Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Ο Γάλλος δημοσιογράφος και φιλέλληνας Rene Puaux, η ναυμαχία του Ναβαρίνου και η κληρονομιά των Μεσσήνιων διαμεσολαβητών!

 

ΔΙΑΜΕΣΟΛAΒΗΣΗ

Ο Γάλλος δημοσιογράφος και φιλέλληνας Rene Puaux, η ναυμαχία του Ναβαρίνου και η κληρονομιά των Μεσσήνιων διαμεσολαβητών!

Ο Γάλλος δημοσιογράφος και φιλέλληνας Rene Puaux, η ναυμαχία του Ναβαρίνου και η κληρονομιά των Μεσσήνιων διαμεσολαβητών!

Η ιστορία και η πολιτιστική κληρονομιά κάθε τόπου της Ελλάδας, συνδέονται άρρηκτα με τους ανθρώπους που ζουν και δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μέσα σε αυτούς. Ο νομός Μεσσηνίας περιλαμβάνει πλήθος σημείων αρχαίας και νεότερης ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. Οι Μεσσήνιοι διαμεσολαβητές φέρουν την αξία μιας μεγάλης κληρονομιάς, που σε ένα βαθμό μπορεί να επηρεάζει και να κατευθύνει την πορεία τους.

Με αφορμή την επέτειο απελευθέρωσης της Καλαμάτας και τον εθνικό Εορτασμό της Επανάστασης του 1821, διαβάζουμε αρκετά δημοσιεύματα. Ας διαβάσουμε εν συντομία και την ιστορία του Γάλλου δημοσιογράφου και φιλέλληνα Ρενέ Πυώ και πως συνδέεται με τη Ναυμαχία του Ναβαρίνο:

Ο Γάλλος δημοσιογράφος και φιλέλληνας Ρενέ Πυώ, γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1878 στο Μοντιβιλιέρ, κοντά στην περιοχή της Χάβρης. Ήταν γιος και εγγονός παστόρων. Υπήρξε παντρεμένος με τρία παιδιά και έφυγε από τη ζωή μόλις στα 58 έτη.

Πραγματοποίησε κλασσικές σπουδές στο Ecole Alsacienne και στη Σορβόννη και αγάπησε την αρχαία και νεότερη Ελλάδα. Η λογοτεχνία και η στιχουργία τον γοήτευσαν από τη νεανική του ηλικία. Από 25 ετών και μέχρι το τέλος της ζωής του, δούλεψε ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας «Χρόνος – Le Temps» και το 1928 ανέλαβε τη θέση του διευθυντή Τύπου για την εξωτερική πολιτική.

Έφτασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1913, έκανε το γύρο της Ηπείρου και συγκινήθηκε από τον αγώνα των κατοίκων για την ένωση με την Ελλάδα. Κάλυψε δυο φορές τα γεγονότα του μακεδονικού αγώνα και το 1919 επισκέφθηκε τα νησιά του Αιγαίου και τη Σμύρνη. Επισκέφθηκε την Ελλάδα και στην κηδεία του δευτερότοκου γιου του βασιλέα της Ελλάδος Κωνσταντίνου Α’ το 1920 αλλά και λίγο αργότερα με την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων.

Το 1930 ο Πυώ για έβδομη και τελευταία φορά καλεσμένος της ελληνικής κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, επισκέφθηκε την Ελλάδα προκειμένου να παρευρεθεί στις Δελφικές εορτές, η διοργάνωση των οποίων συνέπιπτε με τον εορτασμό της συμπλήρωσης των εκατό χρόνων από την ανεξαρτησία της χώρας. Ο Πυώ κατευθύνθηκε και προς την Πελοπόννησο και την περιοχή της Μεσσηνίας ως τελικό του σταθμό.

Ο δημοσιογράφος άρχισε να συλλέγει έργα με κύριο θέμα τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821. Συγκέντρωσε χάρτες, πιστόλια, ξίφη, πορτραίτα, λιθογραφίες, χαλκογραφίες, πιάτα, μετάλλια, χειρόγραφα και επιστολές με θέμα τη Ναυμαχία του Ναβαρίνο και την Ελληνική Επανάσταση. Επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1930 απευθύνθηκε σε ξένες εφημερίδες της εποχής και ζήτησε από τους απογόνους των ηρώων της Ναυμαχίας να του στείλουν κειμήλια που έχουν στην κατοχή τους, με τελικό προορισμό ένα Μουσείο στην Πύλο. Το δημοτικό συμβούλιο της Πύλου έχοντας πληροφορηθεί τις ενέργειες του αυτές τον ανακήρυξε δημότη της πόλης και προέβη σε ορισμένες ενέργειες προς την επίτευξη της δημιουργίας χώρου φιλοξενίας των κειμηλίων.

Το 1935 ο Πυώ διοργάνωσε στο Παρίσι έκθεση με τίτλο «Ο Φιλελληνισμός- Συλλογή Ρενέ Πυώ» με σκοπό να παρουσιάσει τη δωρεά του προς τους Έλληνες και να συγκεντρώσει χρήματα για τη δημιουργία του Μουσείου στην Πύλο. Στα εγκαίνια της έκθεσης στο Γεωγραφικό Ινστιτούτο παρευρέθηκαν εξέχουσες προσωπικότητες και πολλές ξένες και ελληνικές εφημερίδες αναφέρθηκαν στο γεγονός. Μετά την έκθεση μεγάλο μέρος της συλλογής φιλοξενήθηκε στο ελληνικό περίπτερο της πανεπιστημιούπολης στο Παρίσι και ορισμένα αντικείμενα στην κατοικία του δημοσιογράφου. Το 1937 μετά το θάνατο του, η σύζυγός του παρέδωσε στο ελληνικό κράτος τα αντικείμενα που είχε στην κατοχή του.

Αρκετά χρόνια αργότερα, με την συμβολή του Πύλιου ομογενή Χρήστου Αντωνόπουλου και των σταδιακών ενεργειών του δήμου Πύλου και των ελληνικών κυβερνήσεων, η έκθεση του Ρενέ Πυώ, βρήκε τελική στέγη στο αρχοντικό του Κωστή Τσικλητήρα, Ολυμπιονίκη του Λονδίνου 1908 και της Στοκχόλμης 1912. Ο Πυώ είχε γράψει πολλά βιβλία, όπως το βιβλίο με τίτλο «Ελλάδα, γη αγαπημένη των θεών» το 1932.

Μέσα από τις δημοσιογραφικές του έρευνες και ανταποκρίσεις ο Πυώ διαμόρφωσε την άποψη ότι η ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 20 Οκτωβρίου 1927 έκρινε σε μεγάλο βαθμό την τύχη του Ελληνικού Αγώνα για ανεξαρτησία και για αυτό συνέλεξε μεγάλο βαθμό έργων που αναπαριστούσαν τη Ναυμαχία και επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή της Πύλου.

Ιστορικά κατά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, η συνδυασμένη οθωμανική και αιγυπτιακή αρμάδα καταστράφηκε από τη συμμαχική βρετανική, γαλλική και ρωσική ναυτική δύναμη. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827 οι ξένες δυνάμεις είχαν συμφωνήσει να αναγκάσουν την οθωμανική κυβέρνηση να παραχωρήσει αυτονομία στους Έλληνες. Ο Ιμπραήμ που ήλεγχε ακόμη αρκετές περιοχές της Πελοποννήσου ζήτησε προθεσμία, για να λάβει εντολές από Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη.

Την 6η Σεπτεμβρίου συνέβη ναυτικό επεισόδιο μεταξύ βρετανικών και τουρκοαιγυπτιακών πλοίων, ενώ στις 19 Σεπτεμβρίου, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος παραβίασε την υπόσχεση και απέπλευσε από την Πύλο για να τιμωρήσει τα βρετανικά πλοία. Ο ναύαρχος Κόδριγκτον ορμώμενος από τη Ζάκυνθο ανάγκασε την τουρκοαιγυπτιακή μοίρα να επιστρέψει στο λιμάνι αλλά ο Ιμπραήμ έστειλε στρατό στη ξηρά για να καταστρέψει ως αντίποινα τις καλλιέργειες .

Μετά από αυτό το επεισόδιο οι ναύαρχοι συμφωνήσαν ότι ο Ιμπραήμ παραβιάζει τις συμφωνίες και απαίτησαν τα πλοία να αποπλεύσουν προς Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη. Ο Κόδριγκτον έστειλε τον Έλληνα πρωρέα Μιχαήλ να ζητήσει από τον Αιγύπτιο ναύαρχο να παραμείνει ουδέτερος αλλά δέχθηκε εν ψυχρώ πυροβολισμό από το Τουρκικό ναυτικό. Η κατάσταση κλιμακώθηκε και ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος άνοιξε πυρ κατά των συμμαχικών πλοίων.

Οι τρεις επικεφαλής του συμμαχικού στόλου ήταν ο Άγγλος αντιναύαρχος Σερ Κόδριγκτον, ο Γάλλος υποναύαρχος Δεριγνύ και ο Ρώσος υποναύαρχος Χέιδεν. Την κρίσιμη στιγμή ο ρωσικός στόλος μπήκε στο λιμάνι και μέχρι το απόγευμα τα περισσότερα τουρκοαιγυπτιακά πλοία είχαν καταστραφεί ή παραδοθεί. Οι απώλειες των Οθωμανών υπολογίζονταν πάνω από 6000 άντρες. Ενώ μόνο πάνω στην τουρκική και αιγυπτιακή ναυαρχίδα οι νεκροί και τραυματίες ήταν περίπου 1000. Από τη συμμαχική πλευρά οι νεκροί και τραυματίες ήταν 654. Ο Κόδριγκτον διέταξε τα βρετανικά πλοία «Κάμπριαν» και «Γκλάσκοβ», το γαλλικό «Τριντάντ» και το ρωσικό «Προβονόκ» να μείνουν αγκυροβολημένα απέναντι από το στρατόπεδο του Ιμπραήμ και να ανοίξουν πυρ αν ακουστεί έστω κι ένας πυροβολισμός. Οι Οθωμανοί αποδέχτηκαν και υπέγραψαν ανακωχή πάνω στην ναυαρχίδα του Κόδριγκτον. Ο Δεριγνύ ανέφερε ότι «στην ιστορία δεν υπήρξε μεγαλύτερη καταστροφή στόλου».

Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου αποτέλεσε ένα γεγονός που άνοιξε το δρόμο για την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Αίγινα τον Ιανουάριο 1828, για να παραλάβει ομαλά την εξουσία από την Αντικυβερνητική Επιτροπή που είχε ορίσει νωρίτερα η Γ’ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας, και να καταστήσει το Ναύπλιο την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Ο όρμος του Ναβαρίνου αποτελεί ένα φυσικό λιμάνι απαράμιλλου κάλλους και μια τοποθεσία εθνικής μνήμης. Μέσα στον όρμο στέκουν και το αποδεικνύουν μια σειρά από μνημεία που αφορούν τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου αλλά και την αρχαιότητα και τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Τα μνημεία που είναι επισκέψιμα μόνο από θαλάσσης εν συντομία είναι:

Το μνημείο της Γαλλικής Κυβέρνησης αφιερωμένο στους Γάλλους νεκρούς της ναυμαχίας του Ναβαρίνου, το μνημείο του Αλέξη Μάλε αξιωματικού του γαλλικού σώματος του Μαιζώνος, το μνημείο του Παύλου Μαρία Βοναπάρτη, ανιψιού του Γάλλου στρατηλάτη Ναπολέοντα, που σκοτώθηκε πάνω στη φρεγάτα «Ελλάς» το 1827 κοντά στις Σπέτσες, το μνημείο για τους Άγγλους νεκρούς της Ναυμαχίας, το μνημείο για το ολοκαύτωμα της Σφακτηρίας το 1825 από τους τουρκοαιγυπτίους και τους πεσόντες κόμη Σαντόρε Σανταρόζα, μεγάλου φιλέλληνα και υπουργού στρατιωτικών της Ιταλίας και των Ελλήνων Τσαμαδού, Αναγνωσταρά και Σαχίνη, το μνημείο αφιερωμένο στους Ρώσους νεκρούς της Ναυμαχίας και η ρωσική ξύλινη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η ελληνική εκκλησία της «Παναγούλας» Παναγίας Ελεούσας, αλλά και τα υπολείμματα του αρχαίου οχυρού τείχους, που θυμίζουν ένα από τα πολλά γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου (425 π.Χ.).

©Μέντωρ Διαμεσολαβητής

Πηγή:

Φωτογραφία Ιβάν Αϊβαζόφσκι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου