Η κτηματογράφηση των διαμερισμάτων (territorii) της Μεθώνης και του Ναβαρίνου κατά τη Β΄ Βενετοκρατία
Του Δημοσθένη Κορδού, Υποψηφίου Διδάκτορα Πολιτισμικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Οι βενετικοί χάρτες κτηματογράφησης
Έχοντας ως σημείο χρονικής αναφοράς τη εξεταζόμενης περιοχής τα τέλη του 17ο αιώνα και συγκεκριμένα την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας (1685-1715), κατά την οποία η Βενετοί ανακαταλαμβάνουν την περιοχή της Μεσσηνίας και συνολικά την Πελοπόννησο από τους Οθωμανούς, η επιστημονική έρευνα λαμβάνει υπόψη, τόσο τα σχετικά πρόσφατα ιστορικά τεκμήρια, μέσα από την ανακάλυψη μιας σειράς πρωτότυπων βενετικών χαρτών που αφορούν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όσο και τις εκθέσεις των βενετών προνοητών (γενικών διοικητών) καθώς αποτελούν πηγές εξαιρετικής σημασίας.
Ειδικότερα, σε σχέση με τους εν λόγω βενετικούς χάρτες, το 1986 εντοπίστηκαν στη Χαρτογραφική Συλλογή του Πολεμικού Αρχείου της Βιέννης στα Κρατικά Αρχεία της Αυστρίας σειρά ανέκδοτων, χειρόγραφων, πρωτότυπων, έγχρωμων χαρτών που χρονολογούνται από την εποχή της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. Οι χάρτες είχαν σχεδιαστεί από ειδικούς μηχανικούς της Γαληνοτάτης με σκοπό την καταγραφή, υπό μορφή καταστίχων-κτηματογραφήσεων, των πελοποννησιακών περιοχών, που από το 1685 είχαν περιέλθει στην κυριαρχία της, ενώ καταγράφουν γεωφυσικές λεπτομέρειες, πληθώρα τοπωνυμίων, καλλιεργημένες και ερημωμένες εκτάσεις, χωριά (κατοικημένα και μη), ζευγολατειά, μύλους κτλ. Εντάσσονταν στο μεγάλο πρόγραμμα της Βενετίας να καταγράψει τη γη και να αποτυπώσει αναλυτικά τις πλουτοπαραγωγικές περιοχές με σκοπό την απεικόνιση των γαιοκτησιών, τη φορολόγησή τους, την αποφορά εσόδων κτλ. Έτσι, μετά την κατάκτηση, οι Βενετοί κατήργησαν τους προσωπικούς φόρους και τους φόρους επί της περιουσίας του οθωμανικού συστήματος, διατηρώντας τη δεκάτη επί της αγροτικής παραγωγής, καθώς και τους δασμούς στην κατανάλωση, τους τελωνειακούς δασμούς και το μονοπώλιο στην παραγωγή και την εμπορία ορισμένων προϊόντων.
Είναι γεγονός ότι, μετά το 1687, οι Βενετοί απέκτησαν την Μεσσηνία, μια περιοχή για την οποία απουσίαζε η σαφής χαρτογράφηση των κτημάτων όχι μόνο λόγω της διαφορετικής δημοσιονομικής εικόνας τους επί οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά κυρίως λόγω του κενού εξουσίας που εμφανίστηκε μετά την αποχώρηση των τούρκων κατοίκων και διοικητών. Έτσι, οι Βενετοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με ανυπέρβλητα προβλήματα σε σχέση με την κτηματογράφηση της περιοχής, καθώς οι μαρτυρίες των αγροτών της περιοχής, σε σχέση με την προφορική επιβεβαίωση των γαιοκτητικών ή άλλων δικαιωμάτων επί της γης, δεν ήταν πάντα αξιόπιστες και συχνά πυκνά παρείχαν αντικρουόμενες πληροφορίες, ενώ ιδιαίτερα δυσχερής αποδείχτηκε και ο καθορισμός των κρατικών γαιών.
Η ρευστή μεταβατική κατάσταση διευκόλυνε τους γηγενής πληθυσμούς, καθώς θεωρούσαν ότι δεν τους εξυπηρετούσε να αντιμετωπίσουν θετικά των όποιο δυτικό εκσυγχρονισμό, ενώ απέναντι στον εκσυγχρονισμό των Βενετών προτιμούσαν να υπολογίζουν στη δική τους εδαφικότητα (δηλαδή τη τακτική κατοχύρωσης εδαφών με το δικό τους ευμετάβλητο και εύκολα διαχειρίσιμο τρόπο), τη ρευστή και εύκολα μετακινούμενη. Έτσι, με τη βοήθεια διαφορετικών εκάστοτε μαρτύρων, επικαλούνταν ως φυσικά όρια όχθες ρεμάτων, χειμάρρων αλλά και δέντρα, αμπέλια, πεζούλες, μετακινούμενους φράχτες, μύλους και ξωκλήσια ή επιδείκνυαν οθωμανικά έγγραφα, των οποίων την εγκυρότητα καλούνταν να πιστοποιήσουν ή να αμφισβητήσουν οι εκκλησιαστικές αρχές και κάποιοι εναπομείναντες διοικητικοί ταγοί, μη κινούμενοι όμως και αυτοί από άδολες προθέσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για πραγματικό άθλο, από τον οποίο στο τέλος οι Βενετοί δεν κατάφεραν να βγουν νικητές.
Αμέσως μετά τη βενετική κατάκτηση, οι αρχές έθεσαν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αξιολόγησης προκειμένου να αποτιμήσουν την παραγωγικότητα της περιοχής για φορολογικούς σκοπούς. Κρίσιμη για την επιτυχία του προγράμματος αυτού ήταν η διεξαγωγή απογραφής του πληθυσμού ούτως ώστε δημιουργηθούν τα κτηματολόγια. Ένας από τους κυριότερους λόγους για μια τέτοια χαρτογράφηση ήταν να διαπιστωθεί πόσες εκτάσεις ήταν διαθέσιμες για καλλιέργεια και κατ΄ επέκταση για φορολόγηση. Έτσι, τα όρια των γαιών κάθε οικισμού στους βενετικούς χάρτες σημειώνονται, με μελάνι, με μια λεπτή καφέ γραμμή τονισμένη με κίτρινο χρώμα, ενώ δεν έχουν όλοι οι οικισμοί τις δικές τους εκτάσεις γης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια περικλείουν αρκετούς οικισμούς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ορισμένοι οικισμοί της περιοχής, που καταγράφονται ως κατοικημένοι στην απογραφή του 1689, στους βενετικούς χάρτες που αναφέραμε παρουσιάζονται χωρίς την ένδειξη «da» (desabitata, ακατοίκητη), ενώ δεν εμφανίζονται στην απογραφή του 1700.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο οικισμός Μπουλούμπασι (Belugbasi), που βρίσκεται κοντά στις πηγές του Μηναγιώτικου ρέματος, βορειοδυτικά του οικισμού Κάτω Μηνάγια (Minaia catu), ο οποίος βρίσκεται στον εν λόγω χάρτη καταγεγραμμένος ως κατοικήσιμος. Πράγματι στην απογραφή του 1689 ο οικισμός έχει 5 οικογένειες με 12 κατοίκους, ενώ ο όμορος οικισμός Κάτω Μηνάγια (το 1940 μετονομάστηκε σε Κάτω Αμπελόκηποι) έχει 5 οικογένειες με 19 κατοίκους. Ακολούθως, στην απογραφή του 1700 ο οικισμός Μπουλούμπασι δεν καταγράφεται, ενώ ο οικισμός Κάτω Μηνάγια έχει 9 οικογένειες με 34 κατοίκους. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι, ο οικισμός αυτός ήταν κατοικημένος όταν συντάχθηκε ο χάρτης, ενώ είχε πλέον εγκαταλειφθεί το 1700, καθώς οι κάτοικοι του, ενδεχομένως, (σύμφωνα και με την πληθυσμιακή εξέλιξη του διπλανού οικισμού Κάτω Μηνάγια) μετοίκισαν στον γειτονικό αυτό οικισμό, από όπου εξακολούθησαν να καλλιεργούν τη γη τους (το τοπωνύμιο αυτό υφίσταται μέχρι σήμερα). Το 1716, μετά την ανάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς, οι οικισμοί αυτοί, που δεν αποτυπώνονται στην απογραφή του 1700, παραμένουν ακατοίκητοι, όπως μαρτυρά οθωμανικό κατάστιχο (mufassal defter) το οποίο συντάχθηκε λίγο μετά την ανάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1716.
Βάσει αυτών, φαίνεται ότι, οι εξεταζόμενοι χάρτες απεικονίζουν τα δύο διαμερίσματα (territorii), της Μεθώνης και του Ναβαρίνου, λίγο μετά την βενετική κατάκτηση, σχεδόν σίγουρα πριν από το 1700 και κατά πάσα πιθανότητα γύρω στο 1690, ενώ το σύνορο ανάμεσα στα διαμερίσματα του Ναβαρίνου και της Μεθώνης σημειώνεται με μια απαλή κόκκινη σκίαση, παράλληλη με τις γραμμές που αποτυπώνουν τα όρια των οικισμών. Σε σχέση με τον πληθυσμό των δύο διαμερισμάτων, του Ναβαρίνου και της Μεθώνης, λίγο μετά την βενετική κατάκτηση ήταν σχεδόν ο ίδιος, καθώς σύμφωνα με την απογραφή του 1689 καταγράφονται 30 οικισμοί με 1.413 κατοίκους στο Ναβαρίνο και 48 οικισμοί στο διαμέρισμα της Μεθώνης με 1262 κατοίκους. Ωστόσο, μέχρι το 1700 ο πληθυσμός της Μεθώνης είχε υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας τους 2.689 κατοίκους, ενώ στο Ναβαρίνο έχουν αυξηθεί μόνο κατά 27%, φθάνοντας στους 1.797 κατοίκους.
Η αύξηση αυτή στο διαμέρισμα της Μεθώνης, οφείλεται εν μέρει στην αξιοσημείωτη εισροή προσφύγων από τη Χίο, η οποία κατελήφθη το 1695 από τους Οθωμανούς. Έτσι, σε πολλούς από τους πρόσφυγες αυτούς παραχωρήθηκε γη, ενώ η πόλη της Μεθώνης, η οποία τριπλασιάστηκε σε μέγεθος από την απογραφή του 1689 (είναι χαρακτηριστικό ότι το 1689 είχε 239 κατοίκους, ενώ το 1700 είχε 218 οικογένειες με 945 κατοίκους, εκ των οποίων 66 χιώτικες οικογένειες), είχε το 1700 εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό κατοίκων που είχαν έρθει από τη Χίο, πολλοί από αυτούς πλούσιοι και ευγενείς. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του βενετικού χάρτη, που αφορά τον μεγάλο αριθμό οικισμών που σημειώνονται ως ακατοίκητοι στο διαμέρισμα της Μεθώνης, γεγονός που υποδηλώνει ακόμα μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού μετά τη βενετική κατάκτηση, ίσως επειδή το ποσοστό των γαιών που ήταν οθωμανικά τσιφλίκια στην περιοχή αυτή ήταν μεγαλύτερο απ΄ ότι στο διαμέρισμα του Ναβαρίνου. Ενδεχομένως, το γεγονός αυτό ανάγεται στο ότι η περιοχή της Μεθώνης και της Κορώνης είχαν πιο μακρά ιστορία βενετικής κυριαρχίας σε σχέση με τις βορειότερες φράγκικες περιοχές.
Σε σχέση με την αποτύπωση των φυσικών πόρων της περιοχής στο βενετικό χάρτη, οι ποταμοί (fiumi), οι μεγάλες κοιλάδες (valli) και οι μικρότερες ρεματιές (valette) σημειώνονται με μπλε γραμμές διαφορετικού πάχους και κατονομάζονται στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ οι υδρόμυλοι (molin), σημειώνονται στο χάρτη με μικρά ορθογώνια, συνήθως κόκκινου χρώματος. Η λιμνοθάλασσα πίσω από το Παλαιό Ναβαρίνο (Nauarino Venchio), όπου υπήρχε ιχθυοτροφείο (Peschiera), διακρίνεται από την θάλασσα μέσω της χρήσης μιας πιο ανοικτής γαλάζιας απόχρωσης, ενώ παρόμοια σύμβαση χρησιμοποιείται και για τα αλατωρυχεία της Μεθώνης (Saline di Modon).
Παράλληλα, με πράσινο χρώμα αποτυπώνεται η δασική περιοχή ανάμεσα στον οικισμούς Βλαχόπουλο (Vlacopulo) και Κρεμμύδια (Crimidi), ενώ στίγματα από αχνό καφέ μελάνι δηλώνουν τα δέντρα στην εν λόγω περιοχή. Πρόκειται για την περιοχή του βουνού που σήμερα ονομάζεται Μαγκλαβάς, αν και το βουνό δεν κατονομάζεται στο χάρτη, όπως δεν κατανομάζονται και άλλα βουνά της περιοχής, όπως το Λυκόδημο, που αποτελεί το όριο με το διαμέρισμα της Κορώνης, ανατολικά του οικισμού Άνω Μηνάγια (Menaia pano) (σήμερα Άμπελόκηποι) και Ανάζογλη (Anasogli) (σήμερα Παναίικα). Επίσης, οι οχυρώσεις των τριών σημαντικότερων φρουρίων της περιοχής (Παλαιόκαστρο, Νιόκαστρο και Μεθώνης) αποδίδονται με κόκκινο μελάνι, ενώ με πενταγωνικό περίγραμμα σημειώνεται η οχύρωση του ανώνυμου «Castello do), που κατά πάσα πιθανότητα ταυτίζεται με το κάστρο στο Γρίζι (Grizi) ( σήμερα Ακριτοχώρι). Κόκκινο είναι επίσης και το χρώμα των περισσότερων οικισμών που απεικονίζονται στο χάρτη ως συστάδες ορθογωνίων, μικρότερες ή μεγαλύτερες, ανάλογα με το μέγεθος του οικισμού, ενώ όλοι οι οικισμοί συνοδεύονται από το χαρακτηρισμό «villa», εκτός από αυτούς που είναι ακατοίκητοι και στους οποίους μετά το όνομα ακολουθεί η ένδειξη «da» (desabitata).
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ο βενετικός χάρτης σημειώνει την ύπαρξη υδρόμυλων μόνο στο διαμέρισμα της Μεθώνης. Ωστόσο, η μαρτυρία που μας παρέχει το οθωμανικό κατάστιχο του 1716 υποδηλώνει πως οι πληροφορίες του βενετικού χάρτη είναι ατελείς, αφού σύμφωνα με το κατάστιχο καταγράφονται και μύλοι στο διαμέρισμα του Ναβαρίνου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι από τους μύλους προέκυπταν φορολογικά έσοδα, είναι παράξενο που δεν σημειώνονται στο χάρτη οι μύλοι του διαμερίσματος του Ναβαρίνου, ωστόσο, είναι πιθανό ο χάρτης να περιλαμβάνει μόνον όσους μύλους βρίσκονταν σε μικρή σχετικά απόσταση από οικισμούς.
Έτσι, στην περιοχή της κοιλάδας του Μηναγιώτικου ρέματος, ο χάρτης αποτυπώνει το εν λόγω ρέμα, το οποίο την εποχή εκείνη δείχνει να έχει δύο απολήξεις. Η δυτική ονομάζεται Fiumi Lacanade (ποτάμι Λαχανάδα, βάσει του ομώνυμου οικισμού) και η ανατολική ονομάζεται Fiumi Sachalli (ποτάμι Σάκαλι ή Ξάκαλι, βάσει του ομώνυμου ακατοίκητου τότε οικισμού). Σε σχέση με τους υδρόμυλους του ποταμού, ο χάρτης αποτυπώνει ένα ενεργό υδρόμυλο, νότια και κοντά στον οικισμό Κάτω Μηνάγια (Villa Minaia catu,). Πρόκειται για τον σημερινό «Παλιόμυλο» που βρίσκεται 600 περίπου μέτρα νότια του ομώνυμου οικισμού, που σώζετε σε μορφή ερειπίων και αποτέλεσε αργότερα εθνικό υδρόμυλο (κατά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους). Επίσης, αποτυπώνεται ένας κατεστραμμένος υδρόμυλος (με την ένδειξη «do» δηλαδή diroccato), στην αρχή της δυτικής απόληξης του Μηναγιώτικου ρέματος, που βρίσκεται κοντά στον ακατοίκητο οικισμό Sachali (Τσάκαλι ή Ξάκαλι) και στον οικισμό Nenbo (αταύτιστος οικισμός).
Η σπάνια και μοναδική καταγραφή των δύο υδρόμυλων στο Μηναγιώτικο ρέμα κατά το έτος 1690 αποτελεί ισχυρό ιστορικό τεκμήριο σε σχέση με την οικονομία της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής, καθώς δείχνει ότι, οι μύλοι προϋπήρχαν της βενετικής κατάκτησης, κάτι που υποδηλώνει την οικονομική εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων της περιοχής, τόσο κατά την διάρκεια της πρώτης Οθωμανοκρατίας (1500-1685) όσο και πιθανόν και παλαιότερα κατά την διάρκεια της πρώτης Βενετοκρατίας (1206-1500).
Οι εκθέσεις των βενετών προνοητών
Σε σχέση με τις εκθέσεις των βενετών προνοήτων (provveditore), κάποιες από αυτές μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τη φύση του εδάφους, τη μορφολογία, τα κτίσματα και τα προϊόντα της εξεταζόμενης περιοχής. Η πρώτη από αυτές είναι του Ιάκωβου Κόρνερ, γραμμένη του Ιανουάριο του 1690 σύμφωνα με το βενετσιάνικο ημερολόγιο. Στην έκθεση του ο Κόρνερ, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι, η κατάκτηση της Πελοποννήσου αποτελεί ένα τεράστιας σημασίας στρατηγικό και οικονομικό επίτευγμα, που πρέπει να διαφυλαχθεί σαν κόρη οφθαλμού της Βενετίας, ενώ το κλίμα της και το γόνιμό έδαφος την κάνουν μια από τις πιο πρόσφορες για οικονομική εκμετάλλευση επαρχίες της βενετικής επικράτειας. Επίσης, αναφέρεται στην ύπαρξη σημαντικών δασών στην Νότια Πελοπόννησο που είναι πλούσια σε Βελανιδιές (Aριές), δέντρα χρήσιμα για ναυπηγική ξυλεία σύμφωνα με το κείμενο της έκθεσης.
Ακόμη, σύμφωνα με δεύτερη έκθεση του βενετού προνοητή Μαρίνου Μικιέλ (διορίστηκε σύνδικος καταστιχωτής με απόφαση του Συμβουλίου των Δέκα της Βενετίας στις 29 Νοεμβρίου 1687 και είχε μεταξύ άλλων την υποχρέωση να χωρίσει την Πελοπόννησο σε διοικητικές περιφέρειες και να καθορίσει τα όρια τους, να σχεδιάσει ακριβείς χάρτες για κάθε μια, να καταγράψει σε κατάστιχα τους αγρούς, τους μύλους, τα οικοδομήματα, τα ιχθυοτροφεία, τα ορυχεία και κάθετι άλλο που θα μπορούσε να αποφέρει πρόσοδο στο βενετικό κράτος), γραμμένη στην Κορώνη τον Μάιο του 1691, αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι στην Νότια Πελοπόννησο παράγονται κρασί, ζωοτροφές, λάδι, μεγάλη ποσότητα βελανιδιών, πρινοκκόκι κ.α. Επίσης, σε σχέση με την περιοχή μελέτης αναφέρει ότι κοντά στη Μεθώνη εκτείνεται μια μικρή και εύφορη καλλιεργημένη πεδιάδα, γεμάτη με όμορφους κήπους αμπέλια και ελαιώνες, που καλύπτουν τους γύρω λόφους, ενώ καταγράφει ως προϊόντα της συγκεκριμένης περιοχής τα σιτηρά, το κρασί και μικρή ποσότητα ζωοτροφών.
Ακολούθως, η έκθεση του Προνοητή Δομήνικου Γρίττη, αναφέρει σε σχέση με την οικονομία της εξεταζόμενης περιοχής ότι, η κύρια απασχόληση είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ παρατηρεί δε ότι, επειδή ένα μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου είναι βραχώδες και ορεινό, οι ποιμένες είναι αναγκασμένοι κατά την περίοδο του χειμώνα να κατεβαίνουν στα πεδινά μέρη για να ξεχειμωνιάσουν. Επίσης, επισημαίνει ότι, στα χαμηλά αυτά μέρη η γειτνίαση με τους ποταμούς και τη θάλασσα κάνει το κλίμα πιο ήπιο και έτσι οι περιοχές του Ναβαρίνου και της Μεθώνης γεμίζουν από ποίμνια.
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση του, για την γεωργία εισηγείται την εφαρμογή του συστήματος της κατάτμησης της καλλιεργούμενης γης σε τρία τμήματα, αντί για δύο όπως ήταν η συνήθεια. Εισηγείται δηλαδή τη σπορά στο πρώτο κομμάτι πρωτευόντων δημητριακών, όπως σιτάρι, κριθάρι, βρόμη, σίκαλη και λινάρι, στο δεύτερο κατώτερων δημητριακών, όπως κεχρί, καλαμπόκι ή μπαμπάκι και το τρίτο τμήμα ακαλλιέργητο για αγρανάπαυση, ενώ τον επόμενο χρόνο διαδοχικά θα εναλλάσσονται τα κομμάτια, ώστε κάθε χρόνο δεν θα μένει μισό χωράφι ακαλλιέργητο αλλά μόνο το ένα τρίτο.
Τέλος, η έκθεση του προνοητή Θαδδαίου Γραδενίγου, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι, οι κοίτες πολλών ποταμών και χειμάρρων θα πρέπει να διευθετηθούν με τρόπο ώστε να διευκολύνουν την κατασκευή υδρόμυλων ή πριονιών, γεγονός από το οποίο θα προκύψει μεγάλο οικονομικό όφελος. Τέλος, η έκθεση του προνοητή Αντώνιου Μολίν, αναφέρει σχετικά με τους υδάτινους πόρους ότι, η Κορώνη και το Ναβαρίνο υδρεύονται από υδραγωγεία που ξεκινούν από μακρινές τοποθεσίες (σχετικά με το Ναβαρίνο πρόκειται για το υδραγωγείο που ξεκινούσε από τις πηγές Κουμπέ στην περιοχή του οικισμού Χανδρινού), ενώ οι δεξαμενές τους είναι ευρύχωρες και συγκοινωνούν η μία με την άλλη με υπόγεια αυλάκια.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πού ότι, η κτηματογράφηση της Πελοποννήσου δεν ολοκληρώθηκε παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και τον μηχανικό εξοπλισμό των καταστιχωτών και τις πραγματικά εξαιρετικές οργανωτικές προσπάθειες του γενικού προνοητή Φραγκίσκου Γκριμάνι. Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι, επί του γενικού προνοητή Ιακώβου Ντά Μόστο, διαδόχου του Γκριμάνι, ολοκληρώθηκαν τα τοπογραφικά σχέδια των διαμερισμάτων Ναβαρίνου και Μεθώνης. Όμως, η βενετική κατάκτηση δεν απελευθέρωσε τους ντόπιους από ένα καταπιεστικό σύστημα φορολόγησης αλλά μάλλον αντικατέστησε τη μουσουλμανική τάξη των γαιοκτημόνων με μια χριστιανική, ενώ σε αντίθεση με το οθωμανικό φορολογικό σύστημα που βασιζόταν στο αγροτικό νοικοκυριό, η φορολογική πολιτική των Βενετών ήταν θεμελιωμένη στην αστική ζωή.
Έχοντας ως σημείο χρονικής αναφοράς τη εξεταζόμενης περιοχής τα τέλη του 17ο αιώνα και συγκεκριμένα την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας (1685-1715), κατά την οποία η Βενετοί ανακαταλαμβάνουν την περιοχή της Μεσσηνίας και συνολικά την Πελοπόννησο από τους Οθωμανούς, η επιστημονική έρευνα λαμβάνει υπόψη, τόσο τα σχετικά πρόσφατα ιστορικά τεκμήρια, μέσα από την ανακάλυψη μιας σειράς πρωτότυπων βενετικών χαρτών που αφορούν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όσο και τις εκθέσεις των βενετών προνοητών (γενικών διοικητών) καθώς αποτελούν πηγές εξαιρετικής σημασίας.
Ειδικότερα, σε σχέση με τους εν λόγω βενετικούς χάρτες, το 1986 εντοπίστηκαν στη Χαρτογραφική Συλλογή του Πολεμικού Αρχείου της Βιέννης στα Κρατικά Αρχεία της Αυστρίας σειρά ανέκδοτων, χειρόγραφων, πρωτότυπων, έγχρωμων χαρτών που χρονολογούνται από την εποχή της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. Οι χάρτες είχαν σχεδιαστεί από ειδικούς μηχανικούς της Γαληνοτάτης με σκοπό την καταγραφή, υπό μορφή καταστίχων-κτηματογραφήσεων, των πελοποννησιακών περιοχών, που από το 1685 είχαν περιέλθει στην κυριαρχία της, ενώ καταγράφουν γεωφυσικές λεπτομέρειες, πληθώρα τοπωνυμίων, καλλιεργημένες και ερημωμένες εκτάσεις, χωριά (κατοικημένα και μη), ζευγολατειά, μύλους κτλ. Εντάσσονταν στο μεγάλο πρόγραμμα της Βενετίας να καταγράψει τη γη και να αποτυπώσει αναλυτικά τις πλουτοπαραγωγικές περιοχές με σκοπό την απεικόνιση των γαιοκτησιών, τη φορολόγησή τους, την αποφορά εσόδων κτλ. Έτσι, μετά την κατάκτηση, οι Βενετοί κατήργησαν τους προσωπικούς φόρους και τους φόρους επί της περιουσίας του οθωμανικού συστήματος, διατηρώντας τη δεκάτη επί της αγροτικής παραγωγής, καθώς και τους δασμούς στην κατανάλωση, τους τελωνειακούς δασμούς και το μονοπώλιο στην παραγωγή και την εμπορία ορισμένων προϊόντων.
Είναι γεγονός ότι, μετά το 1687, οι Βενετοί απέκτησαν την Μεσσηνία, μια περιοχή για την οποία απουσίαζε η σαφής χαρτογράφηση των κτημάτων όχι μόνο λόγω της διαφορετικής δημοσιονομικής εικόνας τους επί οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά κυρίως λόγω του κενού εξουσίας που εμφανίστηκε μετά την αποχώρηση των τούρκων κατοίκων και διοικητών. Έτσι, οι Βενετοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με ανυπέρβλητα προβλήματα σε σχέση με την κτηματογράφηση της περιοχής, καθώς οι μαρτυρίες των αγροτών της περιοχής, σε σχέση με την προφορική επιβεβαίωση των γαιοκτητικών ή άλλων δικαιωμάτων επί της γης, δεν ήταν πάντα αξιόπιστες και συχνά πυκνά παρείχαν αντικρουόμενες πληροφορίες, ενώ ιδιαίτερα δυσχερής αποδείχτηκε και ο καθορισμός των κρατικών γαιών.
Η ρευστή μεταβατική κατάσταση διευκόλυνε τους γηγενής πληθυσμούς, καθώς θεωρούσαν ότι δεν τους εξυπηρετούσε να αντιμετωπίσουν θετικά των όποιο δυτικό εκσυγχρονισμό, ενώ απέναντι στον εκσυγχρονισμό των Βενετών προτιμούσαν να υπολογίζουν στη δική τους εδαφικότητα (δηλαδή τη τακτική κατοχύρωσης εδαφών με το δικό τους ευμετάβλητο και εύκολα διαχειρίσιμο τρόπο), τη ρευστή και εύκολα μετακινούμενη. Έτσι, με τη βοήθεια διαφορετικών εκάστοτε μαρτύρων, επικαλούνταν ως φυσικά όρια όχθες ρεμάτων, χειμάρρων αλλά και δέντρα, αμπέλια, πεζούλες, μετακινούμενους φράχτες, μύλους και ξωκλήσια ή επιδείκνυαν οθωμανικά έγγραφα, των οποίων την εγκυρότητα καλούνταν να πιστοποιήσουν ή να αμφισβητήσουν οι εκκλησιαστικές αρχές και κάποιοι εναπομείναντες διοικητικοί ταγοί, μη κινούμενοι όμως και αυτοί από άδολες προθέσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για πραγματικό άθλο, από τον οποίο στο τέλος οι Βενετοί δεν κατάφεραν να βγουν νικητές.
Αμέσως μετά τη βενετική κατάκτηση, οι αρχές έθεσαν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αξιολόγησης προκειμένου να αποτιμήσουν την παραγωγικότητα της περιοχής για φορολογικούς σκοπούς. Κρίσιμη για την επιτυχία του προγράμματος αυτού ήταν η διεξαγωγή απογραφής του πληθυσμού ούτως ώστε δημιουργηθούν τα κτηματολόγια. Ένας από τους κυριότερους λόγους για μια τέτοια χαρτογράφηση ήταν να διαπιστωθεί πόσες εκτάσεις ήταν διαθέσιμες για καλλιέργεια και κατ΄ επέκταση για φορολόγηση. Έτσι, τα όρια των γαιών κάθε οικισμού στους βενετικούς χάρτες σημειώνονται, με μελάνι, με μια λεπτή καφέ γραμμή τονισμένη με κίτρινο χρώμα, ενώ δεν έχουν όλοι οι οικισμοί τις δικές τους εκτάσεις γης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια περικλείουν αρκετούς οικισμούς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ορισμένοι οικισμοί της περιοχής, που καταγράφονται ως κατοικημένοι στην απογραφή του 1689, στους βενετικούς χάρτες που αναφέραμε παρουσιάζονται χωρίς την ένδειξη «da» (desabitata, ακατοίκητη), ενώ δεν εμφανίζονται στην απογραφή του 1700.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο οικισμός Μπουλούμπασι (Belugbasi), που βρίσκεται κοντά στις πηγές του Μηναγιώτικου ρέματος, βορειοδυτικά του οικισμού Κάτω Μηνάγια (Minaia catu), ο οποίος βρίσκεται στον εν λόγω χάρτη καταγεγραμμένος ως κατοικήσιμος. Πράγματι στην απογραφή του 1689 ο οικισμός έχει 5 οικογένειες με 12 κατοίκους, ενώ ο όμορος οικισμός Κάτω Μηνάγια (το 1940 μετονομάστηκε σε Κάτω Αμπελόκηποι) έχει 5 οικογένειες με 19 κατοίκους. Ακολούθως, στην απογραφή του 1700 ο οικισμός Μπουλούμπασι δεν καταγράφεται, ενώ ο οικισμός Κάτω Μηνάγια έχει 9 οικογένειες με 34 κατοίκους. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι, ο οικισμός αυτός ήταν κατοικημένος όταν συντάχθηκε ο χάρτης, ενώ είχε πλέον εγκαταλειφθεί το 1700, καθώς οι κάτοικοι του, ενδεχομένως, (σύμφωνα και με την πληθυσμιακή εξέλιξη του διπλανού οικισμού Κάτω Μηνάγια) μετοίκισαν στον γειτονικό αυτό οικισμό, από όπου εξακολούθησαν να καλλιεργούν τη γη τους (το τοπωνύμιο αυτό υφίσταται μέχρι σήμερα). Το 1716, μετά την ανάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς, οι οικισμοί αυτοί, που δεν αποτυπώνονται στην απογραφή του 1700, παραμένουν ακατοίκητοι, όπως μαρτυρά οθωμανικό κατάστιχο (mufassal defter) το οποίο συντάχθηκε λίγο μετά την ανάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1716.
Βάσει αυτών, φαίνεται ότι, οι εξεταζόμενοι χάρτες απεικονίζουν τα δύο διαμερίσματα (territorii), της Μεθώνης και του Ναβαρίνου, λίγο μετά την βενετική κατάκτηση, σχεδόν σίγουρα πριν από το 1700 και κατά πάσα πιθανότητα γύρω στο 1690, ενώ το σύνορο ανάμεσα στα διαμερίσματα του Ναβαρίνου και της Μεθώνης σημειώνεται με μια απαλή κόκκινη σκίαση, παράλληλη με τις γραμμές που αποτυπώνουν τα όρια των οικισμών. Σε σχέση με τον πληθυσμό των δύο διαμερισμάτων, του Ναβαρίνου και της Μεθώνης, λίγο μετά την βενετική κατάκτηση ήταν σχεδόν ο ίδιος, καθώς σύμφωνα με την απογραφή του 1689 καταγράφονται 30 οικισμοί με 1.413 κατοίκους στο Ναβαρίνο και 48 οικισμοί στο διαμέρισμα της Μεθώνης με 1262 κατοίκους. Ωστόσο, μέχρι το 1700 ο πληθυσμός της Μεθώνης είχε υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας τους 2.689 κατοίκους, ενώ στο Ναβαρίνο έχουν αυξηθεί μόνο κατά 27%, φθάνοντας στους 1.797 κατοίκους.
Η αύξηση αυτή στο διαμέρισμα της Μεθώνης, οφείλεται εν μέρει στην αξιοσημείωτη εισροή προσφύγων από τη Χίο, η οποία κατελήφθη το 1695 από τους Οθωμανούς. Έτσι, σε πολλούς από τους πρόσφυγες αυτούς παραχωρήθηκε γη, ενώ η πόλη της Μεθώνης, η οποία τριπλασιάστηκε σε μέγεθος από την απογραφή του 1689 (είναι χαρακτηριστικό ότι το 1689 είχε 239 κατοίκους, ενώ το 1700 είχε 218 οικογένειες με 945 κατοίκους, εκ των οποίων 66 χιώτικες οικογένειες), είχε το 1700 εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό κατοίκων που είχαν έρθει από τη Χίο, πολλοί από αυτούς πλούσιοι και ευγενείς. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του βενετικού χάρτη, που αφορά τον μεγάλο αριθμό οικισμών που σημειώνονται ως ακατοίκητοι στο διαμέρισμα της Μεθώνης, γεγονός που υποδηλώνει ακόμα μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού μετά τη βενετική κατάκτηση, ίσως επειδή το ποσοστό των γαιών που ήταν οθωμανικά τσιφλίκια στην περιοχή αυτή ήταν μεγαλύτερο απ΄ ότι στο διαμέρισμα του Ναβαρίνου. Ενδεχομένως, το γεγονός αυτό ανάγεται στο ότι η περιοχή της Μεθώνης και της Κορώνης είχαν πιο μακρά ιστορία βενετικής κυριαρχίας σε σχέση με τις βορειότερες φράγκικες περιοχές.
Σε σχέση με την αποτύπωση των φυσικών πόρων της περιοχής στο βενετικό χάρτη, οι ποταμοί (fiumi), οι μεγάλες κοιλάδες (valli) και οι μικρότερες ρεματιές (valette) σημειώνονται με μπλε γραμμές διαφορετικού πάχους και κατονομάζονται στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ οι υδρόμυλοι (molin), σημειώνονται στο χάρτη με μικρά ορθογώνια, συνήθως κόκκινου χρώματος. Η λιμνοθάλασσα πίσω από το Παλαιό Ναβαρίνο (Nauarino Venchio), όπου υπήρχε ιχθυοτροφείο (Peschiera), διακρίνεται από την θάλασσα μέσω της χρήσης μιας πιο ανοικτής γαλάζιας απόχρωσης, ενώ παρόμοια σύμβαση χρησιμοποιείται και για τα αλατωρυχεία της Μεθώνης (Saline di Modon).
Παράλληλα, με πράσινο χρώμα αποτυπώνεται η δασική περιοχή ανάμεσα στον οικισμούς Βλαχόπουλο (Vlacopulo) και Κρεμμύδια (Crimidi), ενώ στίγματα από αχνό καφέ μελάνι δηλώνουν τα δέντρα στην εν λόγω περιοχή. Πρόκειται για την περιοχή του βουνού που σήμερα ονομάζεται Μαγκλαβάς, αν και το βουνό δεν κατονομάζεται στο χάρτη, όπως δεν κατανομάζονται και άλλα βουνά της περιοχής, όπως το Λυκόδημο, που αποτελεί το όριο με το διαμέρισμα της Κορώνης, ανατολικά του οικισμού Άνω Μηνάγια (Menaia pano) (σήμερα Άμπελόκηποι) και Ανάζογλη (Anasogli) (σήμερα Παναίικα). Επίσης, οι οχυρώσεις των τριών σημαντικότερων φρουρίων της περιοχής (Παλαιόκαστρο, Νιόκαστρο και Μεθώνης) αποδίδονται με κόκκινο μελάνι, ενώ με πενταγωνικό περίγραμμα σημειώνεται η οχύρωση του ανώνυμου «Castello do), που κατά πάσα πιθανότητα ταυτίζεται με το κάστρο στο Γρίζι (Grizi) ( σήμερα Ακριτοχώρι). Κόκκινο είναι επίσης και το χρώμα των περισσότερων οικισμών που απεικονίζονται στο χάρτη ως συστάδες ορθογωνίων, μικρότερες ή μεγαλύτερες, ανάλογα με το μέγεθος του οικισμού, ενώ όλοι οι οικισμοί συνοδεύονται από το χαρακτηρισμό «villa», εκτός από αυτούς που είναι ακατοίκητοι και στους οποίους μετά το όνομα ακολουθεί η ένδειξη «da» (desabitata).
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ο βενετικός χάρτης σημειώνει την ύπαρξη υδρόμυλων μόνο στο διαμέρισμα της Μεθώνης. Ωστόσο, η μαρτυρία που μας παρέχει το οθωμανικό κατάστιχο του 1716 υποδηλώνει πως οι πληροφορίες του βενετικού χάρτη είναι ατελείς, αφού σύμφωνα με το κατάστιχο καταγράφονται και μύλοι στο διαμέρισμα του Ναβαρίνου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι από τους μύλους προέκυπταν φορολογικά έσοδα, είναι παράξενο που δεν σημειώνονται στο χάρτη οι μύλοι του διαμερίσματος του Ναβαρίνου, ωστόσο, είναι πιθανό ο χάρτης να περιλαμβάνει μόνον όσους μύλους βρίσκονταν σε μικρή σχετικά απόσταση από οικισμούς.
Έτσι, στην περιοχή της κοιλάδας του Μηναγιώτικου ρέματος, ο χάρτης αποτυπώνει το εν λόγω ρέμα, το οποίο την εποχή εκείνη δείχνει να έχει δύο απολήξεις. Η δυτική ονομάζεται Fiumi Lacanade (ποτάμι Λαχανάδα, βάσει του ομώνυμου οικισμού) και η ανατολική ονομάζεται Fiumi Sachalli (ποτάμι Σάκαλι ή Ξάκαλι, βάσει του ομώνυμου ακατοίκητου τότε οικισμού). Σε σχέση με τους υδρόμυλους του ποταμού, ο χάρτης αποτυπώνει ένα ενεργό υδρόμυλο, νότια και κοντά στον οικισμό Κάτω Μηνάγια (Villa Minaia catu,). Πρόκειται για τον σημερινό «Παλιόμυλο» που βρίσκεται 600 περίπου μέτρα νότια του ομώνυμου οικισμού, που σώζετε σε μορφή ερειπίων και αποτέλεσε αργότερα εθνικό υδρόμυλο (κατά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους). Επίσης, αποτυπώνεται ένας κατεστραμμένος υδρόμυλος (με την ένδειξη «do» δηλαδή diroccato), στην αρχή της δυτικής απόληξης του Μηναγιώτικου ρέματος, που βρίσκεται κοντά στον ακατοίκητο οικισμό Sachali (Τσάκαλι ή Ξάκαλι) και στον οικισμό Nenbo (αταύτιστος οικισμός).
Η σπάνια και μοναδική καταγραφή των δύο υδρόμυλων στο Μηναγιώτικο ρέμα κατά το έτος 1690 αποτελεί ισχυρό ιστορικό τεκμήριο σε σχέση με την οικονομία της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής, καθώς δείχνει ότι, οι μύλοι προϋπήρχαν της βενετικής κατάκτησης, κάτι που υποδηλώνει την οικονομική εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων της περιοχής, τόσο κατά την διάρκεια της πρώτης Οθωμανοκρατίας (1500-1685) όσο και πιθανόν και παλαιότερα κατά την διάρκεια της πρώτης Βενετοκρατίας (1206-1500).
Οι εκθέσεις των βενετών προνοητών
Σε σχέση με τις εκθέσεις των βενετών προνοήτων (provveditore), κάποιες από αυτές μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τη φύση του εδάφους, τη μορφολογία, τα κτίσματα και τα προϊόντα της εξεταζόμενης περιοχής. Η πρώτη από αυτές είναι του Ιάκωβου Κόρνερ, γραμμένη του Ιανουάριο του 1690 σύμφωνα με το βενετσιάνικο ημερολόγιο. Στην έκθεση του ο Κόρνερ, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι, η κατάκτηση της Πελοποννήσου αποτελεί ένα τεράστιας σημασίας στρατηγικό και οικονομικό επίτευγμα, που πρέπει να διαφυλαχθεί σαν κόρη οφθαλμού της Βενετίας, ενώ το κλίμα της και το γόνιμό έδαφος την κάνουν μια από τις πιο πρόσφορες για οικονομική εκμετάλλευση επαρχίες της βενετικής επικράτειας. Επίσης, αναφέρεται στην ύπαρξη σημαντικών δασών στην Νότια Πελοπόννησο που είναι πλούσια σε Βελανιδιές (Aριές), δέντρα χρήσιμα για ναυπηγική ξυλεία σύμφωνα με το κείμενο της έκθεσης.
Ακόμη, σύμφωνα με δεύτερη έκθεση του βενετού προνοητή Μαρίνου Μικιέλ (διορίστηκε σύνδικος καταστιχωτής με απόφαση του Συμβουλίου των Δέκα της Βενετίας στις 29 Νοεμβρίου 1687 και είχε μεταξύ άλλων την υποχρέωση να χωρίσει την Πελοπόννησο σε διοικητικές περιφέρειες και να καθορίσει τα όρια τους, να σχεδιάσει ακριβείς χάρτες για κάθε μια, να καταγράψει σε κατάστιχα τους αγρούς, τους μύλους, τα οικοδομήματα, τα ιχθυοτροφεία, τα ορυχεία και κάθετι άλλο που θα μπορούσε να αποφέρει πρόσοδο στο βενετικό κράτος), γραμμένη στην Κορώνη τον Μάιο του 1691, αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι στην Νότια Πελοπόννησο παράγονται κρασί, ζωοτροφές, λάδι, μεγάλη ποσότητα βελανιδιών, πρινοκκόκι κ.α. Επίσης, σε σχέση με την περιοχή μελέτης αναφέρει ότι κοντά στη Μεθώνη εκτείνεται μια μικρή και εύφορη καλλιεργημένη πεδιάδα, γεμάτη με όμορφους κήπους αμπέλια και ελαιώνες, που καλύπτουν τους γύρω λόφους, ενώ καταγράφει ως προϊόντα της συγκεκριμένης περιοχής τα σιτηρά, το κρασί και μικρή ποσότητα ζωοτροφών.
Ακολούθως, η έκθεση του Προνοητή Δομήνικου Γρίττη, αναφέρει σε σχέση με την οικονομία της εξεταζόμενης περιοχής ότι, η κύρια απασχόληση είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ παρατηρεί δε ότι, επειδή ένα μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου είναι βραχώδες και ορεινό, οι ποιμένες είναι αναγκασμένοι κατά την περίοδο του χειμώνα να κατεβαίνουν στα πεδινά μέρη για να ξεχειμωνιάσουν. Επίσης, επισημαίνει ότι, στα χαμηλά αυτά μέρη η γειτνίαση με τους ποταμούς και τη θάλασσα κάνει το κλίμα πιο ήπιο και έτσι οι περιοχές του Ναβαρίνου και της Μεθώνης γεμίζουν από ποίμνια.
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση του, για την γεωργία εισηγείται την εφαρμογή του συστήματος της κατάτμησης της καλλιεργούμενης γης σε τρία τμήματα, αντί για δύο όπως ήταν η συνήθεια. Εισηγείται δηλαδή τη σπορά στο πρώτο κομμάτι πρωτευόντων δημητριακών, όπως σιτάρι, κριθάρι, βρόμη, σίκαλη και λινάρι, στο δεύτερο κατώτερων δημητριακών, όπως κεχρί, καλαμπόκι ή μπαμπάκι και το τρίτο τμήμα ακαλλιέργητο για αγρανάπαυση, ενώ τον επόμενο χρόνο διαδοχικά θα εναλλάσσονται τα κομμάτια, ώστε κάθε χρόνο δεν θα μένει μισό χωράφι ακαλλιέργητο αλλά μόνο το ένα τρίτο.
Τέλος, η έκθεση του προνοητή Θαδδαίου Γραδενίγου, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι, οι κοίτες πολλών ποταμών και χειμάρρων θα πρέπει να διευθετηθούν με τρόπο ώστε να διευκολύνουν την κατασκευή υδρόμυλων ή πριονιών, γεγονός από το οποίο θα προκύψει μεγάλο οικονομικό όφελος. Τέλος, η έκθεση του προνοητή Αντώνιου Μολίν, αναφέρει σχετικά με τους υδάτινους πόρους ότι, η Κορώνη και το Ναβαρίνο υδρεύονται από υδραγωγεία που ξεκινούν από μακρινές τοποθεσίες (σχετικά με το Ναβαρίνο πρόκειται για το υδραγωγείο που ξεκινούσε από τις πηγές Κουμπέ στην περιοχή του οικισμού Χανδρινού), ενώ οι δεξαμενές τους είναι ευρύχωρες και συγκοινωνούν η μία με την άλλη με υπόγεια αυλάκια.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πού ότι, η κτηματογράφηση της Πελοποννήσου δεν ολοκληρώθηκε παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και τον μηχανικό εξοπλισμό των καταστιχωτών και τις πραγματικά εξαιρετικές οργανωτικές προσπάθειες του γενικού προνοητή Φραγκίσκου Γκριμάνι. Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι, επί του γενικού προνοητή Ιακώβου Ντά Μόστο, διαδόχου του Γκριμάνι, ολοκληρώθηκαν τα τοπογραφικά σχέδια των διαμερισμάτων Ναβαρίνου και Μεθώνης. Όμως, η βενετική κατάκτηση δεν απελευθέρωσε τους ντόπιους από ένα καταπιεστικό σύστημα φορολόγησης αλλά μάλλον αντικατέστησε τη μουσουλμανική τάξη των γαιοκτημόνων με μια χριστιανική, ενώ σε αντίθεση με το οθωμανικό φορολογικό σύστημα που βασιζόταν στο αγροτικό νοικοκυριό, η φορολογική πολιτική των Βενετών ήταν θεμελιωμένη στην αστική ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου