Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Τμήμα υδραγωγείου στην περιοχή Στενωσιας

        Τμήμα υδραγωγείου στην περιοχή Στενωσιας που τροφοδοτούσε από τις πήγες Κουμπέ του Χανδρινού το Νιόκαστρο της Πύλου

                                             



φωτογραφιες απο τον

Valantis Kalogeropoulos


Το υδραγωγείο του Ναβαρίνου είναι ένα σημαντικό τεχνικό έργο που η κατασκευή του εντάσσεται χρονικά στην πρώιμη νεότερη εποχή, στα τέλη του 16ου αιώνα και χαρακτηρίζεται από πολλές οικοδομικές φάσεις.  Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα δημόσια έργα της οθωμανικής διοίκησης στη Μεσσηνία. Η κατασκευή του ξεκίνησε πιθανότατα παράλληλα με την κατασκευή του Νιόκαστρου το 1573, ώστε να καλύψει τις ανάγκες ύδρευσης του κάστρου.

Αποτελούνταν από δύο διακριτά τμήματα που υδροδοτούνταν από δύο διαφορετικές πηγές.  Το νεότερο τμήμα του υδραγωγείου ξεκινούσε από τις πηγές «Κουμπέ» και ακολουθούσε το ανάγλυφο του εδάφους, άλλοτε γεφυρώνοντας ρέματα και μικρούς χείμαρρους της περιοχής και άλλοτε διερχόμενο υπογείως, για να καταλήξει τελικά στην θέση «Καμάρες» στα περίχωρα της Πύλου, όπου συναντάται με το αρχαιότερο τμήμα του υδραγωγείου που μετέφερε νερό από την πηγή στην θέση “Παλαιό Νερό”. Κατόπιν εισέρχονταν υπογείως κάτω από τις επάλξεις του κάστρου και κατέληγε  σε υπέργεια κρήνη εντός του Νιόκαστρου.  Επίσης, το υδραγωγείο τροφοδοτούσε με νερό και κρήνες που βρίσκονταν εκτός του κάστρου, τόσο κατά μήκος της διαδρομής, όσο και κοντά στο Νιόκαστρο (μια από αυτές βρισκόταν στις «Καμάρες» στο δρόμο προς την Μέθώνη).

Στους δυτικούς πρόποδες του όρους Προφήτης Ηλίας και κοντά στο σημερινό χωριό Χανδρινός, ξεκινούσε το ένα από τα δύο υδραγωγεία του Νιόκαστρου, το οποίο είχε εντυπωσιάσει διαχρονικά ταξιδιώτες και περιηγητές, καθώς οι περισσότερες μαρτυρίες που διαθέτουμε για αυτό προέρχονται από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν κατά καιρούς την περιοχή.  Έτσι, όταν ο γνωστός χρονογράφος και περιηγητής Οθωμανός Εβλιγιά Τσελεμπή περιηγήθηκε την Πελοπόννησο κατά το έτος 1668 και πέρασε από το Νιόκαστρο, γράφει ότι το υδραγωγείο κατασκευάσθηκε κατά την διάρκεια που ήταν Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Μουράτ Δ΄ (1623-1640).

Στη συνέχεια, είναι βέβαιο, ότι, κατά την Β΄ Ενετοκρατία στην περιοχή (1686-1715) και την ανακατάληψη του Νιόκαστρου από τις δυνάμεις του Μοροζίνι, τον Ιούνιο του 1686, το υδραγωγείο λειτουργούσε κανονικά.  Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το υδραγωγείο και κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα. Μια μοναδική πηγή πληροφοριών σχετικά με την περιοχή αποτελούν οι μελέτες της Γαλλικής Αποστολής στο Μοριά.  Το κρατικά οργανωμένο εγχείρημα της Γαλλικής Αποστολής στο Μοριά συντελέστηκε την κρίσιμη δεκαετία 1829 έως 1838, κατά την οποία θεμελιωνόταν το νεοελληνικό κράτος. Οι 20 περίπου επιστήμονες και καλλιτέχνες καθώς και οι 28 συμπράττοντες αξιωματικοί τοπογράφοι του Γενικού Επιτελείου Στρατού και του Σώματος Μηχανικού έφεραν σε πέρας ένα σύνθετο επιστημονικό, καλλιτεχνικό, χαρτογραφικό και εκδοτικό έργο, που αποτέλεσε και αποτελεί μια ισχυρή μαρτυρία για τον γεωγραφικό χώρο και την κοινωνία, κατά την ιδιαίτερη αυτή εποχή. Έτσι επιστήμονες της αποστολής επισκέπτονται το υψίπεδο «Κουμπέ» και μελετούν το υδραγωγείο. Χαρακτηριστική είναι μια Βινιέτα, με ημερομηνία 9 Απριλίου 1829, της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής,  με θέμα το γεφύρι, με τις εντυπωσιακές τοξοστοιχίες του υδραγωγείου του Ναβαρίνου και την βουκολική εικόνα του βοσκού με τα πρόβατα του, που βρίσκεται κοντά στις πηγές «Κουμπέ» και στον σημερινό οικισμό Χανδρινός, 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Νιόκαστρου.  Με την ίδια εντύπωση παρουσιάζεται το υδραγωγείο στους ταξιδιωτικούς οδηγούς των εκδόσεων Ελευθερουδάκη έναν αιώνα αργότερα.  Πρόκειται για ένα  συγγραφικό έργο  που αποτυπώνει με θαυμαστή ακρίβεια την Ελλάδα του 1930 και που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία των ελληνικών ταξιδιωτικών οδηγών, καθώς παρέχει πολύτιμες πληροφορίες, σε μια εποχή κατά την οποία ελάχιστοι ασχολούνταν με την ελληνική ύπαιθρο.  Έτσι ο ταξιδιωτικός οδηγός που αναφέρεται στην Πελοπόννησο και στην συγκεκριμένη περιοχή γράφει σχετικά με το υδραγωγείο: «Επί δεξιά δε του χανίου Κουμπέ βλέπομεν το υπό των Βενετών κτισθέν υδραγωγείον Πύλου».

      Εάν και το μεγαλύτερο μέρος του υδραγωγείου είναι κατεστραμμένο, υπάρχουν τρία καλά διατηρημένα γεφύρια του υδραγωγείου στην περιοχή του «Λιακόπουλου». Η βορειότερη είναι η υψηλότερη με ένα ελαφρώς οξυκόρυφο τόξο, ενώ αυτή στα δυτικά είναι η μεγαλύτερη σε μήκος και αποτελείται από τρείς μεγάλες καμάρες.  Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε ότι στο Ρέμα «Ξεριά» σώζεται το μεγαλύτερο μέρος μιας εντυπωσιακής γέφυρας του υδραγωγείου, ύψους 18,4 μέτρων.  Στην μεγάλη κύρια αψίδα σώζονται ίχνη από μεγάλους ξύλινους δοκούς που στήριζαν τις πλευρές της καθώς και σιδερένιοι σύνδεσμοι. Οι μικρότερες αψίδες ήταν κατασκευασμένες από τούβλα, ενώ οι αγωγοί διατηρούν ακόμη κάποιες πλάκες που τους κάλυπταν.

Έτσι, το υδραγωγείο ενσωματώνοντας το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής τεχνολογίας της εποχής, σε σχέση με τέτοιου είδους κατασκευές, κατάφερε για μια χρονική περίοδο που ξεπερνά τα 250 χρόνια να υδροδοτεί απρόσκοπτα το Νιόκαστρο.

Η ολιστική προσέγγιση του υπό μελέτη υδραγωγείου υπαγορεύεται πλέον από την ίδια του την φυσιογνωμία, καθώς αποτελεί μια αδιάσπαστη ιστορική, πολιτισμική και αισθητική ενότητα, καθώς σύμφωνα με το ΦΕΚ 891/Β/20-12-1984:«χαρακτηρίζουμε το παλαιό υδραγωγείο, που βρίσκεται κοντά στο δρόμο Πύλου-Καλαμάτας, μεταξύ των οικισμών Στενωσίας και Μπαλοδημεϊκων, της Κοινότητας Χανδρινού της επαρχίας Πυλίας του Νομού Μεσσηνίας, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας, ακτίνας 100μ. γύρω του. Ανήκει στη μορφή των υδραγωγείων με κτιστή τοξοστοιχία και αυλάκι νερού στο πάνω μέρος της».

      Παράλληλα, η περιοχή του ιστορικού διατηρητέου μνημείου αποτελεί ένα μοναδικής σπουδαιότητας πολιτισμικό τοπίο, το οποίο υφίσταται σημαντικές πιέσεις από τις σύγχρονες τάσεις μετασχηματισμού του χώρου.  Όμως διαπιστώνοντας την έλλειψη μια ενιαίας αντιμετώπισης του υδραγωγείου στο σύνολο του, καθώς εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης έχουν περιοριστεί μόνο στο τμήμα του υδραγωγείου στην περιοχή «Καμάρες», η παρούσα μελέτη επιχειρεί να προσεγγίσει συνολικά το διατηρητέο μνημείο, με γνώμονα την ανάδειξη και προβολή των εγγενών αξιών του.

Έτσι η προστασία και η ανάδειξη της εντυπωσιακής γέφυρας τοξοστοιχίας  του υδραγωγείου, που βρίσκεται στο Χανδρινού, ως αναντικατάστατου πολιτισμικού πόρου και ως δεξαμενή πολιτισμικών τεκμηρίων, απαιτεί την άμεση αφύπνιση των φορέων της πολιτείας. Ώστε, άμεσα, το συγκεκριμένο ιστορικό διατηρητέο μνημείο να αποκατασταθεί από την φθορά του χρόνου και να αναδειχθεί, ως ένα ιδιαίτερο μνημείο που αποτυπώνει την ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα του τόπου και γεφυρώνει την ανάδειξη του σημαντικού αυτού μνημείου της πρώιμης νεότερης εποχής στο σύνολο του.

Από έρευνα στα “Χίλια χωριά στη δίνη του Χρόνου” και από δημοσιευμένη έρευνα του Δημοσθένη Κόρδου





Υδραγωγείο Ναβαρίνου

Το φρούριο του Νιόκαστρου κτίστηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1573, μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), για να προστατεύει τη νότια είσοδο του κόλπου του Ναβαρίνου και να ελέγχει τους εμπορικούς θαλάσσιους δρόμους από την Ανατολή στη Δύση και αντίστροφα. Ωστόσο, η ύδρευση ήταν μέγιστης σημασίας για την επιβίωση του οχυρού και οι Οθωμανοί προχώρησαν στην κατασκευή ενός υδραγωγείου για να καλύψουν τις υδρευτικές ανάγκες του κάστρου. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα δημόσια τεχνικά έργα της οθωμανικής διοίκησης στη Μεσσηνία και η κατασκευή του ανάγεται χρονικά στην πρώιμη νεότερη εποχή (τέλη του 16ου αιώνα) και χαρακτηρίζεται από πολλές οικοδομικές φάσεις, ενώ η κατασκευή του ξεκίνησε πιθανότατα παράλληλα με την κατασκευή του Νιόκαστρου το 1573.
Ουσιαστικά πρόκειται για δύο υδραγωγεία τα οποία ενοποιούνται στο τελευταίο τμήμα τους. Το παλαιότερο μετέφερε το νερό από τη θέση «Παλαιό Νερό», νοτιοανατολικά του κάστρου, και αποτελούνταν από ένα απλό πέτρινο τοίχο ελάχιστου πλάτους (~ 0.60μ), ενώ στην κορυφή του τοιχώματος αρχικά υπήρχε στρώση κονιάματος πάνω από το οποίο διερχόταν το νερό και μεταγενέστερα προστέθηκαν κεραμίδια για καλύτερη υδατική ροή και μείωση των απωλειών και ακολούθως πολύ πιθανόν πήλινος αγωγός. Σταδιακά, μέσω διαφόρων φάσεων της κατασκευής, επιδιώχθηκε άνοδος του ύψους του επιπέδου του αγωγού, στοχεύοντας ουσιαστικά στην αύξηση της υδατικής ροής καθώς και στην επιδίωξη να κατευθυνθεί το νερό σε υψηλότερη στάθμη εντός του φρουρίου.
Το δεύτερο υδραγωγείο, λίγο μεταγενέστερο (περίπου κατά 70 έτη) αλλά πιο εντυπωσιακά κατασκευασμένο, μετέφερε το νερό με κτιστή αύλακα από τις πηγές «Κουμπέ», πλησίον του οικισμού Χανδρινός, 15 χλμ. βορειοανατολικά του κάστρου. Αυτό το τμήμα είχε κυρίως έναν αγωγό πάνω σε τοίχο μεγάλου πλάτους, στον οποίο ενσωματώθηκαν αργότερα πολυάριθμα τοξωτά τμήματα αλλά και γέφυρες, γεγονός εντυπωσιακό για την περιοχή αυτή, ενώ οι αγωγοί εναλλάσσονταν κατά μήκος της διαδρομής μεταξύ υπέργειων και υπόγειων. Τα σωζόμενα τμήματα και των δύο κλάδων του υδραγωγείου στις παρυφές της πόλης μαρτυρούν την ταυτόχρονη λειτουργία τους. Σε σχέση με το νεότερο τμήμα, αυτό ακολουθεί το ανάγλυφο του εδάφους, άλλοτε γεφυρώνοντας ρέματα και μικρούς χείμαρρους της περιοχής και άλλοτε διερχόμενο υπογείως, για να καταλήξει τελικά στην θέση «Καμάρες», στα περίχωρα της Πύλου, με το εντυπωσιακό αψιδωτό τμήμα του, όπου συναντάται με το παλαιότερο τμήμα του υδραγωγείου. Κατόπιν εισέρχονταν υπογείως κάτω από τις επάλξεις του κάστρου και έφθανε εντός του φρουρίου σε δύο θέσεις, μία στην ακρόπολη και μια δίπλα από την κεντρική πύλη, τροφοδοτώντας δεξαμενές και κρήνες. Επίσης, το υδραγωγείο τροφοδοτούσε με νερό και κρήνες που βρίσκονταν εκτός του κάστρου, τόσο κατά μήκος της διαδρομής, όσο και κοντά στο Νιόκαστρο (μια από αυτές βρισκόταν στην θέση «Καμάρες» στο δρόμο προς την Μεθώνη και μια άλλη στις βορειοανατολικές παρυφές της Πύλου στον δρόμο προς Καλαμάτα). Αξίζει να σημειωθεί ότι, πριν μια δεκαετία (2008) στα πλαίσια μελέτης αποκατάστασης του τοξωτού τμήματος του υδραγωγείου που βρίσκεται στην νότια είσοδο της Πύλου από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών, εντοπίστηκε το σύνολο της διαδρομής του υδραγωγείου μέχρι τις πηγές «Κουμπέ», ενώ στα πλαίσια της μελέτης έρευνες στην Υδρογραφική Υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου έφεραν στο φώς σημαντικά στοιχεία για το υδραγωγείο καθώς, βοήθησε να ταυτοποιηθεί η πορεία του σε σημεία όπου δεν υπάρχουν πλέον αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Σήμερα, υπάρχουν τρείς σωζόμενες γέφυρες του νεότερου υδραγωγείου στην γεωγραφική θέση «Λιακόπουλου». Η μια, βορεινή, είναι η ψηλότερη με ένα μόνο ελαφρώς οξυκόρυφο τόξο, ενώ αυτή στα δυτικά είναι η μακρύτερη, κατασκευασμένη με τρεις μεγάλες καμάρες και μικρότερες καμάρες ανάμεσά τους. Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε ότι, στο Ρέμα «Ξεριά» σώζεται το μεγαλύτερο μέρος μιας εντυπωσιακής γέφυρας του υδραγωγείου, ύψους 18,4 μέτρων. Στην μεγάλη κύρια αψίδα της έχουν διασωθεί ίχνη από μεγάλους ξύλινους δοκούς που στήριζαν τις πλευρές της καθώς και σιδερένιοι σύνδεσμοι. Οι μικρότερες αψίδες (ανακουφιστικές) ήταν κατασκευασμένες από τούβλα, ενώ οι αγωγοί διατηρούν ακόμη και σήμερα κάποιες πλάκες επικάλυψης. Ωστόσο, γράφημα του Αγγλικού Ναυαρχείου στην Υδρογραφική Υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου δείχνει την ύπαρξη μιας ακόμη γέφυρας λίγο νοτιότερα, αν και δεν έχουν εντοπισθεί πιθανά κατάλοιπα, ενώ τμήμα κατά μήκος της ακτής του Ναβαρίνου χαρακτηρίζεται στα εν λόγω αγγλικά σχέδια ως υπόγειο υδραγωγείο.
Το υδραγωγείο είχε εντυπωσιάσει διαχρονικά ταξιδιώτες και περιηγητές καθώς λειτούργησε περισσότερο από 250 έτη, διατηρώντας παράλληλα τη συνέχιση της χρήσης της προϋπάρχουσας κατασκευής που προμηθεύονταν νερό από τις πηγές στην θέση «Παλαιό Νερό». Έτσι, όταν ο γνωστός χρονογράφος και περιηγητής Οθωμανός Evliya Çelebi περιηγήθηκε την Πελοπόννησο κατά το έτος 1668, διερχόμενος από το Νιόκαστρο γράφει ότι το υδραγωγείο που τροφοδοτείται από τις πηγές «Κουμπέ» κατασκευάσθηκε κατά την διάρκεια που ήταν Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Μουράτ Δ΄ (1623-1640). Η αναφορά αυτή δείχνει ότι, το παλαιότερο υδραγωγείο κατασκευάστηκε παράλληλα με το Νεόκαστρο (1573), καθώς το διάστημα των 70 ετών δικαιολογεί τις δύο μεγάλες κατασκευαστικές φάσεις. Στη συνέχεια, είναι βέβαιο, ότι, κατά την Β΄ Ενετοκρατία στην περιοχή (1686-1715) και την ανακατάληψη του Νιόκαστρου από τις βενετικές δυνάμεις του Μοροζίνι, τον Ιούνιο του 1686, το υδραγωγείο ήταν ενεργό.
Ακολούθως, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το υδραγωγείο και κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς μια σημαντική πηγή πληροφοριών σχετικά με την περιοχή αποτελούν οι μελέτες της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά κατά το έτος 1829. Χαρακτηριστική είναι η Βινιέτα, με ημερομηνία 9 Απριλίου 1829, της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής, με θέμα τοξωτή γέφυρα του υδραγωγείου που βρίσκεται κοντά στον οικισμό του Χανδρινού, με τις εντυπωσιακές τοξοστοιχίες και την βουκολική εικόνα του βοσκού με τα πρόβατα του. Στο πόρισμα των μελετών της Αποστολής διαβάζουμε χαρακτηριστικά για την γέφυρα αυτή: «Στην κοίτη του Γιάλοβα [Τυφλομύτη ή Ξερολάγκαδο] … πάνω από την πυκνή και πλούσια βλάστηση σχηματιζόταν στα δεξιά ένα φαράγγι από καταπράσινους βράχους μέσα από το άνοιγμα του οποίου μπορούσε κανείς να διακρίνει μακριά τη συμβολή δυο άλλων ρεμάτων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και δύο ως οι βασικοί τροφοδότες του ποταμού. Το υδραγωγείο, του οποίου τα ίχνη εντοπίσαμε, περνούσε μέσα από το ρήγμα διασχίζοντας τις δύο του πλευρές, σαν στενή γέφυρα, στηριγμένη πάνω σε κολόνες που κατέληγαν σε υγρές καμπυλωμένες αψίδες, στεφανωμένες με τριφύλλια μπλεγμένα στις γιρλάντες που σχημάτιζαν τα βάτα και οι ντουλκαμάρες. Στη βινιέτα αυτού του κεφαλαίου βλέπουμε αυτήν ακριβώς την άποψη του Υδραγωγείου του Ναβαρίνου […] Είναι όλο χτισμένο από ακατέργαστα λιθάρια, όπως έχτιζαν οι Ενετοί και οι Τούρκοι, οι οποίοι ναι μεν φρόντιζαν πολύ τα υδραυλικά έργα τους αλλά απέφευγαν το μνημειακό ύφος» (Bory de Saint Vincent, Relation 1836, σ. 192). Η Αποστολή αναφέρεται ακόμη σε άνυδρη κρήνη που βρίσκεται εκτός του κάστρου, δείχνοντας ότι το υδραγωγείο κατά το έτος 1829 δεν βρίσκεται σε λειτουργία, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Η κρήνη αυτή χρονολογείται, πιθανότατα, από την εποχή των Ενετών και δεν εντυπωσιάζει παρά μόνο για την κακογουστιά και το άθλιο σχήμα της. Μοιάζει σαν να είναι κολλημένη πάνω στα ηλιοκαμμένα βράχια, σκεπασμένα με μια μαυριδερή σκόνη. Ακόμα και όταν η κρήνη λειτουργούσε, δεν μπορούσε να φυτρώσει η παραμικρή πρασινάδα για να ομορφύνει λίγο ο γύρω χώρος» (Bory de Saint Vincent, Relation, 1836, σ. 135). Ακολούθως, οι Γάλλοι επισκέπτονται το υψίπεδο «Κουμπέ» και την πηγή του υδραγωγείου, κατά τον Απρίλιο του 1829, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Αφιερώνοντας πολύ χρόνο στο κυνήγι, στη διερεύνηση και δειγματοληψία των βράχων, στη συλλογή φυτών και στην τοπογραφική καταγραφή, προχωρούσαμε πολύ αργά. Έτσι φτάσαμε με καθυστέρηση στις πηγές του υδραγωγείου του Κουμπέ. Κατασκηνώσαμε πολύ κοντά και μείναμε ολόκληρη την ημέρα της 17ης, την οποία αφιερώσαμε σε έρευνες φυσικής ιστορίας. Ο κ. Virlet ανέβηκε στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, οι κ. Brullé και Baccuet εξερεύνησαν τη φύση και εγώ σχεδίασα την άποψη του ορεινού συμπλέγματος, στη νοτιοανατολική πλευρά, που είχαμε διασχίσει την 10η του μηνός. Η άποψη αυτή δίνει μια γενική εικόνα της βλάστησης, του οροπεδίου και της πηγής όπου είχαμε ήδη σταματήσει» (Bory de Saint Vincent, Relation, 1836, σ. 224-225).
Έναν αιώνα αργότερα, το 1930, το υδραγωγείο αναφέρεται στους εμβληματικούς ταξιδιωτικούς οδηγούς των εκδόσεων Ελευθερουδάκη. Ενδεικτικά, ο ταξιδιωτικός οδηγός που αναφέρεται στην Πελοπόννησο και στην συγκεκριμένη περιοχή, γράφει σχετικά με το υδραγωγείο: «Επί δεξιά δε του χανίου Κουμπέ βλέπομεν το υπό των Βενετών κτισθέν υδραγωγείον Πύλου». Το ιστορικό υδραγωγείο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο της Ελλάδας το 1984, καθώς σύμφωνα με το ΦΕΚ 891/Β/20-12-1984: «χαρακτηρίζουμε το παλαιό υδραγωγείο, που βρίσκεται κοντά στο δρόμο Πύλου-Καλαμάτας, μεταξύ των οικισμών Στενωσίας και Μπαλοδημεϊκων, της Κοινότητας Χανδρινού της επαρχίας Πυλίας του Νομού Μεσσηνίας, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας, ακτίνας 100μ. γύρω του. Ανήκει στη μορφή των υδραγωγείων με κτιστή τοξοστοιχία και αυλάκι νερού στο πάνω μέρος της». Έτσι, σήμερα, μια ολιστική προσέγγιση του υπό μελέτη υδραγωγείου υπαγορεύεται πλέον από την ίδια του την φυσιογνωμία, καθώς αποτελεί μια αδιάσπαστη ιστορική, πολιτισμική και αισθητική ενότητα.
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι, η γεωγραφική περιοχή του ιστορικού διατηρητέου μνημείου αποτελεί ένα μοναδικής σπουδαιότητας φυσικό τοπίο με σπάνια βιοποικιλότητα, το οποίο ωστόσο σήμερα υφίσταται σημαντικές ανθρωπογενείς πιέσεις από τις σύγχρονες τάσεις μετασχηματισμού του χώρου. Παράλληλα, παρατηρείται μια έλλειψη ενιαίας προστασίας και ανάδειξης του υδραγωγείου στο σύνολό του, καθώς οι όποιες εργασίες καθαρισμού, προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξης έχουν περιοριστεί μόνο στο τμήμα του υδραγωγείου στην θέση «Καμάρες». Έτσι το εν λόγω μνημείο σε συνδυασμό με το φυσικό τοπίο που το περιβάλλει αποτελούν ένα δυναμικό προϊόν της όσμωσης των πολύπλοκων ανθρωπογεωγραφικών διεργασιών, καθιστώντας έτσι επιτακτική την ανάγκη σύνταξης ενός ολοκληρωμένου ολιστικού σχεδίου με γνώμονα την άμεση προστασία και ανάδειξη των εγγενών αξιών του.

Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτισμικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

* Foto: Σπάνια Βινιέτα με θέμα το Υδραγωγείο Ναβαρίνου της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά, 9 Απριλίου 1829.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου