Πυρηνική δύναμη η Ελλάδα χάριν του συμπατριώτη μας αντιπρόεδρου Αμερικής Σπύρου Άγκνιου - Σπύρου Αναγνωστόπουλου!!! από τους Γαργαλιανους
''ελεύθερη ώρα'' κυριακη 21/6/2020
Η επίσκεψη Αγκνιου στην Ελλάδα
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ*
Τον Οκτώβριο του 1971 επισκέφθηκε την
Ελλάδα ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρο Αγκνιου, ο οποίος ήταν ελληνικής
καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του. Η επίσκεψη ήταν σημαντική για
τις εξωτερικές σχέσεις της απριλιανής στρατιωτικής δικτατορίας, καθώς με
την εκδίωξη της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1969, η χούντα
είχε βρεθεί σχετικά απομονωμένη στο πλαίσιο της Δύσης.
Ως εκ τούτου, ο χουντικός πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος
υποδέχθηκε τον Αγκνιου με θριαμβευτικές εορταστικές εκδηλώσεις.
Αποκορύφωμα αποτέλεσε η επίσκεψη του Αγκνιου στους Γαργαλιάνους
Μεσσηνίας, την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του.
Πώς εξηγείται η τόσο δημόσια σύμπλευση της κυβέρνησης Νίξον με τη δικτατορία, που είχε ανατρέψει τη δημοκρατία στην κοιτίδα της, προκαλώντας ως εκ τούτου ιδιαίτερα έντονη αποστροφή στις κοινωνίες της Δύσης; Λόγω αυτής της αποστροφής η προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση Τζόνσον είχε επιβάλει στην Ελλάδα εμπάργκο οπλισμών το 1967. Την πολιτική αυτή συνέχισε αρχικά η κυβέρνηση Νίξον, που ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας τον Ιανουάριο 1969. Τον Μάρτιο 1969 ο Ουίλιαμ Ρότζερς, ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών του Νίξον, διατύπωσε τις ανησυχίες του στη Γερουσία για τα βασανιστήρια στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Νίξον άρχισε να αλλάζει στάση τον Σεπτέμβριο 1969, όταν ο συνταγματάρχης Καντάφι ανέτρεψε τη μοναρχία στη Λιβύη και απαίτησε το κλείσιμο των αμερικανικών και βρετανικών βάσεων στη χώρα του. Η εξέλιξη αυτή αύξησε τη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο και οδήγησε την κυβέρνηση Νίξον στην απόφαση να άρει το εμπάργκο οπλισμών.
Αρση του εμπάργκο βαρέων όπλων
Η αποστροφή σημαντικών τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας ενάντια στην ελληνική χούντα ήταν τόσο έντονη, ώστε για πολλούς μήνες η κυβέρνηση Νίξον να μη βρίσκει κατάλληλη ευκαιρία για να υλοποιήσει την άρση του εμπάργκο οπλισμών. Χαρακτηριστικά, σε έκθεση της επιτροπής υφυπουργών του Εθνικού Συμβούλιου Ασφάλειας των ΗΠΑ, τον Μάιο 1970, εκφράσθηκε η ανησυχία ότι υπήρχε ο κίνδυνος, με την άρση του εμπάργκο οπλισμών, το Κογκρέσο να περιορίσει την ελευθερία δράσης του προέδρου Νίξον με νομοθετική τροπολογία.
Τελικά η ευκαιρία για την άρση του εμπάργκο οπλισμών παρουσιάστηκε με τη μεγάλη κρίση στη Μέση Ανατολή τον Σεπτέμβριο 1970, όταν παλαιστινιακές οργανώσεις υπό τις ηγεσίες των Γιάσερ Αραφάτ και Ζορζ Χαμπάς επιδίωξαν να ανατρέψουν τον βασιλέα Χουσεΐν στην Ιορδανία. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1970, ο Χένρι Κίσινγκερ, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Νίξον, απέστειλε στον προϊστάμενό του το εξής μήνυμα:
«Κύριε πρόεδρε, ενόψει της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, αυτή είναι μια ιδανική στιγμή για να προχωρήσουμε γρήγορα στην ανακοίνωση της επανάληψης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ελλάδα. Θα βοηθήσει επιπλέον στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος σε περίπτωση που θα χρειαστούμε να ζητήσουμε την ελληνική συνεργασία, αν προκύψει ανάγκη».
Η επανάληψη της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα ανακοινώθηκε στις
22 Σεπτεμβρίου, εν μέσω της ένοπλης εξέγερσης των Παλαιστινίων ενάντια
στον βασιλέα Χουσεΐν την οποία υποστήριξε η Συρία με στρατιωτική
επέμβαση στην Ιορδανία, που κράτησε από τις 18 έως τις 27 Σεπτεμβρίου.
Δεδομένης της κρίσιμης αναμέτρησης στην Ιορδανία, στην οποία επικράτησε
τελικά ο βασιλέας Χουσεΐν, η ελληνική εξέλιξη πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.
Για να είναι πάντως καλυμμένη έναντι των επικριτών της χούντας είτε στο εσωτερικό των ΗΠΑ είτε στους κόλπους του ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Νίξον πίεσε τη χούντα να ανακοινώσει χρονοδιάγραμμα επιστροφής στη δημοκρατία. Ο Παπαδόπουλος προέβη στα τέλη του 1970 σε «εκλογές» μιας «συμβουλευτικής επιτροπής» (δικαίωμα ψήφου για τις «εκλογές» είχαν μόνον ελεγχόμενοι από το καθεστώς αξιωματούχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης και συνδικαλιστικών οργανώσεων). Συνάντησε όμως ισχυρή αντίσταση σε επιπλέον μέτρα φιλελευθεροποίησης από τους σκληροπυρηνικούς της χούντας, τους οποίους ο Παπαδόπουλος κατάφερε να αποδυναμώσει μόνο τον Αύγουστο 1971.
Εν τω μεταξύ, όμως, η επίσκεψη του Αγκνιου στην Ελλάδα είχε ήδη δρομολογηθεί παρά την έλλειψη χρονοδιαγράμματος για ουσιαστικά μέτρα μετάβασης στη δημοκρατία.
Η χρονική συγκυρία μιας πολιτικής απόφασης
Το 1971 προέκυψε ένα νέο ζήτημα, που θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει τον χρονισμό της επίσκεψης του Αγκνιου στην Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο 1971 το υπουργείο Ναυτικών των ΗΠΑ έκανε επίσημη αίτηση για δικαιώματα ελλιμενισμού του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού στην Ελλάδα. Αξίζει, πάντως, να τονιστεί εδώ ότι το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ήταν ενάντια στην αίτηση για δικαιώματα ελλιμενισμού στην Ελλάδα. Η αρμόδια Διεύθυνση Εγγύς Ανατολής θεωρούσε ότι το ρίσκο για τις ΗΠΑ υπερέβαινε κατά πολύ τα οφέλη από τον ελλιμενισμό στην Ελλάδα και ότι οι ανάγκες του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού μπορούσαν να καλυφθούν στην Ιταλία. Μπορεί μεν να επικράτησε τελικά η θέση του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας και να κατατέθηκε η αίτηση περί ελλιμενισμού στην Ελλάδα, αλλά οι ανησυχίες του υπουργείου Εξωτερικών έδειχναν τους κινδύνους για την εικόνα των ΗΠΑ. Οπότε πάλι προκύπτουν ερωτήματα για τον χρονισμό της επίσκεψης Αγκνιου τον Οκτώβριο 1971.
Περισσότερο φως μπορεί να αναζητήσει ο ερευνητής εξετάζοντας τις συνομιλίες που είχε ο Νίξον στα διάφορα γραφεία του. Από τις αρχές του 1971 έως τα μέσα του 1973 ο Νίξον εγκατέστησε συστήματα αυτόματης ηχογράφησης στα γραφεία του και οι ηχογραφήσεις είναι πλέον διαθέσιμες στους ερευνητές.
Το ζήτημα της επίσκεψης του Αγκνιου στην Ελλάδα συζήτησαν ο Νίξον με
τον Κίσινγκερ στις 26 Μαρτίου 1971, όταν ο Κίσινγκερ είπε στον Νίξον ότι
ο Αγκνιου θέλει από καρδιάς να πάει στην Ελλάδα. Ο Νίξον αντέδρασε
οργισμένα, λέγοντας ότι «δεν θα κάνει κάποια διαφορά, μα τον Θεό, για
την Ελλάδα». Στη συνέχεια πρόσθεσε πως επρόκειτο για «καθαρά προσωπικό
πράγμα» και ότι «δεν θα πάρουμε τίποτε από αυτό». Ο Κίσινγκερ απάντησε
κάπως ειρωνικά, ότι «πιστεύω να δεχθεί να πάει η οικογένειά του στην
Ελλάδα, αν μπορέσουμε να κανονίσουμε να επισκεφθεί κάποια άλλη ευρωπαϊκή
χώρα».
Προσωπική επιθυμία του αντιπροέδρου
Εμφανώς οι Νίξον και Κίσινγκερ δεν θεωρούσαν απαραίτητο ή ωφέλιμο για τις ΗΠΑ ένα ταξίδι του Αγκνιου στην Ελλάδα σε εκείνη τη συγκυρία. Ο πραγματικός λόγος για το ταξίδι, τελικά, ήταν ότι ο Αγκνιου ήθελε να κάνει μια θριαμβευτική επίδειξη στη χώρα προέλευσης και στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του. Οταν τον Οκτώβριο 1971 προγραμματίστηκε ταξίδι του στο Ιράν και στην Τουρκία, ο Αγκνιου επέμεινε να προστεθεί και η Ελλάδα στους προορισμούς του.
Μένει ένα τελικό ερώτημα: πώς μπόρεσε ο αντιπρόεδρος Αγκνιου να επιβάλει την προσωπική προτίμησή του στον πρόεδρο Νίξον;
Εδώ πρέπει να προσέξει κανείς να μην παρασυρθεί από την εκ των
υστέρων γνώση για το άδοξο τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας του
Αγκνιου, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την αντιπροεδρία των ΗΠΑ
προς τα τέλη του 1973 λόγω παρανομιών από την εποχή που ήταν κυβερνήτης
της πολιτείας Μέριλαντ. Το 1971, ο Αγκνιου λόγω της μαχητικής ρητορικής
του ενάντια στους κεντροαριστερούς φιλελεύθερους είχε γίνει δημοφιλής
σε συντηρητικούς κύκλους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Στο εθνικό
ρεπουμπλικανικό συνέδριο του 1972, οι σύνεδροι τον υποδέχθηκαν με
ενθουσιασμό. Είχε επομένως το πολιτικό ανάστημα να απαιτήσει μια
ουσιαστικά προσωπική χάρη από τον πρόεδρο. Το τελικό συμπέρασμα είναι
ότι στην πολιτική ανάλυση δεν πρέπει να παραβλέπουμε τον παράγοντα της
ματαιοδοξίας.
* Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Πώς εξηγείται η τόσο δημόσια σύμπλευση της κυβέρνησης Νίξον με τη δικτατορία, που είχε ανατρέψει τη δημοκρατία στην κοιτίδα της, προκαλώντας ως εκ τούτου ιδιαίτερα έντονη αποστροφή στις κοινωνίες της Δύσης; Λόγω αυτής της αποστροφής η προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση Τζόνσον είχε επιβάλει στην Ελλάδα εμπάργκο οπλισμών το 1967. Την πολιτική αυτή συνέχισε αρχικά η κυβέρνηση Νίξον, που ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας τον Ιανουάριο 1969. Τον Μάρτιο 1969 ο Ουίλιαμ Ρότζερς, ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών του Νίξον, διατύπωσε τις ανησυχίες του στη Γερουσία για τα βασανιστήρια στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Νίξον άρχισε να αλλάζει στάση τον Σεπτέμβριο 1969, όταν ο συνταγματάρχης Καντάφι ανέτρεψε τη μοναρχία στη Λιβύη και απαίτησε το κλείσιμο των αμερικανικών και βρετανικών βάσεων στη χώρα του. Η εξέλιξη αυτή αύξησε τη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο και οδήγησε την κυβέρνηση Νίξον στην απόφαση να άρει το εμπάργκο οπλισμών.
Αρση του εμπάργκο βαρέων όπλων
Η αποστροφή σημαντικών τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας ενάντια στην ελληνική χούντα ήταν τόσο έντονη, ώστε για πολλούς μήνες η κυβέρνηση Νίξον να μη βρίσκει κατάλληλη ευκαιρία για να υλοποιήσει την άρση του εμπάργκο οπλισμών. Χαρακτηριστικά, σε έκθεση της επιτροπής υφυπουργών του Εθνικού Συμβούλιου Ασφάλειας των ΗΠΑ, τον Μάιο 1970, εκφράσθηκε η ανησυχία ότι υπήρχε ο κίνδυνος, με την άρση του εμπάργκο οπλισμών, το Κογκρέσο να περιορίσει την ελευθερία δράσης του προέδρου Νίξον με νομοθετική τροπολογία.
Τελικά η ευκαιρία για την άρση του εμπάργκο οπλισμών παρουσιάστηκε με τη μεγάλη κρίση στη Μέση Ανατολή τον Σεπτέμβριο 1970, όταν παλαιστινιακές οργανώσεις υπό τις ηγεσίες των Γιάσερ Αραφάτ και Ζορζ Χαμπάς επιδίωξαν να ανατρέψουν τον βασιλέα Χουσεΐν στην Ιορδανία. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1970, ο Χένρι Κίσινγκερ, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Νίξον, απέστειλε στον προϊστάμενό του το εξής μήνυμα:
«Κύριε πρόεδρε, ενόψει της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, αυτή είναι μια ιδανική στιγμή για να προχωρήσουμε γρήγορα στην ανακοίνωση της επανάληψης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ελλάδα. Θα βοηθήσει επιπλέον στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος σε περίπτωση που θα χρειαστούμε να ζητήσουμε την ελληνική συνεργασία, αν προκύψει ανάγκη».
Γαργαλιάνοι. Μαθητές ντυμένοι τσολιάδες, κρατώντας ελληνικές και αμερικανικές σημαίες, στην υποδοχή του Αμερικανού αντιπροέδρου.
Η επανάληψη της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα ανακοινώθηκε στις
22 Σεπτεμβρίου, εν μέσω της ένοπλης εξέγερσης των Παλαιστινίων ενάντια
στον βασιλέα Χουσεΐν την οποία υποστήριξε η Συρία με στρατιωτική
επέμβαση στην Ιορδανία, που κράτησε από τις 18 έως τις 27 Σεπτεμβρίου.
Δεδομένης της κρίσιμης αναμέτρησης στην Ιορδανία, στην οποία επικράτησε
τελικά ο βασιλέας Χουσεΐν, η ελληνική εξέλιξη πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.Για να είναι πάντως καλυμμένη έναντι των επικριτών της χούντας είτε στο εσωτερικό των ΗΠΑ είτε στους κόλπους του ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Νίξον πίεσε τη χούντα να ανακοινώσει χρονοδιάγραμμα επιστροφής στη δημοκρατία. Ο Παπαδόπουλος προέβη στα τέλη του 1970 σε «εκλογές» μιας «συμβουλευτικής επιτροπής» (δικαίωμα ψήφου για τις «εκλογές» είχαν μόνον ελεγχόμενοι από το καθεστώς αξιωματούχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης και συνδικαλιστικών οργανώσεων). Συνάντησε όμως ισχυρή αντίσταση σε επιπλέον μέτρα φιλελευθεροποίησης από τους σκληροπυρηνικούς της χούντας, τους οποίους ο Παπαδόπουλος κατάφερε να αποδυναμώσει μόνο τον Αύγουστο 1971.
Εν τω μεταξύ, όμως, η επίσκεψη του Αγκνιου στην Ελλάδα είχε ήδη δρομολογηθεί παρά την έλλειψη χρονοδιαγράμματος για ουσιαστικά μέτρα μετάβασης στη δημοκρατία.
Η χρονική συγκυρία μιας πολιτικής απόφασης
Το 1971 προέκυψε ένα νέο ζήτημα, που θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει τον χρονισμό της επίσκεψης του Αγκνιου στην Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο 1971 το υπουργείο Ναυτικών των ΗΠΑ έκανε επίσημη αίτηση για δικαιώματα ελλιμενισμού του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού στην Ελλάδα. Αξίζει, πάντως, να τονιστεί εδώ ότι το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ήταν ενάντια στην αίτηση για δικαιώματα ελλιμενισμού στην Ελλάδα. Η αρμόδια Διεύθυνση Εγγύς Ανατολής θεωρούσε ότι το ρίσκο για τις ΗΠΑ υπερέβαινε κατά πολύ τα οφέλη από τον ελλιμενισμό στην Ελλάδα και ότι οι ανάγκες του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού μπορούσαν να καλυφθούν στην Ιταλία. Μπορεί μεν να επικράτησε τελικά η θέση του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας και να κατατέθηκε η αίτηση περί ελλιμενισμού στην Ελλάδα, αλλά οι ανησυχίες του υπουργείου Εξωτερικών έδειχναν τους κινδύνους για την εικόνα των ΗΠΑ. Οπότε πάλι προκύπτουν ερωτήματα για τον χρονισμό της επίσκεψης Αγκνιου τον Οκτώβριο 1971.
Περισσότερο φως μπορεί να αναζητήσει ο ερευνητής εξετάζοντας τις συνομιλίες που είχε ο Νίξον στα διάφορα γραφεία του. Από τις αρχές του 1971 έως τα μέσα του 1973 ο Νίξον εγκατέστησε συστήματα αυτόματης ηχογράφησης στα γραφεία του και οι ηχογραφήσεις είναι πλέον διαθέσιμες στους ερευνητές.
Η έκρυθμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή συνέβαλε στην απόφαση για άρση του εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ προς την Ελλάδα.
Το ζήτημα της επίσκεψης του Αγκνιου στην Ελλάδα συζήτησαν ο Νίξον με
τον Κίσινγκερ στις 26 Μαρτίου 1971, όταν ο Κίσινγκερ είπε στον Νίξον ότι
ο Αγκνιου θέλει από καρδιάς να πάει στην Ελλάδα. Ο Νίξον αντέδρασε
οργισμένα, λέγοντας ότι «δεν θα κάνει κάποια διαφορά, μα τον Θεό, για
την Ελλάδα». Στη συνέχεια πρόσθεσε πως επρόκειτο για «καθαρά προσωπικό
πράγμα» και ότι «δεν θα πάρουμε τίποτε από αυτό». Ο Κίσινγκερ απάντησε
κάπως ειρωνικά, ότι «πιστεύω να δεχθεί να πάει η οικογένειά του στην
Ελλάδα, αν μπορέσουμε να κανονίσουμε να επισκεφθεί κάποια άλλη ευρωπαϊκή
χώρα».Προσωπική επιθυμία του αντιπροέδρου
Εμφανώς οι Νίξον και Κίσινγκερ δεν θεωρούσαν απαραίτητο ή ωφέλιμο για τις ΗΠΑ ένα ταξίδι του Αγκνιου στην Ελλάδα σε εκείνη τη συγκυρία. Ο πραγματικός λόγος για το ταξίδι, τελικά, ήταν ότι ο Αγκνιου ήθελε να κάνει μια θριαμβευτική επίδειξη στη χώρα προέλευσης και στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του. Οταν τον Οκτώβριο 1971 προγραμματίστηκε ταξίδι του στο Ιράν και στην Τουρκία, ο Αγκνιου επέμεινε να προστεθεί και η Ελλάδα στους προορισμούς του.
Μένει ένα τελικό ερώτημα: πώς μπόρεσε ο αντιπρόεδρος Αγκνιου να επιβάλει την προσωπική προτίμησή του στον πρόεδρο Νίξον;
Νίξον και Κίσινγκερ δεν θεωρούσαν απαραίτητο ή ωφέλιμο το ταξίδι του Αγκνιου στην Ελλάδα.
Εδώ πρέπει να προσέξει κανείς να μην παρασυρθεί από την εκ των
υστέρων γνώση για το άδοξο τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας του
Αγκνιου, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την αντιπροεδρία των ΗΠΑ
προς τα τέλη του 1973 λόγω παρανομιών από την εποχή που ήταν κυβερνήτης
της πολιτείας Μέριλαντ. Το 1971, ο Αγκνιου λόγω της μαχητικής ρητορικής
του ενάντια στους κεντροαριστερούς φιλελεύθερους είχε γίνει δημοφιλής
σε συντηρητικούς κύκλους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Στο εθνικό
ρεπουμπλικανικό συνέδριο του 1972, οι σύνεδροι τον υποδέχθηκαν με
ενθουσιασμό. Είχε επομένως το πολιτικό ανάστημα να απαιτήσει μια
ουσιαστικά προσωπική χάρη από τον πρόεδρο. Το τελικό συμπέρασμα είναι
ότι στην πολιτική ανάλυση δεν πρέπει να παραβλέπουμε τον παράγοντα της
ματαιοδοξίας.* Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου