Η «Γεωργική πολιτική» του Καποδίστρια κατά τα έτη 1828-1830 (Στατιστικές παρατηρήσεις οικισμών επαρχίας Μεθώνης)
Νεανικό πορτρέτο του Καποδίστρια, Μητροπολιτικό Μέγαρο Κέρκυρας |
Η χρονική περίοδος 1828-1831 έχει ταυτιστεί με τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια και την προσπάθεια του για την σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Έτσι ευθύς αμέσως μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, δύο είναι τα άμεσα και επείγοντα προβλήματα που οφείλει να λύσει: το ζήτημα των προσφύγων και το ζήτημα του επισιτισμού των πληθυσμών, που αντιμετώπιζαν, μετά από επτά χρόνια ένοπλης εξέγερσης, το φάσμα της πείνας. Και τα δύο αυτά προβλήματα, ζωτικά όσο και επείγοντα στην αναζήτηση λύσης τους, θα αντιμετωπιστούν από τον Καποδίστρια μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων που του πρόσφερε η οικονομική πραγματικότητα της χώρας. Πιο πρωτότυπο στην αντιμετώπισή του το πρόβλημα του επισιτισμού, θα συνδυαστεί με μία καινοτομία, την εισαγωγή και διάδοση της πατατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Δύο είναι τα σημαντικά οφέλη στα οποία απόβλεπε η εισαγωγή μιας τέτοιας καινοτομίας: η δυνατότητα απασχόλησης πολλών εργατικών χεριών, προϋπόθεση απαραίτητη για την καλλιέργεια του προϊόντος αυτού και οι υψηλές στρεμματικές αποδόσεις, που μπορούσε κανείς να περιμένει και που θα επέτρεπαν την αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος των προσφυγικών πληθυσμών.
Παράλληλα, οι περίοδος αυτή ταυτίστηκε με την πρώτη προσπάθεια του Κυβερνήτη για συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων γύρω από τον ελληνικό πληθυσμό και τη γεωργία. Αξίζει βέβαια να αναφερθεί πως, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που μπορεί να εκφραστούν για την αξιοπιστία των στοιχείων που μας προσφέρουν, οι στατιστικές πληροφορίες δίνουν στοιχεία για τη γεωγραφία, τη δημογραφία και την οικονομία των περιοχών, που αποτέλεσαν τον πυρήνα του νεοελληνικού κράτους, τα οποία με την ομοιογένεια και εγχειρηματικότητά τους, επιτρέπουν την κατανόηση και ερμηνεία σημαντικών τομέων της ελληνικής κοινωνικής και οικονομικής ζωής, στις αρχές του αιώνα μας.
Επίσης, ο Καποδίστριας θέτει και το πρόβλημα του εποικισμού της ελληνικής υπαίθρου. Η αραίωση του πληθυσμού εξαιτίας των πολέμων αλλά και η διάθεση του Καποδίστρια να εισάγει νέες τεχνικές καλλιέργειες της γης, έδειχναν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την εγκατάσταση εποίκων από την Ιταλία, τη Γαλλία ή, τέλος, την Ελβετία, που θα προσέφεραν την εμπειρία τους και τις ικανότητές τους, όχι μόνο στην καλλιέργεια της γης, αλλά και στην κατεστραμμένη βιοτεχνία της χώρας. Σύντομα, ο Καποδίστριας θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις προθέσεις του αυτές, διαπιστώνοντας την εχθρότητα των γηγενών πληθυσμών απέναντι σε κάθε εποικισμό, ακόμα και προσφύγων, σε εδάφη που θεωρούσαν δικά τους. Η περίπτωση του εποικισμού προσφύγων κάτω από την καθοδήγηση του Αμερικανού φιλέλληνα γιατρού Howes είναι ενδεικτική ως προς το σημείο αυτό. Σε ανάλογες προτάσεις εξάλλου, που θα του κάνει ο στρατηγός Schneider, της Γαλλικής Εκστρατέιας του Μοριά, θα ανταποκριθεί με επιφύλαξη, διαπιστώνοντας πως δεν είναι δυνατόν να παραχωρηθούν Εθνικές γαίες σε ξένους εποίκους, τη στιγμή που παρέμενε άλυτο το πρόβλημα της διανομής των γαιών για τους γηγενείς πληθυσμούς.
Οι προσπάθειες για την καλλιέργεια της πατάτας, από τον Ιρλανδό Stevenson πρώτα, από τους Έλληνες διαδόχους του στην συνέχεια, οι απόπειρες για τον εποικισμό της χώρας, για τη δενδροφύτευση των διαφόρων περιοχών που είχαν καταστραφεί μετά την εισβολή των Αιγυπτιακών στρατευμάτων, η κατασκευή δρόμου στην Αίγινα, που επέτρεπε έτσι την απασχόληση των προσφύγων, επωφελή τόσο για τους ίδιους όσο και για την Κυβέρνηση, αποτελούν τα πρώτα μέτρα που παίρνει ο Καποδίστριας και που, σε γενικές γραμμές, συνδέονται με τη γεωργία. Την άνοιξη όμως του 1829, ο Καποδίστριας, κατά τη διάρκεια περιοδείας του διαπιστώνει πως παρά την αποκατάσταση της ασφάλειας, η γη εξακολουθεί να μένει χέρσα και τα προβλήματα των πληθυσμών οξύτατα.
Αν τα διάφορα μέτρα που πήρε αμέσως μετά την άφιξή του ο Καποδίστριας για τη γεωργία, είχαν ως πρόθεσή τους να λύσουν επείγοντα προβλήματα και να αποκαταστήσουν την ασφάλεια και την τάξη σε μια χώρα κατεστραμμένη από πολυετή πόλεμο, με την ίδρυση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, η πολιτική πρακτική του επιδιώκει να αποκτήσει ένα φορέα και τις προϋποθέσεις για μιαν συνέχεια και συνέπεια, που στα μάτια του ήταν ουσιώδους σημασίας και προτεραιότητας. Πρόκειται για μια σύλληψη, που σύμφωνα με τα σύγχρονα θεωρητικά τραπεζικά δεδομένα ήταν καταδικασμένη από τη γένεσή της. Αποτελούσε όμως μια μοναδική και ιδιαίτερα τολμηρή για την εποχή της προσπάθεια να κινητοποιηθεί και ανασυγκροτηθεί η οικονομία μιας χώρας μέσω ενός τραπεζικού ιδρύματος. Η Τράπεζα όμως δεν θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ιδρυτή της, οι ξένοι κεφαλαιούχοι, παρά τις μεσολαβήσεις του Εϋνάρδου θα φανούν αδιάφοροι, οι δε Έλληνες δύσπιστοι και συχνά, εχθρικοί. Οι εκκλήσεις του Καποδίστρια για ενίσχυση της τράπεζας, θα μείνουν αναπάντητες και οι προσπάθειές τους άκαρπες. Η Τράπεζα σύντομα θα μεταβληθεί σε ένα χρηματοδότη των ελλειμμάτων του δημοσίου και οι προοπτικές για τη χρηματοδότηση της γεωργίας, όπως εξάλλου και της ναυτιλίας ή του εμπορίου, θα παραμείνουν μόνο στις προθέσεις του Καποδίστρια.
Η αποτυχία, όμως, του εγχειρήματος της Τράπεζας δεν υπήρξε άσχετη από την αποτυχία της σύναψης ενός μεγάλου εξωτερικού δανείου, που, για τον Καποδίστρια, θα ήταν η μόνη λύση στην οικονομική ανέχεια της χώρας και στα δημοσιονομικά αδιέξοδα του κράτους. Η πολιτική των βοηθημάτων, που με συνέπεια ακολούθησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, δεν αποτελούσε τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια για τη διατήρηση υπό έλεγχο του Καποδιστριακού καθεστώτος. Στις οικονομικές αυτές διαθεσιμότητες ήταν προσαρμοσμένη και η πολιτική του Καποδίστρια. Οι δυνατότητες που είχε δεν ξεπερνούσαν τη διάθεση κάποιων οικονομικών ενισχύσεων στις περιοχές που είχαν πληγεί από την εισβολή των Αιγυπτίων ή σποραδικά μέτρα που έδιναν προσωρινές λύσεις σε επείγοντα προβλήματα.
Προκειμένου να ξεπεράσει τις προσωρινές λύσεις και να αντιμετωπίσει με ριζοσπαστικότερο τρόπο τα προβλήματα, το φθινόπωρο του 1829, ο Καποδίστριας θα θέσει το ζήτημα της αξιοποίησης εθνικών γαιών ως εγγύησης για την αύξηση του κεφαλαίου της Τράπεζας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε το ζήτημα της επωφελούς, για το δημόσιο, αξιοποίησης των εθνικών γαιών, δεν θα είναι φυσικά και η τελευταία, πολύ περισσότερο γιατί οι εθνικές γαίες αποτελούσαν το μόνο στοιχείο ενεργητικού, που είχε στη διάθεσή του το Ελληνικό κράτος και από το οποίο προσδοκούσε σημαντικά οφέλη, τόσο αυστηρά δημοσιονομικά όσο και γενικότερα οικονομικά. Η αξιοποίηση όμως των εθνικών γαιών, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο θα έφτανε κανείς σε αυτήν, όφειλε να ξεπεράσει εμπόδια πολύ πιο σοβαρά από την καλή θέληση του Καποδίστρια και των Κυβερνήσεών του. Ήδη, ο Καποδίστριας, επιθυμώντας να ενισχύει την προσπάθεια του γιατρού Howes, είχε ζητήσει από το Πανελλήνιο, τη διανομή 5000 στρεμμάτων Εθνικής Γης για τον εποικισμό των προσφύγων με τη βοήθεια των Αμερικανών φιλελλήνων. Αν και τελικά η γη αυτή θα δοθεί, η αντίδραση που συνάντησε ο Καποδίστριας από το Πανελλήνιο και οι έποικοι από τους κατοίκους της περιοχής ήταν τέτοια που τελικά η προσπάθεια θα εκφυλιστεί.
Λίγο αργότερα, οι προσπάθειες του Καποδίστρια να αξιοποιήσει εθνικές γαίες, χρησιμοποιώντας τις ως εγγυήσεις για την Τράπεζα θα συναντήσει την αντίδραση του Άγγλου αντιπρέσβυ. Οι αντιστάσεις εξάλλου, που ξεκινούσαν από εκείνους που διεκδικούσαν την οθωμανική πολιτική και οικονομική κληρονομιά δεν ήταν λιγότερο σκληρή και έντονη. Τα προβλήματα όμως δεν περιορίζονταν σε κάποιες αντιστάσεις, που θα έπρεπε να καμφθούν. Το ίδιο το περιεχόμενο των εθνικών γαιών, στα χρόνια του Καποδίστρια, παρέμενε αβέβαιο και θα μπορούσε να θεωρηθεί τελεσίδικα λυμένο, μόνο από την στιγμή, που θα προσδιοριζόταν επακριβώς το πολιτικό καθεστώς της χώρας. Τα προβλήματα αποζημίωσης των Οθωμανών ιδιοκτητών ή και του ίδιου του Οθωμανικού κράτους, ακόμη, εκκρεμούσαν και οι λύσεις, που κατά καιρούς επινοήθηκαν για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες αυτές, δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
Τέλος, απέμενε να διαπιστωθεί το τι αντιπροσώπευαν οι εθνικές γαίες, δηλαδή ποιες εκτάσεις ήταν εθνικές και ποιες όχι, ποια ήταν η έκταση των εθνικών γαιών, προβλήματα δυσεπίλυτα από την στιγμή που απουσίαζαν οι σχετικές κτηματολογικές πληροφορίες και οι τίτλο ιδιοκτησίας σπάνιζαν. Της ίδιας πρακτικής φύσης είναι και το πρόβλημα της ερμηνείας του οθωμανικού γαιοκτητικού δικαίου, εξαιτίας της αναντιστοιχίας του με το βυζαντινορωμαϊκό. Το πρόβλημα λοιπόν, ήταν αρκετό σύνθετο και κάθε πλευρά του, διπλωματική, πολιτική, νομική, οικονομική και δημοσιονομική δεν προσαρμοζόταν απαραίτητα και με τις υπόλοιπες.
Το ζήτημα της διανομής των εθνικών γαιών είναι αναμφίβολα ζήτημα πολιτικό και η επιλογή που προκρίνει τελικά ο Καποδίστριας είναι εκείνη που θα του επέτρεπε να εδραιώσει το πολιτικό καθεστώς του. Μέχρι τη στιγμή αυτή, ο Καποδίστριας έχει μιλήσει για διανομή της εθνικής γης, είτε σε σχέση με την ενδεχόμενη διάλυση των ρουμελιώτικων άτακτων στρατιωτικών σωμάτων, είτε για να μπορέσει να ενισχύσει το εποικιστικό έργο, δεν έχει όμως, σε καμιά περίπτωση, κάνει λόγο για διανομή γης στο σύνολο των ακτημόνων. Το 1830 όμως, η αντιπολίτευση εναντίον του έχει διαμορφωθεί και με την σειρά του, ο Καποδίστριας, αναζητά ουσιαστικά ερείσματα στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Το ζήτημα του δικαιώματος ψήφου αλλά και το γεγονός ότι αντλεί, ή πιστεύει ότι αντλεί, την πολιτική ισχύ του από τους αγροτικούς πληθυσμούς, αποτελεί το κίνητρο για την σχετική αναφορά που απευθύνεται στην Γερουσία. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου εξάλλου, ο Καποδίστριας προχωρεί στην σύσταση Στατιστικής Επιτροπής που θα συγκέντρωνε πληροφορίες, αναγκαίες για να τεθεί σε εφαρμογή η παράγραφος 2 του Δ ' Ψηφίσματος της Εθνοσυνέλευσης του Άργους. Το σχέδιο διανομής των εθνικών γαιών ήδη βρίσκεται διαμορφωμένο στο μυαλό του Καποδίστρια, αλλά οι δυνατότητες πραγματοποίησής του είναι περιορισμένες. Αυτό θα φανεί ιδιαίτερα στα προβλήματα αγοραπωλησιών των οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής και Εύβοιας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα προβλήματα που προκλήθηκαν κατά τη προσπάθεια εξαγοράς των γαιοκτησιών, είτε από ιδιώτες είτε από το Ελληνικό κράτος, απόδειξαν ότι το ζήτημα των εθνικών γαιών, ανήκει στα προβλήματα εκείνα που δεν λύνονται μόνο με καλές προθέσεις. Τα διάφορα σχήματα που θα προτείνει, διαδοχικά, ο Καποδίστριας, για την σύναψη δανείου με εγγύηση την οθωμανική ιδιοκτησία στις περιοχές αυτές, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η εκκένωση τους δεν θα τελεσφορήσουν. Η αβεβαιότητα για τη πολιτική κατάσταση του ελληνικού κράτους, αλλά και για τις δυνατότητες αξιοποίησης της εθνικής γης αποτέλεσαν ένα σημαντικό εμπόδιο στην κατεύθυνση αυτή.
Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται και οι προσπάθειες του Καποδίστρια για την συλλογή στατιστικών πληροφοριών γύρω από το πληθυσμό και τη γεωργία της χώρας. Οι πρώτες προσπάθειες ξεκινούν με την υποχρέωση του Καποδίστρια να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο των αντιπρέσβεων, θα επαναληφθούν με την προοπτική αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος και θα ολοκληρωθούν με την επιδίωξη να συγκεντρωθούν στατιστικά στοιχεία με προοπτική τη διανομή της εθνικής Γης.
Η προσπάθεια των Καποδιστριακών Κυβερνήσεων να συγκεντρώσουν στατιστικά στοιχεία, αποτελεί απόδειξη της πρόθεσης για μιαν ορθολογική αξιοποίηση των οικονομικών πόρων της χώρας, μα αποδεικνύουν ταυτόχρονα και την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να διεκπεραιώσει το έργο αυτό. Οι πληροφορίες που δίνονται, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές για τα προβλήματα συλλογής των στοιχείων και επί πλέον για τις αμφισβητήσεις στο προσδιορισμό ως εθνικών ή όχι ποικίλων εκτάσεων γης, τέλος, για τον αγώνα που διεξάγεται γύρω από την ιδιοποίηση της οθωμανικής γαιοκτησίας. Το ελληνικό κράτος στην γέννησή του επιδιώκει, να καταγράψει τον σημαντικότερο, έστω και δυνητικά, οικονομικό του πόρο, προσπαθώντας να τον προφυλάξει από σφετερισμούς και καταχρήσεις. Τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να μην επιβάλλουν τη χρησιμοποίηση και αξιοποίησή τους από τον ερευνητή.
Η ελληνική γεωργία της εποχής, δεν βρισκόταν στο σημείο μηδέν όπως συχνά έχει υποστηριχθεί. Αντίθετα είχε ένα σημαντικό παρελθόν πάνω στο οποίο αναβιώνει μετά την Επανάσταση. Η Καποδιστριακή περίοδος, αφήνει κάποια χνάρια ειλικρινών προσπαθειών στην Ελληνική ιστορία, το πιο πιθανό όμως είναι ότι δεν αφήνει τίποτε περισσότερο. Η γεωργική πολιτική του Κυβερνήτη ήταν μια πολιτική αντιμετώπισης επειγόντων προβλημάτων, και δεν ξεπέρασε ποτέ το πλαίσιο αυτό. Οι προσπάθειες του Καποδίστρια, να συγκροτήσει ένα πολιτειακό καθεστώς, προσαρμόστηκαν στο σχήμα αυτό και ακολούθησαν την ίδια μοίρα.
Στατιστικές παρατηρήσεις των οικισμών Κάτω Μηνάγια, Καλλιθέα και Χανδρινός, της επαρχίας Μεθώνης, κατά την περίοδο 1828-1830*
Χάρτης Ελλάδος, 1830 |
Μέτα την αποχώρηση του Ιμπραήμ Πασά, ύστερα από την παρέμβαση του Γαλλικού Εκστρατευτικού σώματος το 1828 στην Μεσσηνία, η περιοχές της επαρχίας Μεθώνης και του Ναβαρίνου βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση. Εκατοντάδες οικίες έχουν καταστραφεί, χιλιάδες δέντρα έχουν καεί και εκατοντάδες βοσκήματα έχουν υφαρπαχτεί. Η οικονομία της περιοχής βρίσκεται κατεστραμμένη μετά από μια επταετή εμπόλεμη περίοδο και ο πληθυσμός της δίνει ένα ύστατο αγώνα για επιβίωση.
Έτσι, η προσπάθεια του Καποδίστρια ξεκινάει από την ανάγκη καταγραφής τόσο του πληθυσμού όσο και των βασικών στοιχείων της αγροτικής οικονομίας. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα μελέτης που αποτυπώνει χαρακτηριστικά την εικόνα της αγροτικής οικονομίας της περιοχής αποτελούν οι οικισμοί Κάτω Μηνάγια, Καλλιθέα και Χανδρινός, της τότε επαρχίας Μεθώνης.
Ο οικισμός Κάτω Μηνάγια της επαρχίας Μεθώνης, σύμφωνα με τις στατιστικά στοιχεία που στάλθηκαν στον Καποδίστρια έχει 15 κατοικίες, όπου κατοικούν 6 οικογένειες με 26 κατοίκους. Σε σχέση με τα ζώα του οικισμού, καταγράφονται 114 ιδιόκτητα αγελαία ζώα, 6 αγροτικά ζώα και 10 φορτηγά ζώα. Τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν τη γη δείχνουν την ύπαρξη 100 στρεμμάτων, καλλιεργημένων ξερικών εθνικών κτημάτων. Επίσης, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν 200 στρέμματα, ποτιστικά ακαλλιέργητα εθνικά κτήματα και αλλά 200 στρέμματα, ξερικά ακαλλιέργητα εθνικά κτήματα. Ακόμη ο κατάλογος δείχνει την ύπαρξη 1200 στρεμμάτων, πετρώδη εθνικά κτήματα.
Όσο αναφορά τα δέντρα του οικισμού, διαπιστώνουμε την ύπαρξη 30 ήμερων ελαιόδεντρων που χαρακτηρίζονται ως εθνικά. Επίσης υπάρχουν 250 άγρια εθνικά ελαιόδεντρα. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το γεγονός ότι καταγράφονται 2 εθνικοί κήποι, ενώ αποτυπώνονται ακόμη 12 εθνικές μουριές, 3 εθνικές συκιές, 4 εθνικές αμυγδαλιές και τέλος 5 διάφορα εθνικά δέντρα.
Στη συνέχεια, ο οικισμός Καλλιθέα (καταγεγραμμένος ως Μεμερεϊζη στα αρχεία) βάση των αρχείων διαθέτει 10 κατοικίες, όπου κατοικούν 10 οικογένειες με 43 κατοίκους. Σε σχέση με τα δέντρα του οικισμού αποτυπώνονται 10 εθνικές μουριές και 4 εθνικές συκιές.
Παράλληλα, ο οικισμός Χανδρινός (καταγεγραμμένος ως Χαλανδρινού στα αρχεία) σύμφωνα με τις στατιστικές παρατηρήσεις που στάλθηκαν στον Κυβερνήτη έχει 21 κατοικίες, όπου ζουν 22 οικογένειες με 95 κατοίκους. Σε σχέση με τα καταγεγραμμένα δέντρα του οικισμού, υπάρχουν 200 εθνικές μουριές, 16 εθνικές συκιές και 7 διάφορα εθνικά δέντρα.
Τα σπάνιο αυτό υλικό των στατιστικών παρατηρήσεων, των πρώτων μετά την ελληνική επανάσταση και την δημιουργία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μας δίνει μια σαφή εικόνα της αγροτικής οικονομίας της περιοχής, όπου το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων και των δέντρων κατείχαν Οθωμανοί στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια αποτέλεσαν την εθνική περιουσία του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Ακόμη αποτυπώνει με τον πιο σαφή τρόπο την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο γηγενής πληθυσμός της περιοχής αυτής και επιβεβαιώνει την άμεση ανάγκη για παραχώρηση εθνικών γαιών στους ακτήμονες γηγενείς πληθυσμούς, που ζουν κυριολεκτικά μέσα στην απόλυτη ένδεια και φτώχεια.
*{Οι στατιστικές πληροφορίες των ετών 1828, 1829 και 1830, προέρχονται από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας (Αρχείο Ι. Καποδίστρια, φακ. 397)}
*{Οι στατιστικές πληροφορίες των ετών 1828, 1829 και 1830, προέρχονται από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας (Αρχείο Ι. Καποδίστρια, φακ. 397)}
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου