Κατάλοιπα ελαιοτριβείων στην αρχαία Θουρία (φωτογραφίες--σχέδια )
15/06/2016
Πρώτοι ασφαλείς μάρτυρες της ελαιοκαλλιέργειας και της επεξεργασίας ελαιοκάρπου στη Μεσσηνία
Απομένει η ανασκαφική τεκμηρίωση των μαρτυριών
Κατά τη διάρκεια περιήγησης στην περιοχή των «Ελληνικών» της αρχαίας Θουρίας, στην επίπεδη κορυφή του υψώματος όπου τοποθετείται η αρχαία πόλη, εντοπίστηκαν μέσα σε ιδιόκτητα ελαιοπερίβολα τμήματα χαρακτηριστικών λίθινων μελών, τα οποία προέρχονται από εγκαταστάσεις αρχαίων ελαιοτριβείων.
Πριν από την περιγραφή των μελών παρουσιάζεται εν συντομία η διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου κατά την αρχαιότητα, για την οποία υπάρχει πλούσια ελληνική και ξένη αναλυτική βιβλιογραφία, ενώ πολύτιμες πληροφορίες αντλούνται από τους αρχαίους συγγραφείς Κάτωνα και Κολουμέλλα.
Διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου
Τα στάδια της ελαιοπαραγωγής στην αρχαιότητα είναι τα εξής: α) Καλλιέργεια της ελιάς και συγκομιδή του ελαιοκάρπου, β) Σύνθλιψη του ελαιοκάρπου ώστε να παραχθεί πολτός, γ) Συμπίεση του πολτού για την παραγωγή του υγρού, το οποίο συλλέγεται, ενώ ο πυρήνας απορρίπτεται, και δ) Διαχωρισμός του υγρού σε καθαρό ελαιόλαδο, που αποθηκεύεται σε δοχεία ή δεξαμενές, και σε φυτικά υγρά που είναι ακατάλληλα για βρώση.
Στον τομέα της σύνθλιψης του ελαιοκάρπου εφαρμόζονταν σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, για αιώνες, δύο τεχνικές: α) Το τροπήιον (λατ. trapetum) και β) Ο ελαιόμυλος (λατ. Mola olearia).
Το τροπήιον αποτελείται από μεγάλη λίθινη λεκάνη (mortarium) στο μέσον της οποίας υπάρχει κυλινδρικός συμφυής κιονίσκος (miliarium). Στην κορυφή του κιονίσκου βρίσκεται λαξευμένος ορθογώνιος τόρμος όπου προσαρμόζεται σιδερένια περόνη (columella). Ένας οριζόντιος ξύλινος άξονας, που στηρίζεται κατά το μέσον του στην περόνη, φέρει στα δύο άκρα του από ένα φακοειδή μυλόλιθο (orbes) [επίπεδο στην εσωτερική πλευρά και καμπύλο στην εξωτερική]. Οι δύο μυλόλιθοι είναι μερικώς βυθισμένοι στη λίθινη λεκάνη, η οποία πληρούται με ελαιόκαρπο. Από την προεξέχουσα λαβή που σχηματίζεται στο ένα από τα δύο άκρα του οριζόντιου άξονα, ο οποίος διαπερνούσε τους μυλόλιθους, γίνεται η διπλή περιστροφική κίνηση των μυλολίθων μέσα στη λεκάνη με τη βοήθεια ανθρώπινης ή ζωικής δύναμης. Λόγω του κενού που υπάρχει μεταξύ των μυλολίθων και της λεκάνης επιτυγχάνεται η σύνθλιψη του καρπού, αλλά όχι του πυρήνα.
Το τροπήιον φαίνεται ότι εισάγεται στον ελλαδικό χώρο κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται έως και τη Βυζαντινή Περίοδο.
Ο τύπος του ελαιόμυλου γνωστού ως mola olearia επικρατεί από τους Ρωμαϊκούς Χρόνους (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.) και εξελίσσεται παραμένοντας σε χρήση έως και τον 20ό αιώνα (σημ. 8). Αποτελείται συνήθως από ένα ή άλλοτε από δύο κυλινδρικούς μυλόλιθους, που διαπερνώνται από οριζόντιο άξονα, ο οποίος είναι προσαρτημένος σε κατακόρυφη δοκό. Οι μυλόλιθοι περιστρέφονται γύρω από την κατακόρυφη δοκό πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, όπου γίνεται η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου. Στις περιπτώσεις που ο ελαιόμυλος λειτουργεί σε στεγασμένο χώρο, η κατακόρυφη δοκός στηρίζεται στην οροφή σε σταθερή κατασκευή. Όταν η λειτουργία του ελαιόμυλου γίνεται σε υπαίθριο χώρο, τότε ο κατακόρυφος άξονας αντικαθίσταται από χονδρή και ψηλή περόνη προσαρμοσμένη σε κεντρικό συμφυή κυκλικό ή τετράγωνο τόρμο μιας αβαθούς λίθινης λεκάνης. Η περόνη διατρυπά τον οριζόντιο ξύλινο άξονα, στο ένα άκρο του οποίου είναι προσαρτημένη η μυλόπετρα, ενώ από το άλλο ελεύθερο άκρο που προεξέχει γίνεται η περιστροφική κίνηση του ελαιόμυλου με τα χέρια ή με τη βοήθεια ζώου.
Η συμπίεση της ελαιοζύμης γίνεται στα ελαιοπιεστήρια ακολουθώντας βασικά την αρχή της χρήσης κάποιου βάρους, η οποία εξελίσσεται με την πάροδο των χρόνων. Τα ελαιοπιεστήρια αποτελούνται από τη λίθινη βάση η οποία είναι τετράγωνη, κυκλική ή ελλειψοειδής και περιβάλλεται από κυκλικό αυλάκωμα (canalis rotunda), το οποίο καταλήγει σε αυλάκι εκροής με συνήθως προεξέχουσα προχοή. Πάνω στη βάση αυτή, η οποία είναι τοποθετημένη σε υπερυψωμένο επίπεδο, στοιβάζονται οι πάνινοι σάκοι με τον ελαιοπολτό. Το υγρό που προέρχεται από τη συμπίεση των σάκων συγκεντρώνεται σε αγγεία ή δεξαμενές που τοποθετούνται κάτω από την προχοή. Ο απλούστερος και παλαιότερος τρόπος συμπίεσης γινόταν με τη χρήση λίθινων βαρών, που ήταν κρεμασμένα στην άκρη ξύλινου μοχλού, το ένα άκρο του οποίου ήταν σταθερά στερεωμένο σε εσοχή του τοίχου.
Αργότερα, στην Ελληνιστική Εποχή, χρησιμοποιήθηκε το βαρούλκο ως μηχανισμός ανύψωσης του βάρους, ενώ στους Ρωμαϊκούς Χρόνους εισάγεται ο κοχλίας που εδράζεται σε λίθινη βάση με χαρακτηριστικούς τόρμους (γαλεάγρα). Για τη διευκόλυνση της εξαγωγής του λαδιού ο ελαιοπολτός βρέχεται με άφθονο ζεστό νερό κατά τη διάρκεια της συμπίεσης.
Ο διαχωρισμός του ελαιολάδου γινόταν είτε σε δοχεία πήλινα ή λίθινα είτε σε δεξαμενές, στον πυθμένα των οποίων υπήρχε κοίλωμα για την κατακάθιση των φυτικών υγρών, ενώ το λάδι επέπλεε λόγω της βαρύτητος.
«Ελληνικά» Θουρίας: Λεκάνη ελαιοτριβείου
Εντός του ελαιοπερίβολου του Νικήτα Κρίκκα, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του υψώματος της αρχαίας Θουρίας, σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά από το σωζόμενο τμήμα του οχυρωματικού τείχους της ακρόπολης, είναι ορατός μεγάλος πλακοειδής βράχος με λαξευμένη και αδρά λειασμένη τη μία πλατιά επιφάνειά του. Η πίσω επιφάνεια του βράχου είναι ακατέργαστη. Ο βραχόλιθος είναι κάθετα σφηνωμένος στο έδαφος της πλαγιάς, έτσι ώστε μεγάλο τμήμα τού κάτω μέρους του να μην είναι ορατό αφού έχει καλυφθεί με χώμα. Απαιτήθηκε εργασία μιας ημέρας, ώστε να γίνει η αποκάλυψη του βράχου σε ολόκληρο το μήκος του. Το τελικό αποκαλυφθέν μήκος του πλακοειδούς βράχου είναι 2,10 μ., το πλάτος του 1,40 μ. και το πάχος του 0,40 μ. Στο ανώτατο άκρο του, το οποίο ήταν εξ αρχής ορατό εφόσον εξείχε του εδάφους, υπάρχει λαξευμένη αβαθής κυκλική κοιλότητα διαμέτρου 0,95-0,98 μ., στο κέντρο της οποίας διαμορφώνεται ένα κυλινδρικό έξαρμα, ύψους 0,10 μ. και διαμέτρου 0,35 μ. Το πλάτος της κοιλότητας γύρω από το κεντρικό έξαρμα είναι 0,30 μ.
Ένα τμήμα από την περιφέρεια της κοιλότητας λείπει λόγω της φθοράς που έχει υποστεί το ορατό ανώτατο στενό άκρο του βράχου.
Η λαξευμένη κοιλότητα, αν και αβαθής, παραπέμπει σε λεκάνη ελαιόμυλου, του τύπου mola olearia, όπου γινόταν η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου με τη χρήση κυλινδρικής μυλόπετρας που περιστρεφόταν μέσα στη λεκάνη με τη βοήθεια ξύλινου οριζόντιου άξονα. Λόγω της φθοράς του κεντρικού κυλινδρικού κιονίσκου δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο ήταν στερεωμένος o κάθετος άξονας ή η περόνη στην οποία προσαρμοζόταν η οριζόντια ξύλινη δοκός περιστροφής.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι η λειτουργία του ελαιόμυλου ήταν υπαίθρια, αφού είχε λαξευθεί κατάλληλα ο φυσικός κροκαλοπαγής βράχος, που προσφερόταν γι’ αυτή τη χρήση εφόσον ήταν πολύ σκληρός και ανθεκτικός. Η κάθετη θέση στην οποία βρέθηκε ο ογκώδης λαξευμένος βράχος είναι προβληματική. Κατά τη διερεύνηση που έγινε στο άμεσο περιβάλλον και, κυρίως, στο επίπεδο που σχηματίζεται πάνω από τον κάθετα σφηνωμένο βραχόλιθο, παρατηρήθηκε φυσικός σχηματισμός του εδάφους με στρώση («πάγκο») τεράστιων πλακοειδών κροκαλοπαγών βράχων, παρόμοιων με αυτόν. Είναι, επομένως, πιθανόν το τμήμα του λαξευμένου βράχου-ελαιοτριβείου, το οποίο βρισκόταν στο «φρύδι» του πρανούς, να αποκολλήθηκε από το πλέγμα των υπόλοιπων βράχων που υπήρχαν στην υπερκείμενη επίπεδη επιφάνεια και να κατολίσθησε στην πλαγιά του υψώματος. Άλλωστε, το φαινόμενο της κατολίσθησης των βράχων από την κορυφή του υψώματος της αρχαίας πόλης της Θουρίας στις παρειές (ανατολική και δυτική) κατά την αρχαιότητα έχει παρατηρηθεί σε μεγάλη κλίμακα και συνεχίζεται κατά καιρούς έως σήμερα.
Τίθεται, επομένως, το ερώτημα αν η κατολίσθηση έγινε πριν από τη λειτουργία του ελαιόμυλου, οπότε πιθανώς δεν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του ή αν ο βράχος έφυγε από τη θέση του ενώ η εγκατάσταση βρισκόταν ήδη σε χρήση.
Άγνωστη παραμένει, επίσης, η χρονική περίοδος πτώσης του βράχου.
Από την αφαίρεση των χαλαρών ανοιχτοκάστανων χωμάτων που κάλυπταν το κατώτερο μη ορατό τμήμα του λαξευμένου βραχόλιθου, συλλέχθηκε αρκετός αριθμός μελαμβαφών οστράκων Ελληνιστικών Χρόνων, καθώς και τμήματα κεράμων στέγης καλής όπτησης, που πιθανώς προέρχονται από αρχαίο οικοδόμημα που εντοπίστηκε στο πρανές της πλαγιάς, σε ελάχιστη απόσταση νότια από το λαξευμένο βράχο. Από το οικοδόμημα αυτό είναι ορατό τμήμα τοίχου, κατεύθυνσης Β-Ν, επιμελημένης κατασκευής, αποτελούμενο από διπλή σειρά ορθογώνιων λιθοπλίνθων κτισμένων κατά το ισοδομικό σύστημα.
Τα στοιχεία αυτά συγκλίνουν στην άποψη ότι η πτώση του βράχου συνέβη είτε πριν από τα ελληνιστικά χρόνια είτε την ίδια χρονική περίοδο κατά την οποία οικοδομήθηκε το παρακείμενο κτήριο. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν δυνατό να υποτεθεί ότι αιτία εγκατάλειψης αυτού του κτηρίου κατά την αρχαιότητα ήταν η κατολίσθηση του βράχου. Ωστόσο, χωρίς την απαραίτητη ανασκαφική έρευνα είναι αδύνατο να συναχθούν ασφαλή χρονολογικά συμπεράσματα.
«Μονή Ελληνικών»: Τμήμα βάσης συμπίεσης (ελαιοπιεστήριο)
Εντός της ιδιοκτησίας Ιωάννη Φιλιόπουλου, η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά της μονής Ελληνικών, σε υπερυψωμένο επίπεδο, εντοπίστηκε λίθινη βάση συμπίεσης.
Η βάση ήταν ενσωματωμένη σε δεύτερη χρήση σε σύγχρονη ξερολιθιά κατεύθυνσης από Β-Ν, που οριοθετεί την ανατολική πλευρά του αγροκτήματος. Είναι κάθετα τοποθετημένη, έτσι ώστε η άνω επιφάνειά της να είναι ορατή στην πρόσοψη του τοιχαρίου.
Η βάση είναι τετράγωνη, κατασκευασμένη από φαιόχρωμο ασβεστόλιθο. Η μία πλευρά, μήκους 1,12 μ., σώζεται ακέραιη, ενώ μερικώς σώζονται οι άλλες δύο πλευρές, μήκους 0,87 και 0,34 μ. αντίστοιχα. Η τέταρτη πλευρά στην οποία θα πρέπει να υπήρχε η αύλακα της εκροής του υγρού λείπει εντελώς. Επομένως, δε γνωρίζουμε αν υπήρχε προχοή στο μέσον της ελλείπουσας πλευράς ή αν το έλαιο που παραγόταν από τη συμπίεση του ελαιοκάρπου διοχετευόταν στο συλλεκτήρα μέσω μιας απλής αύλακας εκροής. Το πάχος της βάσης είναι 0,25 μ. Το κυκλικό τμήμα της βάσης, που περιβάλλεται από αύλακα πλάτους 0,06 μ. και βάθους 0,04-0,095 μ., έχει διάμετρο εσωτερική 0,76 μ. και εξωτερική 0,88 μ.
Σε όλη την περιφέρεια της κυκλικής αύλακας υπάρχουν κάθετες εγκοπές μικρού μήκους, αλλά αρκετού βάθους. Από τα αυλακώματα αυτά διευκολυνόταν η διάχυση του ελαιολάδου στην κυκλική αύλακα, κατά τη συμπίεση του ελαιοκάρπου, ο οποίος προηγουμένως είχε υποστεί σύνθλιψη.
Όπως είναι φανερό, το ελαιοπιεστήριο δε βρίσκεται στη θέση του, ενώ δεν υπάρχουν, επιφανειακά τουλάχιστον, ίχνη εγκατάστασης ελαιοτριβείου στο άμεσο περιβάλλον του. Ωστόσο, λόγω του μεγάλου βάρους, θα πρέπει να αποκλειστεί η μεταφορά του από μακρινή απόσταση, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί μόνο ως δομικό στοιχείο της σύγχρονης ξερολιθιάς.
Συνεπώς, η αναζήτηση του αρχαίου ελαιοτριβείου δε θα πρέπει να γίνει μακριά από την πεσμένη βάση συμπίεσης του ελαιοκάρπου. Η επιφανειακή έρευνα στο ευρύτερο περιβάλλον όπου κείτεται το ελαιοπιεστήριο έδωσε κεραμική Ελληνιστικών Χρόνων, από την οποία άλλωστε είναι κατάσπαρτη ολόκληρη η έκταση στην οποία εξαπλώνεται η αρχαία πόλη.
Ασκληπιείο Αρχαίας
Θουρίας: Θέση «Παναγίτσα»
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο χώρο του Ασκληπιείου της Αρχαίας Θουρίας (σημ. 20) (εικ. 12), στη θέση «Παναγίτσα» βρέθηκαν κατά καιρούς αποσπασματικά σωζόμενα λίθινα στοιχεία, χρησιμοποιημένα σε β΄ χρήση ως δομικό υλικό σε μεταγενέστερα πρόχειρα τοιχάρια. Ωστόσο, η κακή κατάσταση διατήρησης δεν επιτρέπει την ασφαλή ταύτισή τους με συγκεκριμένη εγκατάσταση επεξεργασίας ελαιοκάρπου. Σύμφωνα, άλλωστε, με τα ανασκαφικά δεδομένα είναι γνωστό ότι στο χώρο λειτουργούσε ληνός της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου (6ος-7ος αι.), στον οποίο θα μπορούσαν να αποδοθούν τα ευρεθέντα λίθινα εξαρτήματα που προέρχονται από εγκατάσταση κάποιου εργαστηρίου. Στον ίδιο χώρο, όπου εκτείνεται το αρχαίο ιερό, βρέθηκαν και μεγάλοι πήλινοι πίθοι, σύγχρονοι του ληνού, διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία, που προορίζονταν για την αποθήκευση υγρών ή στερεών αγαθών.
Η έως σήμερα απουσία λειψάνων αρχαίων ελαιουργικών εγκαταστάσεων στη Μεσσηνία είχε επισημανθεί από τους μελετητές ως ένα δυσερμήνευτο γεγονός και, μάλιστα, σε έναν τόπο κατεξοχήν ελαιοπαραγωγικό διαχρονικώς, τουλάχιστον από τη Μυκηναϊκή Εποχή έως σήμερα.
Τα στοιχεία που διαθέταμε για την επεξεργασία της ελιάς και για τις εγκαταστάσεις ελαιοτριβείων στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα ήταν ελάχιστα ή ανύπαρκτα και πιθανώς οφείλονταν στην απουσία επαρκών επιφανειακών ερευνών στους εκτεταμένους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής, οι περισσότεροι από τους οποίους παραμένουν άγνωστοι και ανασκαφικώς παντελώς ανεξερεύνητοι.
Τα κατάλοιπα των αρχαίων ελαιοτριβείων που εντοπίστηκαν στην αρχαία πόλη της Θουρίας αποτελούν τους πρώτους ασφαλείς μάρτυρες της ελαιοκαλλιέργειας και της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα.
Απομένει η ανασκαφική τεκμηρίωση των μαρτυριών που μας προσέφερε η επιφανειακή έρευνα του χώρου, με την προσδοκία της αποκάλυψης μιας ολοκληρωμένης εγκατάστασης ελαιοτριβείου στην αρχαία Θουρία.
Της Ξένης Αραπογιάννη
Δρος Αρχαιολόγου
Απομένει η ανασκαφική τεκμηρίωση των μαρτυριών
Κατά τη διάρκεια περιήγησης στην περιοχή των «Ελληνικών» της αρχαίας Θουρίας, στην επίπεδη κορυφή του υψώματος όπου τοποθετείται η αρχαία πόλη, εντοπίστηκαν μέσα σε ιδιόκτητα ελαιοπερίβολα τμήματα χαρακτηριστικών λίθινων μελών, τα οποία προέρχονται από εγκαταστάσεις αρχαίων ελαιοτριβείων.
Πριν από την περιγραφή των μελών παρουσιάζεται εν συντομία η διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου κατά την αρχαιότητα, για την οποία υπάρχει πλούσια ελληνική και ξένη αναλυτική βιβλιογραφία, ενώ πολύτιμες πληροφορίες αντλούνται από τους αρχαίους συγγραφείς Κάτωνα και Κολουμέλλα.
Διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου
Τα στάδια της ελαιοπαραγωγής στην αρχαιότητα είναι τα εξής: α) Καλλιέργεια της ελιάς και συγκομιδή του ελαιοκάρπου, β) Σύνθλιψη του ελαιοκάρπου ώστε να παραχθεί πολτός, γ) Συμπίεση του πολτού για την παραγωγή του υγρού, το οποίο συλλέγεται, ενώ ο πυρήνας απορρίπτεται, και δ) Διαχωρισμός του υγρού σε καθαρό ελαιόλαδο, που αποθηκεύεται σε δοχεία ή δεξαμενές, και σε φυτικά υγρά που είναι ακατάλληλα για βρώση.
Στον τομέα της σύνθλιψης του ελαιοκάρπου εφαρμόζονταν σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, για αιώνες, δύο τεχνικές: α) Το τροπήιον (λατ. trapetum) και β) Ο ελαιόμυλος (λατ. Mola olearia).
Το τροπήιον αποτελείται από μεγάλη λίθινη λεκάνη (mortarium) στο μέσον της οποίας υπάρχει κυλινδρικός συμφυής κιονίσκος (miliarium). Στην κορυφή του κιονίσκου βρίσκεται λαξευμένος ορθογώνιος τόρμος όπου προσαρμόζεται σιδερένια περόνη (columella). Ένας οριζόντιος ξύλινος άξονας, που στηρίζεται κατά το μέσον του στην περόνη, φέρει στα δύο άκρα του από ένα φακοειδή μυλόλιθο (orbes) [επίπεδο στην εσωτερική πλευρά και καμπύλο στην εξωτερική]. Οι δύο μυλόλιθοι είναι μερικώς βυθισμένοι στη λίθινη λεκάνη, η οποία πληρούται με ελαιόκαρπο. Από την προεξέχουσα λαβή που σχηματίζεται στο ένα από τα δύο άκρα του οριζόντιου άξονα, ο οποίος διαπερνούσε τους μυλόλιθους, γίνεται η διπλή περιστροφική κίνηση των μυλολίθων μέσα στη λεκάνη με τη βοήθεια ανθρώπινης ή ζωικής δύναμης. Λόγω του κενού που υπάρχει μεταξύ των μυλολίθων και της λεκάνης επιτυγχάνεται η σύνθλιψη του καρπού, αλλά όχι του πυρήνα.
Το τροπήιον φαίνεται ότι εισάγεται στον ελλαδικό χώρο κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται έως και τη Βυζαντινή Περίοδο.
Ο τύπος του ελαιόμυλου γνωστού ως mola olearia επικρατεί από τους Ρωμαϊκούς Χρόνους (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.) και εξελίσσεται παραμένοντας σε χρήση έως και τον 20ό αιώνα (σημ. 8). Αποτελείται συνήθως από ένα ή άλλοτε από δύο κυλινδρικούς μυλόλιθους, που διαπερνώνται από οριζόντιο άξονα, ο οποίος είναι προσαρτημένος σε κατακόρυφη δοκό. Οι μυλόλιθοι περιστρέφονται γύρω από την κατακόρυφη δοκό πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, όπου γίνεται η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου. Στις περιπτώσεις που ο ελαιόμυλος λειτουργεί σε στεγασμένο χώρο, η κατακόρυφη δοκός στηρίζεται στην οροφή σε σταθερή κατασκευή. Όταν η λειτουργία του ελαιόμυλου γίνεται σε υπαίθριο χώρο, τότε ο κατακόρυφος άξονας αντικαθίσταται από χονδρή και ψηλή περόνη προσαρμοσμένη σε κεντρικό συμφυή κυκλικό ή τετράγωνο τόρμο μιας αβαθούς λίθινης λεκάνης. Η περόνη διατρυπά τον οριζόντιο ξύλινο άξονα, στο ένα άκρο του οποίου είναι προσαρτημένη η μυλόπετρα, ενώ από το άλλο ελεύθερο άκρο που προεξέχει γίνεται η περιστροφική κίνηση του ελαιόμυλου με τα χέρια ή με τη βοήθεια ζώου.
Η συμπίεση της ελαιοζύμης γίνεται στα ελαιοπιεστήρια ακολουθώντας βασικά την αρχή της χρήσης κάποιου βάρους, η οποία εξελίσσεται με την πάροδο των χρόνων. Τα ελαιοπιεστήρια αποτελούνται από τη λίθινη βάση η οποία είναι τετράγωνη, κυκλική ή ελλειψοειδής και περιβάλλεται από κυκλικό αυλάκωμα (canalis rotunda), το οποίο καταλήγει σε αυλάκι εκροής με συνήθως προεξέχουσα προχοή. Πάνω στη βάση αυτή, η οποία είναι τοποθετημένη σε υπερυψωμένο επίπεδο, στοιβάζονται οι πάνινοι σάκοι με τον ελαιοπολτό. Το υγρό που προέρχεται από τη συμπίεση των σάκων συγκεντρώνεται σε αγγεία ή δεξαμενές που τοποθετούνται κάτω από την προχοή. Ο απλούστερος και παλαιότερος τρόπος συμπίεσης γινόταν με τη χρήση λίθινων βαρών, που ήταν κρεμασμένα στην άκρη ξύλινου μοχλού, το ένα άκρο του οποίου ήταν σταθερά στερεωμένο σε εσοχή του τοίχου.
Αργότερα, στην Ελληνιστική Εποχή, χρησιμοποιήθηκε το βαρούλκο ως μηχανισμός ανύψωσης του βάρους, ενώ στους Ρωμαϊκούς Χρόνους εισάγεται ο κοχλίας που εδράζεται σε λίθινη βάση με χαρακτηριστικούς τόρμους (γαλεάγρα). Για τη διευκόλυνση της εξαγωγής του λαδιού ο ελαιοπολτός βρέχεται με άφθονο ζεστό νερό κατά τη διάρκεια της συμπίεσης.
Ο διαχωρισμός του ελαιολάδου γινόταν είτε σε δοχεία πήλινα ή λίθινα είτε σε δεξαμενές, στον πυθμένα των οποίων υπήρχε κοίλωμα για την κατακάθιση των φυτικών υγρών, ενώ το λάδι επέπλεε λόγω της βαρύτητος.
«Ελληνικά» Θουρίας: Λεκάνη ελαιοτριβείου
Εντός του ελαιοπερίβολου του Νικήτα Κρίκκα, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του υψώματος της αρχαίας Θουρίας, σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά από το σωζόμενο τμήμα του οχυρωματικού τείχους της ακρόπολης, είναι ορατός μεγάλος πλακοειδής βράχος με λαξευμένη και αδρά λειασμένη τη μία πλατιά επιφάνειά του. Η πίσω επιφάνεια του βράχου είναι ακατέργαστη. Ο βραχόλιθος είναι κάθετα σφηνωμένος στο έδαφος της πλαγιάς, έτσι ώστε μεγάλο τμήμα τού κάτω μέρους του να μην είναι ορατό αφού έχει καλυφθεί με χώμα. Απαιτήθηκε εργασία μιας ημέρας, ώστε να γίνει η αποκάλυψη του βράχου σε ολόκληρο το μήκος του. Το τελικό αποκαλυφθέν μήκος του πλακοειδούς βράχου είναι 2,10 μ., το πλάτος του 1,40 μ. και το πάχος του 0,40 μ. Στο ανώτατο άκρο του, το οποίο ήταν εξ αρχής ορατό εφόσον εξείχε του εδάφους, υπάρχει λαξευμένη αβαθής κυκλική κοιλότητα διαμέτρου 0,95-0,98 μ., στο κέντρο της οποίας διαμορφώνεται ένα κυλινδρικό έξαρμα, ύψους 0,10 μ. και διαμέτρου 0,35 μ. Το πλάτος της κοιλότητας γύρω από το κεντρικό έξαρμα είναι 0,30 μ.
Ένα τμήμα από την περιφέρεια της κοιλότητας λείπει λόγω της φθοράς που έχει υποστεί το ορατό ανώτατο στενό άκρο του βράχου.
Η λαξευμένη κοιλότητα, αν και αβαθής, παραπέμπει σε λεκάνη ελαιόμυλου, του τύπου mola olearia, όπου γινόταν η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου με τη χρήση κυλινδρικής μυλόπετρας που περιστρεφόταν μέσα στη λεκάνη με τη βοήθεια ξύλινου οριζόντιου άξονα. Λόγω της φθοράς του κεντρικού κυλινδρικού κιονίσκου δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο ήταν στερεωμένος o κάθετος άξονας ή η περόνη στην οποία προσαρμοζόταν η οριζόντια ξύλινη δοκός περιστροφής.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι η λειτουργία του ελαιόμυλου ήταν υπαίθρια, αφού είχε λαξευθεί κατάλληλα ο φυσικός κροκαλοπαγής βράχος, που προσφερόταν γι’ αυτή τη χρήση εφόσον ήταν πολύ σκληρός και ανθεκτικός. Η κάθετη θέση στην οποία βρέθηκε ο ογκώδης λαξευμένος βράχος είναι προβληματική. Κατά τη διερεύνηση που έγινε στο άμεσο περιβάλλον και, κυρίως, στο επίπεδο που σχηματίζεται πάνω από τον κάθετα σφηνωμένο βραχόλιθο, παρατηρήθηκε φυσικός σχηματισμός του εδάφους με στρώση («πάγκο») τεράστιων πλακοειδών κροκαλοπαγών βράχων, παρόμοιων με αυτόν. Είναι, επομένως, πιθανόν το τμήμα του λαξευμένου βράχου-ελαιοτριβείου, το οποίο βρισκόταν στο «φρύδι» του πρανούς, να αποκολλήθηκε από το πλέγμα των υπόλοιπων βράχων που υπήρχαν στην υπερκείμενη επίπεδη επιφάνεια και να κατολίσθησε στην πλαγιά του υψώματος. Άλλωστε, το φαινόμενο της κατολίσθησης των βράχων από την κορυφή του υψώματος της αρχαίας πόλης της Θουρίας στις παρειές (ανατολική και δυτική) κατά την αρχαιότητα έχει παρατηρηθεί σε μεγάλη κλίμακα και συνεχίζεται κατά καιρούς έως σήμερα.
Τίθεται, επομένως, το ερώτημα αν η κατολίσθηση έγινε πριν από τη λειτουργία του ελαιόμυλου, οπότε πιθανώς δεν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του ή αν ο βράχος έφυγε από τη θέση του ενώ η εγκατάσταση βρισκόταν ήδη σε χρήση.
Άγνωστη παραμένει, επίσης, η χρονική περίοδος πτώσης του βράχου.
Από την αφαίρεση των χαλαρών ανοιχτοκάστανων χωμάτων που κάλυπταν το κατώτερο μη ορατό τμήμα του λαξευμένου βραχόλιθου, συλλέχθηκε αρκετός αριθμός μελαμβαφών οστράκων Ελληνιστικών Χρόνων, καθώς και τμήματα κεράμων στέγης καλής όπτησης, που πιθανώς προέρχονται από αρχαίο οικοδόμημα που εντοπίστηκε στο πρανές της πλαγιάς, σε ελάχιστη απόσταση νότια από το λαξευμένο βράχο. Από το οικοδόμημα αυτό είναι ορατό τμήμα τοίχου, κατεύθυνσης Β-Ν, επιμελημένης κατασκευής, αποτελούμενο από διπλή σειρά ορθογώνιων λιθοπλίνθων κτισμένων κατά το ισοδομικό σύστημα.
Τα στοιχεία αυτά συγκλίνουν στην άποψη ότι η πτώση του βράχου συνέβη είτε πριν από τα ελληνιστικά χρόνια είτε την ίδια χρονική περίοδο κατά την οποία οικοδομήθηκε το παρακείμενο κτήριο. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν δυνατό να υποτεθεί ότι αιτία εγκατάλειψης αυτού του κτηρίου κατά την αρχαιότητα ήταν η κατολίσθηση του βράχου. Ωστόσο, χωρίς την απαραίτητη ανασκαφική έρευνα είναι αδύνατο να συναχθούν ασφαλή χρονολογικά συμπεράσματα.
«Μονή Ελληνικών»: Τμήμα βάσης συμπίεσης (ελαιοπιεστήριο)
Εντός της ιδιοκτησίας Ιωάννη Φιλιόπουλου, η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά της μονής Ελληνικών, σε υπερυψωμένο επίπεδο, εντοπίστηκε λίθινη βάση συμπίεσης.
Η βάση ήταν ενσωματωμένη σε δεύτερη χρήση σε σύγχρονη ξερολιθιά κατεύθυνσης από Β-Ν, που οριοθετεί την ανατολική πλευρά του αγροκτήματος. Είναι κάθετα τοποθετημένη, έτσι ώστε η άνω επιφάνειά της να είναι ορατή στην πρόσοψη του τοιχαρίου.
Η βάση είναι τετράγωνη, κατασκευασμένη από φαιόχρωμο ασβεστόλιθο. Η μία πλευρά, μήκους 1,12 μ., σώζεται ακέραιη, ενώ μερικώς σώζονται οι άλλες δύο πλευρές, μήκους 0,87 και 0,34 μ. αντίστοιχα. Η τέταρτη πλευρά στην οποία θα πρέπει να υπήρχε η αύλακα της εκροής του υγρού λείπει εντελώς. Επομένως, δε γνωρίζουμε αν υπήρχε προχοή στο μέσον της ελλείπουσας πλευράς ή αν το έλαιο που παραγόταν από τη συμπίεση του ελαιοκάρπου διοχετευόταν στο συλλεκτήρα μέσω μιας απλής αύλακας εκροής. Το πάχος της βάσης είναι 0,25 μ. Το κυκλικό τμήμα της βάσης, που περιβάλλεται από αύλακα πλάτους 0,06 μ. και βάθους 0,04-0,095 μ., έχει διάμετρο εσωτερική 0,76 μ. και εξωτερική 0,88 μ.
Σε όλη την περιφέρεια της κυκλικής αύλακας υπάρχουν κάθετες εγκοπές μικρού μήκους, αλλά αρκετού βάθους. Από τα αυλακώματα αυτά διευκολυνόταν η διάχυση του ελαιολάδου στην κυκλική αύλακα, κατά τη συμπίεση του ελαιοκάρπου, ο οποίος προηγουμένως είχε υποστεί σύνθλιψη.
Όπως είναι φανερό, το ελαιοπιεστήριο δε βρίσκεται στη θέση του, ενώ δεν υπάρχουν, επιφανειακά τουλάχιστον, ίχνη εγκατάστασης ελαιοτριβείου στο άμεσο περιβάλλον του. Ωστόσο, λόγω του μεγάλου βάρους, θα πρέπει να αποκλειστεί η μεταφορά του από μακρινή απόσταση, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί μόνο ως δομικό στοιχείο της σύγχρονης ξερολιθιάς.
Συνεπώς, η αναζήτηση του αρχαίου ελαιοτριβείου δε θα πρέπει να γίνει μακριά από την πεσμένη βάση συμπίεσης του ελαιοκάρπου. Η επιφανειακή έρευνα στο ευρύτερο περιβάλλον όπου κείτεται το ελαιοπιεστήριο έδωσε κεραμική Ελληνιστικών Χρόνων, από την οποία άλλωστε είναι κατάσπαρτη ολόκληρη η έκταση στην οποία εξαπλώνεται η αρχαία πόλη.
Ασκληπιείο Αρχαίας
Θουρίας: Θέση «Παναγίτσα»
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο χώρο του Ασκληπιείου της Αρχαίας Θουρίας (σημ. 20) (εικ. 12), στη θέση «Παναγίτσα» βρέθηκαν κατά καιρούς αποσπασματικά σωζόμενα λίθινα στοιχεία, χρησιμοποιημένα σε β΄ χρήση ως δομικό υλικό σε μεταγενέστερα πρόχειρα τοιχάρια. Ωστόσο, η κακή κατάσταση διατήρησης δεν επιτρέπει την ασφαλή ταύτισή τους με συγκεκριμένη εγκατάσταση επεξεργασίας ελαιοκάρπου. Σύμφωνα, άλλωστε, με τα ανασκαφικά δεδομένα είναι γνωστό ότι στο χώρο λειτουργούσε ληνός της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου (6ος-7ος αι.), στον οποίο θα μπορούσαν να αποδοθούν τα ευρεθέντα λίθινα εξαρτήματα που προέρχονται από εγκατάσταση κάποιου εργαστηρίου. Στον ίδιο χώρο, όπου εκτείνεται το αρχαίο ιερό, βρέθηκαν και μεγάλοι πήλινοι πίθοι, σύγχρονοι του ληνού, διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία, που προορίζονταν για την αποθήκευση υγρών ή στερεών αγαθών.
Η έως σήμερα απουσία λειψάνων αρχαίων ελαιουργικών εγκαταστάσεων στη Μεσσηνία είχε επισημανθεί από τους μελετητές ως ένα δυσερμήνευτο γεγονός και, μάλιστα, σε έναν τόπο κατεξοχήν ελαιοπαραγωγικό διαχρονικώς, τουλάχιστον από τη Μυκηναϊκή Εποχή έως σήμερα.
Τα στοιχεία που διαθέταμε για την επεξεργασία της ελιάς και για τις εγκαταστάσεις ελαιοτριβείων στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα ήταν ελάχιστα ή ανύπαρκτα και πιθανώς οφείλονταν στην απουσία επαρκών επιφανειακών ερευνών στους εκτεταμένους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής, οι περισσότεροι από τους οποίους παραμένουν άγνωστοι και ανασκαφικώς παντελώς ανεξερεύνητοι.
Τα κατάλοιπα των αρχαίων ελαιοτριβείων που εντοπίστηκαν στην αρχαία πόλη της Θουρίας αποτελούν τους πρώτους ασφαλείς μάρτυρες της ελαιοκαλλιέργειας και της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα.
Απομένει η ανασκαφική τεκμηρίωση των μαρτυριών που μας προσέφερε η επιφανειακή έρευνα του χώρου, με την προσδοκία της αποκάλυψης μιας ολοκληρωμένης εγκατάστασης ελαιοτριβείου στην αρχαία Θουρία.
Της Ξένης Αραπογιάννη
Δρος Αρχαιολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου