένας μούτσος, ονόματι Τουφεξής άρπαξε τό καντήλι από τό εικονοστάσι καί όρμησε στήν πυριτιδαποθήκη γιά νά βάλει φωτιά. Μόλις πού πρόλαβαν οι υπόλοιποι ναύτες νά τόν πιάσουν καί νά τόν δέσουν.

Μέ απλωμένα τά πανιά ο "Άρης" έφθασε στήν μπούκα τού όρμου όπου τού έκλεισαν τόν δρόμο δύο τεράστιες φρεγάτες μέ σκοπό νά τόν εμβολίσουν. Τό ταχύπλοο ελληνικό σκάφος τίς απέφυγε μέ γρήγορους ελιγμούς. Τού άδειασαν τά κανόνια χωρίς όμως νά καταφέρουν νά τό σταματήσουν. Παντού ο "Άρης" συναντούσε δάσος από εχθρικά κατάρτια. Οι βολές τών εχθρικών κανονιών είχαν γεμίσει τόν αέρα μέ καπνό σκοτεινιάζοντας τήν ατμόσφαιρα. Βρέθηκαν τότε πέντε εχθρικά πολεμικά πού περικύκλωσαν τόν "Άρη", τού οποίου τά πανιά είχαν ξεσκιστεί καί τά περισσότερα ξάρτια είχαν σπάσει. Μόνο ένα θαύμα από τήν Παναγία μπορούσε νά σώσει τό πληγωμένο μπρίκι.

Τό ένα από τά πέντε πολεμικά καταστράφηκε πλήρως από τίς βολές τών 16 κανονιών τού "Άρη" καί μετά από λίγο βούλιαξε. Ένα δεύτερο έχασε τό κεντρικό άλμπουρο (κατάρτι) καί αποχώρησε, παρασύροντας μαζί του καί τά υπόλοιπα τρία εχθρικά πλοία. Τότε βρέθηκαν δύο αιγυπτιακές φρεγάτες, στίς οποίες φαίνονταν Αιγύπτιοι καί Ευρωπαίοι ναύτες, οι οποίοι ήταν έτοιμοι νά επιχειρήσουν ρεσάλτο. Ο Βότσης ετοίμασε δύο ναύτες μέ δαυλούς γιά νά βάλουν φωτιά στήν μπαρουταποθήκη καί άρχισε νά φωνάζει δυνατά: "Αδέλφια, ετοιμαστείτε νά τιναχτούμε στόν αέρα!". Μερικοί Κασιώτες ναύτες, πού ήταν σκλάβοι στήν αιγυπτιακή φρεγάτα, είπαν στόν καπετάνιο της ότι οι Ρωμιοί ετοιμάζονται νά βάλουν φωτιά καί εκείνος βλέποντας τήν αποφασιστικότητα τών μπαρουτοκαπνισμένων Ελλήνων ναυτών, άλλαξε ρότα. Πάλι σώθηκε ο "Άρης" καί αυτή τή φορά οριστικά, καθώς άρχισε νά σκοτεινιάζει καί τό υδραίϊκο μπρίκι ξεγλύστρησε πίσω από τά εχθρικά πολεμικά καί χάθηκε μέσα στή νύκτα. Οι απώλειες τών Ελλήνων μετά από πέντες ώρες ναυμαχίας ήταν 2 νεκροί καί έξι τραυματίες.


«Ibrahim embarked a considerable number of troops on board his fleet, and prepared to attack Sphacteria. His vessels left Modon on the 7th, and on the 8th at daylight, were gradually approaching the entrance to the harbour of Navarino, impelled by a slight breeze; while the Greek fleet lay ten miles off, perfectly becalmed. An attack was now made, with an appearance of fury by land, both upon Navarino and Neocastro, to draw off the attention of the Greeks; but Sphacteria was the real object.

It was a Sabbath morning, a clear delightful day, and at sunrise the Turkish land batteries opened upon the town, and six thousand infantry advanced under cover of the smoke toward the walls; from which roared the greek artillery, and which were lined with soldiers with guns cocked, awaiting the approach: four thousand Turks also attacked Palio Kastro, while the cavalry were galloping up and down the plain, to prevent any advance of the Greek soldiers, who were seen on every part of the mountain side, impatient spectators of the contest.

A slight breeze soon rippled the sea, and a part of the Turkish frigates moved slowly, to meet the Greek vessels who were trying to approach, and prevent the disembarkation at Sphacteria. They soon met, and were involved in a thick cloud of smoke, which completely hid them from sight. The rest of the turkish vessels approached Sphacteria, and soon boats were seen pushing off from every one of them, loaded with soldiers. The island is very small, and was defended by 300 men, with a few Hydriote sailors, under the command of the brave young Captain Tsamados. Mavrocordato with his suite, had thrown himself into the island; and there was there also, that noble philhellene, Count Santa Rosa.

There was but one place where the landing was easy, and this was defended by only three guns. The frigates began a a brisk cannonade, and the boats approached, but were repulsed by the musketry; a few however effected a landing on the back side of the island, after a desperate resistance, and carried the batteries. Instantly all was confusion; fifteen hundred Arabs were on the island, and only the three hundred Greeks to oppose them. The Arabs rushed up to the high ground, and Mavrocordato losing courage and hope together, embarked on board a small boat, and gained the only vessel which was remaining in the harbour. Santa Rosa would not follow him; "I came here to fight," cried he, "and not to run away;" and with a few more followers, he attempted to oppose some resistance to the Arabs, who with wild yells were sweeping over the island.

But resistance was vain, there was no point to rest upon, and the Greeks were almost all cut to pieces; yet fifty out of the three hundred escaped. Nor were those who with Mavrocordato had got on board the brig, in a much better situation; the turkish vessels began to close the entrance of the port; her Captain Tsamados, was still on shore, and his sailors would not start till he was found; but as soon as they were assured by a swimmer, that he had seen him hacked down and killed, after being shot in the leg, and fighting on his knees, they cut their cables, and the brig ran out with a very light breeze. And, what will appear incredible to those who do not know the stupidity of the Turks in management of their vessels, this little brig ran through their fleet of 34 ships of war, within pistol shot of a frigate, corvette, and three brigs; exposed for more than four hours to the fire of a dozen vessels; yet came off with only two men killed, and eight wounded. Her sails were riddled, and her rigging shot away; but very few shot struck her hull, perhaps from the very circumstance of her being so near.»


An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe
Ο αιγυπτιακός στόλος κατέλαβε τή Σφακτηρία καί μπήκε στόν κόλπο τού Ναβαρίνου θριαμβευτής. Ο ελληνικός στόλος, ανίσχυρος νά αντιπαραταχθεί μέ τόν πανίσχυρο εχθρικό στόλο κινήθηκε πρός τήν ανοικτή θάλασσα. Ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης από κοινού μέ τόν Κριεζή καί τόν Γεώργιο Σαχίνη, τού οποίου ο αδελφός είχε σκοτωθεί στή Σφακτηρία, αποφάσισαν νά στείλουν τά πυρπολικά πού είχαν στή διάθεσή τους, όχι εναντίον τού στόλου πού ήταν αραγμένος στόν κόλπο τού Ναβαρίνου, αλλά εναντίον ενός μικρότερου εχθρικού στόλου μέσα στόν κόλπο τής Μεθώνης, όπου θά έβρισκαν τούς εχθρούς ανέτοιμους.

Πράγματι τό βράδυ τής 29ης Απριλίου 1825, ο Μιαούλης περικύκλωσε τά είκοσι εχθρικά πλοία πού ήταν αραγμένα στόν κόλπο τής Μεθώνης καί τούς έστειλε τά έξι πυρπολικά πού είχε στή διαθεσή του καί τών οποίων οι καπετάνιοι ήταν οι: Ανδρέας Πιπίνος, Γεώργιος Πολίτης, Αντώνιος Μπίκος, Μαρίνης Σπαχής, Δημήτριος Τσάπελης καί Αναγνώστης Δημαράς. Σύμφωνα μέ τό ημερολόγιο τού Μιαούλη, η νύκτα έγινε ημέρα καθώς τό πύρ από τά πυρπολικά διαδόθηκε ανάμεσα στά αιγυπτιακά πολεμικά καί στά αυστριακά μεταγωγικά πλοία στέλνοντας στόν βυθό τής θάλασσας δύο μεγάλες φρεγάτες, τρείς κορβέτες καί αμέτρητα μπρίκια καί μεταγωγικά πλοία. Αλλά τήν μεγαλύτερη έκρηξη τήν έκανε τό δίκροτο "Ασία" τών εξήντα κανονιών πού τράνταξε τό κάστρο τής Μεθώνης καί σκόρπισε τά κομμάτια τού πλοίου σέ ολόκληρη τήν πόλη.
«Βάσταξα τό μπαγιράκι (σημαία) κ' εκείνους οπού 'ταν παλληκάρια καί πατριώτες τούς έβαλα πλησίον εις τήν εκκλησιά, εις τά σπίτια. Τά μεσάνυχτα περνώντας, έστειλα καί πήρα τόν παπά καί μας ξεμολόγησε καί λειτούργησε καί μεταλάβαμε. Καί πήραμε τόν αθάνατον Αναγνώστη Παπατζώρη, οπού 'ξερε τόν δρόμον, καί τήν αυγή ξημερώσαμε εις τούς Παλιοβαρίνους, άφησα τόν Παπατζώρη από τό πέρα μέρος, οπού 'ναι ο άμμος τών Αβαρίνων, κ' εγώ πήγα από τό στόμιον, οπού 'ναι η Σφακτηρία τό νησί, καρσί (απέναντι) καί φκειάσαμε τά ταμπούρια μας.

Αφού φκειάσαμε τά ταμπούρια μας, τούς κιοτήδες (δειλούς), οπού ανακάτωναν τούς ανθρώπους, τούς έστειλα εις τό Παλιόκαστρο νά φκειάσουνε 'μπρός εις τήν πόρτα ταμπούρια κι' ούθε ήταν χαλασμένο. Ήταν καί μία παλιοστέρνα κ' έβαλα καί κουβάλησαν καμπόσο νερό καί ρίξαμε μέσα. Κ' έβαλα όλους τούς ανθρώπους κ' έμασαν ξύλα, νά είναι διά δέκα φωτιές τά ξύλα τού καθενός ότ' ήταν εκεί πλησίον πολλά. Σύναξαν καθώς τούς είπα κ' έβαλαν αλάργα ο καθείς τά ξύλα του.

Τό βράδυ, νυχτώνοντας, τούς είπα κι' άναψαν φωτιές ο καθείς από δέκα καί τίς κουμαντάριζαν, νά φαίνωνται ότ' είναι από πολλούς ανθρώπους. Τήραγε ο Μπραΐμης - δέν ήταν μισή ώρα αλάργα - από 'μάς αφού είδε τόσες φωτιές, έλπιζε ότι κατέβηκε ο Κουντουριώτης μ' όλο τό σώμα, οπού 'ταν εις τίς Χώρες (Χώρα Μεσσηνίας). Τήν αυγή δυο ώρες νά φέξη πλάκωσε ο Μπραΐμης, πεζούρα καί καβαλλαρία, καί ήρθανε πολλά πλησίον μας. Είναι ένα γιοφύρι ενού γιβαριού (διβαριού) καί πέρασαν εκεί καί στάθηκαν. Εγώ κατέβασα καμμιά εικοσαριά παιδιά καί πιάσαν τόν χορόν καί τραγουδούσαν καί χόρευαν. Τηράνε οι Τούρκοι, πλησιάζουν κι' άρχισαν μέ τούς κατζαδόρους (τουφέκια) καί καραμπίνες τόν ντουφεκισμόν. Εμείς τούς είπα καί δέν έριχνε κανένας. Εκεί οπού ρίχναν μού λάβωσαν δύο παιδιά, εις τόν χορόν. Κέρασα από 'να ρακί τούς Έλληνες, τούς αθάνατους, τά γενναία λιοντάρια, οπού ανάθεμα τούς αίτιους οπού τούς γιόμωσαν φατρίες καί διχόνοιες, καί γίνηκαν από αυτά οι Αράπηδες παλληκάρια κι' άφησαν εποχή. Αφού κέρασα τό ρακί τών Ελλήνων, ζύγωσαν οι Τούρκοι κοντότερα. (Ο Μακρυγιάννης εμμέσως πλήν σαφώς κατηγορεί όλους όσους έσπειραν τήν διχόνοια στούς Έλληνες καί επέτρεψαν στούς Αιγυπτίους νά πατήσουν πόδι στήν Πελοπόννησο).

Τότε άρχισε ο πόλεμος καί βάσταξε ως εφτά ώρες. Έκαμαν πολλά γιουρούσια (επιθέσεις) οι Τούρκοι. Οι Έλληνες οι καλύτεροι - τούς είχα κάτου εις τόν άμμον κ' εμείς τούς φυλάγαμε τήν πλάτη τους από τό τζουγκρί (βράχο). Ύστερα βγάλαν τά μαχαίρια οι Έλληνες καί τούς δίνουν ένα τζάκισμα καλόν καί τούς ρίξαν από μέσα τ' αυλάκι κ' έβλεπες ένα θέατρο. Καί σκοτώθηκαν από 'κείνο οπού συμπεράναμε, οπού βλέπαμε, καμμιά εβδομηνταριά απάνου κάτου κι' αχώρια οι λαβωμένοι. Δέν είχαμε μπαρούτι καλό. Ο Αναγνωσταράς τού Κουντουριώτη καί τού λέγει αυτά καί τού λέγει: "όσους ανθρώπους ήφερε ο Μακρυγιάννης εις τούς Αβαρίνους, τήν θέση τήν πλησίον τού οχτρού, οπού κάθονται εις τίς Χώρες τόσα ασκέρια καί δέν αποφάσισαν νά 'ρθουν νά τήν πιάσουνε, αυτείνοι οι ολίγοι πολέμησαν αντρείως. Διά τούτο όλους αυτεινούς νά τούς κάμη η πατρίς αξιωματικούς κατά τήν τάξη." Μο' 'στειλε ο Κουντουργιώτης ένα ευκαριστήριον καί "θέλει στείλη κι' ολουνών, όταν πάγη ο υπουργός", (εννοεί τόν Αναγνωσταρά πού ήταν υπουργός Πολέμου στήν κυβέρνηση Κουντουριώτη). Πέρασαν ολίγες ημέρες, ξαναήρθε οπίσου ο Μπραΐμης, έκαμε ακροβολισμόν τρείς τέσσερες ώρες καί παρατηρούσαν τήν θέση μέ τά κιάλια διά νά 'ρθούνε συστηματικώς.

Τόν Μάρτη μήνα πήγα εις τούς Παλιοβαρίνους (Παλαιόκαστρο). Μού γράφουν από τό Νιόκαστρο νά πάγω μέσα, ότι τούς στένεψαν πολύ, κι' άν δέν πάγω, νά δώσω λόγον διά τό κάστρο μο' κάναν διαμαρτύρηση ο φρούραρχος καί οι άλλοι. Πήρα εκατόν δεκάξη ανθρώπους καί πήγα τό Μεγάλο Σαββάτο τό βράδυ εις τό Νιόκαστρο. Τούς άλλους τούς άφησα εις τούς Αβαρίνους. Τήν Δευτέρα τής Λαμπρής πάγει μπονόρα (πολύ πρωΐ) ο Μπραΐμης, πεζούρα καί καβαλλαρία καί κανόνια, εις τούς Αβαρίνους νά μού πολεμήση τούς ανθρώπους μου, κι' ως ολίγους θά μού τούς χάλαγε. Τότε βιασμένος βγήκα έξω εις τά κανόνια του, καί μέσα σ' ένα ρέμα εις τήν άκρη τής θάλασσας δίνομε έναν χαλασμόν τών Τούρκων μεγάλον πέταγαν τίς μπαγιοννέττες καταγή καί τούς πελέκαγαν οι Έλληνες σάν βόιδια. Πήγε μετζίλι (αγγελιοφόρος) εις τόν Μπραϊμη καί γύρισε οπίσου μέ τ' ασκέρια του, χωρίς νά λάβη καιρόν νά πολεμήση εις τούς Αβαρίνους (Πύλο). Αφού γύρισε όλη η δύναμη τών Τούρκων, μάς χάλασαν, κ' εκεί κιντύνεψα νά σωθώ, ότι μού λαβώθη ένας σύντροφός μου καί οι Τούρκοι μέ πλάκωσαν εκεί οπού πολεμούσα νά τόν σώσω κ' έμεινα μόνος μου κι' από τρίχα ένας κιουλεμένης θά μού 'κοβε τό κεφάλι καί τόν φοβέριζα μέ τό ντουφέκι - ήταν ένα λιθάρι καί κρύβονταν από πίσου οι Τούρκοι - καί δέν τούς άφινα νά κόψουν καί τόν σύντροφον. Ύστερα ξαναγύρισαν οι συντρόφοι μου, ότι μάς είδαν οπού κιντυνεύαμε καί βαρέθηκαν από τούς δικούς μας εκεί εις τόν πληγωμένον άλλοι δεκάξι, σκοτωμένοι καί πληγωμένοι.

Αφανιστήκαμε από τήν δίψα ξεράθηκε η γλώσσα μας. Ο Μπραΐμης εδίπλωσε τά κανόνια του καί μπόμπες καί γρανάτες. Καί δέν μάς άφηναν ούτε νύκτα, ούτε 'μέρα ακατάπαυστα πόλεμος. Τό κάστρο ήταν σάπιον καί γκρεμίζεταν κ' εμείς φκειάναμεν μέ ξύλα σάν κασσόνια από μέσα καί τά γιομίζαμε χώμα. Καί δουλεύαμε καί πολεμούσαμε νύκτα καί ημέρα καί ταινιάσαμε. Κι' αρρώστησαν οι περισσότεροι εξ' αιτίας τού αγώνος τού πολλού καί τής δίψας. Οι κανονιαραίοι καί οι τζενιέριδες (μηχανικοί) τού Μπραΐμη ήταν όλοι Γάλλοι κι' αφάνισαν τό κάστρο.

Σέ δύο ημέρες είδαμε καρσί - εις τήν Μοθώνη καί Σφακτηρία ως εκατόν τριάντα κομμάτια καράβια τούρκικα τού σουλτάνου, τού Μπραΐμη, τών Αλτζερίνων καί τών αλλουνών οτζακιών. Σέ δύο ημέρες ήρθε κι' ο Μιαούλης μέ τά ελληνικά ως τριάντα κομμάτια καί ήταν καρσί (απέναντι) - εις τά τούρκικα καί φαίνονταν τά ελληνικά σάν φελούκες 'μπρός εις τά τούρκικα. Τότε σάν ήρθε ο στόλος τού Μπραΐμη, στέλνει έναν Τούρκον απόξω τό κάστρο νά μιλήσουμε. Βγήκαμε από τό κάστρο διορισμένοι ο Μπεζαντές Μαυρομιχάλης (Γεώργιος Μαυρομιχάλης), από τούς Σπαρτιάτες, ο Γιατράκος από τούς Πελοποννήσιους, εγώ από τούς Ρουμελιώτες. Τού λέμε τού Τούρκου - "Τί ορίζεις;"

- "Ο πασσάς μ' έστειλε ν' αφήσετε τό κάστρο νά φύγετε, νά μή χαθήτε."

- "Δέν πρέπει ο πασσάς νά μάς λυπάται τόσο ας κοπιάση νά τό πάρη μέ πόλεμον, κι' όταν μάς κυργέψη, φαίνεται η εσπλαγχνία του. Καί σύρε εις τήν δουλειά σου".

Έφυγε ο Τούρκος. Βλέπομε από τά καράβια έρχονται πλήθος φελούκες κ' έμπαιναν ασκέρια καί τά πήγαιναν εις τά καράβια. Εις τήν Σφακτηρία τό νησί είχαμε έξι κομμάτια κανόνια καί φύλαγαν τό στόμιον τού λιμανιού καί καμπόσους ανθρώπους εκεί απάνου. Τότε βγάλαμεν τόν Τζόκρη καί τόν Σταύρο Σαΐνη (Σαχίνη) μέ καμπόσους καί πήγαν εις τό νησί κ' έστειλε κι' ο Χατζηχρήστος καμπόσους δικούς του από τούς Αβαρίνους. Τότε τά καράβια τά τούρκικα βαρούγαν εκείνους εις τό νησί μέ τά κανόνια δέν τούς έδωσαν καιρόν νά οχυρωθούνε καί ήταν εις τό σιάδι. Οι φελούκες πλήθος μέ τ' ασκέρια τά τούρκικα κάμανε ντισμπάρκο (αποβαση) απάνου εις τό νησί. Αυτείνοι πολλοί, οι εδικοί μας αδύνατοι - καί κάτι ολίγοι γλύτωσαν από τούς δικούς μας κατά τό μέρος τού Αβαρίνου. Ρίχνονταν εις τήν θάλασσα κι' όσοι μέναν χωρίς νά πνιγούνε εκείνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν εκεί κεφαλές ο Τζαμαδός, ο Αναγνωσταράς, ο Σαΐνης, ο Σίμος κι' άλλοι πολλοί.

Εις τόν ίδιον καιρόν πήγε κι' ο Μπραΐμης μ' όλες του τίς δύναμες καί πολέμαγε τούς Αβαρίνους μέ κανόνια καί ντουφέκια καί τά καράβια του τού πελάγου. Τότε βγήκαμεν κ' εμείς από τό κάστρο αναντίον τών Τούρκων εις τά χαρακώματά τους, τούς πολεμήσαμεν γενναίως. Βλέποντας αυτό οι Τούρκοι τού νησιού, μάς βαρούσαν μέ τά κανόνια τά δικά μας, οπού 'χαμεν εις τό νησί μάς βαρούσαν από τίς πλάτες κ' ήφεραν κι' ασκέρια από τό νησί αναντίον μας καί δυναμώθηκαν καλά οι Τούρκοι. Σκοτώσαμεν ολίγους κι' από 'μάς σκοτώθηκαν καμπόσοι καί πληγώθηκαν. Μάς αφάνισαν τά κανόνια. Μπήκαμεν πίσου εις τό κάστρο. Ο Μπραΐμης πήρε καί τούς Παλαιοαβαρίνους (Παλαιόκαστρο) μέ συνθήκες κι' άλλοι φύγαν μέ γιουρούσι, κι' απ' αυτούς άλλοι σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν. Πήρε καί σκλάβους τόν Χατζηχρήστον, τόν Δεσπότη Μοθώνης οπού 'ταν εκεί κ' εκείνον οπού 'χα κεφαλή εις τούς ανθρώπους μου τόν πλήγωσαν καί τόν πιάσανε καί τόν πήγαν εις τό Μισίρι (Αίγυπτο). Στάθη τέσσερα χρόνια εκεί κι' ολίγον καιρόν έχει οπού 'ρθε. Τόν λένε Στάμον Βελέντζα.

Εις τό νησί (Σφακτηρία) απάνου ήταν κι' ο Μαυροκορδάτος μπήκε εις τό καράβι τού Τζαμαδού, μπήκε κι' ο Δημήτρης Σαχτούρης μέσα ο φρούραρχος τού Νιόκαστρου, καί πολεμώντας μ' όλα τά καράβια τών Τούρκων σώθηκαν μέ μεγάλον κίντυνο καί μ' απερίγραφη γενναιότητα οπού 'δειξαν αυτείνοι οι άνθρωποι τού καραβιού, άλλο ήταν νά τό βλέπη ο άνθρωπος κι' άλλο νά τό λέγη. Σώθηκαν μέ τήν βοήθεια τού Θεού, δίνοντάς τους αντρεία πολλή. Αυτείνη η 'μέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρμακερή διά τήν πατρίδα, οπού 'χασε τόσα παληκάρια καί σημαντικούς άντρες, στεργιανούς καί θαλασσινούς διά όλη τήν πατρίδα ήταν φαρμάκι εκείνη η 'μέρα καί διά 'μάς πεθαμός, ότι χάσαμεν τούς συντρόφους μας. Κι' ο πόλεμος αυγάτησε τώρα. Η θέση εκτεταμένη εμείς ολίγοι. Καί νερό τελείως. Κι' άγρυπνοι νύχτα καί ημέρα.»


Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη



Πτώση τού Νεόκαστρου Πύλου (11 Μαΐου 1825)




Η κατάληψη τής Σφακτηρίας από τούς Αιγυπτίους έφερε τή δυσφορία σέ όσους ήταν κλεισμένοι στά κάστρα. Ενισχύσεις από τήν κυβέρνηση δέν φαίνονταν καί όλα προμήνυαν τήν πτώση καί τών δύο κάστρων τής Πύλου. Στίς 29 Απριλίου 1825 ισχυρή αιγυπτιακή δύναμη επιτέθηκε κατά τού φρουρίου τού Παλαιόκαστρου. Ο Ιμπραήμ αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες τών Αραπάδων (Αράβων) τούς έστελνε κατά κύματα εναντίον τών Ελλήνων, οι οποίοι είχαν τρομερές ελλείψεις σέ πολεμοφόδια καί τρόφιμα.

Τή νύκτα οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο, η οποία δέν στέφθηκε μέ επιτυχία, καθώς τό αιγυπτιακό ιππικό τούς κατέκοψε μέ τά σπαθιά του. Πολλοί Έλληνες σκοτώθηκαν καί ακόμα περισσότεροι αιχμαλωτίσθηκαν. Μεταξύ τών αιχμαλώτων ήταν ο επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος, ο Χατζηχρήστος, ο Αναγνώστης Κανελλόπουλος, ο Δαρειώτης καί ο Βάρβογλης. Τήν επόμενη ημέρα οι εναπομείναντες 800 άνδρες παρέδωσαν τό κάστρο στούς απεσταλμένους τού Ιμπραήμ, ο οποίος τούς επέτρεψε νά αποχωρήσουν χωρίς τόν οπλισμό τους. Ο μόνος πού δέν δέχτηκε τήν παράδοση ήταν ο Σωτήριος Κοτζαμάνης, ο οποίος ακολουθούμενος από τούς συντρόφους του καί μέ τά σπαθιά στά χέρια, κατάφερε νά σπάσει τόν μουσουλμανικό κλοιό καί νά σωθεί.


Νεόκαστρο Πύλος 1825



Η προσοχή τού Ιμπραήμ στράφηκε εξ ολοκλήρου στήν κατάληψη τού Νεόκαστρου. Μετέφερε καί άλλα πυροβόλα όπλα από τήν ξηρά, τά οποία σέ συνδυασμό μέ τά κανόνια τών φρεγατών, βομβάρδιζαν τά γερασμένα τείχη τού κάστρου. Τή χειρότερη όμως ζημιά τήν έκανε η διακοπή τού νερού, αφού ο Ιμπραήμ κατάφερε νά καταστρέψει τό υδραγωγείο. Η ζωή τών πολιορκημένων έγινε αφόρητη, αλλά τό ηθικό τους είχε ενισχυθεί κάπως μέ τήν άφιξη τών Μακρυγιάννη, Παναγιώτη Γιατράκου καί Γεωργίου Μαυρομιχάλη, γιού τού Πετρόμπεη. Ανάμεσα στούς πολιορκημένους βρισκόταν καί ο Άγγλος γιατρός Μίλλινγκεν, ο οποίος στά απομνημονεύματά του αναφέρει ότι ένα μεγάλο πλήθος Γάλλων, Άγγλων, Ιταλών καί άλλων Ευρωπαίων βρίσκονταν στήν υπηρεσία τού μωαμεθανού πασά, προδίδοντας τήν πίστη τους στόν Σταυρό. Ο γιατρός βέβαια στά απομνημονεύματά του παραλείπει νά αναφέρει ότι έστελνε πληροφορίες γιά τήν κατάσταση τών Ελλήνων στόν Ιμπραήμ, ο οποίος είχε άριστη γνώση γιά τίς λεπτομέρειες τών οχυρώσεων καί τήν κατάσταση τών πολιορκημένων.

Ο Ιμπραήμ ζήτησε τήν παράδοση τού φρουρίου καί απέστειλε γι' αυτόν τόν σκοπό τόν Χατζηχρήστο, τόν επίσκοπο Μεθώνης καί τόν εξισλαμισμένο Γάλλο αξιωματικό Σουλεϋμάν μπέη. Οι αρχηγοί τών Ελλήνων απέρριψαν τήν πρόταση παράδοσης καί ο Αιγύπτιος πασάς οργισμένος βομβάρδισε ακατάπαυστα γιά τρείς ημέρες τό Νεόκαστρο. Ήδη οι ρωγμές στά τείχη ήταν αισθητές καί μάταια οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν νά τίς επιδιορθώσουν τοποθετώντας πέτρες καί σύροντας βράχια.


Η έξοδος τού Άρη 1825, πίνακας Βολανάκη





Ο Ιμπραήμ ζήτησε εκ νέου απεσταλμένους τών Ελλήνων, τούς οποίους οδήγησε στή σκηνή του, κάνοντας επίδειξη τού πλούτου του καί τής ισχύος του. Ένας από τούς απεσταλμένους ήταν ο Μακρυγιάννης, ο οποίος είδε τόν πασά, καθισμένο σέ πανάκριβα χαλιά μέσα στό πελώριο τσαντήρι του, περιστοιχισμένο από τά ρετζάλια του, τούς τσιμπούκ - ογλάν (νέους πού άναβαν τά τσιμπούκια του καί διασκέδαζαν μέ κάθε τρόπο τόν πασά) καί φυσικά τίς αμέτρητες Χριστιανές σκλάβες τού χαρεμιού του. Ο Ιμπραήμ προσέφερε ρούμι καί έδειξε αμέσως πόσο καλά ήταν πληροφορημένος γιά τίς ελλείψεις τού κάστρου καί γιά τή δεινή κατάσταση τών αμυνομένων.


«Τά δύο κάστρα τού Ναβαρίνου, τό Νιόκαστρο καί τό Παλιόκαστρο, βρίσκονταν πιά καταδικασμένα. Πρώτο υπέκυψε τό τελευταίο, καθώς ήταν καί πιό αδύναμο. Όσοι κατόρθωσαν νά ξεφύγουν από τό βορεινό ρηχό πέρασμα τής Σφακτηρίας - άλλοι κολυμπώντας, άλλοι μέ βάρκες κι άλλοι πού δέθηκαν μέ σκοινιά καί τούς τράβαγαν - κλείστηκαν στό Παλιόκαστρο. Δέν είχαν όμως μήτε τρόφιμα, μήτε μπαρουτόβολα. Αποφασίζουν νά στείλουν κάποιο νησιώτη πού κολυμπώντας, νά πάει στά Φιλιατρά καί νά γυρέψει από τούς δικούς μας ναρθούν τήν άλλη νύχτα νά χτυπήσουν από πίσω τούς εχθρούς κι έτσι νά βρούν τήν ευκαιρία νά κάνουν έξοδο κι όσοι σωθούν.

Ο αντρόκαρδος αγωνιστής, πού η ιστορία δέν μάς έσωσε τό όνομά του, κατάφερε νά φτάσει στά Φιλιατρά κι ο Γιατράκος, μέ πεντακόσιους νοματαίους, ξεκινά νά τούς βοηθήσει. Όταν όμως πέσανε τά σκοτάδια, κιότισαν "ήρχισαν νά διασκορπίζωνται, νά μένωσι καθ' οδόν, νά κρύπτωνται, καί μόλις έμειναν ως πενήντα". Ο Γιατράκος τότε δέν αποτολμά μέ τόσους λίγους νά σιμώσει τά ταμπούρια τού Ιμπραήμ. Στή μπαταριά πού ρίχνει νά δώσει είδηση στούς δικούς μας τού αποκρίνονται μέ μπαταριά οι κλεισμένοι καί μέ κεφαλή τόν Χατζηχρήστο κάνουνε γιουρούσι νά διαβούν από τήν άκρη τού λιβαριού (διβαριού) πού τούς έκλεινε τό δρόμο πρός τό Πετροχώρι. Κατάφεραν νά προχωρήσουν λίγο, μά όπως ο εχθρός είχε, στό στενό παραλιακό δρόμο, τό ένα ταμπούρι πίσω από τ' άλλο τάχασαν καί πέσανε στό λιβάρι όπου οι πιότεροι πνίγηκαν. Μόλις εκατό μπόρεσαν νά περάσουν κι ώς τετρακόσιοι είτε σκοτώθηκαν είτε αιχμαλωτίσθηκαν, Ανάμεσα στούς τελευταίους κι ο Χατζηχρήστος, ο αρχηγός τών Βουλγάρων. Αφού τράβηξε πολλά μαρτύρια στήν Αίγυπτο, τέλος ανταλλάχτηκε μέ Τούρκους αιχμαλώτους καί γύρισε τό 1828 στήν Ελλάδα, όπου τού δόθηκε ο βαθμός τού στρατηγού κι αργότερα έγινε υπασπιστής τού Όθωνα.

Όταν ξημέρωσε μετρήθηκαν όσοι είχαν απομείνει. Βρέθηκαν νά είναι 1525. Σέ λίγο οι εχθροί κάνουνε νέο γιουρούσι. Μά οι δικοί μας κατορθώνουν, πολεμώντας ακόμα καί μέ πέτρες, όπως πολλοί δέν είχαν πιά μπαρούτι, νά τούς αποκρούσουν. Ως τριακόσιοι όμως - μαζώματα καί τουρκανάκατους τούς ονομάζει ο Φωτάκος - πέφτουν σέ κουβέντες μέ τούς εχθρούς, πού ανάμεσά τους βρίσκονταν καί Χριστιανοί, πού ακολουθούσαν τόν Ιμπραήμ πασά ως μισθωτοί, τά ταιριάζουν καί παραδίνονται.

Όσοι απόμειναν στό Παλιόκαστρο "δέν ήθελαν νά προσκυνήσουν, λέγοντες, ότι καλλίτερον ήτον νά σκοτωθούν μεταξύ των παρά νά πέσουν αιχμάλωτοι καί νά απαχθούν εις τήν Αίγυπτον. Απελπισθέντες λοιπόν ωρκίζοντο μεταξύ των δύο, δύο, καί ούτως εφόνευεν ο ένας τόν άλλον, καί απεφάσισαν νά φονευθούν αμοιβαίως έως ενός". Βλέποντας τή φοβερή αυτή σκηνή οι καπεταναίοι - ο Τσώκρης, ο Καπετανάκης, ο Χριστόπουλος - πέφτουνε στή μέση νά σταματήσουν τήν αλληλοσφαγή.

- "Γιατί σκοτωνόσαστε ανάμεσά σας καί κολαζόσαστε; Κάλλιο είναι νά ριχτούμε όλοι μαζί πάνω στούς Τούρκους καί νά κάνουμε τράμπα τό αίμα μας μέ τό δικό τους."

Κι έτσι δώσανε τέλος σέ τούτη τήν άγρια αδελφική αλληλοσφαγή. Στέλνουν τόν Τσώκρη στόν Ιμπραήμ νά διαπραγματευθεί. Δέχεται νά τούς αφήσει ελεύθερους νά φύγουν αφού τού παραδώσουν τ' άρματά τους, τά χρήματα πού είχαν καί καθετί άλλο πολύτιμο. Οι πολιορκημένοι τού ζήτησαν νά ορκιστεί στό κεφάλι τού σουλτάνου καί τό δικό του καί κλήρα (γενιά) νά μήν αποκτήση ποτέ άν παραβή τόν όρκο του πώς δέν θά τούς αγγίξει. Ο Ιμπραήμ ορκίστηκε καί οι Έλληνες βγήκαν. Αφού τούς πήραν ό,τι είχαν, "επέρασαν άφοβα έμπροσθεν καί ολίγον μακράν τού πασά, όστις ήτο περιστοιχισμένος από τούς αξιωματικούς τού επιτελείου του, όντας Ευρωπαίους τούς πλείστους, ως είπομεν ανωτέρω, καί από τούς σωματοφύλακάς του καί έβλεπε διαβαίνοντας τούς Έλληνας. Είχε δέ πρός τούτοις διατάξει δύο Τούρκους νά στέκωνται από τό ένα καί από τό άλλο μέρος καί νά κρατούν τά σπαθιά των γυμνά καί υψωμένα, καί κάτωθεν αυτών νά περνώσιν οι Έλληνες ως δείγμα υποταγής".

Τό Νεόκαστρο σέ λίγο χτυπιόταν από στεριά καί θάλασσα. Μηνάει ο Ιμπραήμ στούς πολιορκημένους νά στείλουν απεσταλμένους νά μιλήσουν μέ τά ρετζάλια (αξιωματικούς) του γιά τήν παράδοση τού κάστρου, "διά νή μήν χυθή αδίκως αίμα". Διαφορετικά θά τόπαιρνε μέ ρεσάλτο. Η φρουρά έστειλε τόν Γιώργη Μαυρομιχάλη, τόν Παναγιώτη Γρατράκο καί τόν Μακρυγιάννη. Γυρεύουν από τούς εκπροσώπους τού Ιμπραήμ νά μπαρκαριστούν σ' ευρωπαϊκά καράβια καί νά φύγουν, νά πάρουν μαζί τους τ' άρματά τους, νά πλερωθούν τούς μισθούς τους καί ν' αφήσει ελεύθερους τό δεσπότη, τόν Χατζηχρήστο "κι' όλους τούς σκλάβους" πού είχανε πιάσει στό Παλιόκαστρο, καί τότε "τού παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο". Κι ο Μακρυγιάννης προσθέτει ειρωνικά: "Εφόδιασμα μόνο μέ τίς σάπιες πέτρες."»


Δημήτρη Φωτιάδη, Η Επανάσταση του '21
Τελικώς, οι Έλληνες αποφάσισαν νά παραδώσουν τό Νεόκαστρο, αλλά μέ τόν όρο νά τούς παραλάβουν ευρωπαϊκά πλοία καί όχι αιγυπτιακά. Πώς όμως θά ειδοποιούσαν τά ευρωπαϊκά πλοία, αφού ο Ιμπραήμ δέν τούς επέτρεπε τήν έξοδο; Βρέθηκε τότε ένας νεαρός Κύπριος ναύτης ονόματι Μιχαήλ, ο οποίος ανέλαβε νά μεταφέρει ένα γράμμα τών πολιορκημένων στό πλησιέστερο αγγλικό πολεμικό πλοίο, μέ τό οποίο ζητούσαν από τόν πλοίαρχο νά προσεγγίσει καί νά παραλάβει τούς Έλληνες. Ο Κύπριος έπεσε στή θάλασσα, αλλά έγινε στόχος τών Αιγυπτίων ναυτών, οι οποίοι τόν πυροβολούσαν διαρκώς από τά πλοία τους. Τελικά ο κολυμβητής κατάφερε εξαντλημένος από τήν κούραση καί τά τραύματα νά φθάσει στό αγγλικό πολεμικό καί νά συνεννοηθεί μέ τόν καπετάνιο τού πλοίου, ώστε η μεταφορά τών Ελλήνων νά γίνει μέ τή μεσολάβηση του. Ο Ιμπραήμ, παρά τή συμφωνία, απέσπασε εξήντα τρείς αιχμαλώτους τούς οποίους καί καρατόμησε καί τούς αρχηγούς Γιατράκο καί Γεώργιο Μαυρομιχάλη (μελλοντικό δολοφόνο τού Καποδίστρια), τούς οποίους αντήλλαξε μετά από μερικούς μήνες μέ σημαντικούς Τούρκους αιχμαλώτους.
«Καί οι σημαντικοί αρχηγοί τής πατρίδος όλοι μάς κάναν σίγρι από τήν ράχη τόσες δύναμες μάς έβλεπαν μέ τά κιάλια αδιάφοροι σάν νά μήν ήμαστε αδελφοί τους καί συναγωνισταί τους. Μάς βλέπαν κι' άκουγαν τόν θρήνον τών κανονιών μας, οπού πετζοκοβόμαστε. Γιόμωσε καί τό λιμάνι πνιμένους, σάν νά ήταν μπακακάκια (βατράχια μέ πρησμένη κοιλιά) εις τόν βάλτο, έτζι πλέγαν κι αυτείνοι εις τήν θάλασσα. Καί τό νησί καί τ' άλλα μέρη γιομάτα κουφάρια σκοτωμένους.

Μακρυγιάννης διαμαρτύρεται γιά τήν αδράνεια τής κυβέρνησης πού άφησε τελείως αβοήθητους τούς υπερασπιστές τού Νεόκαστρου, τή στιγμή πού είχε επιστρατεύσει χιλιάδες άνδρες γιά νά πολεμήσουν τόν Ανδρούτσο. Δυστυχώς καί ο Μακρυγιάννης, τήν περίοδο τού εμφυλίου, είχε υπηρετήσει αυτή τήν κυβέρνηση).

Αφού ο Μπραΐμης κυρίεψε όλες τίς θέσες, τότε έβγαλε καί κανόνια από τά καράβια καί κρυφίως διά νυχτός από τά μαγαζειά κι' απάνου, τίρα πιστολιάς (απόσταση βολής πιστολιού), τό γιόμωσε κανόνια πέρα καί πέρα ξημερώθηκαν όλα φκειασμένα. Κι' άρχισε ο πόλεμος. Ο κανονοβολισμός καί η μπόμπα καί η γρανάτα μάς αφάνισαν. Έστειλε δύο ανθρώπους έναν δικόνε μου, οπού 'πιασε εις τούς Αβαρίνους, κ' έναν τού Χατζηχρήστου, νά ειπούνε τόν χαλασμό τους καί νά παραδοθούμεν. Έρριξα μίαν τριχιά (χοντρό σκοινί), τούς πήρα απάνου εις τό κάστρο, τούς είπα τί νά ειπούνε τών ανθρώπων μας νά μήν τούς κρυώσουνε, ότι είχαμεν ελπίδες ακόμα νά μήν έρθη τό μιντάτι (βοήθεια) μας, καί νά μήν παραδοθούμεν. (Είπε στούς δύο Έλληνες απεσταλμένους τού πασά νά διαδώσουν ότι έρχεται βοήθεια στό κάστρο γιά νά τούς ανυψώσουν τό ηθικό).

Γύρεψε πίσου τούς ανθρώπους τούς δύο ο Μπραΐμης, τού είπαμε ψέματα ότι τούς σκότωσε μπόμπα. (Δέν επέστρεψε ο Μακρυγιάννης τούς δύο αιχμαλώτους, λέγοντας στά ψέματα ότι σκοτώθηκαν).

Τότε ο πόλεμος δυνάμωσε ως τά μεσάνυχτα έπαψε τήν αυγή. Έστειλαν έναν Τούρκον απόξω νά βγούμε νά μιλήσουμε. Βγήκε ο Μπεζαντές (Γεώργιος Μαυρομιχάλης), ο Γιατράκος κ' εγώ. Μάς είπε ο στελμένος ότι ο πασσάς θέλει τό κάστρο, ή θά μάς πάρη μέ ρισάλτο (έφοδο), καί τί απαίτησες θέλομεν διά νά μήν χυθή αδίκως αίμα. Τού είπαμεν, θέλομεν καράβια ευρωπαίϊκα νά βαρκαριστούμεν ύστερα όλα μας τ' άρματα, τρίτο τόν Χατζηχρήστο καί Δεσπότη (Μεθώνης) κι' όλους τούς σκλάβους (αιχμαλώτους) καί τούς μιστούς μας. Καί τότε τού παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο - εφόδιασμα μόνον μέ τίς σάπιες πέτρες ολίγος τζεμπιχανές (εφόδια) ήταν ακόμα καί ψωμί πολλά ολίγον καί νερό, νά χορτάσουμεν δέν μπορούσαμεν, εκείνη τήν ημέρα νά τό μεράζαμεν (τό νερό έφτανε ακόμα μόνο γιά μία ημέρα).

Πήγε ο στελμένος εις τόν Μπραΐμη, τού είπε ό,τι τού είπαμε. Τόν διάταξε νά γυρίση νά μάς ειπή ότι καράβια έχει δικά του καί μάς βαρκαρίζει, δέν έχει ανάγκη από ξένα. Τ' άρματά μας τά θέλει όλα. Τούς σκλάβους τούς πήρε μέ τό σπαθί του καί τούς βαστάει ζωντανούς όσο νά βάλη κ' εμάς εις τό χέρι καί τότε νά μάς σκοτώση όλους μαζί. Μιστούς δέν έχει ούτε λιανό, νά μάς πλερώση η Διοίκησή μας. Τού είπαμε: "Ο πόλεμος είναι η τύχη μας καί πολεμάτε καί θά πολεμήσουμε όσο νά λυώσουμε, νά φάμε ένας τόν άλλον, καί τότε πά' νά τό πάρη τό κάστρο. Φωτιά θά βάλωμε νά πάμε 'σ τόν αγέρα μ' όλο αυτό".

Τά είπε αυτά τού Μπραΐμη. Καί τότε άρχισε ο πόλεμος απ' ούλα τά μέρη. Τήν άλλη ημέρα έστειλε τόν Χατζηχρήστον καί Δεσπότη καί Σουλεϊμάνμπεγη Φραντζέζο (Γάλλο εξομώτη) νά μάς παρακινήσουν νά παραδοθούμεν. Δέν θελήσαμεν καί φύγαν κι' αυτείνοι. Τότε διατάζει καί μπήκαν τά καράβια μέσα καί η κακή μας τύχη πήρε φωτιά η ντάπια (προμαχώνας) τής θάλασσας καί πήγαν εις τόν αγέρα οι άνθρωποι καί τά κανόνια μας. Τότε οι Τούρκοι όλοι οπού είδαν αυτό σαλαβάτισαν 'σ όλα τά μέρη, ότι ο Θεός βόηθαγε αυτούς καί κιντύνευε εμάς. (σαλαβάτι: ομολογία πίστεως στό Ισλάμ.)

Τά καράβια μπήκαν μέσα απολέμητα κι' αφού μπήκαν, άρχισαν οι φεργάδες τέσσερες - τέσσερες καί μάς βαρούσαν. Ήταν σάπιον αυτό τό κάστρο καί τό 'καμαν κόσκινο καί μάς αφάνισαν εις τόν σκοτωμόν οι φεργάδες κ' οι άλλοι Τούρκοι απόξω, τής στεργιάς. Δέν είχαμεν πού νά σταθούμεν μάς πολέμησαν από τήν αυγή ως τό δειλινό. Θέλησε ο Θεός καί πήρε ένας αγέρας καί πάψαν τά κανόνια τών φεργάδων καί ηύραμεν καιρό καί θάψαμεν τούς σκοτωμένους. Κι' όσοι πληγώνονταν κανένας δέν γιατρεύεταν. Είχαμεν έναν γιατρόν Άγγλον τόν πλερώσαμεν κι' αυτόν εγώ κι' ο Μπεζαντές από πεντακόσια γρόσια τόν μήνα. Τόν είχε συνφωνήση η Διοίκηση καί δέν τόν πλέρωνε καί τόν πλερώσαμεν εμείς οι δύο. Καί μάς πέθαινε τούς συντρόφους. Καί μαρτύρησε κι' όλη τήν έλλειψη οπού 'χαμεν εις τό κάστρο τήν είπε μέ τήν γλώσσα του εις τόν Φραντζέζο, όταν ήρθε μέ τόν Χατζηχρήστον. Ήθελα νά τόν σκοτώσω τόν άτιμον δέν μ' άφησαν. Ύστερα πήγε μέ τόν Μπραΐμη.

Μακρυγιάννης κατηγορεί τόν Μίλλιγκεν ότι αδιαφορούσε γιά τούς τραυματίες οι οποίοι πέθαιναν ομαδικώς καί τού προσάπτει ότι έδινε πληροφορίες στόν Αιγύπτιο πασά. Ο Μίλλιγκεν τελικά μπήκε στήν υπηρεσία τού Ιμπραήμ. αλλά στά απομνημονεύματά του δηλώνει ότι αυτό έγινε παρά τή θέλησή του.)

Τότε διά νυχτός έβγαλαν κι' άλλα κανόνια καί τά 'βαλαν ολόγυρά μας. Εμείς οι δυστυχισμένοι οληνύχτα δυναμώναμε τήν βέργα, οπού ήταν αδύνατη, καί τ' άλλα τά μέρη καί κουβαλούσαμε ξύλα καί πέτρες καί φκειάναμε τό νερό. Ήταν μία στέρνα εις τόν Ιτσκαλέ έπιναν τό νερό κρυφά οι στρατιώτες. Είχαν ένα καλάμι τρυπήση μακρύ, τήν στέρνα τήν είχαμεν βουλλωμένη, κι' αυτοί τρύπησαν 'σ ένα μέρος ολίγο καί τήν νύχτα πήγαιναν κρυφά καί πίναν. Τηράμεν μία ημέρα, βλέπομεν τήν στέρνα μ' ολίγο νερό, οπού πρωτύτερα τό είχαμεν μετρημένο. Τότε απελπιστήκαμεν καί οι στρατιώτες μάς βιάζαν νά φύγωμεν. Είχα μιλήση μέ τόν Βελέτζα κι' άλλους νά τούς βγάλωμεν μέ τρόπον έξω αυτούς, οπού φοβέριζαν νά μάς σκοτώσουνε καί ήθελαν χωρίς άλλο νά κάμωμεν ομιλίαν μέ τούς Τούρκους νά παραδώσουμε τό κάστρον, ή νά φύγωμεν μέ γιουρούσι - ι' ανάθεμα καί θά γλύτωνε κανένας, καθώς μάς είχαν τριγυρισμένους.

Σάν μάς βιάζαν, είπαμε νά τούς βγάλωμεν κατά τήν θέλησίν τους καί νά ειπούμεν ότι πάμεν κ' εμείς μαζί κι' αφού τούς βγάλωμεν έξω, νά μείνωμεν οπίσου καί νά βαστήσουμεν μόνον τόν Ιτζκαλέ καί νά βάλωμεν καί μπαρούτι ολόγυρα σέ μίνες (νάρκες), κι' όταν η τούρκικη δύναμη μάς πλακώση, φωτιά νά βάλωμεν νά πάμεν όλοι εις τόν αγέρα. Δι' αυτό είχαμεν τηράξη τό νερό, καί η κακή μας τύχη, τό είχαν πιωμένο χωρίς νά ξέρωμεν. Τότε απελπιστήκαμεν, ότι ήμαστε εις τήν διάκρισιν τών Τούρκων.

Αφού δυνάμωσε ο Μπραΐμης όλες τίς θέσες, στέλνει τήν αυγή άνθρωπον, άν θέλωμεν νά μιλήσωμεν - αυτείνη είναι η υστερνή ομιλία άλλη βολά δέν ματαθέλει ομιλίαν. Καί δύο ώρες διορία νά βγούμε εις τόν Μπραϊμη νά μιλήσουμε - αυτός ήξερε καί τήν έλλειψη τού νερού από τόν γιατρό μας. Αποφάσισαν όλοι τού κάστρου νά πάγω εγώ εις τόν Μπραΐμη κι' ο Καράπαυλος κι' ο Σαλβαράς νά κάμωμεν συνθήκες. Παρουσιαστήκαμεν ήταν 'σ ένα λαμπρό τζαντίρι (σκηνή) είχε καί δυο αξιωματικούς καί τού βαστούσαν τά δυό του χέρια μέ μεγαλοπρέπεια, νά ιδούμε εμείς τό μεγαλείον του. Μάς ρώτησε πούθεν είμαστε. Ο ένας είπε από τήν Πελοπόννησο, ο άλλος από τήν Σπάρτη κ' εγώ από τήν Ρούμελη,

Καί τού είπα ψέματα ότ' ήμουν σωματοφύλακας τού Αλήπασσα. Μάς σκότωσαν τόν αφέντη μας κίνησα μέ καμπόσους ανθρώπους νά 'ρθω εις τό Μισίρι (Αίγυπτο), εις τήν Υψηλότη σας. Δέν είχαμε τά έξοδά μας, ήρθαμε εδώ, εις τούς Ρωμαίγους.

- "Μάς απάτησαν, μάς έβαλαν σέ τούτο τό κάστρο. Πολεμούμεν νύχτα καί ημέρα. Αυτείνοι μάς κάνουν σίγρι από μακρυά θέλουν νά χαθούμεν. Εμείς, διά νά σωθούμεν καί νά πάμεν νά πολεμήσουμεν μ' εκείνους, βιαζόμαστε καί ήρθαμεν νά κάμωμεν συνθήκες, νά σού παραδώσουμεν, αν συνφωνήσουμεν, κάστρο εφοδιασμένο."

Σάν τό λάβης, τό βλέπεις τι 'φόδιασμα έχει. Πού αφίν'νε οι καλωσύνες τών προκομμένων νά 'φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νά πάρωμεν ολίγα ντουφέκια από τούς Τούρκους, νά πολεμήσουμεν διά τήν πατρίδα. (Ο Μακρυγιάννης μάς καταμαρτυρά τήν ανικανότητα τής κυβέρνησης Κουντουριώτη νά εφοδιάσει τά κάστρα τής Πύλου.)

- "Διά 'κείνο, πασσά μου, θά σού παραδώσουμεν τό κάστρο."

- "Τί ζητάτε;"

- "Ζητούμε καράβια ευρωπαίικα. Συνθήκες γραφτές σέ τέτοιους ανθρώπους σάν τήν Υψηλότη σας δέν χρειάζονται. Ο λόγος σας είναι συνθήκη."

- "Καράβια έχω τά δικά μου."

- ¨Δέν μπαίνουν οι άνθρωποι εις τά δικά σου, φοβώνται. Σ' ευρωπαίικα βάλαμε καί τούς Τούρκους τ' Αναπλιού."

- "Σάν τούς μιλήσης εσύ τών ανθρώπων δέν τούς πιάνει φόβος."

- "Δέν μ' ακούνε καί δέν σέ γελάγω. Χωρίς ευρωπαίικα καράβια καμμία ομιλία δέν γένεται."

- "Ποιός θά πλερώση τόν ναύλον τών καραβιών;

- "Η Υψηλότη σου."

- "Εσείς νά πλερώσετε."

- "Δέν έχομεν χρήματα. Ό,τι χρήματα είχαμεν, εφοδιάσαμεν τό κάστρο από κρασιά καί φαγητά."

- "Τότες θά πλερώσω εγώ. Από άρματα δέν κρατάτε ούτε σουγιά. Κ' εσύ οπού είσαι κουρμπετλής σού χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ή σπαθιά."

(Κουρμπέτι σημαίνει αγορά ή πιάτσα, δηλαδή κουρμπετλής είναι ο περπατημένος).

- "Κάνετα τριάντα πέντε πασά μου. Παράδες όποιος έχει κι' άλλα ασήμια νά μήν τούς πειράξης."

- "Πόσους ανθρώπους έχεις;"

- "Οχτακόσους."

- "Νά τούς πάρης καί νά έρθης κοντά μου. Καί οι άνθρωποι θά γένουν τζιράκια (υπηρέτες) μου.

- "Γνωρίζομεν τά οτζάκια (οικογένειες) σας οπού κάνουν τούς ανθρώπους τζιράκια. Τώρα ήρθα στελμένος από τό κάστρο νά κάμω συνθήκες, κι' όχι νά μπώ μιστωτός. Τελειώνοντας η υπόθεση τού κάστρου, τότε τηράμε αυτό."

Μείναμε σύνφωνοι 'σ όλα καί στείλαμεν έναν άνθρωπον εμείς κ' έναν αυτός καί πήγαν εις τήν Μοθώνη ό,τι καράβια βρούνε ευρωπαίικα νά τά ναυλώσουνε, κι' αν εύρη τίποτα καπετάνιους φιλέλληνες, είπα εγώ τού δικού μας, νά τούς ναυλώσουνε τά καράβια καί νά φέρνουν γύρα καμπόσες ημέρες, μέ τρόπον πώς συγυρίζουν τά καράβια, νά μήν μάς έρθη η δύναμη τού εκλαμπρότατου όμως Κουντουργιώτη.

Αφού πήγαν, τό 'φεραν γύρα δεκοχτώ ημέρες δέν φάνη κανένας. Γύρεψαν ναύλο τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα. Στέλνει ο Μπραϊμης, μού λέγει:

- "Διά σάς τούς παλιανθρώπους μού γυρεύουν τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα καί δέν τά δίνω."

- "Ή παλιοί 'μαστε ή καινούργοι άνθρωποι, κατά οπού συνφωνήσαμεν θά τά πλερώσης."

-"Μέσα εις τό κάστρο είναι δυό Τούρκισσες, τίς ξέρεις;"

- "Τή ντάπια οπού φυλάγω ξέρω, όχι γενικώς ούτε Τούρκισσες ξέρω, ούτε Ρωμιές".

Γύρευε νά μέ κάμη καί κοντόση (ρουφιάνο, μπεζεβέγκη), γαμώ τό ρεσούλη (προφήτη) του. Τι νά σού κάμω οπού δέν είχα νερό καί δέν έβλεπε κάστρο. Ότ' είχα λιοντάρια μέσα.

- "Νά στείλης νά τίς φέρης".

Έστειλα τόν μπαϊραχτάρη (σημαιοφόρο) μου καί τίς ήφερε. Τίς πήρε καί τίς ξέταξε (ρώτησε) διά τ' αναγκαία τού κάστρου. Εκείνοι οπού τίς είχαν αυτές τίς γυναίκες τίς είχαν ως πνευματικούς καί ξέραν όλα τους τά μυστήρια καί του κάστρου. Τού είπαν ότ' είναι κι' άλλοι Τούρκοι μέσα καί ξέρουν όλα τά πράματα του κάστρου. Μού ζητάγει νά τού στείλω καί τούς άλλους Τούρκους. Ήταν ο Μπραΐμης μεθυσμένος, πίνει ρούμι καί κρασί μποτίλλιες. Μπεκρής πολύ καί παραλυμένος εις γυναίκες καί παιδιά (τού άρεσαν οι γυναίκες καί τά τσογλάνια).

Τό βράδυ είχε έρθη μία φεργάδα αγγλική καί τά τούρκικα καράβια τήν είχαν 'σ τήν μέση νά μήν ανταποκρινώμαστε εμείς μ' αυτείνη φοβώνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον μέ γράμματα τής πλεγής. Τόν πήραν χαμπέρι τά τούρκικα καί τόν κυνήγησαν οληνύχτα καί το' 'πεσαν τά γράμματα εκεί οπού βούταγε εις τήν θάλασσα. Καί πήγε εις τήν φεργάδα καί μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τόν κρεμάσανε καί βήκε τό νερό καί τό 'βαλαν σπίρτα κι' αναστήθη. Καί είπε τών Άγγλων τόν χαμόν τών γραμμάτων, οπού τά είχαμε δομένα. (Μέ τό κολύμπι έχασε τό ναυτόπουλο τά γράμματα πού προορίζονταν γιά τόν πλοίαρχο τού αγγλικού πολεμικού).

Είπε στοματικώς τήν κατάστασιν τού κάστρου καί τίς πρόφασες τού Μπραΐμη. Καί τόν πήρε η φεργάδα καί πήγαν εις τήν Ζάκυθο καί είπαν αυτά τού ναυάρχου. Τότε ο ναύαρχος έστειλε ένα μπρίκι. Πρίν έρθη τό μπρίκι στέλνει ο Μπραΐμης νά ετοιμαστούμε, ότι ήρθαν τά καράβια οπού 'χαμε ναυλώση. Όταν μέ φώναξε ήταν 'σ τά μαγαζειά κι' όλο του τό στράτεμα. Ήταν δύο ώρες νά νυχτώση. Τού λέγω:

- "Πότε θά βαρκαριστούμεν, καθώς προστάζεις; Οι πόρτες θέλουν αρκετές ώρες νά ξεπλακωθούνε, οπού τίς έχομεν χτισμένες θά περάσουνε τά μεσάνυχτα καί νά μήν ξεπλακωθούνε. Έχομε λαβωμένους, έχομε αρρώστους. Αύριον τήν αυγή κάνομεν αρχή καί βαρκαριζόμαστε."

- "Απόψε άν θέλετε, καλά ειδέ, οι συνθήκες είναι χαλασμένες οπού κάμαμε."

- "Όταν στείλης καί ιδής άν προφασιζόμαστε, τότε φταίμε εμείς. Ειδέ, θέλεις νά τίς χαλάσης τίς συνθήκες".

Τού είπαν κι' άλλοι ότι "κι' απόψε δικοί μας είναι κι' αύριον". Ότ' είχε νά μάς σκοτώση. Μο' 'δωσε δύο Τούρκους τούς έδειξα τίς πόρτες κι' άλλα. Τούς έδωσα τών Τούρκων κι' από μίαν ζυγή άρματα καλά. (Ο Μακρυγιάννης έδωσε μπαξίσι στούς δύο Τούρκους γιά νά πείσουν τόν πασά ότι χρειάζεται χρόνος γιά νά βγούν όλοι οι τραυματίες από τό κάστρο). Μίλησαν τού πασιά.

Ευκήθηκα τόν Μπραΐμη διά τήν περιλαβή τού κάστρου μπήκα μέσα εις τό καράβι ήταν τρία αγγλικόν, γαλλικόν κι' αουστριακόν. Εγώ μπήκα εις τό καράβι τό αγγλικόν. Έρχεται ένας δούλος τού Γιατράκου από αυτόν κι' από τόν Μπεζαντέ (Γεώργιο Μαυρομιχάλη) καί μού λέγει ότι τούς βάσταξε ο Μπραΐμης.

Μάς κλέψαν κ' εξηντατρείς ανθρώπους εκεί οπού πέρναγαν νά βαρκαριστούν. Τούς έπαιρναν οι κολώνες καί τούς έκρυβε μιά τήν άλλη καί τούς έσφαξαν εις τό κάστρο κουρμπάνι (τό σφαχτό σέ θρησκευτική εορτή). Όταν μπήκανε μέσα, τούς θυσιάσαν όλους καί τούς εξηντατρείς.»


Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου