Πόλεμος όλων εναντίον όλων
Το απειλητικό στην περίπτωση της Συρίας, σε αντίθεση με όλες τις άλλες περιπτώσεις της ούτω καλούμενης Αραβικής Άνοιξης, είναι πως εδώ εκδηλώνεται μια περιφερειακή διεύρυνση της σύγκρουσης, που απειλεί να μετατραπεί σταδιακά σε πολεμική αναμέτρηση, όπου έχουμε και την εμπλοκή περιφερειακών δυνάμεων όπως η Τουρκία και το Ιράν, Μεγάλων Δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, χωρίς να αποκλείεται και έμμεση εμπλοκή της Κίνας, ενώ η εξαγωγή του εμφυλίου στις χώρες που περιβάλλουν τη Συρία, πρέπει να θεωρείται βεβαία.
Εκδηλώνεται ήδη μεταφορά συγκρουσιακών δεδομένων στον ασταθή ούτως ή άλλως Λίβανο, από τη Συρία στο Κουρδιστάν, το βόρειο Ιράκ και την Τουρκία. Η Κουρδική ζώνη είναι μια ούτως ή άλλως εν δυνάμει φλεγόμενη περιοχή που σηματοδοτεί την παρέμβαση και την πολεμική εμπλοκή της Τουρκίας στον συριακό εμφύλιο. Το Ισραήλ παρακολουθεί τις εξελίξεις, σχεδιάζει χωρίς ακόμη να παρεμβαίνει ενεργά, ο ρόλος του παραμένει άδηλος. Η ανικανότητα του διεθνούς συστήματος να ελέγξει διαμεσολαβητικά, δηλαδή με την παρέμβαση του ΟΗΕ, και να οδηγήσει την εσωτερική σύγκρουση από την πρώτη της φάση σε ομαλή μετάβαση διαδοχής του καθεστώτος Άσαντ, μετατρέπει σταδιακά αλλά μετά βεβαιότητας, τη συριακή εσωτερική, ίσως δε και περιφερειακή σύγκρουση, σε απειλή διεθνούς πολεμικής αναμέτρησης.
Ο κίνδυνος συνίσταται στην εμπλοκή του Ιράν αφενός, του κουρδικού στοιχείου αφετέρου, των ισλαμικών, αντιμαχόμενων υπέρ ή κατά του καθεστώτος εξτρεμιστικών ομάδων από την άλλη, την προβλεπόμενη σε διάφορα επίπεδα παρέμβαση της Τουρκίας και την απρόβλεπτη στάση του Ισραήλ. Το Ισραήλ, η Τουρκία και το Ιράν είναι σε θέση να συμπαρασύρουν το μεταψυχροπολεμικό άναρχο διεθνές σύστημα σε μια πολεμική αναμέτρηση όλων εναντίον όλων στη Μέση Ανατολή.
Ο Άσαντ και το καθεστώς του έχουν σαφώς αποδυναμωθεί, αλλά δεν πρόκειται να καταρρεύσει χωρίς συνέπειες, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις Λιβύης, Τυνησίας και Αιγύπτου.
Για τη Ρωσία, η Συρία είναι το τελευταίο στρατηγικό έρεισμα που έχει στην περιοχή και θα υπερασπιστεί τις δυνατότητες επιρροής σε μια από τις κρισιμότερες περιοχές του κόσμου με κάθε μέσο.
Το Ιράν που διεκδικεί ρόλο περιφερειακής δύναμης, χρησιμοποιεί τη Συρία ως αφετηρία ενισχύσεως των δυνάμεων της στον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ, η Χεσμπολάχ αποτελεί κλασική περίπτωση ιρανικής εμπροσθοφυλακής στον πόλεμο μέχρις εσχάτων που διεξάγει εναντίον του Ισραήλ.
Η Τουρκία θέλει να αναδείξει τον εαυτό της σε ηγεμονική μεγάλη δύναμη της περιοχής, να ανατρέψει τις δομές των καθεστώτων που διατηρούν μια σχετική ανεξαρτησία και να επιστρέψει στη Μέση Ανατολή μετά από 100 χρόνια ως κυρίαρχη δύναμη της Μέσης Ανατολής, νομιμοποιημένη από τους λαούς της. Η Τουρκία βεβαίως αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να απειλείται από το ενδεχόμενο ίδρυσης κουρδικού κράτους, εντός και εκτός των συνόρων της, ως συνέπεια της εμφύλιας διαμάχης στη Συρία, γεγονός που θα μετέτρεπε την παρέμβασή της σε μπούμερανγκ.
Ο Λίβανος δέχεται τις επιπτώσεις της συριακής κρίσης μέσα από την όξυνση θρησκευτικών και διακρατικών αντιπαραθέσεων που μετατρέπουν την αστάθεια σε διαλυτικό φαινόμενο, ενώ το Ισραήλ θεωρεί την αστάθεια στον Λίβανο ως κίνδυνο και παρεμβαίνει, ταυτόχρονα δε κρίνει και την ιρανική «επιθετικότητα» σε διάφορα επίπεδα ως κίνδυνο για την ύπαρξή του και απειλεί με προληπτικό πυρηνικό πλήγμα το Ιράν.
Εκείνος που δεν γνωρίζει τι συμφέροντα εξυπηρετούνται από την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ σε σχέση με τη δυτική στρατηγική στη Μέση Ανατολή, είναι ο αμερικάνικος παράγοντας, ο οποίος συνεχίζει να «πιπιλίζει» την καραμέλα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ γνωρίζει από το Ιράκ και το Αφγανιστάν ότι αυτή η διακήρυξη εμφανίζεται ως κοροϊδία στα αυτιά κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου της Δύσης ή της Ανατολής. Τέλος η Ευρώπη παραμένει άφωνη και άπραγη ενώπιον δραματικών εξελίξεων που αφορούν στην ειρήνη και στα συμφέροντα των λαών της.
Ίσως ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να «κερδίσει» από αυτή τη χαοτική αναμέτρηση στον μεσανατολικό χώρο να είναι η Κύπρος, η οποία αναβαθμίζεται γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά στα μάτια όλων των μεγάλων εμπλεκόμενων στην περιοχή, φτάνει η ηγεσία της να είναι σε θέση να αξιοποιήσει για το συμφέρον του τόπου, δηλαδή του Ελληνισμού, τη γεωπολιτική υπεραξία της μεγαλονήσου.
· Ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
· Ο Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου