Οι Μανιάτες στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και οι γραφές τους
21/10/2016
Κυλάει ο χρόνος πανάθεμά τον και όλα τα σβήνει και χάνονται και τίποτα δε μένει, παρά μόνο κάτι μικρές σημαιούλες, αφημένες στα παιδικά χέρια και στην ψυχή μας μέσα, να κυματίζουν στις εθνικές γιορτές, και όλο σε μπελάδες μάς βάζουν, γιατί άντε μετά να βρεις τ’ αχνάρια από το βηματισμό της ιστορίας, τα μεγάλα ονείρατα του γένους, τις κυκλώπειες μάχες, τα σημάδια στον τόπο σου, που όλο μικρότερος γίνεται και δεν τον γνωρίζεις.
Μικρές σημαιούλες μένουνε, μετά τις εθνικές γιορτές, τις παρελάσεις και τους δοξαστικούς μονολόγους και μετά τίποτε άλλο. Μόνο μια απέραντη σιωπή, που λιανίζει τον τόπο. Λες και ντροπή είναι να θυμηθούμε πάλι τις μάχες, τις νίκες, τις ήττες, να ξαναβρούμε τ’ αχνάρια από την πορεία του γένους, που λέγαμε. Γι’ αυτό και πάντα, μετά τις γιορτές και παρελάσεις, αναρωτιέσαι, αν άξιζε τούτος ο τόπος να μείνει έτσι, χωρίς μνήμη, χωρίς αντίλογο και κριτική, χωρίς την ύβρη που ταιριάζει στη σύλληψη της άρνησης, χαμένος μέσα στον εφησυχασμό και την άγνοια.
Για την επέτειο της ναυμαχίας του Ναυαρίνου λέω, που μας έβαλε πάλι στον πειρασμό να σκαλίσουμε πάλι τις παλιές γραφές, μήπως και θυμηθούμε...
Να θυμηθούμε, τότενες στην Επανάσταση, που ο Μπραΐμης με μιλιούνια πηγαινοερχότανε, από Νησί στην Καλαμάτα, καίγοντας και αφανίζοντας τον τόπο και τους ανθρώπους. Τότε που θεριά ανήμερα μένανε οι Μανιάτες ταμπουρωμένοι στη Βέργα τ’ Αλμυρού, με το Νικήτα Σταματελόπουλο και τους στρατηγούς Π. Μπαρμπατσώτη και Παν. Γεωργιτσάνο και παρακάτω στις Κιτριές ο Μούρτζινος, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Χριστέας, ο Καπετανάκης και οι κακαβούληδες.
Γιατί η Τουρκιά έξω από τη Βέργα, μαζεμένη ήτανε, με χιλιάδες πεζούς και καβαλαραίους, καιροφυλακτώντας να πατήσει την «Πόρτα της Μάνης», να περάσει τα σύνορα της Μάνης, να μπει μέσα να σφάξει.
Είκοσι τρεις του μήνα Οκτώβρη και είχε καθίσει ο ήλιος πέρα στα βουνά της Κορώνης. Η Ρώσικη φρεγάτα που ’τανε αραγμένη στον Αλμυρό, είχε από μέρες φύγει και κείνη η εγγλέζικη και το μπρίκι που ’τανε αραγμένα στις Κιτριές, από την προηγούμενη μέρα, είχανε σηκώσει άγκυρα για Ναυαρίνο. Ο Εγγλέζος τόχε πει καθαρά φεύγοντας, θα βαράγανε τον Ιμπραήμ.
Δειλινό ήτανε. Ο ήλιος μάτωνε ακόμα τη θάλασσα και τα βουνά πέρα στη Δύση, όταν ακούστηκαν μέχρι τις Κιτριές τα βαριά κανόνια που πέφτανε πέρα στο Ναυαρίνο και φαινόντουσαν καπνοί ν’ ανεβαίνουνε σκεπάζοντας το τοπίο, σημάδια πως τρανή μάχη γινότανε, πέρα στο Νιόκαστρο, στο Ναυαρίνο μέσα.
Ακούγανε τα κανόνια οι Μανιάτες, βλέπανε τις φωτιές, μπορεί να μυρίζανε και την μπαρούτη. Νιώθανε να τραντάζει ο τόπος μέχρι εκεί πέρα πάνω στα ταμπούρια τους, στα σωθικά τους μέσα και δεν τους χωρούσε ο τόπος και το φιλότιμο, νάναι εκεί καρφωμένοι πάνω στη Βέργα και τις Κιτριές, ακίνητοι να περιμένουνε.
Μένανε οι κακαβούληδες, εκεί πάνω στ’ Αρμυρό, άγριοι λιόντες να βλαστημάνε την τύχη τους τη μαύρη, που χάνανε τη μάχη και το πλιάτσικο. Και από κοντά τούς βρίζανε και οι γυναίκες, που λέγανε πως μια πηδηξιά ήτανε το Ναυαρίνο. Να φύγουνε πρέπει, να πάνε εκεί να πολεμήσουνε και ταχιά να γυρίσουνε πίσω στη Βέργα να ξαναπιάσουνε τα ταμπούρια, όσο νάναι προλαβαίνανε…
Βρίζανε οι Μανιάτες, σκούζανε οι γυναίκες φέρνοντας προσφάγι στους μαχητές, και όλοι κοιτάζανε προς τη Ναυαρίνου μεριά που καιγότανε. Μόνο στην αυλή του πύργου του Τζανετάκη Κoυτήφαρη στις Κιτριές, λίγο μέσα από την τοξοειδή πύλη, προς τη μεριά πούναι το εκκλησάκι του Άγιου Κωνσταντίνου, κανείς δεν μίλαγε. Εκεί καθόντουσαν τρεις κεφαλές της μανιατουριάς, να σκεφτούνε, να γράψουνε τις γραφές, να φτιάξουνε τακτικές πολεμικές για τον Αγώνα. Ήταν ο Μούρτζινος, ο Χριστέας και ο Καπετανάκης με τους γραμματικούς, και φτιάχνανε γραφές να στείλουνε στον Κολοκοτρώνη και ιστορούσανε όσα ακούγανε και βλέπανε να γίνονται πέρα στο Ναυαρίνο και γράφανε ότι:
«Εξοχώτατον Γέρο Κολοκοτρώνη, Δια του παρόντος σε ειδοποιούμεν ότι ο καπετάν Άμιλτον όστις ευρίσκεται ενταύθα και μία ρωσική φρεγάτα δια την προφύλαξιν της ενταύθα θέσεως, ανεχώρησαν χθες εσπέρας εις μίαν η ώραν... Όθεν σήμερον προς το δειλινόν, ως αυτοί έλεγον, ακούομεν και εκροτήθη πόλεμος προς τα εκείσε, ώστε οπού νους ανθρώπου δεν ημπορεί να μετρήση τον κανονιοβολισμόν αυτού και όχι να τον μετρήση αλλά ούτε να αισθανθή τα όσα κανόνια ρίπτονται το μινούτο, πράγματα αδελφέ, ζωηρά και αναμφίβολα πλέον, ότι αι τρεις δυνάμεις μας υπερασπίζονται και αναφανδόν μας βοηθούν. Δια σου γνωστοποιούμεν και επομένως σου λέγομεν, ότι... και αν το εγκρίνετε εύλογον να συγκεντρωθεί στρατόπεδον πλησίον των φρουρίων, όπου ήδη οι εχθροί σκοτισμένοι, δια να κακοποιήσωμεν αυτούς. Προς τούτοις μετά το κάθισμα του ηλίου ακούομεν τους βρόντους των τζεπχανέδων οίτινες παίρνουν φωτιά, μάλιστα βλέπομεν και τους καπνούς αυτών, όπου είναι μέχρι τούδε επέκεινα των δέκα. Ας δοξάσωμεν λοιπόν αδελφέ, τον Ύψιστον εκ βάθους Ψυχής, διότι είδαμεν πράγματα, τα οποία δεν ελπίζαμεν ποτέ. Εσπέρας μίαν ώραν της νυκτός. 9 Οκτωβρίου 1827 εκ του Αλμυρού. Οι αδελφοί. Διονύσιος Μούρτζινος, Νικολάκης Χριστέας, Παναγιώτης Καπετανάκης»
Τέτοια γράφανε στο γέρο Κολοκοτρώνη οι αρχηγοί και μετά, κοιτάξανε να δασκαλέψουνε τους Μανιάτες, μην τους πιάσει παλαβομάρα και τρέχουνε στο Ναυαρίνο. Γι’ αυτό αρχίσανε μαζί με το Νικηταρά να τους λένε λόγια, να τους κρατήσουνε στα ταμπούρια. Τίποτα όμως δεν γινότανε. Να φύγουνε ’θελαν οι κακαβούληδες, να μπούνε στη μάχη, να κόψουνε Τούρκους, να πάρουνε το μερτικό του στο πλιάτσικο και από πάνω σκούζανε και οι γυναίκες και τους βρίζανε ότι κιοτέψανε, και να ντρέπονται πρέπει, που μια πηδηξιά κοντά τους γινότανε μάχη και δεν παγαίνανε, και όλο τους λέγανε να φύγουν και τη Βέργα θα τη κρατήσουνε αυτές μονάχες τους με τα δρεπάνια. Να φύγουνε, λέγανε και προκάνουνε να γυρίσουνε πίσω…
Κάτσανε οι αρχηγοί, το μελετήσανε και πήρανε την απόφαση, να αρματώσουνε μια γολέτα που ’χανε κει στη Κιτριές, να φύγει για Ναυαρίνο να μπει στη μάχη με σηκωμένες σημαίες, να δούνε όλοι πως οι Μανιάτες είναι εκεί, τρέξανε και δεν λείψανε από τη μάχη, νάχουνε το μερτικό τους στη νίκη, τα λάφυρα και την περηφάνια.
Φτιάξανε ακόμα και μια γραφή να στείλουνε, να χαιρετήσουνε τους Ναυάρχους και τη νίκη που θα φέρνανε, και να τους θυμίσουνε πως είναι εκεί οι Μανιάτες μαζί τους και πολεμάνε και να τους δώσουνε τη θέση στη μάχη που ξέρανε.
Τσακωθήκανε οι Μανιάτες, ποιος θα πρωτομπεί στη γολέτα. Και πήρε την γραφή ο Λιάς ο Μαυρομιχάλης, που Διομήδη τον λέγανε, και μπήκε στη γολέτα μαζί με δεκαπέντε ακόμα Μανιάτες, που χωράγανε. Σηκώσανε πανιά και τραβήξανε ταχιά για το Ναυαρίνο.
Φτάσανε και μπήκανε μες στις φωτιές και τα κανόνια, καμαρωτοί - καμαρωτοί, βρίζοντας και φοβερίζοντας με τις αγριοφωνάρες τους, να τους ακούσουνε όλοι, με τη σημαία τους να κυματίζει ψηλά στο κατάρτι και ρίχνανε με τα κουμπούρια τους και ένα κανονάκι που ’χανε στα τούρκικα πλοία και μετά γραμμή βάλανε για την εγγλέζικη ναυαρχίδα, να δώσουνε την επιστολή των αρχηγών τους στο Ναύαρχο.
Τους είδανε οι Εγγλέζοι μες στους καπνούς και τις φωτιές και τα χάσανε. Δεν ξέρανε, αλλά αυτοί οι μαυριδεροί μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές ήταν ξακουστοί για την παλικαριά τους. Τους ξέρανε καλά οι Φράγκοι και τους σεβόντουσαν και τους πληρώνανε μιστούς να πολεμάνε μαζί τους. Γι’ αυτό με σεβασμό πήραν την επιστολή των Μανιατών, διαβάσανε και γράψανε να φέρουνε οι Μανιάτες αυτή την απάντηση, στους αρχηγούς τους πίσω.
«Προς τους κυρίους καπεταναίους Διονύσιον Μούρτζινον, Αντώνιον Μαυρομιχάλην, Νικήτα Σταματελόπουλον και λοιπούς.
Κύριοι
Ελάβομεν το προς ημάς διευθυνθέν γράμμα σας περί της κατά το Νεοκάστρον νίκης. Αυτή η νίκη έγινεν κατά των Τούρκων αρχηγών, την οποίαν επέσυρε κατ’ αυτών η απιστία, η ισχυρογνωμοσύνη, και η τολμηρά εγχειρισίς των κατά των συμμαχικών δυνάμεων. Επιθυμούμεν, κύριοι, ώστε η φθορά των θαλασσίων δυνάμεων, αίτινες σας επολιόρκουν, να συμβάλη με τρόπον αποφασιστικόν εις την τύχην της πατρίδος σας, και εμπνέουσα σας πάσαν εμπιστοσύνην εις τας αποφάσεις της θείας προνοίας να σας αποκασταστήση επιμελεστέρους εις τα χρέη σας, ομοφωνεστέρους προς αλλήλους και τέλος αξίους των μερίμνων και της υπολήψεως των εξευγενισμένων εθνών.
11(23) οκτωβρ. 1827 εκ του λιμένος του νεοκάστρου.
Εδ. Κόδριγκτων, Κ Αϊδην, Δεριγνής»
Σημειώσεις
1.- Ο λιμιώνας των Κιτριών, στη διάρκεια της Επανάστασης, χτυπήθηκε ανηλεώς από τους Τούρκους. Στις 20 Ιουνίου βομβαρδίστηκε από τον Ιμπραήμ και χτυπήθηκε και πάλι στις 8 Οκτωβρίου 1826 και μετά πάλι στις 26 Ιουλίου 1827 από το στόλο του Ιμπραήμ, με περισσότερους από 770 κανoνιoβoλισμoύς
2. Την επιστολή προς τον Κολοκοτρώνη δημοσίευσε ο Σωκράτης Κουγέας μαζί με άλλη επιστολή του Νικηταρά «...Δεν αμφιβάλλω ότι επληροφορήθητε την μάχην... ήτις ηκολούθησεν εχθές το δειλινόν και μέχρι τούδε δεν έπαυσεν και ελπίζομεν ότι ο στόλος του εχθρού να επήρεν τέλος...»
3. Η γολέτα είναι ιστιοφόρο, δηλαδή ένα απλό καραβόσκαρο με «ιστόν μέγαν»
4. Η παρουσία των Μανιατών είναι η μονή καταγραμμένη παρουσία Ελλήνων μαχητών στη ναυμαχία του Ναυαρίνου
5. Η επιστολή των τριών ναυάρχων προς στους Μανιάτες μένει αγνοημένη, από τους επίσημους ιστορικούς χαρτογιακάδες του κράτους των Αθηνών
6. Προκαλεί θλίψη, που δε συμμετέχουν οι Μανιάτες επίσημα στην κάθε χρόνο οργανωμένη εκδήλωση για τη ναυμαχία στην Πύλο
7. Οι Μανιάτες, όχι μόνο έπρεπε να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις, αλλά και μια μανιάτικη γολέτα έπρεπε να φέρνει την επιστολή των τριών ναυάρχων στην Πύλο, να την παίρνουν οι Μανιάτες και άλλοι λαϊκοί, να την κολλάνε πάνω στα πλοία και πάνω στους τοίχους, στα μαγαζιά της αγοράς, και να τη διαβάζουν ακατάπαυστα, φωνάζοντας έξω στο μεγάλο πλάτανο της πλατείας, μήπως και αρχίσουμε να ντρεπόμαστε για τη λεγομένη «μερική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας» που λένε χαμογελώντας οι πολιτικοί μας.
Του Δημητρίου Ν. Ζέρβα
Δικηγόρου
Μικρές σημαιούλες μένουνε, μετά τις εθνικές γιορτές, τις παρελάσεις και τους δοξαστικούς μονολόγους και μετά τίποτε άλλο. Μόνο μια απέραντη σιωπή, που λιανίζει τον τόπο. Λες και ντροπή είναι να θυμηθούμε πάλι τις μάχες, τις νίκες, τις ήττες, να ξαναβρούμε τ’ αχνάρια από την πορεία του γένους, που λέγαμε. Γι’ αυτό και πάντα, μετά τις γιορτές και παρελάσεις, αναρωτιέσαι, αν άξιζε τούτος ο τόπος να μείνει έτσι, χωρίς μνήμη, χωρίς αντίλογο και κριτική, χωρίς την ύβρη που ταιριάζει στη σύλληψη της άρνησης, χαμένος μέσα στον εφησυχασμό και την άγνοια.
Για την επέτειο της ναυμαχίας του Ναυαρίνου λέω, που μας έβαλε πάλι στον πειρασμό να σκαλίσουμε πάλι τις παλιές γραφές, μήπως και θυμηθούμε...
Να θυμηθούμε, τότενες στην Επανάσταση, που ο Μπραΐμης με μιλιούνια πηγαινοερχότανε, από Νησί στην Καλαμάτα, καίγοντας και αφανίζοντας τον τόπο και τους ανθρώπους. Τότε που θεριά ανήμερα μένανε οι Μανιάτες ταμπουρωμένοι στη Βέργα τ’ Αλμυρού, με το Νικήτα Σταματελόπουλο και τους στρατηγούς Π. Μπαρμπατσώτη και Παν. Γεωργιτσάνο και παρακάτω στις Κιτριές ο Μούρτζινος, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Χριστέας, ο Καπετανάκης και οι κακαβούληδες.
Γιατί η Τουρκιά έξω από τη Βέργα, μαζεμένη ήτανε, με χιλιάδες πεζούς και καβαλαραίους, καιροφυλακτώντας να πατήσει την «Πόρτα της Μάνης», να περάσει τα σύνορα της Μάνης, να μπει μέσα να σφάξει.
Είκοσι τρεις του μήνα Οκτώβρη και είχε καθίσει ο ήλιος πέρα στα βουνά της Κορώνης. Η Ρώσικη φρεγάτα που ’τανε αραγμένη στον Αλμυρό, είχε από μέρες φύγει και κείνη η εγγλέζικη και το μπρίκι που ’τανε αραγμένα στις Κιτριές, από την προηγούμενη μέρα, είχανε σηκώσει άγκυρα για Ναυαρίνο. Ο Εγγλέζος τόχε πει καθαρά φεύγοντας, θα βαράγανε τον Ιμπραήμ.
Δειλινό ήτανε. Ο ήλιος μάτωνε ακόμα τη θάλασσα και τα βουνά πέρα στη Δύση, όταν ακούστηκαν μέχρι τις Κιτριές τα βαριά κανόνια που πέφτανε πέρα στο Ναυαρίνο και φαινόντουσαν καπνοί ν’ ανεβαίνουνε σκεπάζοντας το τοπίο, σημάδια πως τρανή μάχη γινότανε, πέρα στο Νιόκαστρο, στο Ναυαρίνο μέσα.
Ακούγανε τα κανόνια οι Μανιάτες, βλέπανε τις φωτιές, μπορεί να μυρίζανε και την μπαρούτη. Νιώθανε να τραντάζει ο τόπος μέχρι εκεί πέρα πάνω στα ταμπούρια τους, στα σωθικά τους μέσα και δεν τους χωρούσε ο τόπος και το φιλότιμο, νάναι εκεί καρφωμένοι πάνω στη Βέργα και τις Κιτριές, ακίνητοι να περιμένουνε.
Μένανε οι κακαβούληδες, εκεί πάνω στ’ Αρμυρό, άγριοι λιόντες να βλαστημάνε την τύχη τους τη μαύρη, που χάνανε τη μάχη και το πλιάτσικο. Και από κοντά τούς βρίζανε και οι γυναίκες, που λέγανε πως μια πηδηξιά ήτανε το Ναυαρίνο. Να φύγουνε πρέπει, να πάνε εκεί να πολεμήσουνε και ταχιά να γυρίσουνε πίσω στη Βέργα να ξαναπιάσουνε τα ταμπούρια, όσο νάναι προλαβαίνανε…
Βρίζανε οι Μανιάτες, σκούζανε οι γυναίκες φέρνοντας προσφάγι στους μαχητές, και όλοι κοιτάζανε προς τη Ναυαρίνου μεριά που καιγότανε. Μόνο στην αυλή του πύργου του Τζανετάκη Κoυτήφαρη στις Κιτριές, λίγο μέσα από την τοξοειδή πύλη, προς τη μεριά πούναι το εκκλησάκι του Άγιου Κωνσταντίνου, κανείς δεν μίλαγε. Εκεί καθόντουσαν τρεις κεφαλές της μανιατουριάς, να σκεφτούνε, να γράψουνε τις γραφές, να φτιάξουνε τακτικές πολεμικές για τον Αγώνα. Ήταν ο Μούρτζινος, ο Χριστέας και ο Καπετανάκης με τους γραμματικούς, και φτιάχνανε γραφές να στείλουνε στον Κολοκοτρώνη και ιστορούσανε όσα ακούγανε και βλέπανε να γίνονται πέρα στο Ναυαρίνο και γράφανε ότι:
«Εξοχώτατον Γέρο Κολοκοτρώνη, Δια του παρόντος σε ειδοποιούμεν ότι ο καπετάν Άμιλτον όστις ευρίσκεται ενταύθα και μία ρωσική φρεγάτα δια την προφύλαξιν της ενταύθα θέσεως, ανεχώρησαν χθες εσπέρας εις μίαν η ώραν... Όθεν σήμερον προς το δειλινόν, ως αυτοί έλεγον, ακούομεν και εκροτήθη πόλεμος προς τα εκείσε, ώστε οπού νους ανθρώπου δεν ημπορεί να μετρήση τον κανονιοβολισμόν αυτού και όχι να τον μετρήση αλλά ούτε να αισθανθή τα όσα κανόνια ρίπτονται το μινούτο, πράγματα αδελφέ, ζωηρά και αναμφίβολα πλέον, ότι αι τρεις δυνάμεις μας υπερασπίζονται και αναφανδόν μας βοηθούν. Δια σου γνωστοποιούμεν και επομένως σου λέγομεν, ότι... και αν το εγκρίνετε εύλογον να συγκεντρωθεί στρατόπεδον πλησίον των φρουρίων, όπου ήδη οι εχθροί σκοτισμένοι, δια να κακοποιήσωμεν αυτούς. Προς τούτοις μετά το κάθισμα του ηλίου ακούομεν τους βρόντους των τζεπχανέδων οίτινες παίρνουν φωτιά, μάλιστα βλέπομεν και τους καπνούς αυτών, όπου είναι μέχρι τούδε επέκεινα των δέκα. Ας δοξάσωμεν λοιπόν αδελφέ, τον Ύψιστον εκ βάθους Ψυχής, διότι είδαμεν πράγματα, τα οποία δεν ελπίζαμεν ποτέ. Εσπέρας μίαν ώραν της νυκτός. 9 Οκτωβρίου 1827 εκ του Αλμυρού. Οι αδελφοί. Διονύσιος Μούρτζινος, Νικολάκης Χριστέας, Παναγιώτης Καπετανάκης»
Τέτοια γράφανε στο γέρο Κολοκοτρώνη οι αρχηγοί και μετά, κοιτάξανε να δασκαλέψουνε τους Μανιάτες, μην τους πιάσει παλαβομάρα και τρέχουνε στο Ναυαρίνο. Γι’ αυτό αρχίσανε μαζί με το Νικηταρά να τους λένε λόγια, να τους κρατήσουνε στα ταμπούρια. Τίποτα όμως δεν γινότανε. Να φύγουνε ’θελαν οι κακαβούληδες, να μπούνε στη μάχη, να κόψουνε Τούρκους, να πάρουνε το μερτικό του στο πλιάτσικο και από πάνω σκούζανε και οι γυναίκες και τους βρίζανε ότι κιοτέψανε, και να ντρέπονται πρέπει, που μια πηδηξιά κοντά τους γινότανε μάχη και δεν παγαίνανε, και όλο τους λέγανε να φύγουν και τη Βέργα θα τη κρατήσουνε αυτές μονάχες τους με τα δρεπάνια. Να φύγουνε, λέγανε και προκάνουνε να γυρίσουνε πίσω…
Κάτσανε οι αρχηγοί, το μελετήσανε και πήρανε την απόφαση, να αρματώσουνε μια γολέτα που ’χανε κει στη Κιτριές, να φύγει για Ναυαρίνο να μπει στη μάχη με σηκωμένες σημαίες, να δούνε όλοι πως οι Μανιάτες είναι εκεί, τρέξανε και δεν λείψανε από τη μάχη, νάχουνε το μερτικό τους στη νίκη, τα λάφυρα και την περηφάνια.
Φτιάξανε ακόμα και μια γραφή να στείλουνε, να χαιρετήσουνε τους Ναυάρχους και τη νίκη που θα φέρνανε, και να τους θυμίσουνε πως είναι εκεί οι Μανιάτες μαζί τους και πολεμάνε και να τους δώσουνε τη θέση στη μάχη που ξέρανε.
Τσακωθήκανε οι Μανιάτες, ποιος θα πρωτομπεί στη γολέτα. Και πήρε την γραφή ο Λιάς ο Μαυρομιχάλης, που Διομήδη τον λέγανε, και μπήκε στη γολέτα μαζί με δεκαπέντε ακόμα Μανιάτες, που χωράγανε. Σηκώσανε πανιά και τραβήξανε ταχιά για το Ναυαρίνο.
Φτάσανε και μπήκανε μες στις φωτιές και τα κανόνια, καμαρωτοί - καμαρωτοί, βρίζοντας και φοβερίζοντας με τις αγριοφωνάρες τους, να τους ακούσουνε όλοι, με τη σημαία τους να κυματίζει ψηλά στο κατάρτι και ρίχνανε με τα κουμπούρια τους και ένα κανονάκι που ’χανε στα τούρκικα πλοία και μετά γραμμή βάλανε για την εγγλέζικη ναυαρχίδα, να δώσουνε την επιστολή των αρχηγών τους στο Ναύαρχο.
Τους είδανε οι Εγγλέζοι μες στους καπνούς και τις φωτιές και τα χάσανε. Δεν ξέρανε, αλλά αυτοί οι μαυριδεροί μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές ήταν ξακουστοί για την παλικαριά τους. Τους ξέρανε καλά οι Φράγκοι και τους σεβόντουσαν και τους πληρώνανε μιστούς να πολεμάνε μαζί τους. Γι’ αυτό με σεβασμό πήραν την επιστολή των Μανιατών, διαβάσανε και γράψανε να φέρουνε οι Μανιάτες αυτή την απάντηση, στους αρχηγούς τους πίσω.
«Προς τους κυρίους καπεταναίους Διονύσιον Μούρτζινον, Αντώνιον Μαυρομιχάλην, Νικήτα Σταματελόπουλον και λοιπούς.
Κύριοι
Ελάβομεν το προς ημάς διευθυνθέν γράμμα σας περί της κατά το Νεοκάστρον νίκης. Αυτή η νίκη έγινεν κατά των Τούρκων αρχηγών, την οποίαν επέσυρε κατ’ αυτών η απιστία, η ισχυρογνωμοσύνη, και η τολμηρά εγχειρισίς των κατά των συμμαχικών δυνάμεων. Επιθυμούμεν, κύριοι, ώστε η φθορά των θαλασσίων δυνάμεων, αίτινες σας επολιόρκουν, να συμβάλη με τρόπον αποφασιστικόν εις την τύχην της πατρίδος σας, και εμπνέουσα σας πάσαν εμπιστοσύνην εις τας αποφάσεις της θείας προνοίας να σας αποκασταστήση επιμελεστέρους εις τα χρέη σας, ομοφωνεστέρους προς αλλήλους και τέλος αξίους των μερίμνων και της υπολήψεως των εξευγενισμένων εθνών.
11(23) οκτωβρ. 1827 εκ του λιμένος του νεοκάστρου.
Εδ. Κόδριγκτων, Κ Αϊδην, Δεριγνής»
Σημειώσεις
1.- Ο λιμιώνας των Κιτριών, στη διάρκεια της Επανάστασης, χτυπήθηκε ανηλεώς από τους Τούρκους. Στις 20 Ιουνίου βομβαρδίστηκε από τον Ιμπραήμ και χτυπήθηκε και πάλι στις 8 Οκτωβρίου 1826 και μετά πάλι στις 26 Ιουλίου 1827 από το στόλο του Ιμπραήμ, με περισσότερους από 770 κανoνιoβoλισμoύς
2. Την επιστολή προς τον Κολοκοτρώνη δημοσίευσε ο Σωκράτης Κουγέας μαζί με άλλη επιστολή του Νικηταρά «...Δεν αμφιβάλλω ότι επληροφορήθητε την μάχην... ήτις ηκολούθησεν εχθές το δειλινόν και μέχρι τούδε δεν έπαυσεν και ελπίζομεν ότι ο στόλος του εχθρού να επήρεν τέλος...»
3. Η γολέτα είναι ιστιοφόρο, δηλαδή ένα απλό καραβόσκαρο με «ιστόν μέγαν»
4. Η παρουσία των Μανιατών είναι η μονή καταγραμμένη παρουσία Ελλήνων μαχητών στη ναυμαχία του Ναυαρίνου
5. Η επιστολή των τριών ναυάρχων προς στους Μανιάτες μένει αγνοημένη, από τους επίσημους ιστορικούς χαρτογιακάδες του κράτους των Αθηνών
6. Προκαλεί θλίψη, που δε συμμετέχουν οι Μανιάτες επίσημα στην κάθε χρόνο οργανωμένη εκδήλωση για τη ναυμαχία στην Πύλο
7. Οι Μανιάτες, όχι μόνο έπρεπε να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις, αλλά και μια μανιάτικη γολέτα έπρεπε να φέρνει την επιστολή των τριών ναυάρχων στην Πύλο, να την παίρνουν οι Μανιάτες και άλλοι λαϊκοί, να την κολλάνε πάνω στα πλοία και πάνω στους τοίχους, στα μαγαζιά της αγοράς, και να τη διαβάζουν ακατάπαυστα, φωνάζοντας έξω στο μεγάλο πλάτανο της πλατείας, μήπως και αρχίσουμε να ντρεπόμαστε για τη λεγομένη «μερική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας» που λένε χαμογελώντας οι πολιτικοί μας.
Του Δημητρίου Ν. Ζέρβα
Δικηγόρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου