Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821

Κατάληψη της Σφακτηρίας και του Παλαιοκάστρου



Ο Αιγυπτιακός  στόλος έκανε την εμφάνισή του στη θαλάσσια περιοχή της Σφακτηρίας και του Νεοκάστρου στις 18 Απριλίου. Η παρουσία του δημιούργησε υπόνοιες εχθρικής απόβασης στη Σφακτηρία, ώστε να ολοκληρωθεί ο αποκλεισμός του Νεοκάστρου και να διακοπεί η δια θαλάσσης επικοινωνία των πολιορκημένων με τα Ελληνικά σώματα της νήσου. Ο Αναγνωσταράς ο οποίος είχε αναρρώσει από την ασθένεια που τον βασάνισε, συντόνιζε την είσοδο στρατευμάτων στο Νεόκαστρο, την εξασφάλιση ικανής δύναμης για την άμυνα της Σφακτηρίας και την οχύρωση του Παλαιού Ναβαρίνου, δηλαδή του κάστρου που βρίσκεται βόρεια της Σφακτηρίας Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Αναγνωσταράς έλαβε πρόσθετη χρηματική βοήθεια, εκτός από όσα αναφέρθηκε ότι του έδωσαν ο Δαρειώτης και ο Σκούρτης ώστε να είχε την οικονομική δυνατότητα να εφοδιάσει με επάρκεια τροφίμων όλα τα πιθανά σημεία αιγυπτιακής επίθεσης Οι τελευταίες του αγορές από τη Ζάκυνθο είχαν μείνει απλήρωτες.

Πυρομαχικά και τρόφιμα έφερε ο Αναστάσιος Τσαμαδός που ήρθε στον κόλπο του Ναβαρίνου με το πλοίο του «Άρης» μαζί με άλλα επτά πλοία.

Από τα τέλη Μαρτίου με τα πρώτα σημεία ανάγκης οχύρωσης της Σφακτηρίας πήγαν εκεί εκατό και πλέον στρατιώτες από το Νεόκαστρο και ακολούθησε η συγκέντρωση και άλλων στρατευμάτων, παίρνοντας κατ’ αναλογία έναν αριθμό από καθένα από τα σώματα που ήταν έξω από τα τείχη. Εκεί βρέθηκε ο Αναγνωσταράς με τους δύο γαμπρούς του, τον Παναγιώτη Ιω. Καπετανάκη, το λεγόμενο και Γιαννέα από το Αλμυρό της Μάνης και το Γεώργιο Λυκάκη από το Κουρτσαούση (Σπερχογεία) της Καλαμάτας Από τα οκτώ πλοία που κατέπλευσαν στο λιμάνι του Νεοκάστρου υπό την ηγεσία του Αναστασίου Τσαμαδού πολλοί ναύτες βγήκαν να πολεμήσουν στη στεριά

Για να κρατηθεί η Σφακτηρία σε ελληνικά χέρια έπρεπε να υποστηρίζεται από το Παλαιό Ναβαρίνο ή Παλαιόκαστρο. Για το λόγο αυτό στις 25 Μαρτίου πήγε εκεί και εγκαταστάθηκε ο επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος με τριακόσιους στρατιώτες Αρκαδινούς (Τριφυλίους). Μαζί του ήταν και ο ΙωάννηςΜακρυγιάννης, ο οποίος προηγουμένως υπηρετούσε ως πολιτάρχης στην Κυπαρισσία, μετά δε από λίγες ημέρες τον έστειλαν μέσα στο φρούριο του Νεοκάστρου.

Στις 27 Μαρτίου ο επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος ανέφερε στο Γ. Κουντουριώτη τα ακόλουθα: «Είναι τρεις ημέραι οπού εστρατοπεδεύθημεν εδώ εις το Παλιαβαρίνον και αμέσως οι εχθροί ήλθαν κατ’ επάνω μας πλήν δεν έγινε καμμία συμπλοκή αλλ’ αμέσως οπισθοδρόμησαν, και φαίνεται ότι ήρχοντο διάνα πιάσουν το Παλιαβαρίνον, διά να τους χρησιμεύση εις τα σκοπούμενά των…».

Ο Αναγνωσταράς σε αναφορά του της 31 Μαρτίου για το Παλαιό Ναβαρίνο έγραψε: «…Αυτή τη θέση έστειλε ο εχθρός να την περιεργασθεί και να την πιάση διά να εμποδίση και την διά θαλάσσης με το φρούριον (Νεόκαστρο) κοινωνίαν μας θεία όμως χάριτι επρόφθασεν ο Άγιος Μεθώνης με το αρκαδινόν και επιάσαμεν αυτήν την θέσιν, αφού ελακταρίσθη η καρδία μας μην προλάβη ο εχθρός Μετέπειτα, ήλθεν τρεις φορές εναντίον μας εδώ και τον απεδιώξαμεν κατησχυμένον θανατώνοντας μερικούς από αυτούς…».

Στις24 Απριλίου ο Αλ. Μαυροκορδάτος έφθασε στο ελληνικό στρατόπεδο που ήταν στο Κεφαλάρι, το οποίο βρίσκεται δύο ώρες πίσω από τις Χώρες Το βράδυ επισκέφθηκε το Παλαιό Ναβαρίνο, όπου συνάντησε τον επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο με Αρκαδινούς (Τριφύλιους). Είδε ακόμη τον Χατζηχρήστο, ο οποίος είχε μόνο 300 στρατιώτες διότι οι υπόλοιποι από το σώμα του δεν δέχθηκαν να τον ακολουθήσουν στο Παλαιό Ναβαρίνο και δεν μετακινήθηκαν από τις Χώρες Εκεί στις Χώρες ήταν ακόμη ο Σκούρτης, ο Καρατάσος ο Γ. Γιατράκος και άλλοι. Τα Πελοποννησιακά στρατεύματα έμεναν στο Κεφαλάρι και οι αρχηγοί αυτών και των «ξενικών>> στρατευμάτων δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το γεγονός ότι οι στρατιώτες δεν συμμορφώνονταν πάντοτε με τις οδηγίες των αρχηγών τους κι όταν ήταν να εκτεθούν σε κίνδυνο, διαχώριζαν τη θέση τους και αποχωρούσαν.

Στις25 Απριλίου, ημέρα Σάββατο, οι εχθροί έκαναν γενική επίθεση και προσπάθησαν στη μεν ξηράνα καταλάβουν το Παλαιό Ναβαρίνο, συγχρόνως δε να αποβιβάσουν στρατό στη Σφακτηρία, αλλά απέτυχαν και στους δύο σκοπούς τους.

Η απόβαση στο νησί ματαιώθηκε κυρίως από την παρουσία του ελληνικού στόλου και οι εχθροί το βράδυ εκείνο στρατοπέδευσαν στη Γιάλοβα, που βρίσκεται νότια του Παλαιού Ναβαρίνου και στο Πετροχώρι που είναι βόρεια.

Την επομένη ημέρα, Κυριακή26 Απριλίου, μια μοίρα του ελληνικού στόλου αποτελουμένη από οκτώ πλοία υπό τον Α. Τσαμαδό ήταν αραγμένη στον κόλπο του Ναβαρίνου, ενώ η άλλη μοίρα, που την αποτελούσαν πολλά πλοία, βρέθηκε μακριά από τη Σφακτηρία λόγω της επικρατούσης θαλασσοταραχής και πολεμούσε εναντίον υπερτέρου αριθμού αιγυπτιακών πλοίων, πολλά των οποίων ήταν μεγάλου εκτοπίσματος και δύναμης πυρός.

Στον κόλπο του Ναβαρίνου εισέπλευσαν 46 εχθρικά πλοία και άρχισαν να κανονιοβολούν την ανατολική ακτή της Σφακτηρίας Τρεις φρεγάτες φρουρούσαν το στόμιο του κόλπου για να παρεμποδίσουν την έξοδο των ελληνικών πλοίων.

Στις11 το πρωί της 26ηςΑπριλίου μια δύναμη 2.000 Αιγυπτίων στρατιωτών υπό την ηγεσία του αρνησίθρησκου Σουλεϊμάν βέη (Σεβέ, με πενήντα πλοιάρια έκαναν απόβαση στην ανατολική ακτή της Σφακτηρίας, της οποίας ο προηγούμενος κανονιοβολισμός είχε διαλύσει την αμυντική τάξη των Ελλήνων και πέτυχαν μετά από πολύνεκρο πόλεμο τριών ωρών να πατήσουν το νησί το οποίο υπεράσπιζαν χίλιοι περίπου Έλληνες

Από την περιγραφή της κατάληψης της Σφακτηρίας που δίνει η εφημερίδα της Ύδρας «Ο Φίλοςτου Νόμου», φαίνεται ότι η απόβαση έγινε στην ανατολική ακτή της νήσου: «...Αυτήν λοιπόν την ημέραν (26 Απριλίου) τα μεν χονδράπλοία του έχθρού έμειναν έξω του κόλπου διάνα αντισταθώσιν εις τον στόλον μας 46 δε άλλα, μεταξύ των οποίων τρεις φρεγάται και τέσσαρες κορβέται, εισέπλευσαν, και παραταχθέντα μεταξύ του νησιδίου και της ξηράς εκανονιοβόλουν αυτό αδιακόπως ενώ τρεις φρεγάται εφύλαττον το στόμιον του λιμένος διά να εμποδίσωσι την έξοδον των ημετέρων πλοίων.

Οι εχθροί άρχισαν να προσβάλουν το νησίδιον από το μέρος όπου ήτον το αδυνατώτερον κανονοστάσιον από τα τρία τα οποία είχε. Μία ώρα περίπου προ μεσημβρίας 50 ένοπλοι βάρκαι του εχθρικού στόλου εφώρμησαν προς την νήσον, και ενώ από το μέρος όπου ήτον ο καπιτάν Α. Τσαμαδός με τον χιλίαρχον Σταύρον Σαχίνην απεκρούσθησαν αι βάρκαι του εχθρού με μεγάλην ζημίαν, από το άλλο μέρος έτρεψαν τους ημετέρους και ούτως οι περί τον καπιτάν Α. Τσαμαδόν ευρέθησαν περικυκλωμένοι από τους εχθρούς Ο γενναιότατος ούτος καπιτάνος επληγώθη εις δύο μέρη μαχόμενος ο δε χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης ορμήσας ξιφήρης εις το πλήθος των εχθρών ηφανίσθη...».

Ο Ρομέι περιέγραψε την κατάληψη της Σφακτηρίας με τα ακόλουθα : «…Δύο χιλίαδες στρατιώται Αιγύπτιοι, οδηγούμενοι από τον αρνησίθρησκον Σουλεϊμάν Βέην, προστατευόμενον από το πυρ του Τουρκο-Αιγυπτιακού Στόλου, εκτύπησε χιλίους περίπου Έλληνας οι οποίοι υπεράσπιζον την νήσον, που είναι αντικρύ του Νεοκάστρου. Κατ’ αρχάς απεκρούσθησαν· αλλά ο αρνησίθρησκος επρόσταξε να σιμώσουν πολλά πλοία και να ρίχνουν ακατάπαυστα κανονιαίς κατά της Νήσου, και με αυτόν τον τρόπον ημπόρεσε να απατήση τους Έλληνας και να τους βάλη σε σύγχυσιν, οι οποίοι εκυριεύθησαν από φόβον και εδόθησαν εις φυγήν…».

Όταν εκδηλώθηκε η απόβαση των Αιγυπτίων στη Σφακτηρία, βρέθηκαν στο νησί ο Δημήτριος Σαχτούρης φρούραρχος του Νεοκάστρου, ο Αναγνωσταράς με τους γαμπρούς του, ο Αλ. Μαυροκορδάτος ο Ιταλός κόμης Σανταρόζα και ο Αναστάσιος Τσαμαδός με πολλούς Υδραίους ναύτες κ.ά

Ο Νικόλαος Μπακόπουλος, από το Δάρα (Ντάρη) του νομού Αρκαδίας σε αναφοράτου έγραψε ότι στη Σφακτηρία ήσαν περίπου 800 Έλληνες «…μη δυνηθέντες να βασταχθώμεν, εβιάσθημεν περί το γεύμα της αυτής ημέρας να απεράσωμεν ένδον της θαλάσσης εις τους Αβαρίνους πνιγέντες εκ των ημετέρων μερικοί…».

Ο Δημήτριος Τσόκρης που πολέμησε στη Σφακτηρία πέρασε στο Παλαιόκαστρο κολυμπώντας και διασώθηκε, όπως οι περισσότεροι.

Στην άμυνα της Σφακτηρίας σκοτώθηκε ο Ιταλός κόμης Σανταρόζα. Ο Αναγνωσταράς τραυματίστηκε στο γόνατο από βλήμα κανονιού ώστε δεν μπόρεσε να απομακρυνθεί λόγω δε του σωματικού του βάρους στάθηκε αδύνατον να μεταφερθεί και τον κατέκοψαν οι Αιγύπτιοι στρατιώτες ενώ ακούγονταν οι βρισιές που τους ξεστόμιζε. Ο Αναστάσιος Τσαμαδός δέχθηκε δύο τραύματα και δεν μπόρεσε να φθάσει στο πλοίο του «Άρης» και σκοτώθηκε, όπως ακόμη σκοτώθηκε και ο Σταύρος Σαχίνης και άλλοι περίπου εκατό Υδραίοι ναύτες.

Όπως έγραψε ο Ρομέι, εξήντα οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στη Μεθώνη. Μεταξύ αυτών ήταν ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος και ο Παναγιώτης Ιω. Καπετανάκης, ο οποίος αμύνθηκε αρχικάσε ένα σπήλαιο και τελικά παραδόθηκε. Τη διοίκηση του σώματος που είχε μαζί του ανέλαβε ο νεαρός αδελφός του Αντώνιος Ιω.Καπετανάκης.

Στο πλοίο «Άρης» του Αναστασίου Τσαμαδού επιβιβάστηκαν ο Αλ. Μαυροκορδάτος ο φρούραρχος του Νεοκάστρου Δημήτριος Σαχτούρης κ.ά Η απομάκρυνση του πλοίου αυτού από το λιμάνι του Ναβαρίνου μέσα από τα πολυάριθμα εχθρικά πλοία προξένησε το θαυμασμό ακόμη και των εχθρών. Ο Ρομέι άκουσε τα κατορθώματα του «Αρη» από Αιγυπτίους και έγραψε σχετικά «…Ένας ελληνικός δρόμων, ο ύστερος από τα οκτώ ευγήκε απότο Ναβαρίνον και εκτυπήθη με περισσότερα από είκοσι εχθρικά γολέτας δρόμωνας και κορβέτας αλλά με τόσον θάρρος και τόσην επιδεξιότητα, ώστε το εγκωμίαζαν οι ίδιοι οι Τούρκοι, εκ των οποίων εφόνευσε και επλήγωσε όχι ολίγουςστρατιώτας και ναύτας Κατά την πάλιν ένας τουρκικός δρόμων ετινάχθη εις τον αέρα και μία μεγάλη αιγυπτιακή γολέτα εκάη. Τα πληρώματα και των δύο εχάθησαν σχεδόν ολόκληρα, εκτός επτά ανθρώπων, οι οποίοι εσώθησαν αλλά μισοκαϋμένοι…».

Για τον «Άρη» αναφέρεται ακόμη: «...Το πλοίον τούτο ειςτην έξοδόν του εκυβερνήθη από τους γενναιοτάτους Νικόλαον Βότσην και καπιτάν Δημήτριον Σαχτούρην τον φρούραρχον του Νεοκάστρου, όστις κατά την χρείαν είχε μεταβή εις την νήσον την ημέραν της μάχης διά να ανταμώση τον καπιτάν Αναστάσιον Τσαμαδόν... εις τον καιρόν τηςναυμαχίας μία γολέτα εχθρική κατελήφθη από το πυρ των κανονίων και εν βρίκιον κατεβυθίσθη...».

Μετάτην πτώση τηςΣφακτηρίαςοι απομείναντεςστο Παλαιόκαστρο περιήλθαν σε δεινή κατάσταση. Σε αναφορά του, της 2ας Μαΐου, ο Γεώργιος Γιατράκος ανέφερε: «…Οι εναποκλεισθέντες ιδικοί μας εις Αβαρίνους μας απέστειλαν έναν στρατιώτην διά να μας είπη την μεγάλην των αθλιότητα και στέρησίν των από τροφάς και πολεμοφόδια και να κάμωμεν τα αδύνατα δυνατά διά να υπάγωμεν νυκτός με σινιάλον και με κρότον τουφεκίων να τους ελευθερώσωμεν. Όθεν ανελθόντες(συνελθόντες) εις εν άπαντες είπομεν εις τους στρατιώτας μας όστις πιστεύει εις Χριστόν και είναι τω όντι πατριώτης ας μας ακολουθήση, διά να υπάγωμεν να εβγάλωμεν τους αδελφούς μας κινδυνεύοντας από τους Αβαρίνους και όστις το εναντίον ας καθίση. »Εκινήθημεν λοιπόν περί τας δέκα ώρας της ημέρας έως πεντακόσιοι τον αριθμόν, αλλ’ αφού εσκοτείνιασε, άλλοι μεν έμνεισκον καθ’ οδόν και άλλοι εκρύπτοντο τη δε κακείσε, ώστε κατήντησε να απομείνουν πενήντα, με τους οποίους μη ημπορώντας να υπάγω πλησίον των ταμπουρίων του εχθρού και υποπτευθείς μήπως και ήθελε μείνουν εις την επιούσαν ημέραν οι εις Αβαρίνους αποκλεισμένοι και συλληφθώσιν από τον εχθρόν, απεφάσισα με εκείνους τους πολλά ολίγους και τον εκτύπησα από τας πλάτας και ρίπτοντας μίαν μπαταρίαν, εδειλίασαν οι εχθροί και έσβησαν τας φωτίας οπού είχον κάμει. Αλλ’ οι δικοί μας πτοηθέντες δεν απεφάσισαν να εξέλθουν τότε, μόνον ρίπτοντες τουφέκια εφώναζαν αδιάκοπα·μερικοί δε των αποκλεισμένων ορμήσαντες κατά του εχθρού εξήλθον αβλαβείς· οι λοιποί όμως από την δειλίαν των εμβήκαν εις την λίμνην και ούτως εγύρισαν οπίσω, όπου ήτον και πρότερον· και εξ αιτίας αυτών εσυλλήφθη από τους εχθρούς και ο Χ΄΄Χρήστος Εν τοσούτω οι επιστρέψαντες εις τους Αβαρίνους την αύριον προσεκύνησαν τω εχθρώ…».

Ο Ν. Μπακόπουλος δεν επιβεβαιώνει το Γ. Γιατράκο για συνεννόηση με τους έξω και έγραψε σε αναφορά του: «…απεφασίσαμεν να εισπηδήσωμεν διάνυκτός επί των εχθρών, ώστε να διασωθώμεν ήνα αποθάνομεν τιμίως…». Οι εχθροί τους πυροβόλησαν και από αυτούς άλλοι προχώρησαν και σώθηκαν περίπου 400, ενώ οι υπόλοιποι, γύρισαν πίσω στο φρούριο. Κατά την έξοδο σκοτώθηκαν μερικοί ενώ όσοι ήταν έφιπποι βούλιαξαν τα άλογά τους στα βαλτόνερα και αιχμαλωτίστηκαν, όπως ο Γρηγόριος Μεθώνης ο Χατζηχρήστος ο Σωτ. Βάρβογλης από την Τριπολιτσά ο Αλέξανδρος Δουράκης απότην Καστάνια του Λεύκτρου και τέσσερις ακόμη Μανιάτες, ενώ ο Γεώργιος Μπηλίδας από τη Δημητσάνα σκοτώθηκε.

Όσοι έμειναν στο Παλαιόκαστρο, που υπολογίστηκαν σε χίλιους εκατόν είκοσι,




δεν είχαν άλλη διέξοδο παρά να δεχθούν την προσφορά του Ιμπραήμ να παραδώσουν



τα όπλα και τα χρήματα που έφεραν μαζί τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους


Απότο γραμματέα τηςεπαρχίαςΑνδρούσας έχουμε τις ακόλουθες πληρο-
φορίες «...Σαςειδοποιώ ότι όλοι οι εν Ναβαρίνω πολιορκούμενοι από τους εχθρούς

διά έλλειψιν τροφών και πολεμεφοδίων επαραδόθησαν εις την διάκρισιν των αράπηδων. Και λαβόντες τους έλαβον και όλα τα όπλα τους και μετρητά όσα είχεν ο κα-
θείς παίρνοντάς τους και τα τζαρούχια τους διά την έλλειψιν υποδημάτων που έχει



το στρατόπεδόν τους..».


Από το βιβλιο του
Σ Τ Α Υ Ρ Ο Υ  Γ. Κ Α Π Ε Τ Α Ν Α Κ Η
Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου