Από τον Μέγα Πέτρο στη Μεγάλη Αικατερίνη – Ο Γεώργιος Παπάζωλης και οι προετοιμασίες της Επανάστασης – Οι αδελφοί: Ορλόφ – Η εξέγερση στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας – Το άδοξο τέλος της Επανάστασης και οι συνέπειες.
Με την άνοδο στον θρόνο της Ρωσίας το 1689 του Πέτρου Α’ (Μεγάλου Πέτρου), είχαν αρχίσει να δημιουργούνται στους Έλληνες προσδοκίες για πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας και κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Οι περιηγητές Spon και Wheler, γράφουν ότι στα τέλη του 17ου αιώνα ένας έμπορος από την Άρτα, ο Μάνος Μανέας, έλεγε ότι ανάμεσα στους Έλληνες κυκλοφορούσε η προφητεία ότι ένα «χρυσό γένος» (αλλιώς, το περίφημο «ξανθό γένος»), δηλαδή οι Ρώσοι, θα κατέστρεφε κάποια στιγμή την οθωμανική αυτοκρατορία. Μεγάλη διάδοση γνώριζε στην Ελλάδα το βιβλίο «Προγνωστικόν των Μοσχόβων», του Στανισλάου Ρεϊντέρου του Αξτελμέιρ, που μετάφρασε στα ελληνικά ο Ιωάννης Κομνηνός ο Βυζάντιος, μετά από εντολή του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Βασαράβα. Στον τίτλο του βιβλίου, αναφερόταν και «ο νυν ορθόδοξος βασιλεύς Πέτρος ο Αλεξιοβίτσης, εις τον οποίον ο των βασιλευόντων βασιλεύς Κύριος επηγγείλετο την ανατολικήν βασιλείαν δια της νυν παρασκευαζομένης πολεμικής ετοιμασίας και την πατριαρχικήν καθέδραν συν αυτή…».
Οι ελπίδες των υπόδουλων Ελλήνων φούντωσαν μετά τη μεγάλη νίκη του Πέτρου στην Πολτάβα (1709), στην οποία συνέτριψε τον Κάρολο ΙΒ’ της Σουηδίας.
Στον μητροπολιτικό ναό της Μόσχας εκτέθηκε η ρωσική σημαία με την επιγραφή του λαβάρου του Μεγάλου Κωνσταντίνου «Εν Τούτω Νίκα», ενώ ο ίδιος ο Πέτρος σε ομιλία του στη Ρίγα έλεγε:
«Και επιστήμες και τέχνες από την Ελλάδα διαδόθηκαν κάποτε σε όλη την οικουμένη. Η πορεία τους μοιάζει με την κυκλοφορία του αίματος στο ανθρώπινο σώμα: Έτσι λοιπόν αυτές, αφού θα μείνουν για λίγο στη Ρωσία, από εκεί θα ξαναγυρίσουν στην παλαιά τους πατρίδα.
Στην Ελλάδα, χρησμοί και προφητείες διαδίδονταν ταχύτατα. Το όνομα του Πέτρου, όπως φαίνεται, μνημονευόταν στις εκκλησίες απόμακρων οικισμών, ενώ ο καημός των σκλαβωμένων Ελλήνων, έγινε τραγούδι:
«Ακόμα τουτ’ την άνοιξη

ραγιάδες, ραγιάδες,
Τούτο το καλοκαίρι,
καϋμένη Ρούμελη,
Όσο να ‘ρθη ο Μόσκοβος,
ραγιάδες, ραγιάδες,
Να φέρη το σεφέρι,
Μωρκά και Ρούμελη»
(Διατηρήσαμε την ορθογραφία και τα σημεία στίξης, όπως υπάρχουν στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», της Εκδοτικής Αθηνών)
Τελικά στις 11 Μαρτίου 1711, ο Μέγας Πέτρος κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας προσβλέποντας στη βοήθεια των Χριστιανών της Βαλκανικής. Ωστόσο, στην καθοριστική μάχη που δόθηκε στο Stanislesti κοντά στον Προύθο (19 – 21 Ιουλίου 1711), 38.000 Ρώσοι νικήθηκαν από 118.000 Οθωμανούς που είχαν αρχηγό τον μεγάλο Βεζίρη Μεχμέτ Μπαλτατζή πασά. Οι Ρώσοι μετά την ταπεινωτική ήττα τους, υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν το Αζόφ, τα φρούρια του Δνείπερου, το Ταγανρόκ και τον στόλο τους και να απομακρυνθούν από τον Εύξεινο Πόντο.
Η απογοήτευση των Ελλήνων και των άλλων βαλκανικών λαών ήταν μεγάλη. Όμως το όνειρο της μελλοντικής απελευθέρωσης από τους Ρώσους, έμεινε ζωντανό σε όλη την Ελλάδα.
Στα χρόνια της Μεγάλης Αικατερίνης – Ο «Αγαθάγγελος»
Τα πνεύματα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ήταν ιδιαίτερα οξυμένα, από τις αρχές του 17ου αιώνα.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι στην Ακαρνανία, αρματολοί με επικεφαλής τον Τσεκούρα, σκότωσαν σε μια νύχτα, στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου, Τούρκους κατοίκους που κοιμούνταν αμέριμνοι.
Η κατάσταση αυτή, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.
Ιδιαίτερα η Ακαρνανία, με επίκεντρο την περιοχή του Βάλτου, βρισκόταν σε αναβρασμό από τη δράση των κλεφταρματολών και τις επιδρομές των Αλβανών μισθοφόρων των Τούρκων. Η οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε, ενώ η περιφερειακή διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και απομυζούσε ληστρικά τους υπόδουλους.
Οι πειρατές δρούσαν ανενόχλητοι στο Αιγαίο και την υπόλοιπη Μεσόγειο. Ο επαναστατικός αναβρασμός, γιγαντωνόταν στην Ελλάδα, κυρίως στη Μάνη, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.
Το 1761, έφτασε στην πατρίδα του Δημητσάνα, ο πρώην Πατριάρχης Κύριλλος Ε’, που μετά την καθαίρεσή του ζούσε στο Άγιο Όρος. Ο Κύριλλος ήταν θερμός φίλος της Ρωσίας και ενίσχυε την πεποίθηση ότι μόνο αυτή θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα να απελευθερωθεί.
Παράλληλα, οι χρησμοί και οι προφητείες, συνέχιζαν να διαδίδονται ταχύτατα μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων.
Το 1751, κυκλοφόρησε ο «Αγαθάγγελος».
Πρόκειται  για ένα βιβλίο με σκοτεινό και ακατάληπτο περιεχόμενο, θεωρήθηκε ωστόσο ότι προέβλεπε την ανάταση του Γένους. Ο Αγαθάγγελος, ήταν μοναχός από τη Ρόδο, που έγραψε τις προφητείες του την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1279, όταν ήταν 79 ετών, στη Μεσσήνη της Ιταλίας.
Οι προφητείες του χάθηκαν και βρέθηκαν στο Μιλάνο το 1555. Τις μετέφρασε στα ιταλικά ο Ιάκωβος ο Παλαιώτης και το 1751, τις μετέφρασε στα ελληνικά ο επίσκοπος Πολυανής και Βαρδάρων Θεόκλητος Πολυειδής. Ως το 1837, οπότε και τυπώθηκε για πρώτη φορά ο «Αγαθάγγελος» κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα.
Φαίνεται όμως, ότι ο Θεόκλητος Πολυειδής, δεν ήταν μεταφραστής του «Αγαθάγγελου», αλλά συγγραφέας του.
Γενικά, ο «Αγαθάγγελος» είναι ένα μυστηριώδες και «σκοτεινό» βιβλίο. Σ’ αυτό συναντάμε και την «προφητεία» ,»Κωνσταντίνος θα ιδρύσει και Κωνσταντίνος θα χάσει το Βυζαντινό Βασίλειο της Ανατολής».
Το 1762, ανέβηκε στον θρόνο της Ρωσίας η Μεγάλη Αικατερίνη (Αικατερίνη Β’), η οποία προσπάθησε να προσεταιριστεί τους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής για να τους αξιοποιήσει, ως αντιπερισπασμό στους πολέμους της εναντίον των Τούρκων.
Την πρωτοβουλία για την εξέγερση, είχε ο καταγόμενος από τη Σιάτιστα Γεώργιος Παπάζωλης (γεννήθηκε γύρω στο 1725). Αφού ατύχησε στις εμπορικές του δραστηριότητες, κατατάχθηκε στον ρωσικό στρατό, όπου γνώρισε τους αδελφούς Ορλόφ, Γκριγκόρι, Αλεξέι και Φιοντόρ με τους οποίους συνδέθηκε με στενή φιλία.
Με τη βοήθεια των Κεφαλλονιτών Μαρίνου Χαρβούρη, Αντισυνταγματάρχη του Μηχανικού του Ρωσικού στρατού και Πέτρου Μελισσηνού, Στρατηγού του Πυροβολικού κατέλαβε σημαντική θέση στην αυτοκρατορική φρουρά. Ο Παπάζωλης έπεισε τους αδελφούς Ορλόφ να επιδιώξουν την επανάσταση στην Ελλάδα, την οποία θα αναλάμβανε να οργανώσει  ο ίδιος. Οι Ορλόφ δέχτηκαν το σχέδιο του Παπάζωλη και το επέκτειναν, ενώ κατάφεραν να πείσουν και την Αικατερίνη Β’, η οποία στην αρχή ήταν επιφυλακτική.
Στο σχέδιο αντιδρούσαν επίσης ο πρωθυπουργός Νικήτα Πάνιν αλλά και υψηλόβαθμοι Ρώσοι πολιτικοί και αυλικοί.
Η προετοιμασία της εξέγερσης
Αρχικά οι Ορλόφ προσπάθησαν να προσεταιριστούν τη Βενετία, παλιό εχθρό των Οθωμανών, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έξι νεαροί Ρώσοι στάλθηκαν στη Μάλτα για να εκπαιδευθούν στη ναυπήγηση και διακυβέρνηση των γαλερών, αλλά και για να γνωρίσουν καλύτερα τη Μεσόγειο και να στρατολογήσουν πληρώματα.
Παράλληλα, άλλοι Ρώσοι απεσταλμένοι στα χριστιανικά έθνη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ανέλαβαν την εξέγερσή τους. Ο Γ. Παπάζωλης, λαμβάνοντας τριετή άδεια απουσίας από τον Γκριγκόρι Ορλόφ, που είχε στο μεταξύ γίνει διοικητής του Πυροβολικού, στάλθηκε στην Ελλάδα. Για τον ίδιο σκοπό κατέβηκε το 1763 στην Ελλάδα, ως αντιπρόσωπος του Αλεξέι Ορλόφ, ο Εμμανουήλ Σάρρος.
Ο Παπάζωλης, αγόρασε ιερά σκεύη, σταυρούς, εικόνες, άμφια κλπ. και τα έστειλε με Ρώσους πράκτορες στην Ελλάδα ως δώρα της Αικατερίνης Β’. Στη Βενετία εξέδωσε τη «Διδασκαλίαν, ήγουν Ερμηνείαν της Πολεμικής Τάξεως και Τέχνης», μεταφρασμένη από τα ρωσικά στα ελληνικά, για να βοηθηθούν οι Έλληνες όταν θα επαναστατούσαν.
Το βιβλίο, τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Ηπειρώτη Δημητρίου Θεοδοσίου. Από τη Βενετία, ο Παπάζωλης πήγε στην Τεργέστη και στη συνέχεια στην Ήπειρο, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Τους τελευταίους μήνες του 1766 πήγε στην Αιτωλοακαρνανία, όπου μύησε πολλούς αρματολούς αλλά και τον Διδάσκαλο του Γένους Παναγιώτη Παλαμά. Έπειτα πήγε στη Μάνη, η συμμετοχή της οποίας σε ενδεχόμενη εξέγερση ήταν απαραίτητη, καθώς οι 60.000 κάτοικοί της, φημίζονταν για το αδάμαστο φρόνημά τους και την πολεμική εμπειρία τους.
Οι Μανιάτες, που τον προηγούμενο χρόνο είχαν δεχθεί την επίσκεψη του Εμμανουήλ Σάρρου, ήταν επιφυλακτικοί. Οι Μαυρομιχάληδες, οι επιφανέστεροι των αρχηγών τους, είπαν στον Παπάζωλη ότι θα βοηθήσουν τους Ρώσους αν είχαν απέναντί τους επίσημους απεσταλμένους τους και γνώριζαν τις δυνάμεις που θα έστελναν.
Στη συνέχεια, ο Παπάζωλης πήγε στην Καλαμάτα όπου συναντήθηκε με τον ισχυρότατο πρόκριτο της περιοχής Παναγιώτη Μπενάκη, εγγονό του περιβόητου τυχοδιώκτη Λιμπεράκη Γερακάρη. Ο Μπενάκης πείστηκε από τον Παπάζωλη και του ανακοίνωσε ότι θα μπορούσε να ξεσηκώσει πολλούς Έλληνες αν ερχόταν σημαντική βοήθεια από τη Ρωσία. Σε μεγάλη συνέλευση που έγινε στον οχυρό πύργο του Μπενάκη, πήραν μέρος προεστοί και κληρικοί του Μοριά, και Μανιάτες συγγενείς και φίλοι του Μπενάκη.
Εκεί άκουσαν συγκινημένοι τον σκοπό της αποστολής του Παπάζωλη καθώς και τις υποσχέσεις για ρωσική βοήθεια. Μέσα σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού, διατύπωσαν γραπτή αίτηση με την οποία ζητούσαν τη βοήθειας της Ρωσίας και υποσχόταν 100.000 στρατό, αν τους στείλει η τσαρίνα όπλα και ο ρωσικός στόλος κατέβει στα παράλια του Μοριά.
Αυτοί που πήραν μέρος στη μυστική συνέλευση και υπόγραψαν το συμφωνητικό, ήταν οι μητροπολίτες Κορινθίας, Πατρών και Λακεδαιμονίας, ο πρώην επίσκοπος Παλαιών Πατρών Δανιήλ, ο Μέγας Οικονόμος των Καλαβρύτων πρεσβύτερος Παναγιώτης, οι προύχοντες της Σπάρτης Ιωάννης Κρεβατάς (ή Μελιτάκης), Παναγιώτης Κρεββατάς και Λεονάρδος Καφετζής, της Κορίνθου Γεωργαντάς Νοταράς και ο γιος του Σπυρίδων, ο ζάπλουτος πρόκριτος της Πάτρας Πούλος, ο Παναγιώτης Ζαΐμης και ο Ιωάννης Δεληγιάννης.
Οι υπογραφές κάποιων άλλων, κυρίως Μανιατών, υποστηρίχτηκε αργότερα ότι πλαστογραφήθηκαν.
Εφοδιασμένος με την αίτηση της συνέλευσης ο Παπάζωλης ξαναγύρισε στην Τεργέστη όπου συγκέντρωσε και τις εκθέσεις των απεσταλμένων του στην Ελλάδα, οι οποίες δεν ήταν αντικειμενικές .Αυτές, μαζί με την αίτηση των Πελοποννήσιων, στάλθηκαν στην Πετρούπολη.
Εκτός από τον Εμμανουήλ Σάρρο, που αναφέραμε παραπάνω κι ένας ακόμα πράκτορας των Ρώσων, ο Βασίλειος Ταμάρα(ς), περιόδευσε σε πολλές ελληνικές επαρχίες, κυρίως στη Ρούμελη και τον Μοριά. Ο Ταμάρα(ς), πιθανότατα ελληνικής καταγωγής (κάποιες πηγές τον αναφέρουν ως Ουκρανό), διερμηνέας του Πάνου Μαρούτση, εκπροσώπου τότε της Ρωσίας στη Βενετία, συνέταξε υπομνήματα στα οποία υπογράμμιζε ότι οι συνθήκες για επανάσταση στην Ελλάδα ήταν πολύ ευνοϊκές και όπως σχεδόν όλες οι άλλες αναφορές, δεν ήταν αντικειμενικές καθώς παρουσίαζαν περισσότερο τις επιθυμίες των συντακτών τους και όχι την πραγματικότητα.
Ένα μυστηριώδες πρόσωπο που δραστηριοποιήθηκε την ίδια εποχή στην Ελλάδα, ήταν ο Μολδαβός με το ψευδώνυμο Χατζή Μουράτ, που μιλώντας εξαιρετικά  τουρκικά και αραβικά και φορώντας στολή ιμάμη, κυκλοφορούσε ανενόχλητος στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, συναντιόταν με τους προκρίτους, τους οποίους έκανε κοινωνούς των ρώσικων σχεδίων. Αν και παλαιότερες πηγές (Σάθας, Παπαρρηγόπουλος, Κορδάτος), δεν έγραφαν κάτι περισσότερο για τον μυστηριώδη Μολδαβό, ο Απόστολος Βακαλόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»  της Εκδοτικής Αθηνών, γράφει ότι αυτός ήταν ο ίδιος ο Παπάζωλης!
Αλλά και στις άλλες υπόδουλες χριστιανικές χώρες της Βαλκανικής, υπήρχε δραστηριοποίηση Ρώσων πρακτόρων.
Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες έδρασαν ο Βούλγαρος Ναζάρ Καραζίν και ο αξιωματικός του ρωσικού στρατού Γερμανός (επώνυμο), Έλληνας στην καταγωγή.
Ο αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός από την Τεργέστη, έστελνε προκηρύξεις και γράμματα στον Μπενάκη και τους άλλους μυημένους. Αξιόλογες ήταν οι υπηρεσίες που πρόσφερε ο Ζακυνθινός κόμης Μοτζενίγος, ενώ και ο Γιαννιώτης Λουδοβίκος Σωτήρης, προσπάθησε να δημιουργήσει επαναστατική εστία στην  Ήπειρο, χωρίς αποτέλεσμα.
Στο μεταξύ, στην Ελλάδα, οι προφητείες, οι χρησμοί και τα… οράματα συνεχίζονταν. Ο Άγγλος περιηγητής Richard Chandler,γνωστός κυρίως από το έργο του «Marmora Oxoniensia», ταξιδεύοντας το 1767 στη χώρα μας, αναφέρει πως άκουσε τους Έλληνες να διακηρύσσουν ότι θα ελευθερωθούν μέσω των Ρώσων και ότι λίγο καιρό πριν ένας φεγγοβόλος σταυρός εμφανίστηκε επί τρεις ημέρες πάνω στον τρούλο της Αγίας Σοφίας και ότι οι Τούρκοι, αφού προσπάθησαν μάταια να απομακρύνουν το θαυμαστό αυτό σημάδι, τρομοκρατήθηκαν και πανικοβλήθηκαν.
Τον Οκτώβριο του 1768 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, οι αδελφοί Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλόφ, με το ψευδώνυμο Οστρόβ ταξίδεψαν ση Δυτική Ευρώπη, για περιήγηση ή και θεραπεία. Στη Βενετία, γνώρισαν τον Ηπειρώτη μεγαλέμπορο Πάνο Μαρούτση, του μίλησαν για τα σχέδιά τους και τον διόρισαν «γενικό πολιτικό πράκτορα της Ρωσίας σε όλες τις Αυλές της Ιταλίας»
Για τον Πάνο Μαρούτση, γράφει ο Καισάριος Δαπόντες:
«Τούτος καθώς ακούεται υπερέβη πάντας και πραγματευτάς και άρχοντας Ρωμαίους… τους υπερέβη δε ου μόνον εις τον πλούτον αμή και εις την τιμήν. Προ αυτού οι Καραγιάννηδες ήσαν ονομαστοί πραγματευταί και εις Βενετίαν και αυτοί, αυτός δε πολλώ τω μέτρω τους υπερέβη».
Ο Μαρούτσης, έδωσε όλη την περιουσία τη δική του και των συγγενών του, για την επιτυχία της επανάστασης. Σημαντικά ποσά πρόσφεραν και οι Αγγελής Αδαμόπουλος και Ιωάννης Παλατινός.
Η επανάσταση των Ελλήνων (1770)
Όπως αναφέραμε, πλήθος πρακτόρων που δρούσαν για λογαριασμό της Ρωσίας, κινούνταν και στα Βαλκάνια.
Στο Μαυροβούνιο, έδρασαν οι πράκτορες Εζντεμίροβιτς και Βέλιτς. Εκεί, το 1765, είχε εμφανιστεί ένας μυστηριώδης μοναχός, ο Στέφανος Πίκκολος, ο οποίος θεραπεύοντας τους αρρώστους και συμφιλιώνοντας τις μεγάλες οικογένειες, που χωρίζονταν από μίση και διχόνοιες, κατάφερε με τα ένθερμα κηρύγματά του, να ξεσηκώσει τον λαό σε επανάσταση.
Μάλιστα, είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες, τις οποίες ενίσχυε και ο ίδιος, πως πρόκειται για τον Πέτρο Γ’ σύζυγο της Μεγάλης Αικατερίνης ο οποίος είχε δολοφονηθεί το 1762! Ο Στέφανος διατυμπάνιζε ότι θα οδηγήσει τους οπαδούς του στην Κωνσταντινούπολη. Ο σουλτάνος θορυβήθηκε, έστειλε ισχυρές δυνάμεις εναντίον των επαναστατών, οι οποίες κατέπνιξαν την εξέγερση και πυρπόλησαν τους οικισμούς της περιοχής. Με προτροπή του Στέφανου, ξεσηκώθηκαν και οι Χιμαριώτες οι οποίοι έκαναν επιδρομές στο Δέλβινο και την Αυλώνα. Αποκρούστηκαν όμως από ισχυρές δυνάμεις Τουρκαλβανών και κατέφυγαν στα βουνά της περιοχής και στη συνέχεια, πρόσφυγες πλέον, στην Κέρκυρα και την Απουλία.
Η πρώτη γνωστή επιστολή του Αλεξέι Ορλόφ προς τους Μανιάτες, στάλθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1769 από την Πίζα.
Τους καλούσε να επαναστατήσουν και τους έδινε οδηγίες για τις προετοιμασίες της εξέγερσης. Σταδιακά, ένας «επαναστατικός οργασμός», ξέσπασε σε Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρο, Αιγαίο (όπου πολλά πλοία ύψωσαν τη ρωσική σημαία), Ιόνια Νησιά και Κρήτη.
Οι Οθωμανοί αρχικά, δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα. Με το ξέσπασμα όμως της επανάστασης, απαγόρευσαν στους Έλληνες την κατοχή όπλων, κάθε είδους συγκεντρώσεις, ακόμα και τον εκκλησιασμό. Παράλληλα, αύξησαν τις πιέσεις και τις οικονομικές επιβαρύνσεις προς τους Έλληνες και επιδόθηκαν σε διωγμούς σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Στην Κωνσταντινούπολη, παραβιάστηκε στις 8 Απριλίου 1769 ακόμα και ο χώρος του Πατριαρχείου.
Ο Πατριάρχης Μελέτιος Β’, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και εξορίστηκε στη Λέσβο όπου και πέθανε. Επίσης τον Σεπτέμβριο του 1769, εκτελέσθηκαν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Γρηγόριος Καλλιμάχης και ο μέγας διερμηνέας Νικόλαος Σούτσος.
Τον Ιούνιο του 1769, μια πρώτη μοίρα του ρωσικού στόλου ξεκίνησε από τη Βαλτική για τη Μεσόγειο. Διοικητής της ήταν ,θεωρητικά ,ο ναύαρχος Σπιριδόφ. Ουσιαστικά, όμως, την αρχηγία είχε ο Άγγλος ναύαρχος Creyg. Ανάμεσα στα πληρώματα των πλοίων υπήρχαν και μερικοί Έλληνες, με επικεφαλής τον Μυκονιάτη πλοίαρχο Αντώνιο Ψαρό ο οποίος ζήτησε να υπάρχουν στα πλοία πολλές ρωσικές στολές για να δοθούν στους Έλληνες με σκοπό να πανικοβληθούν οι Τούρκοι.
Η μοίρα του Σπιριδόφ έφτασε αρχικά στην Αγγλία και στις 4 Ιανουαρίου 1770 στη νήσο Μινόρκα των Βαλεαρίδων. Στα πλοία επέβαιναν 600 άνδρες, 60 πυροβολητές και αξιωματικοί του Μηχανικού.
Η αρχηγία της δεύτερης μοίρας του ρωσικού στόλου, η οποία στις αρχές Ιανουαρίου 1770 έφτασε στο Πόρτσμουθ ανατέθηκε στον Σκωτσέζο αντιναύαρχο Elphinstone. Στο Λονδίνο, ο Elphinstone εξέθεσε τους σκοπούς του να περάσει τον Ελλήσποντο και να βομβαρδίσει την Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιώντας τα εξής, υπεροπτικά λόγια: «Πρώτα θα γίνει μάχη, που Θεού θέλοντος θα την κερδίσουμε, μετά από αυτό θα περάσουμε τον περίφημο αυτό πορθμό τόσο εύκολα, όπως αυτή τη στιγμή πίνω αυτή τη φιάλη της μπίρας».
Στα πλοία της μοίρας αυτής υπήρχαν 450 άνδρες. Στις αρχές Ιουνίου του 1770, ξεκίνησε για τη Μεσόγειο, η τρίτη μοίρα του ρωσικού στόλου, με επικεφαλής τον Δανό Υποναύαρχο Harff.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1770, ένα τμήμα της πρώτης μοίρας, με επικεφαλής τον Φιοντόρ Ορλόφ, έφτασε στο λιμάνι του Οίτυλου της Μάνης. Ακολούθησαν και τα υπόλοιπα πλοία με τους Σπιριδόφ και Creyg. Ο αρχικός ενθουσιασμός των Ελλήνων μετατράπηκε σε απογοήτευση όταν αντιλήφθηκαν πόσο μικρή ήταν η δύναμη του ρωσικού στρατού.
Παρά το γεγονός αυτό και την αλαζονική και απότομη συμπεριφορά του Φ. Ορλόφ, οι Μανιάτες δέχτηκαν να ξεκινήσουν τον αγώνα. Έγινε στρατολόγηση 1.400 περίπου ανδρών και δημιουργήθηκαν δύο λεγεώνες. Η «Δυτική Λεγεών» από 200 Έλληνες χωρικούς, 12 Ρώσους στρατιώτες, είχε διοικητή τον Ρώσο Αντισυνταγματάρχη Δολγορούκοφ και αρχηγούς των Ελλήνων, τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και τον καπετάνιο της Αβίας Κουμουνδούρο.
Η «Δυτική Λεγεών» με 1.200 άνδρες, 21 Ρώσους στρατιώτες και επικεφαλής τον Ρώσο Λοχαγό Μπάρκοφ, τους καπεταναίους της Ανατολικής Μάνης Γρηγοράκηδες και τον, γνωστό μας, Μυκονιάτη Ψαρό, θα δρούσε στη Λακωνία.
Αρχικά, η Δυτική Λεγεών κατέλαβε το Λεοντάρι, την Κυπαρισσία και την Ανδρούσα. Η Ανατολική Λεγεών αφού διέλυσε ενέδρα 1.000 Τούρκων στα Μπαρδουνοχώρια, κυρίως… χάρη στην αμφίεσή της, καθώς οι Τούρκοι πίστεψαν ότι οι επιτιθέμενοι «δεν είναι οι Ρωμαίοι, είναι οι Μόσκοβοι», κατευθύνθηκε προς τον Μυστρά τον οποίο και κατέλαβε.
Θύελλα ενθουσιασμού ξέσπασε από τις αρχικές επιτυχίες και 8.000 Έλληνες εντάχθηκαν στις λεγεώνες. Όμως, η προσπάθεια για κατάληψη της Κορώνης από δυνάμεις με επικεφαλής τον Φ. Ορλόφ, είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και να μην αξιοποιηθούν οι αρχικές επιτυχίες των επαναστατών όσο έπρεπε. Παρ’ όλα αυτά, πρόκριτοι και κληρικοί, χωρίς κάποιο συντονισμό, κήρυτταν την επανάσταση σε διάφορες περιοχές του Μοριά.
Ο Παλαιών Πατρών Παρθένιος με τους προύχοντες των γύρω επαρχιών Άγγελο Μελετόπουλο, Γκολφίνο Λόντο και Ιωάννη Πούλο, έπειτα από σύσκεψη στη Βοστίτσα (Αίγιο), επαναστάτησαν.
Άλλη ομάδα επαναστατών έδιωξε τους Τούρκους από τα Καλάβρυτα. Στην Κορινθία, ο Γεώργιος ή Γεωργαντάς Νοταράς, ο γιος του Σπυρίδων και ο, επίσης γιος του, μητροπολίτης Μακάριος, ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων. Ο Κ. Περρούκας ξεσήκωσε την Αργολίδα και πολιόρκησε το Ναύπλιο, οι Μελέτιος και Παναγιώτης Κρεββατάς πολιόρκησαν τη Μονεμβασιά.
Ο Ιωάννης Δεληγιάννης με τον επίσκοπο Νεόφυτο ξεσήκωσαν τη Γορτυνία, ο Αναστάσιος Χριστόπουλος την Ολυμπία και ο Ι. Σισίνης την Ηλεία.
2.000 Ζακυνθινοί, με ραβδιά και γεωργικά εργαλεία, μεταφέρθηκαν στην Ηλεία με πλοιάρια και μία εξοπλισμένη γαλιότα που κατασκεύασε με δικά του έξοδα ο ευγενής Κρησέντιος Παδουβέρης, πέρασαν στην Ηλεία και κατέλαβαν τη Γαστούνη, η φρουρά της οποίας κατέφυγε στην Πάτρα. Άλλο σώμα Επτανησίων, συγκεκριμένα 3.000 Κεφαλλονίτες με αρχηγούς τους Ιωάννη και Σπυρίδωνα Μεταξά, πέρασαν στην Αχαΐα και πολιόρκησαν, χωρίς επιτυχία, την Πάτρα.
Η επανάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα
Τα κηρύγματα των πρακτόρων των Ρώσων και το ξέσπασμα της επανάστασης στην Πελοπόννησο, οδήγησαν κλεφταρματολούς και πρόκριτους να ξεσηκωθούν και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Σταθάς Γεροδήμος στον Βάλτο, ο Χρίστος Γρίβας στη Βόνιτσα και το Ξηρόμερο, ο Γιώργος Λαχούρης στο Αγγελόκαστρο, ο Παναγιώτης Παλαμάς στο Μεσολόγγι, ο Κωνσταντίνος Σισμάνης στα Κράβαρα, ο Λωρής στο Λιδορίκι, ο Κομνηνός Τράκας στην Παρνασσίδα και ο Ιωάννης Καλπούζος στη Λιβαδειά ήταν οι επικεφαλής των κινημάτων.
Στην Αττική, ο κουρσάρος Μητρομάρας αφού ύψωσε στο πλοίο του ρωσική σημαία, κατέλαβε τη Σαλαμίνα και την έκανε ορμητήριό του. Και στη Βόρεια Ελλάδα όμως, ο Ζιάκας στα Γρεβενά, ο Βλαχάβας στα Χάσια, οι Ζήδρος, Λάππας και Λάζος στον Όλυμπο, ηγήθηκαν εξεγέρσεων εναντίον των Τούρκων.
Οι Οθωμανοί, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, κατάλαβαν ότι οι ρωσικές δυνάμεις που είχαν σταλεί στην Πελοπόννησο, ήταν πολύ λίγες, έστειλαν στόλο και στρατό εναντίον των επαναστατών. Στίφη Τουρκαλβανών κατεβαίνοντας από βορρά προς νότο, εξόντωσαν τους εξεγερμένους. Πολλοί κλεφταρματολοί συμβιβάστηκαν λαμβάνοντας επιπλέον αρματολίκια, ενώ άλλοι αλληλοεξοντώθηκαν.
Από τον Ισθμό, πλήθη Τουρκαλβανών ξεχύθηκαν στην Πελοπόννησο. Ο Αλεξέι Ορλόφ που είχε φτάσει στον Μοριά, κατέλαβε το μάταιο της συνέχισης της επανάστασης. Στις 26 Μαΐου 1770, ο ρωσικός στόλος αποχώρησε από την Πελοπόννησο. Η Καλαμάτα και αργότερα ο Μυστράς, έπεσαν ξανά στα χέρια των Τούρκων. Μόνο η Μάνη, χάρη στην ηρωική αντίσταση των κατοίκων της, έμεινε ελεύθερη.
Η νίκη των Ρώσων στη ναυμαχία του Τσεσμέ, τον Ιούνιο του 1770, αναπτέρωσε τις ελπίδες των Ελλήνων ωστόσο η τύχη της εξέγερσης είχε οριστικά κριθεί.

Οι Ρώσοι παρέμειναν στο Αιγαίο, κυρίως στις Κυκλάδες ως το 1774 οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, με την οποία τα νησιά αποδόθηκαν και πάλι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δόθηκε γενική αμνηστία και ο Τούρκος αρχιναύαρχος Χασάν πασάς άρχισε επιχειρήσεις για εκκαθάριση του Μοριά από τους Αλβανούς που είχαν γίνει μάστιγα για τους κατοίκους και είχαν ερημώσει πολλές περιοχές.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Εκδοτική Αθηνών,
Κων/νος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα», εκδόσεις Νέα Σύνορα, Α.Α. Λιβάνη, 1995.
Γιάννης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας»,
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους».