Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Ο Γάλλος δημοσιογράφος και φιλέλληνας Rene Puaux, η νήσος Isla Navarino στην Χιλή και η ναυμαχία του Ναβαρίνου

 Ο Γάλλος δημοσιογράφος και φιλέλληνας Ρενέ Πυώ, γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1878 στο Μοντιβιλιέρ, κοντά στην περιοχή της Χάβρης. Ήταν γιος και εγγονός παστόρων. Υπήρξε παντρεμένος με τρία παιδιά και έφυγε από τη ζωή μόλις στα 58 έτη.



Πραγματοποίησε κλασσικές σπουδές στο Ecole Alsacienne και στη Σορβόννη και αγάπησε την αρχαία και νεότερη Ελλάδα. Η λογοτεχνία και η στιχουργία τον γοήτευσαν από τη νεανική του ηλικία. Από 25 ετών και μέχρι το τέλος της ζωής του, δούλεψε ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας «Χρόνος – Le Temps» και το 1928 ανέλαβε τη θέση του διευθυντή Τύπου για την εξωτερική πολιτική.


Ο Ρενέ Πυώ ταξιδεύει στην Πύλο και γράφει στο βιβλίο του «Ελλάδα, γη αγαπημένη των Θεών»: «Ο δρόμος περνά κάτω από σκιερές ελιές και ευκαλύπτους, διασχίζει πλούσιες καλλιέργειες. Αριστερά η ωχρή,ψηλή κορυφογραμμή των βουνών της Μεσσηνίας. Δεξιά, κατά διαστήματα, το βαθύ πράσινο του Ιονίου.Το τοπίο είναι μεγαλειώδες….για ονειροπόλους, φίλους της ηρεμίας και των μεγάλων οριζόντων.»


Ο δημοσιογράφος άρχισε να συλλέγει έργα με κύριο θέμα τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821. Συγκέντρωσε χάρτες, πιστόλια, ξίφη, πορτραίτα, λιθογραφίες, χαλκογραφίες, πιάτα, μετάλλια, χειρόγραφα και επιστολές με θέμα τη Ναυμαχία του Ναβαρίνο και την Ελληνική Επανάσταση. Επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1930 απευθύνθηκε σε ξένες εφημερίδες της εποχής και ζήτησε από τους απογόνους των ηρώων της Ναυμαχίας να του στείλουν κειμήλια που έχουν στην κατοχή τους, με τελικό προορισμό ένα Μουσείο στην Πύλο. Το δημοτικό συμβούλιο της Πύλου έχοντας πληροφορηθεί τις ενέργειες του αυτές τον ανακήρυξε δημότη της πόλης και προέβη σε ορισμένες ενέργειες προς την επίτευξη της δημιουργίας χώρου φιλοξενίας των κειμηλίων.

Το 1935 ο Πυώ διοργάνωσε στο Παρίσι έκθεση με τίτλο «Ο Φιλελληνισμός- Συλλογή Ρενέ Πυώ» με σκοπό να παρουσιάσει τη δωρεά του προς τους Έλληνες και να συγκεντρώσει χρήματα για τη δημιουργία του Μουσείου στην Πύλο. Στα εγκαίνια της έκθεσης στο Γεωγραφικό Ινστιτούτο παρευρέθηκαν εξέχουσες προσωπικότητες και πολλές ξένες και ελληνικές εφημερίδες αναφέρθηκαν στο γεγονός. Μετά την έκθεση μεγάλο μέρος της συλλογής φιλοξενήθηκε στο ελληνικό περίπτερο της πανεπιστημιούπολης στο Παρίσι και ορισμένα αντικείμενα στην κατοικία του δημοσιογράφου. Το 1937 μετά το θάνατο του, η σύζυγός του παρέδωσε στο ελληνικό κράτος τα αντικείμενα που είχε στην κατοχή του.

Αρκετά χρόνια αργότερα, με την συμβολή του Πύλιου ομογενή Χρήστου Αντωνόπουλου το 1958 εκτίθεται αρχικά στο νέο αρχαιολογικό  μουσείο της Πυλου, ενώ το 1993 στην συνέχεια η  συλλογή εκτίθεται στο ισόγειο κτήριο του Μαιζωνος στο Νιοκαστρο  και το 2012 με τις  ενέργειες του δήμου Πύλου και των ελληνικών κυβερνήσεων, η έκθεση του Ρενέ Πυώ, βρήκε τελική στέγη στο αρχοντικό του Κωστή Τσικλητήρα, Ολυμπιονίκη του Λονδίνου 1908 και της Στοκχόλμης 1912. Ο Πυώ είχε γράψει πολλά βιβλία, όπως το βιβλίο με τίτλο «Ελλάδα, γη αγαπημένη των θεών» το 1932.

Μέσα από τις δημοσιογραφικές του έρευνες και ανταποκρίσεις ο Πυώ διαμόρφωσε την άποψη ότι η ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 20 Οκτωβρίου 1927 έκρινε σε μεγάλο βαθμό την τύχη του Ελληνικού Αγώνα για ανεξαρτησία και για αυτό συνέλεξε μεγάλο βαθμό έργων που αναπαριστούσαν τη Ναυμαχία και επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή της Πύλου.

Στους πανηγυρικούς εορτασμούς της Εκατονταετηρίδος, στα 1930,(τότε ήταν έτοιμο το μνημείο τριών ναυάρχων, όπου έγιναν και τα εγκαίνια)   η ελληνική κυβέρνηση προσκάλεσε τον Πιό, ο οποίος με την ευκαιρία επισκέφθηκε την Πύλο, από τον «δρόμο που περνά κάτω από σκιερές ελιές και ευκαλύπτους και διασχίζει πλούσιες καλλιέργειες. Αριστερά η ωχρή, ψηλή κορυφογραμμή των βουνών της Μεσσηνίας και δεξιά, κατά διαστήματα, το βαθύ πράσινο του Ιονίου.
Το τοπίο είναι μεγαλειώδες και εντυπωσιάζει τους ονειροπόλους ταξιδιώτες, τους εραστές της ηρεμίας και των μεγάλων οριζόντων».

Στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Πύλο ο Ρενέ Πυω επισκέφθηκε το Νιόκαστρο, που εκείνα τα χρόνια στέγαζε τις φυλακές των βαρυποινιτών, και περιέγραψε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης: «Η εσωτερική αυλή θυμίζει λάκκο αρκούδας σε ζωολογικό κήπο». Το Νιόκαστρο, αργότερα, επρόκειτο να φιλοξενήσει προσωρινά σε κτίριο των Στρατώνων του Μαιζώνος, ύστερα από έργα ανακαίνισης, τη συλλογή του μεγάλου φίλου της Ελλάδος, όταν εκείνος αποφάσισε να χαρίσει τη συλλογή του στην Πύλο.

Την περίφημη συλλογή, που σήμερα πια στεγάζει το αρχοντικό του ολυμπιονίκη Κωνσταντίνου Τσικλητήρα, ο Πυω, έναν χρόνο προτού φύγει από τη ζωή (1935), είχε παρουσιάσει σε μια εντυπωσιακή έκθεση, «Le Philhellenisme», στο Παρίσι, προκειμένου να τιμήσει τους αγωνιστές της Επανάστασης και τους Γάλλους φιλέλληνες, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί στο πλευρό των Ελλήνων.









Μαρτυρίες

Aπο το βιβλιο του ΤΑΚΗ ΔΕΜΟΔΟΥ ''Για το Νιοκαστρο και για το Ναβαρινο'' εκδοσεις Δ.ΠΑΠΑΔΗΜΑ 

Το 1828 μερικούς μήνες μετά την ναυμαχία του Ναυαρινου μια Αγγλική εξερευνητική αποστολή από τους Πάρκερ Κιγκ και Φιτζρου (Parker King και Fitz-Roy) επιφορτισμενη κυρίως με υδρογραφικες εργασίες, ενώ έπλεε στις νότιες ακτές της Αμερικανικής ηπείρου εμπρός από ένα άγνωστο ανώνυμο τότε νησί, πήρε την είδηση! Της μεγάλης ναυμαχίας. Ο ενθουσιασμός των Άγγλων θαλασσοπορων της αποστολής Πάρκερ Κιγκ και Φιτζρου ήταν μεγάλος. Στο ανώνυμο νησί, προτού ακόμη χαραξουν τις ακτές του, δόθηκε αμέσως το όνομα Ναβαρινο ( isla Naarino). Αυτή είναι η ιστορια της νήσου Ναβαρινο της Χιλής όπως την είδαμε γραμμένη Ισπανικά πάνω σε μια περγαμηνή που δωρηθηκε το 1956 στο μουσείο Ρενέ Πυω της Πύλου από την ιστορική και γεωγραφική εταιρεία της Χιλής μαζί με ένα μεγάλο χάρτη του νησιού, έκδοση της υδρογραφικης υπηρεσίας του ναυτικού της Χιλής με τις πατριωτικες ενέργειες ενός Κεφαλονιτη λογίου, του Γ. Ραζη. Ωστόσο τα συγκεκριμένα αυτά ντοκουμέντα δεν υπάρχουν σήμερα εν έτη 1973. Μάταια τα αναζήτησε πέρυσι στην Πύλο ο Έλληνας πρόξενος της Χιλής κ. Μουστακης. Τι απέγιναν; το 1956 το μουσείο Ρενέ Πυω, όταν δωρηθηκε, ανήκε στο Δήμο της Πύλου. Ο αείμνηστος Ρενέ Πυω (1878-1937)ειχε δωρησει κι εκείνος την πολύτιμη συλλογή του ενθυμίων της ναυμαχίας του Ναυαρινου στο Δήμο της Πύλου υπό τον όρο να χτιστεί εκεί ένα μουσείο για την στέγαση του. Στο τελευταίο φιλελληνικο βιβλίο του (Rovenons en Grece) 1932 μας εξηγεί πως του γεννήθηκε η ιδέα της ιδρύσεως του μουσείου του Ναυαρινου "ετρεφα γράφει, την ελπίδα ερχόμενος στο Ναβαρινο να βρω ενδιαφέροντα ενθύμια της δοξασμένη ναυμαχίας για να πλουτισω την φιλελληνικη μου συλλογή, αγοράζοντας τα με χρυσάφι. Δεν ανακάλυψα τίποτα άλλο εκτός από μια μπάλα. Αυτή η παράξενη κατάσταση με έκανε να προσφέρω στην πόλη του Ναβαρίνου, την συλλογή μου, για να ιδρυθεί εκεί ένα μουσείο που να δικαιώνει την ανάμνηση της πιο περίεργης ναυμαχίας των τελευταίων χρόνων "Διάλεξε ο ίδιος το οικόπεδο για το μουσείο του στον παραλιακό δρόμο ώστε ο επισκέπτης προσκυνητης μαζί με τα ενθύμια της συλλογής έχοντας εμπρός του και το ίδιο το θρυλικό όρμο να μπορεί να ονειροπολει την μεγάλη του δόξα. Ο Δήμος της Πύλου αγόρασε το οικόπεδο επάνω στο οποίο όμως, μετά το θάνατο του δωρητη, αντί για μουσείο χτίστηκε ένα.... Τουριστικό ξενοδοχείο! Έτσι η συλλογή του Ρενέ Πυω όταν έφτασε στην Πύλο, στεγαστηκε επί πολλά χρόνια σε μια αίθουσα του δημαρχείου Αργότερα έγινε, σε άλλο οικόπεδο, ένα μικρό κτίριο με τα χρήματα ενός ομογενούς του Αντωνόπουλου. Είναι και αυτό ένα από τα νεοελληνικά παράδοξα. Να υπάρχει ένα Ναβαρινο στο χάρτη της Χιλής αλλά στο πραγματικό Ναβαρινο της ναυμαχίας να απουσιάζει ο χάρτης, λέτε να είναι το μόνο;

Και μια προσωπική μαρτυρία

Μια μαρτυρία για πρώτη φορά φέρνω στο φως έπειτα από 22 χρόνια, ο αείμνηστος παλαιόβιβλιοπωλης και εκδότης Νότης Καραβίας μου είχε εκμυστηρευτει όταν είχε δωρησει μια μεγάλη σειρά από βιβλία στην βιβλιοθήκη του Νιοκαστρου ότι κάποτε είχε έρθει στην Πύλο μια ακαδημαϊκός η Amandry η οποία ασχολείτο με τα κεραμικά πιάτα της συλλογής Ρενέ Πυω πολλά από τα οποία έψαχνε, κάποιος Πύλιος ο οποίος έμαθε για την παρουσία της τους κάλεσε στο σπίτι του για τσάι ένοιωσε μεγάλη έκπληξη όταν είδε στον τοίχο του σπιτιού του να κρέμονται τα πιάτα που αναζητούσε!

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Φραγκικό κάστρο Molines

 


Φραγκικό κάστρο Molines | Μεσσηνία

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, από το στρατό της 4ης Σταυροφορίας, η βυζαντινή αυτοκρατορία καταλύεται και τα εδάφη της κατακερματίζονται. Στην επικράτειά της ιδρύονται πλήθος κρατιδίων, λατινικών και ελληνικών, ενώ στην Πελοπόννησο από το 1204 ως το 1460 θα συνυπάρξουν – εκτός από κάποιες βενετικές κτήσεις – δύο ανταγωνιστικά κρατίδια, το λατινικό Φραγκικό Πριγκιπάτο (ως το 1430) και το ελληνικό Βυζαντινό Δεσποτάτο.

Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας ήταν ένα κρατίδιο που δημιουργήθηκε από τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη κατά την Δ’ Σταυροφορία (1205-1210) στα εδάφη της Πελοποννήσου (πρωτεύουσα Ανδραβίδα), τα οποία μοιράστηκαν ως φέουδα μεταξύ των Φράγκων Σταυροφόρων. Το φεουδαρχικό καθεστώς, που επέβαλαν οι Φράγκοι, κατακερμάτισε το «Πριγκιπάτο της Αχαΐας» σε βαρονίες, οι οποίες υποδιαιρέθηκαν σε φέουδα, ενώ η Μεσσηνία θα ενταχθεί στο πριγκιπάτο της Αχαΐας υπό την κυριότητα των Βιλλεαρδουίνων. Η φραγκική κατάκτηση των παραλιακών κάστρων της Μεσσηνίας (Μεθώνη, Κορώνη) κατά το έτος 1205 ήταν γρήγορη και εύκολη, καθώς επικρατούσε εξαθλίωση, κοινωνική ανέχεια και σκληρότητα των τοπικών αρχόντων, ενώ αρκετά φρούρια στον μεσσηνιακό χώρο ήταν μισοερειπωμένα και παλιά. Μετά τη «μοναδική μάχη» στον Κούντουραν ελαιώνα, κάπου στη μεσσηνιακή πεδιάδα, θα συνθηκολογήσει μετά από πολιορκία και η Αρκαδία. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι Βενετοί, εγκαθίστανται στα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης (1206-1207), ενώ με τη συνθήκη της Σαπιέντζας (1209), οι Βενετοί κρατούσαν τη Μεθώνη με τη νήσο Σαπιέντζα, καθώς και την Κορώνη με τα διοικητικά τους διαμερίσματα, ενώ ο Βιλλεαρδουίνος παρέμενε ηγεμόνας ολόκληρης της Πελοποννήσου. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν η Μεθώνη και η Κορώνη θα εξελιχθούν σε σημαντικά κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου από και προς την Ανατολική Μεσόγειο και σε σταθμούς των ταξιδευτών προς τους Άγιους Τόπους μέχρι το 1500, έτος κατά το οποίο οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τις δύο βενετικές κτήσεις της Μεσσηνίας.

Έτσι, σε πλεονεκτικές θέσεις άρχισαν να κατασκευάζονται νέα κάστρα-κατοικίες των ευγενών, σύμβολα εξουσίας, για να διασφαλίζουν τα εδάφη τους, αλλά και για να ελέγχουν τους ντόπιους πληθυσμούς και τα περάσματα. Σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό Antoine Bon, εκτός από τις νέες φραγκικές κατασκευές, υπήρχαν και παλαιότερες, τις οποίες οι Φράγκοι της ανακατασκεύασαν και της συμπλήρωσαν σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Ο Bon χαρακτηρίζει τις νέες κατασκευές των Φράγκων ως άτεχνες, βιαστικές και με λίγα έξοδα. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι, ήταν στέρεες, εκτεταμένες και ογκώδης και οι περισσότερες διατηρούνται μέχρι και τις μέρες μας. Παράλληλα, ο πολιτικός κατακερματισμός και οι συνθήκες εδαφικής αλληλοδιείσδυσης των κρατιδίων στην εν λόγω χερσόνησο οδηγούν στον πολλαπλασιασμό των αμυντικών σημείων.

Στη Μεσσηνία, η βαρονία της Αρκαδίας (1262-1432), συνημμένη αρχικά με αυτή της Καλαμάτας (1209 -14ος αιώνας), κάτω από την κυριότητα των Βιλλεαρδουίνων, θα αποτελέσει το 1262 (χρονιά που οι Βυζαντινοί ανακτούν ερείσματα στο Μοριά) ιδιαίτερη βαρονία, ενώ αποτελεί και την τελευταία βαρονία του φράγκικου Μοριά, η οποία το 1432 περιήλθε στα χέρια του βυζαντινού Θωμά Παλαιολόγου. Άλλες μικρές μεσσηνιακές βαρονίες ήταν των Γριτσένων στους Λάκκους, του Νιβελέ (Nivelet) στη Νότια Μεσσηνία, που χώριζε τις βενετικές κτήσεις της Μεθώνης και Κορώνης και του Saint Sauveur στα Κοντοβούνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης διαίρεσε το πριγκιπάτο σε 12 υψηλές βαρωνίες, η βαρωνία του Γερακίου μαζί με 6 τιμάρια δόθηκε στον Φράγκο ιππότη Γκυ ντε Νιβελέ (Guy de Nivelet). Ήταν μικρή βαρωνία στα όρια της σημερινής Λακωνίας, στην περιοχή της Τσακωνίας. Ωστόσο, την δεκαετία του 1260 η βαρωνία του Γερακίου είχε απωλεσθεί από την οικογένεια Νιβελέ έχοντας κατακτηθεί από τα βυζαντινά στρατεύματα. Οι Νιβελέ διατήρησαν όμως τον τίτλο τους ως βαρώνοι και αποζημιώθηκαν με νέα εδάφη στη Μεσσηνία. Η νέα «Βαρωνία του Νιβελέ» όμως δεν αποτελούσε πλέον ενιαία εδαφική περιφέρεια, αλλά απαρτιζόταν από διάφορες σκόρπιες ιδιοκτησίες στη Νότια Μεσσηνία. Σε έγγραφο του 1361 η βαρωνία του Νιβελέ περιελάμβανε τα χωριά Prothi (Πρώτη), Molines (Μύλοι), Archie, la Cannata (Λαχανάδα), Crusuna, Zincirnicza και Grisu (Γρίζι).

Ακολούθως, στις αρχές του 15ου αιώνα, η επέκταση της βενετικής κυριαρχίας στην περιοχή της Νότιας Μεσσηνίας ήταν επιβεβλημένη, όχι μόνον για λόγους ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας των δύο σημαντικότερων στην περιοχή βενετικών κτήσεων, της Μεθώνης και της Κορώνης, αλλά και για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Βενετών υπηκόων και υποτελών. Έτσι, το Μάρτιο του 1423 αγόρασαν το Ναβαρίνο (όπως μαρτυρεί βενετικό έγγραφο της 3ης Μαρτίου 1423 το Ναβαρίνο πωλήθηκε στους Βενετούς από τον αδελφό και πληρεξούσιο του πρίγκιπα της Αχαΐας, τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο των Πατρών Στέφανο Zaccaria, έναντι 1.000 δουκάτων) και προσάρτησαν τα κάστρα των Μύλων (Molines), Νίκλαινας (Nicline) και Αγίου Ηλία (Sancte Elie), ενώ κατάφεραν να παραλάβουν μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις τα χωρία Grisi και Μανιατοχώρι (μεταξύ Μεθώνης και Ναβαρίνου) από τους Βυζαντινούς καθώς, η γεωγραφική εγγύτητα των οποίων με τη Μεθώνη και την Κορώνη τα καθιστούσε χρήσιμα για την ασφάλεια και την ωφέλεια των βενετικών κτήσεων.

Όπως προκύπτει από έγγραφο της 30ής Αυγούστου 1423, απορρίφθηκε το αίτημα του βαρώνου του πριγκιπάτου Adamo da Melpignano για προστασία, παρόλο που ύψωνε εδώ και πολλούς μήνες τη σημαία του Αγίου Μάρκου «in castro Molendinorum» όπου κατοικούσε, και «castro S. Helie», το οποίο κατείχε ένας «privignum» του (θετός γιός του). Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 1423 ο Centurione Β’ διαμαρτυρήθηκε έντονα για την υπαγωγή των χωριών Molines, Νίκλαινας και Αγίου Ηλία στα χωριά Grisi και Μανιατοχώρι, τα οποία ανήκαν ήδη στη Γαληνότατη, ζητώντας να επανέλθουν στη δικαιοδοσία της πριγκιπικής κτήσης της Ανδρούσας, όπως ξεκάθαρα αποδείκνυαν, κατά τους ισχυρισμούς του, φεουδαλικά κατάστιχα και επίσημα έγγραφα που ο ίδιος είχε στη διάθεση του. Προκειμένου να επιλύσει το ζήτημα, η Βενετία δεσμεύτηκε τότε να συστήσει ειδική εξεταστική επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των δύο πλευρών.

Η έναρξη της βενετικής κυριαρχίας στα χωριά Grisi και Μανιατοχώρι ήταν καταλυτική για την αμυντική ανασυγκρότηση των βενετικών εδαφών στη Νότια Μεσσηνία, αλλά και για την ομαλή πλέον χερσαία επικοινωνία των δύο σημαντικότερων κτήσεων, της Μεθώνης και της Κορώνης. Ως τότε, η σύνδεση των δύο αποικιών ήταν εφικτή μόνον μέσω της θαλάσσιας οδού, ενώ με την οριστική προσάρτηση του Grisi επιτράπηκε για πρώτη φορά στους καστελλάνους της Μεθώνης και Κορώνης να χρησιμοποιούν πλέον και τους χερσαίους δρόμους για τις μετακινήσεις τους.

Ωστόσο, όπως ισχυρίστηκε ο πρέσβης του Centurione Β’, ο οποίος και υπέβαλε το σχετικό αίτημα στη Βενετία, υπαίτιος για τη διοικητική υπαγωγή των τριών χωριών (Molines, Νίκλαινας και Αγίου Ηλία) στο Grisi και στο Μανιατοχώρι ήταν ο αποστάτης βαρώνος Adamo de Melpignano. ο οποίος είχε σπεύσει να παραπληροφορήσει τους καστελλάνους της Μεθώνης και της Κορώνης ότι τα τρία χωριά ανήκαν στην περιφέρεια του Grisi και του Μανιατοχωρίου, για να μην υπάγεται πλέον το δικό του κάστρο (Molines) στη δικαιοδοσία του πριγκιπάτου. Όπως προκύπτει από διάταξη της 28ης Απριλίου 1417, από το statuto της Μεθώνης και της Κορώνης, με θέμα την πληρωμή κομμερκίον για τους Βενετούς που εμπορεύονταν σε περιοχές του πριγκιπάτου, ο ιππότης (cavalier) Adamo de Malpigna είχε παραστεί στην υπογραφή των σχετικών capituli στο Grisi, ως απεσταλμένος του Centurione Β’ Zaccaria.

Ακολούθως, η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 λειτούργησε ως καταλύτης που ενεργοποίησε την αντίληψη του κινδύνου για τη βενετική κυβέρνηση, αναδεικνύοντας ως άμεση προτεραιότητα την αμυντική θωράκιση και την πολεμική προπαρασκευή του αποικιακού κράτους, δύο τομείς που συνειδητά είχε παραμελήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, λόγω των παρατεταμένων, δαπανηρών πολέμων στην ιταλική ενδοχώρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Βενετία οχύρωσε σταδιακά εδάφη της μεσσηνιακής ενδοχώρας, με στόχο την αποτελεσματικότερη περιφρούρηση της υπαίθρου και την προστασία των κατοίκων από τις χερσαίες επιδρομές των Τούρκων και των υπηκόων του δεσποτάτου του Μυστρά. Χαρακτηριστικό αυτών αποτελεί σχετική απόφαση των Βενετών κατά το έτος 1453 που αφορούσε τις φρουρές της Μεθώνης, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται και η ενίσχυση της φρουράς των Μύλων (Molines) με ομάδες Μεθωναίων (compagnie modoniese): «tenentur irmi in castellis Mothoni, videlicet Zonelli, le Moline et Sancti Elie, cassentur et loco ipsorum singulis duobus mensis mitti debeant alij de banderie Mothoni».

Ο οθωμανικός κίνδυνος καθιστούσε απαραίτητη τη συνεννόηση και τη σύμπραξη των χριστιανικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο για τη διατήρηση του ισχύοντος status quo, γεγονός που αντιλαμβανόταν τόσο η Βενετία όσο και ο Θωμάς Παλαιολόγος. Ο τελευταίος χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ τη συμμαχία της Γαληνότατης, αφ’ ενός μεν για να καταστείλει στο εσωτερικό την εξέγερση των Αλβανών και αφ’ ετέρου για να αμυνθεί αποτελεσματικότερα απέναντι στους Οθωμανούς, οι οποίοι, έχοντας αλώσει την Κωνσταντινούπολη (1453), είχαν δώσει μικρή μόνον παράταση ζωής στο δεσποτάτο του Μυστρά, καθώς ως το 1500 οι Οθωμανοί θα καταλάμβαναν το σύνολο της Πελοποννήσου.

Σε σχέση με την γεωγραφική ταυτοποίηση του εξεταζόμενου κάστρου Molines, όλα δείχνουν ότι αυτό βρισκόταν νοτιοανατολικά του σημερινού οικισμού Κάτω Αμπελόκηποι σε λόφο πρόσφορο για την ανάπτυξη οχυρωματικών εγκαταστάσεων, καθώς η περιοχή περικλείεται από φυσική βραχώδη οχύρωση, ενώ προσφέρει δυνατότητα παρατήρησης μεγάλου γεωγραφικού μέρους των περιοχών της Μεθώνης και της Κορώνης περιμετρικά αυτής. Σε σχέση με το όνομα Molines, έλκει την καταγωγή του από τους υδρόμυλους που υπήρχαν στο παρακείμενο ποτάμι Μηναγιώτικο, ενώ η πρώτη γραπτή αναφορά σε υδρόμυλο της περιοχής γίνεται σε χάρτη κτηματογράφησης των Βενετών κατά το έτος 1690 (Β΄ Βενετοκρατία). Σήμερα, στην κορυφή του λόφου διακρίνονται τα κατάλοιπα τετράγωνης κατασκευής (πιθανόν πύργος), κτισμένης με ιδιαίτερα ισχυρή τοιχοποιία από αργολιθοδομή. Ωστόσο, το κτίριο σώζεται σε επίπεδο θεμελίων και σε μέγιστο ύψος 0,50 μ. και πάχους 0,60 μ., ενώ δεν διακρίνονται ίχνη από θύρες ή άλλες διαμορφώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι, περιμετρικά του λόφου διατηρούνται επίσης τμήματα τοιχοποιίας, τα οποία ακολουθούν στην πορεία τους την οφρύ του βράχου, ενώ το καλύτερο σωζόμενο τμήμα βρίσκεται στην δυτική πλευρά του λόφου και φθάνει σε μήκος τα 10 μέτρα και εξωτερικό ύψος που αγγίζει τα 2 μέτρα. ΄Τέλος, σύμφωνα με το μύθο, οι Φράγκοι πολιόρκησαν τον εν λόγω πύργο, που κατείχε η βυζαντινή πριγκίπισσα «Βγένα», στις αρχές του 13ου αιώνα. Η πριγκίπισσα δεν μπόρεσε να κρατήσει, ούτε και ζωντανή θέλησε να πέσει στα χέρια του εχθρού. Έτσι, καβάλα στο άλογό της, έπεσε από τα βράχια του πύργου και αυτοκτόνησε (το σύμπλεγμα των βράχων σήμερα ονομάζεται «Βγενόβραχος»).

Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτισμικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

https://www.archaiologia.gr/blog/photo/%cf%86%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%ce%ba%ce%ac%cf%83%cf%84%cf%81%ce%bf-molines-%ce%bc%ce%b5%cf%83%cf%83%ce%b7%ce%bd%ce%af%ce%b1/?fbclid=IwAR3n1WaFqThS87TUILJFjHES6eRiTz2VA1fhYFlNzh8nE0Sbb2fkEF9jC5Q

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

Στο Ναύπλιο δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν φήμες ότι ο θάνατος του νεαρού Βοναπάρτη δεν ήταν τυχαίος, εφόσον μάλιστα προήλθε στο πλοίο του Κόχραν, τον οποίον οι Έλληνες υποπτεύονταν ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας.

 

Παύλος Μαρία Βοναπάρτης. 

Ο φιλέλληνας ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα  ο άδοξος και περιεργος   θάνατος του στην Ελλάδα

Η αγάπη του για την Ελλάδα και η θλιβερή ιστορία του , για το πως καθάριζε κάποιος το όπλο του γεμάτο !!!

ARCHIVE
.

Ο Paul Marie Bonaparte (Παύλος Μαρία Βοναπάρτης), γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1809 στο Κανίνο της Ιταλίας και πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 1827 στο Ναύπλιο. Ήταν πρίγκιπας της οικογενείας Βοναπάρτη, ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα. Υπήρξε Φιλέλληνας και έλαβε μέρος στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Ο Παύλος Βοναπάρτης ήταν το τρίτο παιδί του αδελφού του Μεγάλου Ναπολέοντα Λυσιέν Βοναπάρτη και της συζύγου του Αλεξανδρίνας ντε Μπλεσάμπ-Βοναπάρτη.

ARCHIVE
Το έμβλημα της οικογένειας Βοναπάρτη

Σε ηλικία 18 ετών ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βολωνίας (Μπολόνια). Όμως τον Μάρτιο του 1827, έφυγε από την πόλη κρυφά από τους γονείς του, και πήγε στην Ανκόνα, από όπου ταξίδεψε στην Ελλάδα κάνοντας χρήση ξένου ονόματος, για να λάβει μέρος στον πόλεμο για την ανεξαρτησία των Ελλήνων.

Έφθασε πρώτα στα Ιόνια νησιά και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, στις 24 Αυγούστου / 5 Σεπτεμβρίου 1827. Εκεί τον υποδέχθηκε ο Άγγλος Ναύαρχος Cochrane, που είχε αναλάβει διοικητής του Ελληνικού στόλου. Ο Παύλος Μαρία Βοναπάρτης, που έμοιαζε πολύ με τον διάσημο θείο του, εντάχθηκε αμέσως στο πλήρωμα της φρεγάτας «Ελλάς», της ναυαρχίδας του ελληνικού στόλου.



ARCHIVE
Η φρεγάτα «Ελλάς». Το πλέον σύγχρονο πολεμικό πλοίο που κυκλοφορούσε στη Μεσόγειο την περίοδο αυτή.

 

Μετά από μια σειρά ναυτικών κινήσεων, ο στόλος του Cochrane αγκυροβόλησε στο στενό έξω από τις Σπέτσες.

Ο νεαρός πρίγκιπας είχε συγκινηθεί με τον ηρωισμό της Λένως Μπότσαρη, κόρης του Νότη Μπότσαρη, και ζήτησε να γνωρίσει τον ήρωα πατέρας της που έμενε στην Τροιζήνα. Μάλιστα λέγεται ότι ο Νότης Μπότσαρης εντυπωσιάσθηκε από το νεαρό πρίγκιπα και προετοίμαζε ένα προξενιό για να τον παντρέψει με μια συγγενή του.

Όμως, στις 25 Αυγούστου / 6 Σεπτεμβρίου, και ενώ ο Παύλος Μαρία Βοναπάρτης καθάριζε το όπλο του, τραυματίσθηκε σοβαρά από αδέξιο χειρισμό. Δυστυχώς την επομένη ημέρα, ο Παύλος άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ ήταν μόλις 19 ετών.

Στο Ναύπλιο κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο θάνατος του νεαρού ίσως να μην ήταν τυχαίος, εφόσον αυτός υπηρετούσε στο πλοίο του Βρετανού CochraneΟι υποψίες στηρίζονταν στις διαφορές που είχαν οι Άγγλοι με τον πατέρα του Λουκιανό Βοναπάρτη , τον οποίο είχαν συλλάβει το 1809 όταν προσπάθησε να φύγει για τις ΗΠΑ. Ο Λουκιανός συνελήφθη τότε από τους Άγγλους, μετά από αίτημα του αδελφού του, Μεγάλου Ναπολέοντα. Κατά σύμπτωση, επικεφαλής του Αγγλικού στόλου ήταν τότε ο Cochrane. Ο Λουκιανός οδηγήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έμεινε μέχρι το 1814. Ο Λουκιανός ήταν φιλελεύθερο και επαναστατικό πνεύμα, πράγμα που τον είχε οδηγήσει σε σύγκρουση με τον Ναπολέοντα. Είχε μάλιστα συμμετάσχει σε πραξικόπημα εναντίον του. Αργότερα, όταν ο Λουκιανός εκλέχτηκε γερουσιαστής της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, διαφώνησε με τις επεκτατικές βλέψεις του αδερφού του, αλλά και με τον γάμο που σχεδίαζε. Ήδη από το 1804 είχε αυτοεξορισθεί στη Ρώμη.



Πάντως, ο μεγάλος Αμερικανός Φιλέλληνας Samuel Howe, που ήταν στρατιωτικός ιατρός – χειρούργος του Ελληνικού στόλου, ήταν αυτόπτης μάρτυς στα γεγονότα. Ο Howe διαβεβαιώνει στο έργου του Εικόνες της Ελληνικής Επανάστασης και στο ημερολόγιό του, πως όταν ο Cochrane έμαθε ότι το τραύμα του Παύλου ήταν θανατηφόρο «ήρχισε να βηματίζη εις την καμπίνα του κλαίων ως παιδίον ...». 




ARCHIVE
.

 

Η σορός του νεαρού Βοναπάρτη διατηρήθηκε επί πενταετία σ’ ένα βαρέλι με ρούμι στη Μονή Αγίου Νικολάου Σπετσών. Την παρέλαβε το Γαλλικό Ναυτικό, το 1832 και ενταφίασε το ταριχευμένο σώμα του Παύλου Μαρία Βοναπάρτη σε μαυσωλείο στο νησί της Σφακτηρίας, μαζί με τους Γάλλους ναύτες που σκοτώθηκαν στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.










Πηγές και Βιβλιογραφία 

  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, 7 Σεπτεμβρίου 1827.

  • Δημήτρης Φωτιάδης, Η Επανάσταση του 21, ΜΕΛΙΣΣΑ 1971.

  • Dictionnaire de Biographie françaiseτόμος 6οςΠαρίσι 1951.

  • William St Clair (2008), That Greece Might Still be Free: The Philhellenes in the War of Independence, Cambridge: OpenBook.

  • René Puaux, « Paul Bonaparte, philhellène », Le Temps, 1921.

  • Gonzague Saint-Bris, « L’Accident - Les calèches de Spetsai », Le Monde,‎ 30 janvier 1978.

  • https://www.mixanitouxronou.gr/o-filellinas-anipsios-toy-mega-napoleonta-poy-egkateleipse-tis-spoydes-toy-gia-na-polemisei-stin-elliniki-epanastasi/

Το πλοίο «Sebastiano Venier» («Ιάσονας») προσάραξε στην Μεθώνη το Δεκέμβριο του 1941,με 97 ακούσια θύματα

 

nadvertent victims

The ship 'Sebastiano Venier' ('Jason') aground at Point Methoni, Greece, December 1941.
The ship 'Sebastiano Venier' ('Jason') aground at Point Methoni, Greece, December 1941.
Dutch motor vessel 'Jason', about 1939-1940. Photos from the National Library of NZ.
Dutch motor vessel 'Jason', about 1939-1940. Photos from the National Library of NZ.

Ian McKay, of Dunedin, recalls the 1941 torpedoing of the Jason, with 2000 Commonwealth prisoners of war on board.

The 70th anniversary of the torpedoing of the Jason, an Italian-operated merchant ship carrying some 2000 Commonwealth prisoners of war, was on December 9.

The Jason was a merchant ship of some 6000 tonnes, built as the Sebastiano Venier for a Dutch shipping company.

It was in an Italian port when war broke out.

November 1941 saw many elements of the 2nd NZEF engaged in Operation Crusader under the command of General Wavell, of the newly formed 8th Army. One of the objectives was the relief of Tobruk and to engage and destroy Rommel's Afrika Korps 15th Panzer Division's armour.

The New Zealanders were given the task of attacking and engaging the Germans at Sidi Rezegh, Belhamed and Point 175.

Early success later turned into yet another disaster as British armour failed to support the lightly equipped New Zealanders.

By the end of November, some 2042 New Zealand soldiers found themselves as prisoners of war (POWs).

The POWs were taken to Baria, where about 1000 were released on January 2, 1942.

The 24th Battalion had a lot of North Otago men; Otago and Southland men suffered 523 casualties, of whom 277 were taken as POWs.

On the morning of December 8, 1941, about 2000 Commonwealth soldiers, including some 500 New Zealanders, boarded the Jason in Benghazi harbour to be transported across the Mediterranean to Italian POW camps. The men were loaded into the four cargo holds and the hatches were battened down before the Jason left port with an escorting torpedo boat that had on board officers captured the previous month, including Brigadier James Hargest, who had been captured on November 28.

The Jason sailed across the Mediterranean towards Greece and into the path of the Royal Navy's submarine HMS Porpoise, under the command of Lieutenant Commander Pizey. HMS Porpoise made contact with the Jason, on December 9, 5km off Methoni Point, off the western coast of the Greek Peloponnese, the site of a 2000-year-old castle.

At 2.35pm, HMS Porpoise fired the first of four torpedoes, of which the third struck the Jason between the first and second holds below the waterline. The resulting explosion caused the first of some 500 deaths, including 45 New Zealanders, before the Jason was beached as dusk was falling.

Prior to the torpedo hitting the Jason, lookouts on board had spotted the periscope of HMS Porpoise, reportedly two minutes before the third torpedo struck. This caused panic among the mainly Italian crew, with the captain and most of his crew taking to the lifeboats, leaving the ship to be managed by a German engineer with the aid of POWs and a handy Luger pistol.

The Italian captain was later court-martialled and is believed to have been shot. The escort vessel dropped 22 depth charges but offered no help to the Jason and continued on to Pylos harbour less than an hour away.

The Jason was taking on water, listing and, because the Italian crew had stopped the engines, had no forward power. Under the command of the German engineer the engines were restarted but the ship was now sinking at the bow, pulling the propeller partly out of the water; with an ever-increasing swell, the Jason was finally beached on the rocky shore parallel to the sea walls of Methoni Castle.

The ship was about 50m from the rocky shore and the consequent evacuation resulted in more deaths, as men were smashed against the rocks. Those who made it ashore were held in a warehouse in Methoni overnight.

In the following days the surviving POWs from the Jason were marched to the ancient castle at Pylos where they were held for two weeks.

For many of the New Zealanders, this was their second time in Greece as they had been part of the ill-fated Greek campaign.

From Pylos, the men were taken by road then by train to Acia, near the Port of Patras, an open area of 1.6ha with tents for cover in a cold Greek winter. The camp became known as Dysentery Acre. A further two weeks were spent in these conditions before they were sent by train to a warehouse in Patras. They finally arrived in Italy on March 4, 1942.

Some of the New Zealand POWs from the Jason ended up in PG 78/1, a POW camp holding 220 men, of whom 147 returned to Allied lines after Italy capitulated on September 8, 1943. Eighty-one were among the first batch of 145 former POWs to return to New Zealand in January 1944.

More New Zealanders were taken prisoner in the battles of early 1942. From Benghazi harbour on August 16, 1942, the prison ships Nino Bixio and Sesieete set sail for Brindisi in Italy. The Nino Bixio carried 2921 Commonwealth POWs. On August 17, at 3.35pm Italian time, the Nino Bixio was struck by a torpedo fired from the Royal Navy submarine HMS Turbulent under the command of Lieutenant Commander John "Tubby" Linton VC. In the forward hold, 200 were killed and many seriously injured. A further 97 New Zealand servicemen died as a result.

 

 Ο Ian McKay, από το Dunedin, θυμάται τον τορπιλισμό του Jason το 1941, με 2000 αιχμαλώτους πολέμου της Κοινοπολιτείας επί του σκάφους.


Η 70ή επέτειος από τον τορπιλισμό του Jason, ενός ιταλικού εμπορικού πλοίου που μετέφερε περίπου 2000 αιχμαλώτους πολέμου της Κοινοπολιτείας, ήταν στις 9 Δεκεμβρίου.

Το Jason ήταν ένα εμπορικό πλοίο περίπου 6000 τόνων, που ναυπηγήθηκε ως Sebastiano Venier για μια ολλανδική ναυτιλιακή εταιρεία.

Ήταν σε ένα ιταλικό λιμάνι όταν ξέσπασε ο πόλεμος.

Τον Νοέμβριο του 1941 πολλά στοιχεία του 2ου NZEF συμμετείχαν στην επιχείρηση Crusader υπό τη διοίκηση του στρατηγού Wavell, της νεοσύστατης 8ης Στρατιάς. Ένας από τους στόχους ήταν η ανακούφιση του Τομπρούκ και η εμπλοκή και η καταστροφή των τεθωρακισμένων της 15ης Μεραρχίας Panzer του Afrika Korps του Rommel.

Στους Νεοζηλανδούς δόθηκε το καθήκον να επιτεθούν και να εμπλέξουν τους Γερμανούς στο Sidi Rezegh, το Belhamed και το Point 175.

Η πρόωρη επιτυχία μετατράπηκε αργότερα σε άλλη μια καταστροφή καθώς η βρετανική πανοπλία απέτυχε να υποστηρίξει τους ελαφρά εξοπλισμένους Νεοζηλανδούς.

Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, περίπου 2042 στρατιώτες της Νέας Ζηλανδίας βρέθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου (POWs).

Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Μπάρια, όπου περίπου 1000 απελευθερώθηκαν στις 2 Ιανουαρίου 1942.

Το 24ο τάγμα είχε πολλούς άντρες του Βόρειου Οτάγκο. Οι άνδρες του Οτάγκο και της Σάουθλαντ υπέστησαν 523 απώλειες, εκ των οποίων οι 277 αιχμαλωτίστηκαν.

Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1941, περίπου 2000 στρατιώτες της Κοινοπολιτείας, συμπεριλαμβανομένων περίπου 500 Νεοζηλανδών, επιβιβάστηκαν στο Jason στο λιμάνι της Βεγγάζης για να μεταφερθούν μέσω της Μεσογείου σε ιταλικά στρατόπεδα αιχμαλώτων. Οι άντρες φορτώθηκαν στα τέσσερα αμπάρια και οι καταπακτές ξυλοκόπησαν πριν το λιμάνι φύγει ο Τζέισον με μια τορπιλοβάρκα συνοδείας που αιχμαλώτισαν αξιωματικούς τον προηγούμενο μήνα, συμπεριλαμβανομένου του ταξίαρχου Τζέιμς Χάργκεστ, ο οποίος είχε αιχμαλωτιστεί στις 28 Νοεμβρίου.

Το Jason έπλευσε κατά μήκος της Μεσογείου προς την Ελλάδα και στο μονοπάτι του υποβρυχίου του Βασιλικού Ναυτικού HMS Porpoise, υπό τη διοίκηση του υπολοχαγού Pizey. Το HMS Porpoise ήρθε σε επαφή με τον Ιάσονα, στις 9 Δεκεμβρίου, 5 χιλιόμετρα από το σημείο Μεθώνης, στα ανοιχτά της δυτικής ακτής της ελληνικής Πελοποννήσου, όπου βρισκόταν ένα κάστρο 2000 ετών.
Στις 2.35 μ.μ., το HMS Porpoise εκτόξευσε την πρώτη από τις τέσσερις τορπίλες, εκ των οποίων η τρίτη χτύπησε τον Ιάσονα ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο αμπάρι κάτω από την ίσαλο γραμμή. Η έκρηξη που προέκυψε προκάλεσε τον πρώτο από τους περίπου 500 θανάτους, συμπεριλαμβανομένων 45 Νεοζηλανδών, προτού ο Ιάσονας βρισκόταν στην παραλία καθώς έπεφτε το σούρουπο.

Πριν η τορπίλη χτυπήσει τον Τζέισον, οι επιτηρητές του πλοίου είχαν εντοπίσει το περισκόπιο του HMS Porpoise, σύμφωνα με πληροφορίες δύο λεπτά πριν χτυπήσει η τρίτη τορπίλη. Αυτό προκάλεσε πανικό στο κυρίως ιταλικό πλήρωμα, με τον καπετάνιο και το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος του να πηγαίνουν στις σωσίβιες λέμβους, αφήνοντας το πλοίο να το διαχειρίζεται ένας Γερμανός μηχανικός με τη βοήθεια αιχμαλώτων και ένα εύχρηστο πιστόλι Luger.

Ο Ιταλός καπετάνιος οδηγήθηκε αργότερα στο στρατοδικείο και πιστεύεται ότι πυροβολήθηκε. Το σκάφος συνοδείας έριξε 22 φορτίσεις βάθους αλλά δεν πρόσφερε καμία βοήθεια στον Ιάσονα και συνέχισε προς το λιμάνι της Πύλου λιγότερο από μία ώρα μακριά.

Ο Ιάσονας έπαιρνε νερό, έκανε λίστα και, επειδή το ιταλικό πλήρωμα είχε σταματήσει τους κινητήρες, δεν είχε ισχύ προς τα εμπρός. Υπό τις διαταγές του Γερμανού μηχανικού, οι μηχανές επανεκκινήθηκαν, αλλά το πλοίο βυθιζόταν τώρα στην πλώρη, τραβώντας την προπέλα εν μέρει έξω από το νερό. με μια διαρκώς αυξανόμενη φούσκωμα, ο Ιάσονας επιτέλους παραλήθηκε στη βραχώδη ακτή παράλληλα με τα θαλάσσια τείχη του Κάστρου της Μεθώνης.
Το πλοίο βρισκόταν περίπου 50 μέτρα από τη βραχώδη ακτή και η επακόλουθη εκκένωση είχε ως αποτέλεσμα περισσότερους θανάτους, καθώς άντρες έπεσαν πάνω στα βράχια. Όσοι βγήκαν στη στεριά κρατήθηκαν σε αποθήκη στη Μεθώνη μια νύχτα.

Τις επόμενες ημέρες οι επιζώντες αιχμάλωτοι από τον Ιάσονα οδηγήθηκαν στο αρχαίο κάστρο της Πύλου όπου κρατήθηκαν για δύο εβδομάδες.

Για πολλούς από τους Νεοζηλανδούς, αυτή ήταν η δεύτερη φορά στην Ελλάδα, καθώς συμμετείχαν στην άτυχη ελληνική εκστρατεία.

Από την Πύλο, οι άνδρες μεταφέρθηκαν οδικώς στη συνέχεια με τρένο στην Ασία, κοντά στο λιμάνι της Πάτρας, μια ανοιχτή έκταση 1,6 στρεμμάτων με σκηνές για κάλυψη σε έναν κρύο ελληνικό χειμώνα. Το στρατόπεδο έγινε γνωστό ως Dysenery Acre. Άλλες δύο εβδομάδες πέρασαν σε αυτές τις συνθήκες πριν σταλούν με τρένο σε αποθήκη στην Πάτρα. Τελικά έφτασαν στην Ιταλία στις 4 Μαρτίου 1942.

Μερικοί από τους αιχμαλώτους της Νέας Ζηλανδίας από τον Ιάσονα κατέληξαν στο PG 78/1, ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων που κρατούσε 220 άνδρες, εκ των οποίων 147 επέστρεψαν στις συμμαχικές γραμμές μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943. Ογδόντα ένα ήταν μεταξύ των πρώτων μερίδων των 145 πρώην αιχμάλωτοι να επιστρέψουν στη Νέα Ζηλανδία τον Ιανουάριο του 1944.

Περισσότεροι Νεοζηλανδοί αιχμαλωτίστηκαν στις μάχες των αρχών του 1942. Από το λιμάνι της Βεγγάζης στις 16 Αυγούστου 1942, τα πλοία των φυλακών Nino Bixio και Sesieete απέπλευσαν για το Μπρίντιζι στην Ιταλία. Το Nino Bixio μετέφερε 2921 αιχμαλώτους της Κοινοπολιτείας. Στις 17 Αυγούστου, στις 3.35 μ.μ. ώρα Ιταλίας, το Nino Bixio χτυπήθηκε από τορπίλη που εκτοξεύτηκε από το υποβρύχιο του Βασιλικού Ναυτικού HMS Turbulent υπό τη διοίκηση του υποπλοίαρχου John "Tubby" Linton VC. Στο μπροστινό κράτημα, 200 σκοτώθηκαν και πολλοί τραυματίστηκαν σοβαρά. Άλλοι 97 Νεοζηλανδοί στρατιώτες πέθαναν ως αποτέλεσμα.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

6/1/2022 Θεοφάνεια στην Πύλο

περισσότερες φωτογραφίες στην σελίδα στο https://www.facebook.com/photo/?fbid=5365169190163038&set=pcb.5365200493493241

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Τα απαγορευμένα Θεοφάνεια ! του 2021


6/1/2021 Τα απαγορευμένα Θεοφάνεια !
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε ἡ τῆςΤριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις, τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν ὀνομὰζουσα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλὲς. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεὸς καὶ τὸν κόσμον φωτίσας, δόξα σοι.