Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Αναρριχητικό πάρκο της ιστορίας

Αναρριχητικό πάρκο της ιστορίας ,για τα γεγονότα της Πύλου και της Σφακτηρίας μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών το 325 πχ.(Πελοποννησιακός πόλεμος).
Το κείμενο βασίζεται σε μετάφραση από το αυθεντικό κείμενο του Θουκυδίδη.
Γιατί η ιστορια δεν εχει χορηγούς .......


Τα γεγονότα της Πύλου 
 
Εικόνα 
 
 
Η Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας διεξήχθη το 425 π.Χ μεταξύ των Αθηναίων και των Σπαρτιατών και έληξε με νίκη των Αθηναίων και παράδοση των Σπαρτιατών. Η μάχη διεξήχθη σε δύο φάσεις. Αρχικά, οι Αθηναίοι κατέλαβαν την Πύλο και ανάγκασαν τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό και στόλο στην περιοχή. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας στην Πύλο, οι Αθηναίοι κατέστρεψαν αρκετά σπαρτιατικά πλοία. Μετά την ήττα στην Πύλο, οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να πετύχουν ειρήνη, αλλά οι διαπραγματεύσεις έληξαν με αποτυχία. Οι Αθηναίοι παγίδευσαν τους Σπαρτιάτες στη νήσο της Σφακτηρίας και τους επιτέθηκαν, αναγκάζοντας τους τελευταίους να παραδοθούν 
Θουκυδίδου Ιστοριών Δ 2-41 
 
Τα γεγονότα της Πύλου: Καλοκαίρι του 325 π.Χ. [2] 
Την ίδια εποχή της άνοιξης, πριν ωριμάσει το σιτάρι, οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι εισέβαλαν στην Αττική (αρχηγός ήταν ο Άγις ο γιος του Αρχίδαμου, βασιλιάς των Λακεδαιμονίων), κι αφού εγκαταστάθηκαν, λεηλατούσαν τη γη. Οι Αθηναίοι απέστειλαν τα σαράντα πλοία στη Σικελία, όπως σχεδίαζαν, μαζί και τους υπόλοιπους στρατηγούς, τον Ευρυμέδοντα και το Σοφοκλή· ο Πυθόδωρος, ο τρίτος απ' τους στρατηγούς, είχε ήδη φτάσει στη Σικελία. Ενώ παρέπλεαν, τους είπαν οι Κερκυραίοι να φροντίσουν για τα όσα συνέβαιναν στην πόλη, τις ληστρικές επιδρομές που διενεργούσαν οι φυγάδες απ' τα βουνά. 
{Αναφέρεται σε ομάδα ανταρτών που ανήκαν στο ολιγαρχικό κόμμα. Αυτοί ηττήθηκαν κατά τη διάρκεια ταραχών που είχαν προηγηθεί κι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην απέναντι ακτή (στην Ήπειρο). Αργότερα 600 από αυτούς αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα, με την απόφαση να κυριαρχήσουν στο νησί. Εγκαταστάθηκαν στο βουνό Ιστώνη κι έκαναν επιδρομές. } 
Κι εξήντα πλοία των Πελοποννησίων παρέπλεαν εκεί και βοηθούσαν τους αντάρτες, πιστεύοντας ότι με την πείνα που υπήρχε {αφού εμπόδιζαν τις μεταφορές τροφίμων προς την πόλη είτε από τα χωριά είτε από άλλα μέρη εκτός του νησιού}, θα κατάφερναν εύκολα να κυριαρχήσουν στα πολιτικά πράγματα του νησιού. Ο Δημοσθένης βρισκόταν τότε εκεί ως ιδιώτης, αφότου αναχώρησε από την Ακαρνανία. { Ο Δημοσθένης ήταν Αθηναίος στρατηγός, που είχε ηγηθεί Αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος σε μιαν επιχείρηση στη δυτική Στερεά Ελλάδα, η οποία οδήγησε σε καταστροφική ήττα των Αθηναίων και των συμμάχων τους εκεί. } Μετά από αίτημά του, του δόθηκε η διοίκηση αυτών των πλοίων {των 40 πλοίων που πήγαιναν στη Σικελία }, εφόσον το επιθυμεί, για καταδρομές γύρω από την Πελοπόννησο [3]. 
Καθώς έπλεαν έξω από τις ακτές της Λακωνίας και έμαθαν ότι τα πλοία των Πελοποννησίων είναι ήδη στην Κέρκυρα, ο Ευρυμέδων και ο Σοφοκλής βιαζόταν να πάνε στην Κέρκυρα, ενώ ο Δημοσθένης να πλεύσουν στην Κέρκυρα, αφού πρώτα πάνε στην Πύλο και κάνουν όσα χρειάζεται. Κι ενώ διαφωνούσαν γι' αυτό, η κακοκαιρία οδήγησε τα πλοία στην Πύλο. Ο Δημοσθένης επέμενε να φτιάξουν αμέσως οχυρό στην περιοχή (αφού για το λόγο αυτό συνόδευσε το στόλο) και υποδείκνυε το γεγονός ότι υπήρχαν αρκετά ξύλα και πέτρες για το σκοπό αυτό κι ότι το μέρος προσφέρεται από τη φύση του, όντας σε απόκρημνη και απομονωμένη θέση της περιοχής. Η Πύλος απέχει τουλάχιστον σαράντα στάδια από τη Σπάρτη και βρίσκεται στην περιοχή που ονομαζόταν κάποτε Μεσσηνία και που οι Λακεδαιμόνιοι αποκαλούν Κορυφάσιον. Οι άλλοι όμως έλεγαν ότι, αν ήθελε  {ο Δημοσθένης} να υποβάλει την πόλη σε έξοδα, υπήρχαν κάμποσες απομακρυσμένες και ερημικές περιοχές της Πελοποννήσου, που μπορεί να τις καταλάβει. Εκείνος όμως θεωρούσε ότι εκείνο το μέρος υπερτερούσε από κάθε άλλο, επειδή υπήρχε εκεί λιμάνι κι επειδή οι Μεσσήνιοι {σύμμαχοι των Αθηναίων και άσπονδοι εχθροί των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι τους καταδυνάστευαν} ήταν παλιά κύριοι της περιοχής και ομόγλωσσοι με τους Λακεδαιμόνιους, θα μπορούσαν με ορμητήριο αυτό το μέρος να τους βλάπτουν και ταυτοχρόνως να το επιτηρούν[4]. 
Επειδή όμως δεν κατάφερνε να πείσει ούτε τους στρατηγούς ούτε τους στρατιώτες, που τους πληροφόρησε για τα σχέδιά του ανακοινώνοντάς τα στους άλλους αξιωματικούς, παρέμενε αδρανής λόγω άπνοιας. Καθώς περνούσε έτσι ο καιρός, οι στρατιώτες {επειδή άρχισαν να πλήττουν από την απραξία} προθυμοποιήθηκαν να αναλάβουν να οχυρώσουν το μέρος. Και καταπιάστηκαν μ' αυτή τη δουλειά. Αν και δεν είχαν εργαλεία για κατεργασία πέτρας, τις διάλεγαν και τις τοποθετούσαν όπως ταίριαζε καθεμία. Κι αν κάπου χρειαζόταν λάσπη, μην έχοντας κατάλληλα δοχεία, έσκυβαν και τη φορτώνονταν στην πλάτη, πλέκοντας τα χέρια από πίσω, ώστε να μη χύνεται. Βιάζονταν με κάθε τρόπο να προφτάσουν να οχυρώσουν τα πιο αδύνατα σημεία, πριν έρθουν να τους επιτεθούν οι Λακεδαιμόνιοι· το μέρος ήταν από τη φύση του οχυρό και δε χρειαζόταν τείχος [5]. 
Εκείνοι όμως έτυχε να έχουν κάποια γιορτή και παρότι το πληροφορήθηκαν, δεν το πήραν σοβαρά, πιστεύοντας ότι είτε οι Αθηναίοι δε θα αντισταθούν είτε, αν το κάνουν, θα μπορέσουν εύκολα να κυριεύσουν το μέρος με τη βία. Εξάλλου η απουσία του στρατού τους στην Αθήνα συνέβαλε, ώστε να καθυστερήσουν. Αφού λοιπόν οι Αθηναίοι οχύρωσαν με τείχος τη θέση προς το μέρος της ξηράς κι όπου αλλού χρειαζόταν, μέσα σε έξι ημέρες, άφησαν εκεί το Δημοσθένη με πέντε πλοία ως φρουρά, κι οι υπόλοιποι έσπευσαν με τα περισσότερα καράβια να πλεύσουν προς την Κέρκυρα και τη Σικελία[6]. 
Οι Πελοποννήσιοι που είχαν εισβάλει στην Αττική, όταν έμαθαν ότι η Πύλος είχε καταληφθεί, αναχώρησαν γρήγορα για την πατρίδα τους, πιστεύοντας τόσο οι Λακεδαιμόνιοι όσο και ο Άγις ο βασιλιάς τους, ότι το ζήτημα της Πύλου είναι ζωτικής σημασίας γι' αυτούς. Επειδή εξάλλου είχαν εισβάλει πολύ νωρίς και τα σιτάρια δεν είχαν ωριμάσει, δεν είχαν αρκετά τρόφιμα κι εκτός αυτού επικρατούσε ασυνήθιστη για την εποχή κακοκαιρία, που πίεζε το στράτευμα. Όλα αυτά συντέλεσαν ώστε να αναχωρήσουν γρηγορότερα και η εισβολή τους αυτή να είναι η συντομότερη που έκαναν· όλο κι όλο δεκαπέντε μέρες έμειναν στην Αττική [7]. 
Όταν έφυγαν οι Πελοποννήσιοι από την Αττική, οι Σπαρτιάτες οι ίδιοι μαζί με τους πιο κοντινούς περίοικους εκστράτευσαν αμέσως στην Πύλο.Οι υπόλοιποι Λακεδαιμόνιοι ξεκίνησαν αργότερα, μια και είχαν μόλις επιστρέψει από άλλη εκστρατεία. Παράγγειλαν επίσης σ' όλη την Πελοπόννησο να αποσταλούν το συντομότερο δυνάμεις στην Πύλο, καθώς και στα εξήντα πλοία τους στην Κέρκυρα, τα οποία μεταφέρθηκαν πάνω από τον ισθμό της Λευκάδας και χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τα αττικά πλοία που βρισκόταν στη Ζάκυνθο, έφτασαν στην Πύλο, όπου είχε ήδη φτάσει και ο στρατός της ξηράς. Ο Δημοσθένης όμως πριν καταπλεύσουν οι Πελοποννήσιοι, πρόφτασε να στείλει χωρίς να γίνουν αντιληπτά, δυο πλοία προς τον Ευρυμέδοντα και τα αθηναϊκά πλοία στη Ζάκυνθο, για να τους παραγγείλει να έρθουν εκεί, γιατί η θέση κινδύνευε. Τα πλοία λοιπόν κατέπλεαν γρήγορα, όπως είχε παραγγείλει ο Δημοσθένης. [8]. 
Οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να επιτεθούν στο τείχος κι από την ξηρά κι από τη θάλασσα, ελπίζοντας να καταλάβουν εύκολα ένα οχύρωμα που κατασκευάστηκε τόσο εσπευσμένα και είχε τόσο λίγους φρουρούς. Επειδή όμως περίμεναν ότι θα κατέφθανε και η μοίρα του αθηναϊκού στόλου από τη Ζάκυνθο, είχαν κατά νου, αν δεν καταφέρουν να το  καταλάβουν, να φράξουν τις εισόδους του λιμανιού, ώστε να μην μπορέσουν να μπουν εκεί οι Αθηναίοι. Γιατί το νησί που ονομάζεται Σφακτηρία και βρίσκεται κοντά και κατά μήκος του λιμανιού, το ασφαλίζει και στενεύει τόσο τα στόμιά του, ώστε από τη μεριά του τείχους των Αθηναίων και την Πύλο μόνο δυο καράβια μπορούν να περάσουν ταυτόχρονα, κι από την άλλη μεριά προς την απέναντι στεριά μόνο οχτώ ή εννιά. Εκτός αυτού ήταν σκεπασμένη από δάσος και όντας έρημη δεν είχε δρόμους. Το μάκρος της ήταν περίπου δεκαπέντε στάδια. {~2,78 χλμ} Σχεδίαζαν λοιπόν να κλείσουν τα στόμια του λιμανιού, τοποθετώντας πλοία κολλητά το ένα με το άλλο και με την πλώρη προς τα έξω. Κι επειδή φοβόταν μήπως οι Αθηναίοι χρησιμοποιήσουν το νησί ως ορμητήριο, αποβίβασαν εκεί οπλίτες και παράταξαν άλλους κατά μήκος της στεριάς. Κατ' αυτό τον τρόπο και το νησί θα ήταν απρόσιτο στους Αθηναίους, αλλά και η απέναντι στεριά, μια και δεν υπήρχε εκεί μέρος για απόβαση· τα παράλια της Πύλου έξω από το στόμιο του λιμανιού ήταν απόκρημνα και δε θα μπορούσαν να αποβιβαστούν από εκεί και να βοηθήσουν τους δικούς τους. Επομένως οι Λακεδαιμόνιοι, χωρίς να κάνουν ναυμαχία ή να εκτεθούν σε κανένα κίνδυνο, θα ήταν πιθανόν σε θέση να πολιορκήσουν μια θέση, που είχε καταληφθεί χωρίς αρκετή προετοιμασία και δε διέθετε τρόφιμα. Μ' αυτό το σκεπτικό αποβίβαζαν στο νησί τους οπλίτες, βάζοντας κλήρο σε κάθε λόχο. Και είχαν περάσει κι άλλοι πριν αλλάζοντας εκ περιτροπής, αλλά οι τελευταίοι που αποβιβάστηκαν κι αποκλείστηκαν εκεί ήταν τετρακόσιοι είκοσι, χώρια οι Είλωτες υπηρέτες τους. Αρχηγός τους ήταν ο Επιτάδας ο γιος του Μολόβρου[9]. 
Εικόνα 
Ο Δημοσθένης βλέποντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι επρόκειτο να επιτεθούν ταυτόχρονα από την ξηρά και τη θάλασσα, προετοιμαζόταν κι αυτός. Έσυρε τις τριήρεις που του είχαν μείνει έξω κάτω από το τείχος και τους ναύτες τους εξόπλισε με πρόχειρες ασπίδες από κλαδιάŠŠ· αφού βρισκόταν σε έρημο μέρος, δεν μπορούσαν να προμηθευτούν από αλλού όπλα κι όσα είχαν τα πήραν από πειρατικά πλοία Μεσσήνιων, ένα τριαντάκωπο και μια βάρκα, που έτυχε να έρθουν εκεί. Οι οπλίτες των Μεσσήνιων έφτασαν τους σαράντα και τους χρησιμοποίησε μαζί με τους άλλους. Τοποθέτησε λοιπόν τους περισσότερους από τους στρατιώτες του, τους οπλισμένους και τους άοπλους, στο μέρος του τείχους προς τη μεριά της ξηράς, το οποίο ήταν ισχυρότερο και καλύτερα οχυρωμένο, και τους διέταξε να αποκρούσουν το στρατό της ξηράς, εάν επιτεθεί. Κι ο ίδιος διάλεξε από όλους εξήντα οπλίτες και λίγους τοξότες και προχώρησε έξω από το τείχος προς τη θάλασσα, όπου περίμενε ότι οι αντίπαλοι θα επιχειρούσαν απόβαση. Το μέρος είναι δύσβατο και πετρώδες, αλλά επειδή εκεί ήταν το πιο ασθενές σημείο του τείχους τους, πίστευε ότι εκεί θα προσπαθήσουν να το παραβιάσουν. Γιατί οι Αθηναίοι δεν περίμεναν να νικηθούν στη θάλασσα και γι' αυτό δεν οχύρωσαν το μέρος εκείνο αρκετά, οπότε αν κατόρθωναν οι Λακεδαιμόνιοι να αποβιβαστούν εκεί, θα μπορούσαν να καταλάβουν το μέρος. Εκεί λοιπόν προχώρησε όσο πιο κοντά στη θάλασσα μπορούσε και παρέταξε τους οπλίτες, για να εμποδίσει ει δυνατόν την απόβαση[10]. 
Και για να τους ενθαρρύνει, είπε τα εξής:Άνδρες, όσοι συμμερίζεστε αυτό τον κίνδυνο, κανείς σας σ' αυτή την τόσο κρίσιμη περίσταση ας μη θελήσει να φανεί συνετός, υπολογίζοντας με ακρίβεια όλη την έκταση του κινδύνου που μας περιστοιχίζει. Αλλά απερίσκεπτα μάλλον να προχωρήσει ενάντια στους αντιπάλους, με την ελπίδα ότι παρόλα αυτά θα σωθεί από αυτό τον κίνδυνο. Γιατί σε αναγκαίες περιστάσεις όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε τώρα, ο υπολογισμός είναι μάταιος κι αυτό που χρειάζεται είναι να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Αντιθέτως βλέπω τις περισσότερες πιθανότητες να είναι υπέρ μας, εφόσον αποφασίσουμε να επιμείνουμε και να μη χαραμίσουμε τα πλεονεκτήματά μας από φόβο μπροστά στην αριθμητική υπεροχή τους. Νομίζω ότι μας ωφελεί η δυσκολία πρόσβασης στην τοποθεσία, πράγμα που εάν επιμείνουμε, θα είναι υπέρ μας, ενώ αν υποχωρήσουμε, παρότι είναι δύσβατη, εύκολα θα την καταλάβουν, εφόσον κανείς δε θα τους εμποδίσει. Και θα γίνει τότε ακόμα πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τους εχθρούς μας, όσο και να τους πιέσουμε , αφού η υποχώρησή τους δε θα 'ναι πια το ίδιο εύκολη. Όσο είναι επάνω στα πλοία, είναι πολύ εύκολο να τους αποκρούσουμε, ενώ αν αποβιβαστούν, θα είναι στην ίδια θέση με εμάς. Ούτε το πλήθος τους πρέπει να μας φοβίζει τόσοŠ· όσο πολλοί και να 'ναι, λίγοι-λίγοι θα μάχονται, αφού είναι δύσκολο να προσορμιστούν· ούτε έχουμε να αντιμετωπίσουμε στρατό ξηράς, που όντας ανώτερος αριθμητικά, μάχεται σε παρόμοιες με μας περιστάσεις, αλλά πεζοναυτικό, ο οποίος μάχεται από πλοία που έχουν ανάγκη πολλών ευνοϊκών συνθηκών στη θάλασσα. Ώστε τα μειονεκτήματά τους νομίζω ότι ισοφαρίζουν την αριθμητική μας έλλειψη. Επιπλέον από σας που είστε Αθηναίοι και γνωρίζετε εκ πείρας τι σημαίνει ναυτική απόβαση ενώπιον του εχθρού, ότι δεν μπορεί να εκβιαστεί, αν αντισταθεί και δεν υποχωρήσει από το φόβο του κρότου της κωπηλασίας και την απειλητική θέα των πλοίων που προσεγγίζουν με ορμή, από εσάς απαιτώ να σταθείτε ακλόνητοι και να υπερασπιστείτε αυτή την ακτή και να σώσετε και εμάς του ίδιους κι αυτό το μέρος.[11]. 
Αυτά είπε ο Δημοσθένης προτρέποντας τους Αθηναίους, κι εκείνοι πήραν ακόμη πιο πολύ θάρρος και  κατέβηκαν να παραταχτούν στην ίδια την παραλία. Κι οι Λακεδαιμόνιοι ξεκίνησαν και επιτέθηκαν ταυτόχρονα στο τείχος και με το στρατό της ξηράς και με τα πλοία, που ήταν σαράντα τρία με ναύαρχό τους το  Σπαρτιάτη Θρασυμηλίδα, γιο του Κρατησικλέους. Κι επιτέθηκε όπως περίμενε ο Δημοσθένης. Οι Αθηναίοι αμύνονταν και στα δύο μέτωπα, και κατά γη και κατά θάλασσα. Κι οι άλλοι μοίρασαν τα πλοία κι έκαναν τις αποβάσεις τους κατά αλλεπάλληλα κύματα, επειδή δεν ήταν δυνατό να προσεγγίσει μεγαλύτερος αριθμός πλοίων στην ακτή, και οι υπόλοιποι αναπαύονταν με τη σειρά. Και δεν έπαυαν να δείχνουν κάθε προθυμία και να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλο, ώστε να καταφέρουν να απωθήσουν τους Αθηναίους και να καταλάβουν το περιτείχισμα. Περισσότερο από όλους διακρίθηκε ο Βρασίδα, ως αρχηγός μιας τριήρους. Επειδή έβλεπε τους άλλους κυβερνήτες και πηδαλιούχους να διστάζουν να προσεγγίσουν στην ξηρά, ακόμη κι εκεί που η προσέγγιση ήταν δυνατή, φοβούμενοι μήπως συντρίψουν τα πλοία τους λόγω της δυσκολίας του μέρους, φώναζε ότι δεν ήταν δυνατό να λυπούνται τα ξύλα και να αφήνουν τους εχθρούς να έχουν φτιάξει τείχος μέσα στη χώρα τους, αλλά τους παρότρυνε να συντρίψουν τα πλοία τους, για να εκβιάσουν την απόβαση. Και τους συμμάχους παρακινούσε να μη διστάσουν να θυσιάσουν τώρα τα καράβια για τους Λακεδαιμόνιους, σε ανταπόδωση για όσες ευεργεσίες δέχτηκαν, αλλά να τα ρίξουν έξω και να αποβιβαστούν με κάθε τρόπο, ώστε να νικήσουν τους εχθρούς και να κυριεύσουν το μέρος.[12] 
Έτσι ενθάρρυνε ο Βρασίδας τους άλλους, αλλά και το δικό του κυβερνήτη τον ανάγκασε να εξοκείλει το πλοίο κι έτρεχε να αποβιβαστεί. Στην προσπάθειά του αυτή τον σταμάτησαν οι Αθηναίοι, και επειδή δέχτηκε πολλά τραύματα, λιποθύμησε. Τη στιγμή που έπεφτε στην κουπαστή του πλοίου, η ασπίδα του έπεσε στη θάλασσα κι όταν ξεβράστηκε στη στεριά, την ανέσυραν οι Αθηναίοι και τη χρησιμοποίησαν στο τρόπαιο που έστησαν για την απόκρουση αυτής της επίθεσης. Οι υπόλοιποι παρόλες τις προσπάθειές τους, δεν κατάφερναν να αποβιβαστούν και λόγω του δύσβατου μέρους και λόγω της αντίστασης των Αθηναίων που παρέμεναν ακλόνητοι και δεν υποχωρούσαν. Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα, που οι Αθηναίοι να αποκρούουν τις αποβατικές ενέργειες των Λακεδαιμονίων στη στεριά και μάλιστα στην ίδια τη Λακωνία· κι οι Λακεδαιμόνιοι να κάνουν απόβαση από πλοία στην ίδια τους τη χώρα, που είχε καταστεί εχθρική, ενάντια στους Αθηναίους. Ενώ τότε επικρατούσε η φήμη ότι οι μεν είναι στεριανοί και έχουν άριστο πεζικό, κι οι άλλοι ότι είναι θαλασσινοί και υπερισχύουν στο ναυτικό.[13]. 
Αυτή λοιπόν τη μέρα και μέρος της επόμενης οι Πελοποννήσιοι έκαναν επιθέσεις κι ύστερα έπαψαν. Την τρίτη μέρα έστειλαν μερικά καράβια στην Ασίνη, για να φέρουν ξύλα για πολιορκητικές μηχανές. Είχαν την ελπίδα ότι το τείχος από τη μεριά του λιμανιού είχε μεν ύψος, αλλά μετά την απόβαση θα μπορούσαν να το καταλάβουν με τις μηχανές. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν τα πλοία των Αθηναίων από τη Ζάκυνθο, που ανέρχονταν στον αριθμό των σαράντα· είχαν ενισχυθεί από τα πλοία που φρουρούσαν τη Ναύπακτο και τέσσερα πλοία από τη Χίο. Όταν είδαν ότι κι η στεριά και το νησί ήταν γεμάτα οπλίτες κι ότι τα πλοία των Πελοποννησίων παρέμεναν μέσα στο λιμάνι και δεν έβγαιναν έξω να ναυμαχήσουν, βρέθηκαν σε αμηχανία μη γνωρίζοντας που να αράξουν. Τελικά έπλευσαν και άραξαν στο νησί Πρώτη, που είναι έρημο και δεν απέχει πολύ από εκεί. Την επόμενη μέρα όμως εξέπλευσαν έτοιμοι να ναυμαχήσουν είτε στα ανοιχτά, αν θελήσουν οι Πελοποννήσιοι να βγουν από το λιμάνι είτε σε αντίθετη περίπτωση να μπουν οι ίδιοι στο λιμάνι. Οι Πελοποννήσιοι όμως ούτε έβγαιναν στ' ανοιχτά ούτε είχαν κάνει αυτό που σχεδίαζαν, δηλαδή να φράξουν τα στόμια του λιμανιού. Αντιθέτως χωρίς να βιάζονται, επιβίβαζαν τα πληρώματα των καραβιών κι ετοιμάζονταν, αν κανείς μπει στο λιμάνι, να ναυμαχήσουν εκεί, καθώς ήταν αρκετά μεγάλο.[14]. 
Οι Αθηναίοι είδαν ότι μπορούσαν να μπουν στο λιμάνι από δυο μεριές  και έκαναν έφοδο. Τα περισσότερα πλοία των Πελοποννησίων τα συνάντησαν στα ανοιχτά κι αφού έπεσαν επάνω τους με την πλώρη, τα έτρεψαν σε φυγή και καθώς τα καταδίωκαν από κοντά, προκάλεσαν  ζημιές σε πολλά και συνέλαβαν πέντε, από τα οποία ένα μαζί με το πλήρωμά του. Αλλά και  όσα κατέφυγαν στην ξηρά τα χτυπούσαν με τα έμβολα. Άλλα πάλι τα χτυπούσαν πριν εκπλεύσουν κι άλλα που τα είχαν εγκαταλείψει τα πληρώματά τους, τα έδεναν και τα ρυμουλκούσαν κενά. Βλέποντάς τα αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, λυπούνταν για τη συμφορά, γιατί έτσι αποκόπτονταν οι συναγωνιστές τους στο νησί, κι έσπευδαν να βοηθήσουν. Έμπαιναν με τα όπλα στη θάλασσα, άρπαζαν με τα χέρια τα καράβια που προσπαθούσαν οι Αθηναίοι να ρυμουλκήσουν και τα τραβούσαν έξω· και καθένας πίστευε ότι όπου δε συμμετείχε ο ίδιος προσωπικά, εκεί τίποτε δεν μπορούσε να γίνει. Ο θόρυβος που προκαλούνταν ήταν μεγάλος και οι αντίπαλοι αντάλλαξαν το συνηθισμένο τρόπο που μάχονταν, καθώς αγωνιζόταν γι' αυτά τα πλοία· οι Λακεδαιμόνιοι από την προθυμία και την ταραχή τους, θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ναυμαχούν από την ξηρά κι οι Αθηναίοι, που νικούσαν και ήθελαν να επωφεληθούν όσο γινόταν περισσότερο από την επιτυχία τους, πεζομαχούσαν από τα καράβια. Κι αφού προκάλεσαν πολλή ταλαιπωρία και επέφεραν μεγάλα τραύματα ο ένας στον άλλο, αποχωρίστηκαν, έχοντας οι Λακεδαιμόνιοι διασώσει τα  κενά τους πλοία, εκτός από όσα είχαν κυριευθεί στην αρχή. Επέστρεψαν κι οι δυο στα στρατόπεδά τους κι οι μεν Αθηναίοι έστησαν τρόπαιο, επέτρεψαν στους αντιπάλους τους να συλλέξουν τους νεκρούς και μάζεψαν τα ναυάγια. Κι αμέσως άρχισαν να περιπλέουν και να επιτηρούν το νησί, θεωρώντας ότι είχαν αποκλείσει τους εκεί Σπαρτιάτες. Οι Πελοποννήσιοι που βρίσκονταν στη στεριά, μαζί με τις ενισχύσεις που είχαν φτάσει ήδη από παντού, έμεναν στη θέση τους απειλώντας την Πύλο.[15]. 
Όταν τα γεγονότα της Πύλου αναγγέλθηκαν στη Σπάρτη, θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν μεγάλη συμφορά κι αποφασίστηκε να μεταβούν οι άρχοντες στο στρατόπεδο, για να δουν οι ίδιοι την κατάσταση και να πάρουν επιτόπου ό,τι αποφάσεις χρειαστεί. Είδαν ότι ήταν αδύνατο να βοηθήσουν τους στρατιώτες στο νησί, αλλά δεν ήθελαν και να κινδυνέψουν να πάθουν τίποτα από την πείνα ή να συλληφθούν υποκύπτοντας στην αριθμητική υπεροχή των εχθρών. Αποφάσισαν λοιπόν να προτείνουν στους στρατηγούς των Αθηναίων, αν θέλουν, να γίνει ανακωχή γύρω από την Πύλο και να αποσταλούν πρέσβεις στην Αθήνα για την σύναψη ειρήνης και την ταχύτερη απόδοση των ανδρών.[16]. 
Οι Αθηναίοι στρατηγοί δέχτηκαν την πρόταση και έγινε ανακωχή με τους εξής όρους: οι Λακεδαιμόνιοι να παραδώσουν τα πλοία, με τα οποία ναυμάχησαν, και να φέρουν να παραδώσουν στους Αθηναίους όλα τα πολεμικά πλοία  που βρίσκονταν στη Λακωνική, να μην επιτίθενται στο περιτείχισμα των Αθηναίων ούτε από την ξηρά ούτε από τη θάλασσα· οι Αθηναίοι να επιτρέπουν στους Λακεδαιμόνιους που βρίσκονται στη στεριά να στέλνουν στους στρατιώτες που βρίσκονται στο νησί συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων, δύο αττικές χοίνικες αλεσμένου κριθαριού και δυο κοτύλες κρασιού και κρέας για τον καθένα, και για τον υπηρέτη του τα μισά· αυτά να τα στέλνουν υπό την επίβλεψη των Αθηναίων, χωρίς να στέλνουν κρυφά κανένα πλοίο· οι Αθηναίοι θα εξακολουθούν να επιτηρούν το νησί, χωρίς να αποβιβάζονται σ' αυτό ούτε να επιτίθενται στο στρατό των Πελοποννησίων ούτε στην ξηρά ούτε στη θάλασσα· εάν οποιοσδήποτε από τους δυο παραβεί σε οτιδήποτε την ανακωχή, τότε αυτή τερματίζεται αυτοδικαίως· αλλιώς ισχύει μέχρι να επανέρθουν οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων από την Αθήνα, τους οποίους θα μεταφέρουν με τριήρη οι Αθηναίοι και θα τους επαναφέρουν· κι όταν επιστρέψουν, η ανακωχή θα τερματιστεί αυτοδικαίως και οι Αθηναίοι θα επιστρέψουν τα πλοία, όπως τα παρέλαβαν. Αυτοί ήταν οι όροι της συνθήκης. Τα πλοία παραδόθηκαν, εξήντα περίπου, και απεστάλησαν οι πρέσβεις. [17] 
Κι όταν έφτασαν στην Αθήνα, μίλησαν ως εξής: «Αθηναίοι, μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να επιδιώξουμε συμφωνία για τους άνδρες που είναι στο νησί, υπό όρους που θα σας πείσουμε ότι είναι επωφελείς για εσάς και που θα είναι όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπείς για εμάς στην παρούσα ατυχία μας. Θα μιλήσουμε περισσότερο από ό,τι συνηθίζουμε, γιατί στον τόπο μας άμα φτάνουν τα λίγα λόγια, δε λέμε πολλά· λέμε όμως περισσότερα, άμα μας δίνεται η  ευκαιρία, εξηγώντας κάτι με τα λόγια μας, να κάνουμε το καθήκον. Μην τα νομίσετε εχθρικά ή σα να σας θεωρούμε ανόητους και να σας δίνουμε μαθήματα, αλλά πάρτε τα ως υπόμνηση της σωστής πολιτικής που γνωρίζετε καλά ποια είναι. Γιατί εσείς έχετε τη δυνατότητα να αξιοποιήσετε τη σημερινή σας επιτυχία κρατώντας ό,τι έχετε και αποκτώντας επιπλέον τιμή και δόξα. Χωρίς να πάθετε ό,τι παθαίνουν όσοι άνθρωποι αποκτούν κάτι που δεν έχουν συνηθίσει να απολαμβάνουν· επειδή δηλαδή κι όσα έχουν τα απόκτησαν απροσδόκητα, διαρκώς επιθυμούν κάτι παραπάνω. Ενώ όσοι έχουν πείρα πολλών μεταβολών της τύχης έχουν κάθε λόγο να είναι άκρως δύσπιστοι προς την ευτυχία· πράγμα που φυσικά έχει διδάξει η πείρα και στη δική σας πόλη και σε μας.[18] 
Για να καταλάβετε κοιτάξτε και τις σημερινές μας συμφορές. Εμείς που κατέχουμε την υψηλότερη θέση μεταξύ των Ελλήνων, ερχόμαστε σε σας, για να σας ζητήσουμε ό,τι νομίζαμε πριν ότι μπορούμε εμείς περισσότερο από κάθε άλλο να παραχωρήσουμε. Και δεν το πάθαμε αυτό ούτε από έλλειψη δύναμης ούτε από αλαζονία για την απόκτηση περισσότερης δύναμης, αλλά γιατί έχοντας την ίδια πάντα δύναμη σφάλαμε στους υπολογισμούς μας, πράγμα που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Άρα κι εσείς δεν πρέπει να πιστεύετε εξαιτίας της ισχύος της πόλης και των συμμάχων σας ότι και η τύχη θα 'ναι πάντα με το μέρος σας. Φρόνιμοι άνθρωποι είναι εκείνοι που εξασφαλίζουν τα αγαθά τους θεωρώντας τα ανασφαλή - κι αυτοί συμπεριφέρονται με μεγαλύτερη σύνεση στις κακοτυχίες - κι εκείνοι που ξέρουν ότι ο πόλεμος δεν περιορίζεται στα όρια που θέλουν να του επιβάλουν, αλλά όπου τον οδηγήσει η τύχη τους. Κι έτσι πολύ σπάνια συμβαίνει να σφάλουν αυτοί οι άνθρωποι, γιατί δεν το παίρνουν επάνω τους από τις επιτυχίες που τους συμβαίνουν, αλλά ενόσω βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση από αυτές επιδιώκουν όσο μπορούν να κλείσουν ειρήνη. Να τι είναι καλό να κάνετε κι εσείς τώρα, με εμάς, Αθηναίοι. Ενώ αν δεν συναινέσετε τώρα και αργότερα αποτύχετε, όπως είναι πολύ πιθανόν να συμβεί, κι οι τωρινές επιτυχίες σας θα αποδοθούν στην τύχη, ενώ μπορείτε να αφήσετε ασφαλή παρακαταθήκη ισχύος και σύνεσης στους μεταγενέστερους.[19] 
Οι Λακεδαιμόνιοι σας προτείνουν ανακωχή και τερματισμό του πολέμου. Σας προσφέρουν ειρήνη και συμμαχία και φιλία και σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Σαν αντάλλαγμα σας ζητούν τους άνδρες που βρίσκονται στο νησί, και θεωρούν προτιμότερο και για τις δυο πλευρές να μην υποστούμε τον κίνδυνο είτε να καταφέρουν δια της βίας να διαφύγουν μόλις παρουσιαστεί κατάλληλη ευκαιρία, είτε να αιχμαλωτιστούν υποκύπτοντας στην πολιορκία. Επιπλέον νομίζουμε ότι οι μεγάλες έχθρες τερματίζονται πιο σίγουρα, όχι όταν κανείς πολεμώντας και έχοντας νικήσει πλήρως τον αντίπαλο, συνάπτει μαζί του συμφωνία δεσμεύοντάς τον με αναγκαστικούς όρκους, αλλά όταν, μόλις δοθεί η ευκαιρία, έρθει σε συμφωνία με πνεύμα μετριοπάθειας και τον νικά με τη μεγαλοφροσύνη του, παρότι άλλα εκείνος περίμενε. Γιατί έτσι ο αντίπαλος οφείλει όχι να εκδικηθεί, επειδή υπέκυψε στη βία, αλλά να ανταποδώσει την γενναιοφροσύνη και είναι προθυμότερος από αίσθημα αυτοσεβασμού να τηρήσει όσα συμφώνησε. Και έτσι συμπεριφέρονται οι άνθρωποι μάλλον προς τους μεγαλύτερους εχθρούς τους, παρά προς εκείνους που έχουν επουσιώδεις διαφορές· και από τη φύση τους οι άνθρωποι να ενδίδουν ευχαρίστως σε όσους πρώτοι έδειξαν συμβιβαστικότητα, αλλά αντιθέτως να διακινδυνεύουν και παρά τις υπαγορεύσεις της λογικής ενάντια σε έναν υπερόπτη αντίπαλο.[20] 
Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι καιρός να συμβιβαστούμε, πριν εμείς πάθουμε κάποιο ανεπανόρθωτο κακό, κι έτσι εκτός από την πολιτική αντιπαλότητα αποκτήσουμε και άσβεστο προσωπικό μίσος προς εσάς, κι εσείς στερηθείτε όσα σας προσφέρουμε τώρα. Ας συμφιλιωθούμε όσο η διαφορά μας δεν έχει κριθεί ακόμα και εσείς μπορείτε να αποκτήσετε δόξα και επιπλέον τη φιλία μας, κι εμείς μπορούμε να συμβιβαστούμε με επιεικείς όρους, πριν πάθουμε καμιά συμφορά ατιμωτική. Ας επιλέξουμε την ειρήνη αντί του πολέμου κι ας φέρουμε μιαν ανάπαυλα στις συμφορές των άλλων Ελλήνων, οι οποίοι εσάς θα θεωρήσουν υπεύθυνους γι' αυτό· που υφίστανται τον πόλεμο χωρίς να γνωρίζουν το γιατί, όποιος απ' τους δυο μας κι αν αρχίσει, ενώ αν γίνει ανακωχή, η οποία από εσάς κυρίως εξαρτάται, σε σας θα χρωστάνε τη χάρη. Αν το αποφασίσετε, θα 'χετε τη δυνατότητα να εξασφαλίσετε τη φιλία των Λακεδαιμονίων, όχι με τη βία, αλλά αφού εκείνοι πρώτοι σας την πρότειναν. Σκεφτείτε πόσα καλά είναι φυσικό να προκαλέσει αυτό. Γιατί εάν εμείς κι εσείς είμαστε σύμφωνοι, οι υπόλοιποι Έλληνες, που είναι υποδεέστεροί μας, θα τρέφουν τη μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό».[21] 
Αυτά είπαν λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι, πιστεύοντας ότι οι Αθηναίοι ήθελαν και πριν το συμβιβασμό, αλλά επειδή οι ίδιοι εναντιώνονταν, δεν τα κατάφερναν, θα δεχόταν τώρα την ειρήνη και θα απέδιδαν τους στρατιώτες. Αλλά οι Αθηναίοι, εφόσον κρατούσαν τους άνδρες στο νησί, πίστευαν ότι ήταν στο χέρι τους να κάνουν ειρήνη, όποτε το επιθυμούσαν, κι έτσι ήθελαν ακόμα περισσότερα. Και περισσότερο τους παρακινούσε ο Κλέωνας, ο γιος του Κλεαινέτου, ο οποίος ήταν αρχηγός του δήμου εκείνο τον καιρό κι είχε μεγάλη επιρροή στο πλήθος. Τους έπεισε να αποκριθούν ότι έπρεπε πρώτα να παραδοθούν οι άνδρες στο νησί μαζί με τα όπλα τους κι έπειτα να μεταφερθούν στην Αθήνα. Κι όταν γίνει αυτό, να αποδώσουν οι Λακεδαιμόνιοι τη Νίσαια και τις Πηγές και την Τροιζήνα και την Αχαΐα, που δεν τα κατέλαβαν με πόλεμο, αλλά τα παρέδωσαν οι Αθηναίοι με προηγούμενη συνθήκη, τότε που είχαν κακοτυχίες και είχαν περισσότερη ανάγκη ανακωχής. Υπό αυτούς τους όρους θα έπαιρναν τους άνδρες και θα έκαναν ειρήνη για όσο χρόνο συμφωνούσαν από κοινού. [22] 
Εικόνα 
Κι οι Λακεδαιμόνιοι δεν έφεραν καμιάν αντίρρηση σ' αυτά, ζήτησαν μόνο να διοριστούν πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι, οι οποίοι να συναντηθούν μαζί τους και μετά από συζήτηση να συμφωνήσουν για κάθε θέμα ό,τι αποφασίσουν από κοινού με την ησυχία τους. Αλλά τότε ο Κλέων εναντιώθηκε πλήρως σ' αυτό, λέγοντας ότι ήξερε και πριν ότι δεν είχαν καλούς σκοπούς, όμως τώρα ήταν πια σαφές, αφού δε θέλουν να πουν τίποτα ενώπιον του λαού, αλλά θέλουν να συνεννοηθούν ιδιαιτέρως με λίγους αντιπροσώπους. Αν οι διαθέσεις τους λοιπόν είναι αγαθές, ας μιλήσουν ενώπιον όλων. Οι Λακεδαιμόνιοι, βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να μιλήσουν δημοσίως, αν αποφάσιζαν να ενδώσουν εξαιτίας της κακοτυχίας τους, μήπως και γι' αυτό εκτεθούν στους συμμάχους τους, αν οι προτάσεις τους απορριφθούν, αλλά ούτε και τους Αθηναίους να είναι διατεθειμένοι να δεχτούν μετριοπαθείς προτάσεις, αναχώρησαν από την Αθήνα άπρακτοι.[23] 
Όταν επέστρεψαν, η ανακωχή της Πύλου τερματίστηκε αμέσως κι οι Λακεδαιμόνιοι απαιτούσαν τα πλοία τους, όπως είχαν συμφωνήσει. Αλλά οι Αθηναίοι τους κατηγορούσαν ότι κατά παράβαση της ανακωχής επιχείρησαν επιδρομή κατά του περιτειχίσματός τους και για άλλα όχι και τόσο αξιόλογα πράγματα, και γι' αυτό δεν τους τα επέστρεφαν. Κι ισχυρίζονταν ότι είχε συμφωνηθεί, αν γίνει οποιαδήποτε παραβίαση των όρων, θα τερματίζονταν αυτοδικαίως η ανακωχή. Οι Λακεδαιμόνιοι αντέκρουαν αυτούς τους ισχυρισμούς και θεωρώντας αδικία την παρακράτηση των πλοίων επανέλαβαν τις εχθροπραξίες γύρω από την Πύλο. Και οι δύο πολεμούσαν με μεγαλύτερη ένταση. Οι Αθηναίοι κατά τη διάρκεια της ημέρας περιπολούσαν διαρκώς γύρω από το νησί με δυο πλοία που έπλεαν προς αντίστροφη κατεύθυνση· τη νύχτα όλα τα καράβια έμεναν αγκυροβολημένα γύρω από αυτό, εκτός από τη μεριά του πελάγους, όποτε είχε άνεμο. Κι έφτασαν είκοσι καράβια από την Αθήνα για την περιφρούρηση, ώστε όλα μαζί ανήλθαν στα εβδομήντα. Οι Πελοποννήσιοι ήταν στρατοπεδευμένοι στη στεριά κι έκαναν επιθέσεις στο τείχος, καιροφυλακτούντες μήπως παρουσιαστεί ευκαιρία να διασώσουν τους άνδρες.[26] 
Εντωμεταξύ στην Πύλο οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν τον αποκλεισμό των Λακεδαιμονίων που βρίσκονταν στο νησί, ενώ ο στρατός των Πελοποννησίων παρέμενε στις θέσεις του στη στεριά. Αλλά ο αποκλεισμός ήταν επίπονος για τους Αθηναίους, εξαιτίας της ανεπάρκειας τροφίμων και νερού· γιατί δεν υπήρχε παρά μόνο μια βρύση μέσα στο οχυρό της Πύλου κι αυτή όχι μεγάλη, κι οι περισσότεροι άνοιγαν τρύπες στα χαλίκια της παραλίας έπιναν ό,τι νερό μπορούσε να βγει από κει. Στεναχωρούνταν εξάλλου κι επειδή ήταν στρατοπεδευμένοι σε μικρό μέρος κι επειδή τα πλοία δεν είχαν μέρος για να δέσουν, άλλα πήγαιναν για να γευματίσουν τα πληρώματα με τη σειρά και τα άλλα έμεναν στ' ανοιχτά. Την περισσότερη αδημονία τους προκαλούσε η απροσδόκητη παράταση του χρόνου της πολιορκίας, αφού νόμιζαν ότι θα τους ανάγκαζαν μέσα σε λίγες μέρες να παραδοθούν, μια και βρίσκονταν σε ερημονήσι και έπιναν αλμυρό νερό. Αιτία ήταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν προκηρύξει ότι θα δίνονταν μεγάλη χρηματική αμοιβή σ' όποιον ήθελε και σ' όποιον Είλωτα κατάφερνε να μπάσει τρόφιμα στο νησί, σιτάρι αλεσμένο και κρασί και τυρί και οτιδήποτε άλλο φαγώσιμο κατάλληλο για τους πολιορκημένους. Πολλοί εκτίθονταν στον κίνδυνο και εισήγαν τρόφιμα, και προπαντός οι Είλωτες, εκπλέοντας από όποιο μέρος της Πελοποννήσου τύχαινε και καταπλέοντας πριν ξημερώσει στη μεριά του νησιού προς το πέλαγος. Περισσότερο περίμεναν να φυσάει άνεμος για να καταπλεύσουν· γιατί πιο εύκολα διέφευγαν την προσοχή των τριήρων, όποτε φυσούσε άνεμος από το πέλαγος· γιατί ήταν αδύνατο να παραμένουν γύρω από όλο το νησί, ενώ εκείνοι δε δίσταζαν μπροστά σε τίποτε προκειμένου να καταπλεύσουν· γιατί έριχναν τα πλοία τους έξω, σίγουροι για την αποζημίωση, ενώ οι στρατιώτες παραφύλαγαν στα μέρη του νησιού που ήταν καταλληλότερα για απόβαση. Ενώ όσοι το διακινδύνευαν σε καιρό γαλήνης συλλαμβάνονταν. Εξάλλου από τη μεριά του λιμανιού κολυμπούσαν δύτες υποβρυχίως, τραβώντας πίσω τους δεμένα με σκοινί ασκιά γεμάτα μήκωνα με μέλι και κοπανισμένο λιναρόσπορο. Αυτοί περνούσαν καταρχάς απαρατήρητοι, αλλά έπειτα τους παραφύλαγαν. Και κάθε μέσο επινοούσαν και τα δυο μέρη, οι μεν για να εισαγάγουν τρόφιμα κι οι δε για να τους αντιληφθούν.[27] 
Όταν έμαθαν στην Αθήνα ότι η στρατιά ταλαιπωρείται κι ότι εισάγετονται τρόφιμα στο νησί, βρέθηκαν σ' αμηχανία και φοβόταν μήπως τους προλάβει ο χειμώνας στην πολιορκία. Έβλεπαν ότι τότε θα ήταν αδύνατη η μεταφορά των απαραίτητων εφοδίων γύρω από την Πελοπόννησο, αφού και το καλοκαίρι ήταν δύσκολο να αποστέλλουν αρκετά σε ένα έρημο μέρος, κι ότι δε θα μπορούσαν πλέον να αράξουν σε μέρος χωρίς λιμάνι. Οπότε εάν χαλάρωναν τον αποκλεισμό, τότε θα μπορούσαν να συντηρηθούν οι στρατιώτες πάνω στο νησί ή επωφελούμενοι κάποια κακοκαιρία θα χρησιμοποιούσαν τα πλοία που μετέφεραν τρόφιμα, για να διαφύγουν. Προπάντων φοβούνταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κάποιο πλεονέκτημα και γι' αυτό δε ζητούσαν πια ανακωχή. Και γι' αυτό μετάνιωσαν που δε δέχτηκαν τη συμφωνία. Ο Κλέωνας γνωρίζοντας ότι οι άλλοι Αθηναίοι τον υπέβλεπαν εξαιτίας της παρεμπόδισης της συνεννόησης, ισχυρίζονταν ότι οι αγγελιοφόροι δεν έλεγαν την αλήθεια. Κι επειδή εκείνοι τους παρότρυναν, αν δεν τους πιστεύουν, να στείλουν ειδικούς απεσταλμένους επιτόπου, οι Αθηναίοι εξέλεξαν αντιπρόσωπο τον ίδιο μαζί με το Θεαγένη. Κι επειδή κατάλαβε ότι είτε θα αναγκαστεί να πει τα ίδια μ' αυτούς που συκοφαντούσε είτε αν πει τα αντίθετα, να διαψευστεί, βλέποντας εξάλλου τους Αθηναίους πολύ περισσότερο διατεθειμένους να εκστατεύσουν, τους παραινούσε να μη στείλουν εξεταστική επιτροπή ούτε να αφήνουν να περνάει ο καιρός με αναβολές. Αλλά εφόσον πιστεύουν ότι οι ειδήσεις είναι αληθινές, να πλεύσουν εναντίον των ανδρών αυτών στο νησί. Και υπαινισσόμενος το Νικία, το γιο του Νικήρατου, που ήταν εχθρός του και ήθελε να τον κατηγορήσει, έλεγε ότι ήταν εύκολο να πλεύσουν και να συλλάβουν τους στρατιώτες στο νησί οι στρατηγοί, αν ήταν άντρες, κι ότι ο ίδιος, αν είχε τη διοίκηση, αυτό θα έκανε.[28] 
Οι Αθηναίοι φώναζαν από κάτω στον Κλέωνα γιατί δεν πλέει από τώρα, αν του φαίνεται τόσο εύκολο, κι ο Νικίας αντιλαμβανόμενος ότι αυτόν επικρίνει, τον παρακινούσε να πάρει όση δύναμη θέλει και να κάνει την επιχείρηση. Αλλά εκείνος πιστεύοντας ότι ο Νικίας ήταν διατεθειμένος μόνο στα λόγια να τον αφήσει, αλλά όταν διαπίστωσε ότι όντως ο Νικίας ήθελε να του παραδώσει την αρχηγία, υπαναχώρησε και είπε ότι δεν είναι αυτός αρχηγός, αλλά εκείνος, επειδή άρχισε να φοβάται κι επειδή δεν πίστευε ότι ο Νικίας θα τολμούσε να του παραχωρήσει την αρχηγία. Αλλά ο Νικίας και πάλι τον παρότρυνε και παραιτούνταν της διοίκησης της Πύλου και έβαζε μάρτυρες τους Αθηναίους. Κι εκείνοι, όπως συνηθίζει να κάνει ο όχλος, όσο περισσότερο απέφευγε ο Κλέωνας την εκστρατεία και υπαναχωρούσε από τα λόγια του, τόσο περισσότερο παρακινούσαν το Νικία να παραιτηθεί και να παραδώσει την αρχηγία και σ' εκείνον φώναζαν περισσότερο να εκστρατεύσει. Οπότε μην μπορώντας πλέον να παραιτηθεί από όσα είχε πει, ανέλαβε την εκστρατεία και αφού ανέβηκε στο βήμα, είπε ότι ούτε τους Λακεδαιμόνιους φοβάται κι ότι θα εκστρατεύσει, χωρίς να πάρει κανέναν από την πόλη, αλλά μόνο όσους Λήμνιους και Ίμβριους ήταν εκεί και όσους πελταστές είχαν έρθει ως επίκουροι από τον Αίνο και τετρακόσιους τοξότες από άλλα μέρη. Μ' αυτή τη δύναμη και με όσους στρατιώτες ήταν στην Πύλο είπε ότι σε είκοσι μέρες είτε θα φέρει τους Λακεδαιμόνιους ζωντανούς είτε θα τους σκοτώσει επιτόπου. Τα κούφια λόγια του προκάλεσαν κάποια γέλια στους Αθηναίους. Αλλά οι φρόνιμοι άνθρωποι ευχαρίστως τον άκουγαν, σκεπτόμενοι ότι ένα από δυο καλά θα το πετύχαιναν ασφαλώς, είτε να απαλλαγούν από τον Κλέωνα, που το προτιμούσαν, είτε αν διαψεύδονταν, να αιχμαλωτίσουν τους Λακεδαιμόνιους.[29] 
Αφού πέτυχε ό,τι επιθυμούσε στη συνέλευση κι οι Αθηναίοι υπερψήφισαν την εκστρατεία του, εξέλεξε ένα από τους στρατηγούς που ήταν στην Πύλο, το Δημοσθένη, ως συνεργάτη, ετοιμαζόταν να φύγει το συντομότερο. Το Δημοσθένη τον προσέλαβε, επειδή έμαθε ότι κι εκείνος σχεδίαζε απόβαση στο νησί. Γιατί οι στρατιώτες υπέφεραν από τις στερήσεις εκεί και νιώθοντας μάλλον ότι πολιορκούνται παρά πολιορκούν, ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν. Τον ίδιο το Δημοσθένη ενίσχυε στα σχέδιά του και ο εμπρησμός του νησιού. Προτύτερα, επειδή το νησί ήταν το περισσότερο καλυμμένο με δάσος και όντας ακατοίκητο δεν είχε δρόμους, φοβόταν και θεωρούσε ότι αυτά αποτελούσαν πλεονεκτήματα υπέρ του εχθρού. Γιατί αν μεγάλη στρατιωτική δύναμη έκανε απόβαση, εκείνοι θα τους έβλαπταν επιτιθέμενοι από μέρη αφανή· γιατί στους ίδιους τους Αθηναίους τα σφάλματα των εχθρών και η προετοιμασία τους δε θα ήταν ορατά, καλυπτόμενα από το δάσος, ενώ τα σφάλματα του δικού τους στρατού θα ήταν ολοφάνερα, ώστε ο εχθρός θα μπορούσε να τους επιτεθεί όπου ήθελε, έχοντας πρωτοβουλία κινήσεων. Εάν εξάλλου αναγκάζονταν να τους επιτεθεί μέσα στο δάσος, νόμιζε ότι οι λιγότεροι με εμπειρία του εδάφους θα αποδεικνύονταν ισχυρότεροι από τους περισσότερους που δεν την είχαν.  Και ότι ο στρατός τους, αν και πολυπληθέστερος, θα καταστρεφόταν, χωρίς να το καταλάβουν, αφού δε θα έβλεπαν που χρειαζόταν να σταλούν ενισχύσεις.[30] 
Αυτές τις σκέψεις του τις έφερνε στο νου  πιο πολύ το πάθημά του στην Αιτωλία, που το 'παθε κυρίως λόγω του δάσους. Οι στρατιώτες όμως αναγκάστηκαν από τη στενότητα του χώρου να πηγαίνουν να προγευματίζουν στην παραλία του νησιού βάζοντας φρουρές. Και μια φορά κάποιος άναψε μια μικρή φωτιά στο δάσος χωρίς να το θέλει, αλλά σηκώθηκε άνεμος και πριν καλά καλά το καταλάβουν κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του. Έτσι λοιπόν είδε καλύτερα ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν περισσότεροι απ' ό,τι υποπτευόταν προτύτερα, όταν μεταφερόταν τα τρόφιμα εκεί, κι ότι η απόβαση στο νησί ήταν ευκολότερη, τότε πια άρχισε να ετοιμάζει την επιχείρηση, γιατί άξιζε περισσότερη προσπάθεια από τους Αθηναίους, καλώντας στρατιωτικές ενισχύσεις από τους κοντινούς συμμάχους και κάνοντας άλλες ετοιμασίες.  Ο Κλέωνας έστειλε πιο μπροστά στο Δημοσθένη αγγελιοφόρο για να του πει ότι έρχεται, κι έχοντας τον στρατό που ζήτησε φτάνει στην Πύλο. Μόλις συνένωσαν τις δυνάμεις τους έστειλαν πρώτα κήρυκα στο στρατόπεδο της στεριάς προτείνοντας, αν ήθελαν, για να αποφύγουν τον κίνδυνο της μάχης, να διατάξουν τους άντρες τους στο νησί να παραδοθούν με τα όπλα τους, με τον όρο πως οι Αθηναίοι θα τους μεταχειριστούν καλά ως αιχμαλώτους, ώσπου να γίνει κάποια γενικότερη συμφωνία για τον πόλεμο.[31] Επειδή οι Λακεδαιμόνιοι δεν δέχτηκαν την πρόταση, οι Αθηναίοι μια μέρα περίμεναν, την άλλη όμως, στην διάρκεια της νύχτας, επιβίβασαν όλους τους οπλίτες σε λίγα καράβια κι ανοίχτηκαν στο πέλαγος και, λίγο πριν την αυγή, έκαναν απόβαση στο νησί κι απ' τις δυο μεριές, δηλαδή κι απ' το ανοιχτό πέλαγος κι απ' το μέρος του λιμανιού, κάπου οχτακόσιοι οπλίτες, και προχωρούσαν τρέχοντας εναντίον του πρώτου φυλάκιου του νησιού. Η δύναμη των Λακεδαιμονίων είχε την ακόλουθη διάταξη: Σ' αυτό το πρώτο φυλάκιο βρίσκονταν τριάντα κάπου οπλίτες· το μέσο του νησιού, το πιο ομαλό, κοντά στο νερό, το κρατούσε το μεγαλύτερο τμήμα κι ο Επιτάδας, ο αρχηγός· ένα μικρό τμήμα φύλαγε την άκρη του νησιού που βλέπει προς την Πύλο· αυτό το μέρος ήταν απόκρημνο προς τη θάλασσα κι απ' τη στεριά σχεδόν απρόσβλητο· υπήρχε ακόμη εκεί και κάποιο παλιό οχυρό φτιαγμένο με πέτρες απελέκητες, που νόμιζαν ότι θα τους ήταν χρήσιμο αν εξαναγκάζονταν να υποχωρήσουν. Αυτή ήταν η διάταξη της δύναμής τους.[32] Οι Αθηναίοι σκότωσαν αμέσως όλους τους άντρες του πρώτου φυλάκιου, εναντίον των οποίων είχαν επιτεθεί ορμητικά, ενώ, στα στρώματα ακόμη, προσπαθούσαν να πάρουν τα όπλα τους και δεν είχαν καταλάβει την απόβαση, γιατί νόμιζαν ότι τα καράβια έπλεαν για τη συνηθισμένη νυχτερινή περιπολία. Με την αυγή άρχισε να βγαίνει και ο υπόλοιπος στρατός, που τον αποτελούσαν τα πληρώματα απ' τα εβδομήντα και πάνω καράβια, όλοι εκτός από τους κωπηλάτες της τελευταίας κάτω σειράς, οπλισμένοι καθένας με το δικό του τρόπο, οχτακόσιοι τοξότες κι όχι λιγότεροι πελταστές, Μεσσήνιοι που είχαν έρθει να βοηθήσουν, και όλοι όσοι κρατούσαν την Πύλο, εκτός απ' τους φρουρούς του τείχους. Σύμφωνα με τις διαταγές του Δημοσθένη χωρίστηκαν σε τμήματα από διακόσιους και περισσότερους, εδώ και κει και λιγότερους, κι έπιασαν τις ψηλωσιές του νησιού, για να βρεθεί ο εχθρός στην πιο μεγάλη δυσκολία, κυκλωμένος από παντού, και να μην ξέρει προς τα που να αντιπαραταχτεί, αλλά να χτυπιέται από όλες τις μεριές από πολλές δυνάμεις· αν έκανε επίθεση σ' εκείνους που ήταν εμπρός του, να χτυπιέται απ' τους πίσω του, αν στρεφόταν σ' αυτούς που βρίσκονταν στα δεξιά ή τα αριστερά του, να τον χτυπούν εκείνοι που είχαν παραταχτεί εμπρός και πίσω. Σε όποια διεύθυνση κι αν προχωρούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, θα είχαν πάντα στα νώτα τους τους ψιλούς στρατιώτες του εχθρού, που ήταν κι οι πιο δύσκολοι στην αντιμετώπιση, γιατί, με τόξα και ακόντια και πέτρες και σφεντόνες, τους απόκρουαν αντλώντας τη δύναμή τους απ' τη μεγάλη απόσταση· να επιτεθεί κανείς εναντίον τους δεν ήταν δυνατό, γιατί κι όταν έφευγαν υπερτερούσαν κι όταν οι αντίπαλοι υποχωρούσαν τους έκαναν επίθεση. Με τέτοιες σκέψεις ο Δημοσθένης και αρχικά σχεδίαζε την απόβαση και στην πράξη την εκτελούσε.[33] Όταν οι στρατιώτες του Επιτάδα, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης στο νησί, είδαν ότι το πρώτο φυλάκιο είχε εξολοθρευτεί και ότι στρατός ερχόταν εναντίον τους, παρατάχθηκαν για μάχη και προχώρησαν εναντίον των Αθηναίων οπλιτών θέλοντας να συγκροστούν μαζί τους σώμα με σώμα· αυτοί είχαν παραταχτεί απάναντί τους, ενώ στα πλάγιακαι πίσω τους ήταν οι ψιλοί. Με τους οπλίτες όμως δεν μπόρεσαν να συμπλακούν ούτε να χρησιμοποιήσουν την πολεμική τους τέχνη, ενώ οι Αθηναίοι οπλίτες δεν προχωρούσαν να χτυπηθούν αλλά έμεναν ήσυχοι. Όταν κάπου στις επιθέσεις τους οι ψιλοί ζύγωναν πολύ, οιΛακεδαιμόνιοι τους έτρεπαν σε φυγή, αλλά αυτοί και τότε, πισωγυρίζοντας, αμύνονταν και προλάβαιναν εύκολα να ξεφύγουν, τόσο γιατί ήταν ελαφριά οπλισμένοι όσο κι επειδή τα μέρη ήταν ανώμαλα και κακοτράχαλα, αφού δεν είχαν πριν κατοικηθεί· σ' ένα τέτοιο έδαφος οι Λακεδαιμόνιοι, με τον βαρύ τους οπλισμό, δεν μπορούσαν να τους κυνηγούν.[34] Για λίγη ώρα έτσι έκαναν αψιμαχίες μεταξύ τους·όταν όμως οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπορούσαν πια με την ίδια ορμή να τρέχουν και να χτυπούν εκεί που δέχονταν επιθέσεις (οι ψιλοί κατάλαβαν ότι αυτοί ήταν τώρα αργοκίνητοι στην άμυνά τους), κι οι Αθηναίοι είχαν πάρει θάρρος, το πιο πολύ απ' την ολοφάνερη αριθμητική υπεροχή τους, κι είχαν σιγά σιγά συνηθίσει να μην βλέπουν πια τους αντιπάλους τους τόσο φοβερούς όσο πριν, γιατί δεν είχαν πάθει απ' την πρώτη στιγμή ζημιές αντάξιες μ' εκείνες που περίμεναν όταν πρωτόβγαιναν στο νησί κι ήταν το ηθικό τους πεσμένο επειδή θ' αντιμετώπιζαν Λακεδαιμόνιους, τότε νιώθοντας καταφρόνηση απέναντί τους και κραυγάζοντας όλοι μαζί όρμησαν εναντίον τους και τους έριχναν πέτρες και βέλη και ακόντια κι ό,τι άλλο ο καθένας είχε πρόχειρο. Οι κραυγές αυτές μαζί με την επίθεση, προκάλεσαν φόβο στους Λακεδαιμόνιους, ανθρώπους ασυνήθιστους σε τέτοιου είδους μάχη, κι ο κουρνιαχτός απ' τη στάχτη του φρεσκοκαμένου δάσους σηκωνόταν σύννεφο κι ήταν αδύνατο να ιδεί κανείς μπροστά του απ' τα βέλη και τις πέτρες που ριχνονταν από πολλούς ανθρώπους κι ανακατεύονταν με τον κουρνιαχτό. Απ' τη στιγμή αυτή ο αγώνας για τους Λακεδαιμονίους γινόταν δύσκολος, γιατί ούτε τα κράνη τους προστάτευαν απ' τα βέλη, και τα μικρά κοντάρια που έριχναν έσπαζαν κιοι μύτες έμεναν καρφωμένες πάνω στους θώρακες και τις ασπίδες τους· δεν ήξεραν πια τι να κάμουν, αφού τους είχε αποκλειστεί κάθε δυνατότητα να ιδούν μπροστά τους, κι απ' τις δυνατές κραυγές των εχθρών δεν άκουγαν τις διαταγές που τους δίνονταν· ο κίνδυνος τους έζωνε από παντού και δεν ελπίζανε ότι θα βρουν κάποιον τρόπο άμυνας που θα τους εξασφάλιζε τη σωτηρία.[35] Τέλος όταν τραυματίζονταν πια πολλοί, επειδή στριφογύριζαν στο ίδιο μέρος, πύκνωσαν την παράταξή τους και τραβήχτηκαν στο οχυρό στην άκρη του νησιού, που δεν ήταν πολύ μακριά, και στους δικούς τους φρουρούς εκεί. Όταν άρχισαν να υποχωρούν τότε πια οι ψιλοί μ΄ακόμη δυνατότερες κραυγές, γιατί είχαν πάρει θάρρος, τους ρίχνονταν κι όσους Λακεδαιμόνιους πρόφταιναν στην υποχώρηση τους σκότωναν· οι πιο πολλοί όμως πέτυχαν να ξεφύγουν στο οχυρό και μαζί με τη φρουρά του παρατάχτηκαν για να υπερασπίσουν κάθε ευκολοπρόσβλητο σημείο. Οι Αθηναίοι τους ακολούθησαν, αλλά εξαιτίτας της οχυρότητας της θέσης δεν μπορούσαν να τους υπερφαλαγγίσουν και να τυς κυκλώσουν· τους ζύγωσαν λοιπόν από εμπρός και προσπαθούσαν να τους απωθήσουν. Για πολλή ώρα, το μεγαλύτερο μέρος της μέρας, οι δυο αντίπαλοι, αν και ταλαιπωρούνταν από τη μάχη και τη δίψα και τον ήλιο, άντεχαν, προσπαθώντας οι Αθηναίοι να εκτοπίσουν τους Λακεδαιμόνιους απ' το ύψωμα, κι αυτοί να μην υποχωρήσουν· οι Λακεδαιμόνιοι τώρα αμύνονταν πιο εύκολα από πριν, γιατί δεν ήταν κυκλωμένοι απ' τα πλάγια.[36] Επειδή το είδος αυτό της μάχης δεν είχε τέλος, ο στρατηγός των Μεσσηνίων πήγε στον Κλέωνα και τον Δημοσθένη και τους είπε πως άδικα κοπιάζουν· αν όμως θέλουν να του δώσουν ένα τμήμα απ' τους ψιλούς για να επιχειρήσει να βρεθεί στα νωτα του εχθρού από κάποιο μονοπάτι που θα 'βρισκε ο ίδιος, είπε πως νόμιζε ότι θα εκβιάσει την προσπέλαση του οχυρού. Αφού πήρε ό,τι ζήτησε, ξεκίνησε από μέρος αθέατο απ' τους εχθρούς, ώστε να μην τον δουν εκείνοι, και σκαρφαλώνοντας συνεχώς στους γκρεμούς του νησιού, όπου μπορούσε να πατήσει, και σε μέρη που δεν τα φύλαγαν οι Λακεδαιμόνιοι, γιατί πίστεψαν ότι είναι απ' τη φύση τους οχυρά, κατόρθωσε, με δυσκολία και κόπο μεγάλο, χωρίς να τον καταλάβουν, να έλθει από γύρω, κι όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε επάνω στο ύψωμα, στα νώτα τους, τρόμαξε με την απροσδόκητη εμφάνιση τους εχθρούς, ενώ οι Αθηναίοι, που είδαν όσα περίμεναν, πήραν ακόμη μεγαλύτερο θάρρος. Οι Λακεδαιμόνιοι, που βάλλονταν τώρα κι απ' τις δυο μεριές, βρίσκονταν στην ίδια θέση, για να συγκρίνω τα μικρά με τα μεγάλα, που είχαν βρεθεί στις Θερμοπύλες· γιατί κι εκείνοι σκοτώθηκαν ότα οι Πέρσες ήρθαν πίσω τους από το μονοπάτι, κι αυτοί τώρα, επειδή βάλλονταν κι απ' τις δυο μεριές, δεν άντεχαν, πολεμώντας λίγοι με πολλούς κι εξαντλημένοι σωματικά από την έλλειψη τροφής άρχισαν να υποχωρούν κι οι Αθηναίοι κυρίευαν τώρα τα περάσματα προς αυτούς.  {σημ. Α. Γεωργοπαπαδάκου: Ο Θουκυδίδης θεωρεί τον πελοποννησιακό πόλεμο τον μεγαλύτερο στην Ελληνική ιστορία ως την εποχή του (από την άποψη συμμετοχής Ελληνικών πόλεων), αυτό όμως δεν τον τυφλώνει ώστε και να μην βλέπει τη διαφορά που χωρίζει τα γεγονότα του 490 και 480 κι εκείνα του 431-404· όπως έχει ήδη παρατηρήσει ο Ullrich, με τη φράση «ως μικρόν μεγάλω εικάσαι» "για να συγκρίνω τα μικρά με τα μεγάλα" ο ιστορικός πραγματικά υποτιμά τον αγώνα των Λακεδαιμονίων στη Σφακτηρία.} 
{Εγώ θα 'λεγα ότι ο Θουκυδίδης απλώς βάζει τα πράγματα στη σωστή τους θέση, τηρώντας τις αναλογίες και επισημαίνοντας την ποσοτική και ποιοτική διαφορά των δύο γεγονότων. Η υποτίμηση του αγώνα των Λακεδαιμονίων εκ μέρους του ιστορικού είναι συμπέρασμα των μεταγενέστερων κι ενδεχομένως του οποιουδήποτε παρατηρητή. Άλλωστε το χωρίο Δ 40, 2 που αναφέρει το ανέκδοτο για τον αιχμάλωτο Σπαρτιάτη, δείχνει άλλη διάθεση· ο ιστορικός εκτιμά τη γενναιότητα των Λακεδαιμονίων, αλλά καταγράφει και επισημαίνει τη στρατηγική και τακτική ανωτερότητα των Αθηναίων.}[37] 
Ο Κλέωνας κι ο Δημοσθένης κατάλαβαν ότι αν οι Λακεδαιμόνιοι υποχωρούσαν και το ελάχιστο ακόμη θα εξοντώνονταν απ' τη στρατιά τους, γι' αυτό σταμάτησαν τη μάχη και συγκράτησαν τους στρατιώτες τους, επειδή ήθελαν να τους φέρουν ζωντανούς στους Αθηναίους· ελπίζανε πως αν άκουαν τον κήρυκα να τους προσκαλεί να παραδώσουν τα όπλα, θα μπορούσε να σπάσει το ηθικό τους και να υποκύψουν στον κίνδυνο που ήταν μπροστά τους· τους πρότειναν λοιπόν με κήρυκα να παραδοθούν με τα όπλα τους στους Αθηναίους με τον όρο να αποφασίσουν εκείνοι γι' αυτούς ό,τι νομίζουν.[38] 
Οι Λακεδαιμόνιοι όταν άκουσαν την πρόταση, άφησαν κάτω οι περισσότεροι τις ασπίδες τους και κούνησαν τα χέρια, δείχνοντας ότι δέχονται όσα πρότεινε ο κήρυκας. Ύστερα έγινε ανακωχή και συναντήθηκαν για να συζητήσουν ο Κλέωνας κι ο Δημοσθένης κι από κείνους ο Στύφωνας του Φάρακα· απ' τους προηγούμενους αρχηγούς ο πρώτος, ο Επιτάδας, είχε σκοτωθεί, κι ο Ιππαγρέτας, εκλεγμένος δεύτερος στη σειρά, κειτόταν ανάμεσα στους νεκρούς, ενώ ακόμη ζούσε, επειδή τον νόμιζαν πεθαμένο· ο Στύφωνας ήταν εκλεγμένος τρίτος στη σειρά, σύμφωνα με το νόμο, για να αναλάβει την αρχηγία, αν πάθαιναν κάτι άλλοι δύο. Ο Στύφωνας κι όσοι τον συνόδευαν έλεγαν ότι θέλουν να στείλουν κήρυκα στους Λακεδαιμόνιους στης στεριάς για να τους ρωτήσουν τι να κάμουν. Οι Αθηναίοι όμως δεν άφησαν να πάει κανένας απ' αυτούς, αλλά καλούσαν οι ίδιοι απ' τη στεριά κήρυκες που πήγαν κι ήρθαν, ανταλλάζοντας ερωτήσεις με τους δικούς τους, δυο ή τρεις φορές· ο τελευταίος απεσταλμένος των Λακεδαιμονίων της στεριάς που πέρασε στο νησί τους έφερε το μήνυμα: «Οι Λακεδαιμόνιοι σας προστάζουν οι ίδιοι να αποφασίστε για τον εαυτό σας, χωρίς όμως να κάνετε τόποτε που να σας ντροπιάζει». Αυτοί τότε συσκέφτηκαν αναμεταξύ τους και παραδόθηκαν με τα όπλα τους. Τη μέρα εκείνη και την νύχτα που ακολουθούσε οι Αθηναίοι τους φρουρούσαν · την άλλη μέρα, αφού στήσανε τρόπαιο στο νησί, έκαναν όλες τις ετοιμασίες για την αναχώρηση και μοίρασαν τους αιχμαλώτους στους τριηράρχους για φύλαξη· οι Λακεδαιμόνιοι στείλανε κήρυκα και μετακομίσανε τους νεκρούς τους στη στεριά. Ο αριθμός αυτών ου σκοτώθηκαν και πιάστηκαν ζωντανοί στο νησί είναι ο ακόλουθος: Στο νησί πέρασαν τετρακόσιοι είκοσι οπλίτες όλοι κι όλοι· απ' αυτούς ζωντανοί μεταφέρθηκαν στην Αθήνα διακόσιοι ενενήντα δύο· οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Απ' αυτούς τους ζωντανούς, Σπαρτιάτες ήταν γύρω στους εκατόν είκοσι. Αθηναίοι δεν σκοτώθηκαν πολλοί, γιατί η μάχη δεν έγινε σώμα με σώμα.[39] 
Η πολιορκία των ανδρών στη Σφακτηρία, απ' την ημέρα της ναυμαχίας ως την ημέρα της μάχης στο νησί, κράτησε εβδομήντα δύο μέρες. Απ' αυτές είκοσι κάπου μέρες, εκείνες που οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις έλειψαν στην Αθήνα για να διαπραγματευτούν ειρήνη, τροφοδοτούνταν κανονικά, τις υπόλοιπες όμως τρέφονταν απ' τα όσα έφταναν κρυφά στο νησί. Ύστερα από την παράδοση βρέθηκε στο νησί κάποια ποσότητα σταριού κι άλλα τρόφιμα, γιατί ο Επιτάδας έδνε στους στρατιώτες μικρότερες μερίδες απ' αυτές που θα μπορούσε. Οι Αθηναίοι λοιπόν κι οι Πελοποννήσιοι απόσυραν το στρατό τους από την Πύλο και γύρισαν καθένας στον τόπο του, κι η υπόσχεση του Κλέωνα, μόλο που ήταν τρελή, πραγματοποιήθηκε· μέσα σε είκοσι μέρες έφερε στην Αθήνα τους άντρες, όπως υποσχέθηκε. 
Επισημαίνω: 
-  Οι Λακεδαιμόνιοι στη στεριά πρέπει να είχαν δει, οπότε γνώριζαν ότι είχαν καταφτάσει ενισχύσεις στην Πύλο από την Αθήνα. Την ημέρα της απόβασης των Αθηναίων στη Σφακτηρία πρέπει να είδαν ότι γινόταν επίθεση εναντίον των ανδρών τους στο νησί. Την ώρα εκείνη, όπως αναφέρει ο ιστορικός, το οχυρό των Αθηναίων στην Πύλο φυλαγόταν μόνον από τους φρουρούς του· όλοι οι υπόλοιποι ήταν στη Σφακτηρία. Δεν είχαν βέβαια πλοία στη διάθεσή τους, αφού τα είχαν κατακρατήσει οι Αθηναίοι από τον καιρό της ανακωχής· ωστόσο εκείνη την ώρα τους δινόταν η καλύτερη ευκαιρία να επιτεθούν και να καταλάβουν με έφοδο το αθηναϊκό οχυρό απ' την ξηρά. Αλλά δεν έκαναν τίποτα. 
- Οι Λακεδαιμόνιοι στο νησί πρέπει να είχαν δει επίσης τις ενισχύσεις που είχαν έρθει από την Αθήνα. Σίγουρα κατέφταναν διαρκώς πλοία από την Αθήνα με εφόδια, αλλά ο αριθμός των πλοίων που έφτασαν τελευταία ήταν σίγουρα μεγαλύτερος από τις συνήθεις εφοριοπομπές των Αθηναίων. Αυτό όμως δε φάνηκε να τους ανησυχεί. Ο ιστορικός αναφέρει συγκεκριμένα ότι αντιλήφθηκαν και τις κινήσεις των πλοίων που μετέφεραν το αποβατικό σώμα, αλλά το θεώρησαν συνηθισμένη νυχτερινή περίπολο. Γι' αυτό και δεν κινητοποιήθηκαν έγκαιρα. Η φρουρά του νότιου φυλακίου αιφνιδιάστηκε και αποδεκατίστηκε, χωρίς καν να προλάβει να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους στα άλλα στρατόπεδα. Το τελικό αποτέλεσμα δε θα ήταν διαφορετικό, αλλά ο αριθμός των νεκρών θα ήταν ασφαλώς μικρότερος. 
- Σε επίπεδο στρατιγικής οι Αθηναίοι ανάγκασαν τους Πελοποννήσιους να εγκαταλείψουν γρήγορα την Αττική, όπου είχαν εκστρατεύσει την άνοιξη. Και κατάφεραν να πλήξουν το κύρος των Λακεδαιμονίων έχοντας οργανώσει με επιτυχία μια τέτοιαν επιχείρηση στο έδαφός τους.[40]. 
Αυτό που έγινε τότε ήταν το πιο εκπληκτικό πράγμα που συνέβη κατά τη διάρκεια του πολέμου στους Έλληνες· γιατί είχαν την πεποίθηση ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν παρέδιδαν τα όπλα ούτε από πείνα ούτε από καμιάν άλλην ανάγκη, αλλά πεθαίνουν κρατώντας τα και μαχόμενοι. 
Αυτό που έγινε τότε ήταν το πιο εκπληκτικό πράγμα που συνέβη κατά τη διάρκεια του πολέμου στους Έλληνες· γιατί είχαν την πεποίθηση ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν παρέδιδαν τα όπλα ούτε από πείνα ούτε από καμιάν άλλην ανάγκη, αλλά πεθαίνουν κρατώντας τα και πολεμώντας. Δεν πίστευαν ότι όσοι παράδωσαν τα όπλα ήταν όμοιοι με τους σκοτωμένους. Κάποιος από χώρα συμμαχική των Αθηναίων ρώτησε κάποτε ένα από τους αιχμαλώτους που πιάστηκαν στο νησί, για να τον πειράξει, αν οι σκοτωμένοι συναγωνιστές τους ήταν γενναίοι και καθώς πρέπει· κι εκείνος του απάντησε ότι η μύτη - εννοώντας την αιχμή του βέλους - θα είχε μεγάλην αξία, αν μπορούσε να διακρίνει τους γενναίους, υπαινισσόμενος ότι οι πέτρες και τα βέλη σκότωναν όποιον έβρισκαν αδιακρίτως.[41] 
Όταν μεταφέρθηκαν οι αιχμάλωτοι στην Αθήνα, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τους κρατήσουν φυλακισμένους, μέχρι να έρθουν σε συνεννόηση με τους Πελοποννησίους, αλλά αν εκείνοι εισβάλουν στη χώρα, να τους βγάλουν και να τους σκοτώσουν. Εγκατέστησαν φρουρά στην Πύλο και οι Μεσσήνιοι από τη Ναύπακτο τη θεωρούσαν σαν πατρίδα τους (γιατί η Πύλος ανήκε στη γη της Μεσσηνίας παλιά) στέλνοντας δικούς τους και λεηλατούσαν τη Λακωνία και προξενούσαν μεγάλες ζημιές, αν και μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Οι Λακεδαιμόνιοι μην έχοντας δοκιμάσει στα προηγούμενα χρόνια ληστρικές επιδρομές και τέτοιου είδους {ανορθόδοξο} πόλεμο, και καθώς κι οι Είλωτες αυτομολούσαν, φοβόταν μήπως προκληθεί μεγαλύτερη πολιτειακή μεταβολή στη χώρα τους. Γι' αυτό δυσφορούσαν και παρότι δεν ήθελαν να φανεί αυτό στους Αθηναίους, έστελναν πρεσβευτές και προσπαθούσαν να τους αποδοθεί και η Πύλος και οι άνδρες. Αλλά εκείνοι είχαν μεγαλύτερες απαιτήσεις και έδιωχναν άπρακτους όσους πρέσβεις και να έστελναν. Αυτά λοιπόν ήταν τα γεγονότα στην Πύλο. 
Εικόνα 
 
ΥΓ: Τότε που το ευφάνταστο και πολυμήχανο κωμωδιογραφικό ταλέντο του Αριστοφάνη μετέτρεπε την κωμωδία σε πολιτικό λόγο καυτηριάζοντας την τακτική του δημαγωγού Κλέωνα. Ο ίδιος υποδυόμενος τον Παφλαγώνα (την καρικατούρα του Κλέωνα) θέλησε να χτυπήσει με τον πιο καυστικό τρόπο τον πολιτικό του αντίπαλο και προσωπικό εχθρό του από τις πολιτικές διαμάχες που είχε προκαλέσει ο 8χρονος Πελοποννησιακός πόλεμος. Ο Αριστοφάνης, φανατικός ολιγαρχικός, υποστήριζε την ειρήνη, ήδη από τα προηγούμενα έργα του, "Αχαρνῆς" και "Βαβυλώνιοι". Υποστηρίζει τους Ἱππῆς, το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα των ολιγαρχικών. Από ότι φαίνεται ο Αριστοφάνης έγραψε τους Ἱππῆς εν βρασμώ γιατί προσπαθεί να κερδίσει έδαφος έναντι του πολιτικού του αντιπάλου Κλέωνα ο οποίος μόλις έχει καταφέρει μία περίλαμπρη νίκη εναντίον των Σπαρτιατών στο νησί Σφακτηρία της Πύλου. Μία νίκη που του την είχαν προετοιμάσει οι δύο στρατηγοί Δημοσθένης και Νικίας (στο έργο Α' και Β' δούλος). Είναι η πρώτη του κωμωδία, πολιτική σάτιρα, που θίγει ξεκάθαρα πολιτικά πρόσωπα, την υπογράφει με το όνομά του, και καταφέρνει να κερδίσει το πρώτο βραβείο. 
Πηγές 
 
Παραπομπές (μετάφραση: Α. Γεωργοπαπαδάκου) : 
1.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.2 
2.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.3 
3.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.4 
4.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.5 
5.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.6 
6.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.8 
7.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.9 
8.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.10 
9.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.11 
10.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.12 
11.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.13 
12.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.14 
13.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.15 
14.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.16 
15.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.17 
16.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.18 
17.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.19 
18.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.21 
19.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.22 
20.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.23 
21.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.26 
22.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.27 
23.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.28 
24.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.29 
25.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.30 
26.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.31 
27.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.32 
28.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.33 
29.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.34 
30.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.35 
31.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.36 
32.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.37 
33.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.38 
34.Άλμα πάνω ↑ Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.39 
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου