Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Ο ΦΟΙΝΙΚΟΥΣ ΛΙΜΗΝ ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΣΟΝ ΧΩΜΑ


ΤΟΥ ΘΕΟΔ. ΚΩΝ. ΜΠΛΟΥΓΟΥΡΑ
==================
Ο ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ όρος «Φ ο ι ν ι κ ο ύ ς λ ι μ ή ν» αναφέρεται από τον Ιεράρχη Μελέτιο ‘τον εξ Ιωαννίνων’ (κατά κόσμον Μιχαήλ Μήτρου, 1661- 1714), που ποιμενάρχησε στην Πελοπόννησο τα έτη 1701-1703. Παράλληλα με το κύριο έργο του επέδειξε ενδιαφέρον και για τα γεωγραφικά της Πελοποννήσου. Μία από τις παραγράφους του ιδιαιτέρου αυτού ενδιαφέροντος είναι και η επιγραφομένη «ΠΕΡΙ ΜΕΣΣΗΝΊΑΣ». Εκεί, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξει: « … Αύται αι νήσοι λέγονται με εν όνομα Οινούσαι, κοινώς Σαπιέντζαι, αντίκρυ των οποίων είναι και ο Φοινικούς λιμήν». Ο ανωτέρω «Φ ο ι ν ι κ ο ύ ς λ ι μ ή ν» δεν είναι άλλος, παρά ο πασίγνωστος τουριστικός παραθαλάσσιος οικισμός, η Φοινικούντα.  «Ο Φοινικούς λιμήν», λοιπόν – και πώς από αυτό το αρσενικό προέκυψε το θηλυκό η Φοινικούς (και: η Φοινικούντα;) Γιατί λέμε η Φοινικούς (η Φοινικούντα) και όχι ο Φοινικούς ( ο Φοινικούντας;). Είναι ένα θέμα.
*
ΑΡΧΗ σοφίας ονομάτων επίσκεψις» έλεγαν οι αρχαίοι Γραμματικοί. ‘Επίσκεψις’ όχι με την έννοια «γεια σας, καλώς σας βρήκαμε, τι κάνετε, καλά;», αλλά με την έννοια της λεπτομερειακής εξέτασης. Ακόμα καλύτερα: της εξονυχιστικής ανάκρισης. Ας δούμε, λοιπόν. Η συνεκφορά ‘’φοινικούς λιμήν’’ – με μικρό φι αρχή αρχή – προέρχεται από την άλλη με ασυναίρετη μορφή του επιθέτου: «φοινικόεις λιμήν». Το επίθετο είναι αρχαίο τριτόκλιτο, τριγενές και τρικατάληκτο. Κλίνεται στον ενικό αριθμό, που μας χρειάζεται εδώ και στα τρία γένη ως εξής – προτάσσω τον ασυναίρετο τύπο και ακολουθεί με διαχωριστικό ο συνηρημένος τύπος: «Ο φοινικόεις/φοινικούς, η φοινικόεσσα/φοινικούσσα, το φοινικόεν/ φοινικούν – του φοινικόεντος/ φοινικού-ντος, της φοινικοέσσης/φοινικούσσης, του φοινικόεντος /φοινικούντος – τω φοινικόεντι/φοινικούντι, τη φοινικοέσση/φοινικούσση, τω φοινικόεντι/φοινικούντι – τον φοινικόεντα/φοινικούντα, την φοινικόεσσαν/φοινικούσσαν, το φοινικόεν/ φοινικούν – ω φοινικοεν/φοινικούν, ω φοινικόεσσα /φοινικούσσα, ω φοινικόεν/ φοινικούν».
*
ΜΕ ΑΥΤΗΝ την κατάληξη ‘’-όεις>-ούς’’ κλπ. το επίθετο ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των επιθέτων που σημαίνουν πλησμονή από αυτό πού δηλώνει το οικείο ουσιαστικό, δηλαδή το ουσιαστικό, από το οποίο παράγεται το επίθετο. Λέμε λ. χ. ο αστερόεις ουρανός και εννοούμε τον ουρανό, που είναι γεμάτος αστέρια – η λέξη αστέρια είναι το οικείο ουσιαστικό του επιθέτου αστερόεις. Η αστερόεσσα σημαία (της Αμερικής) είναι η σημαία, που είναι γεμάτη αστέρια. Στο επίθετο ‘’αστερόεις’’ η γλώσσα δεν προχώρησε σε συναίρεση και να πει ο ‘’αστερούς ουρανός’’, η ‘’αστερούσα σημαία’’. Έμεινε στο ασυναίρετο ‘’αστερόεις’’ και ‘’αστερόεσσα’’. Τα επίθετα του είδους αυτού κάνουν παιχνίδι, να το πω έτσι, με το σχήμα συναίρεση – μη συναίρεση. Δεν συναιρούνται πάντοτε. Από παλιά αυτό. Ο Όμηρος λ.χ. το 800 π. Χ. κάνει λόγο για μια «Πήδασον αμπελόεσσαν» (Ιλιάδ. Ι, 152) και όχι «αμπελούσσαν». Εννοεί, λένε, τη Μεθώνη. Συναιρούνται ή όχι τα τριτόκλιτα επίθετα του είδους αυτού, δεν παύουν να δηλώνουν πλησμονή. Άλλο, διαφορετικό, είναι το επίθετο ‘’ο φοινικούς, η φοινική, το φοινικούν – του φοινικού, της φοινικής, του φοινικού – τω φοινικώ, τη φοινική, τω φοινικώ – τον φοινικούν, την φοινικήν, το φοινικούν’’. {Συνηρημένο και αυτό, αλλά δευτερόκλιτο (κλητική δεν έχουν αυτά)κατά τη Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ομόρριζο με το τριτόκλιτο, αλλά σημαίνει απλώς ιδιότητα, ο κόκκινος, όχι πλησμονή κόκκινων, υποκόκκινων, υπερκόκκινων, βαθυκόκκινων, ημικόκκινων, λαμπροκόκ-κινων χρωμάτων. Το αφήνουμε.
*
ΤΟ οικείο ουσιαστικό του επιθέτου αυτού, τριτόκλιτου ή δευτερόκλιτου, είναι το αρχαίο όνομα ‘’φοίνιξ’’. «Ο φοίνικ-ς/φοίνιξ, του φοίνικος, τω φοίνικι, τον φοίνικα, ω φοίνικς/φοίνιξ». Και εξομαλυσμένο (από την αιτιατική του: τον φοίνικ-α) στα μεταγενέστερα χρόνια πήρε να κλίνεται εξομαλυσμένα: ο φοίνικας, του φοίνικα, τον φοίνικα, ε φοίνικα.
Η πρώτη πρώτη σημασία της λέξης ‘‘φ ο ί ν ι ξ’’ ήταν η πορφύρα, το κόκκινο χρώμα. Και μάλιστα το λαμπερό κόκκινο χρώμα. Που έβγαινε από κάποια κοχύλια. Πολύτιμο προϊόν. Περιζήτητο και πανάκριβο. Και η ενασχόληση με αυτό, ήτοι η παραγωγή και εμπορία του, απέφερε τεράστια κέρδη. Ύστερα η λέξη λειτούργησε και ως επίθετο διγενές και δικατάληκτο: ο φοίνιξ, η φοίνισσα = ο κόκκινος, η κόκκινη.  Μετά η λέξη ως ουσιαστικό (ουσιαστικοποιημένο επίθετο) κάλυψε το δέντρο χουρμαδιά – φ ο ί ν ι ξ κι αυτό. Μάλλον από το χρώμα των καρπών του, των χουρμάδων.  Το όνομα είχε ρέντα – το συναντούμε και ως προσωπικό: Φοίνιξ – με κεφαλαίο Φι ως κύριο όνομα – ονομαζόταν ο παιδαγωγός του Αχιλλέα – 1204 π. Χ. έγινε ο Τρωκός πόλεμος, που πήγε ο Αχιλλέας, άρα παλιότερα αυτό, παλιότερα. Δεν άραξε στον παιδαγωγό του Αχιλλέα το όνομα , πέταξε και στα πετούμενα. Κάποιο απ’ όλα πήρε το όνομα φ ο ί ν ι ξ. Που ανακηρύχτηκε και ιερό.
*
ΑΠΟ το όνομα φ ο ί ν ι ξ κι από την πρώτη σημασία του ονομάστηκε Φ ο ι ν ί κ η, με κεφαλαίο Φ, μια παράλια χώρα της Μέσης Ανατολής, γιατί εκεί εντοπίστηκε και καλλιεργήθηκε το κοχύλι με το σχετικό κόκκινο χρώμα. Ο κάτοικος Φ ο ι ν ι ξ, η κάτοικος Φ ο ί ν ι σ σ α – με κεφαλαίο Φ, όχι μικρό – τα εθνικά ονόματα ξεκινάνε με κεφαλαίο, όπως Έλληνας, Ελληνίδα.
Πρωτεύουσα της Φ ο ι ν ί κ η ς ήτανε η πόλη Σ ι δ ώ ν α. Κι αυτηνής το όνομα μέσα στο κόκκινο χρώμα είναι. Από το αρχαίο όνομα ‘’σ ί δ η’’, που έτσι λέγανε τη ροϊδιά. Φέρτε στο νου σας τα άνθη της, τον ώριμο καρπό της, τα ρόιδα της. Μέσα στο κόκκινο είναι. Θυμηθείτε οι παλαιοί τους παλαιότερους, που λέγανε τα ηλιοβασιλέματα ‘’σ ι δ ώ μ α τ α’’. Και λέγανε και ‘’σ ί δ ω σ ε η ημέρα’’, όταν ο ήλιος βασίλευε. Τα ονοματικά παράγωγα της ‘’σ ί δ η ς’’ ζούσαν, βλέπεις, μέχρι χθες στον ανεπιτήδευτο λόγο. Ίσως και να ζουν ακόμα. Η λέξη σ ι δ ώ ν α – με μικρό σίγμα ως προσηγορικό όνομα – είναι περιεκτική, σημαίνει τόπο με πολλάς ‘’σ ί δ α ς΄΄, με πολλές ροϊδιές. Όπως λ.χ. η καλαμιώνα = τόπος με πολλά καλάμια, η κυπαρισσώνα = τόπος με πολλά κυπαρίσσια, ο ελαιώνας = τόπος με πολλές ελιές (πολλά λιόδεντρα). Τελικά είτε Φ ο ι ν ί κ η πούμε είτε Σ ι δ ώ ν α, η κοκκινάδα κυριαρχεί.
*
ΙΣΑΜΕ εδώ τα ορεκτικά της υπόθεσης. Και μπαίνουμε στο ψητό. Οι Φ ο ί ν ι κ ε ς με τα πλεούμενά τους περιφέρουν σε λιμάνια, λιμενίσκους και όρμους της Μεσογείου το εμπόρευμά τους: φόρια και υφάσματα, όλα στο κόκκινο και στις αποχρώ-σεις του κόκκινου. Κάποια μοίρα πλεούμενων μπαίνει στον εν λόγω όρμο, απέναντι από τις Οινούσες. Κοκκίνισε ο τόπος! Κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο – φοίνιξ, φοίνιξ, φοίνιξ! «Ο λιμήν επλήσθη Φ ο ι ν ί κ ω ν και Φ ο ι ν ι σ σ ώ ν» με κεφαλαίο Φι, ήτοι ανδρών και γυναικών από τη Φοινίκη, αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι ο λιμήν επλήσθη φοινίκων με μικρό φι, ήτοι κόκκινων, κατακόκκινων προϊόντων. Φ ο ί ν ι κ ε ς και Φ ο ί ν ι σ σ ε ς, με κεφαλαίο Φι, ήτοι άνδρες και γυναίκες από τη Φοινίκη, αφενός ήταν φ ο ί ν ι κ ε ς και φ ο ί ν ι σ σ ε ς, με μικρό φι, ήτοι κόκκινοι κατακόκκινοι και κόκκινες κατακόκκινες, φορώντας φόρια κόκκινα, για να τα προβάλουν, να τα διαφημίσουν, να τα παινέψουν {(άμα δεν παινέψεις το ‘‘σπίτι’’ σου, θα πέσει να σε πλακώσει) λέει μια παροιμία}, αφετέρου διέθεταν προς πώληση φόρια παρόμοια με εκείνα που φορούσαν, αλλά και πλήθος άλλα άλλης χρήσεως, όπως πρώτα πρώτα τα κοιμηθιά, ήτοι μαξιλαροθήκες μονές, μαξιλαρο-θήκες διπλές – τότε υπήρχαν διπλές μαξιλαροθήκες – σεντόνια κατωσέντονα, σεντόνια πανωσέντονα, κουβέρτες καλοκαιρινές, κουβέρτες χειμερινές, στρώματα, παπλώματα, ύστερα πετσέτες φαγητού, τα ντουβαλίθια λέω, άλλες του προσώπου, τα προσόψια λέω, κατόπι μαντίλια, τσεμπέρια, μπαρέζες, μπόλιες, όλα όλα στο κόκκινο και στις αποχρώσεις του!  Έτσι, με τον τόσο ‘’φοίνικα’’ – κόκκινο χρώμα – που μπήκε στον όρμο, πλάστηκε ο όρος «φ ο ι ν ι κ ό ε ι ς λ ι μ ή ν». Η κατάληξη – οεις σημαίνει πλήθος, πλησμονή. Το κατακόκκινο λιμάνι. «Φ ο ι ν ι κ ό ε ι ς λ ι μ ή ν», λοιπόν, και με συναίρεση «φ ο ι ν ι κ ο ύ ς λ ι μ ή ν»! Πότε αυτό; Το λιγότερο χίλια χρόνια προ Χριστού!
*
Ο «ΦΟΙΝΙΚΟΥΣ λιμήν» δίνει και παίρνει στην περιοχή. Δίνει χρώματα, φορέματα, υφάσματα, παίρνει λάδια, σύκα, σταφίδες, κρασιά. Οι Φοίνικες μένουν και μένουν εκεί χρόνια και χρόνια με αυτά τα πάρε δώσε. Το όνομα «φοινικούς λιμήν» βγαίνει από τη θάλασσα στη στεριά και απλώνεται στα παράλια. Και καθιερώνεται ως τοπωνύμιο στην περιοχή, με δικαίωμα κυρίου ονόματος – αρχικό γράμμα κεφαλαίο – «Φ ο ι ν ι κ ο ύ ς λ ι μ ή ν». Έλεγαν «Φ ο ι ν ι κ ο ύ ς  λ ι μ ή ν» και εννοούσαν λιμάνι και παραλία μαζί. Και όλα τα παρακείμενα μέρη. Και με καιρό, με καιρό; Με αρκετή ενδοχώρα. «Φ ο ι ν ι κ ο ύ ς  λ ι μ ή ν» όλα!  Έφυγαν οι Φ ο ί ν ι κ ε ς – πότε; Άγνωστο – το τοπωνύμιο έμεινε. Και το έλεγαν έτσι οι άνθρωποι, μέχρι τα χρόνια της ποιμεναρχίας του Μελέτιου (1701 – 1704). 
*
«ΦΟΙΝΙΚΟΥΣ λιμήν», λοιπόν, και τρέχει η ενδοχώρα - Τσωναίοι, Γριζαίοι, Λαχαναδαίοι, Γιαπαπαίοι, Γριβιτσαίοι, Μεθωναίοι, άλλοι, άλλοι, μπορεί και Μηναγιαίοι, με φορτώματα κρεμμύδι Μηναγιαίικο αυτοί, τρέχουν όλοι για τη σχετική εμπορία.  Με τον καιρό μαγαζιά φυτρώνουν στην ακτή, σπίτια χτίζονται σε διάφορα σημεία, φυτρώνει μια πολίχνη. Το όνομά της είναι έτοιμο από το τοπωνύμιο, «Φοινικούς λιμήν» κι αυτή! Πού να τρέχουν τώρα οι άνθρωποι να συνεδριάζουν για την ονομασία, καθένας να υποστηρίζει τη γνώμη του, «Χίλιοι αντρώποι, χίλια λόγια» που λέει η παροιμία, την ώρα που ο καθημερινός λόγος το έχει επιβάλει, και πώς να πάς κόντρα με τον τόσων χρονών από πάππου προς πάππου καθημερινό λόγο. Πας; Δεν πάς. Τον αποδέχεσαι. Άσε που είναι και πολύ πρωτευουσιάνικος και σου δίνει πόντους ύψους. Και λέγανε, που λες, οι μεν στους δε:
–Ποι πορεύει, ω Μηναγιαίε, όρθρου βαθέος έτι;
–Εις πολίχνην Φοινικούντα λιμένα, ίνα πρίωμαι(2) αντί κρομμύων ερυθρά ιμάτια!
Στο Γριβιτσαίικο πανηγύρι τ’ Αϊ –Λιος, στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, στον ίσκιο της μεγάλης αγριλιάς απολείτουργα την ώρα του χορού με τη ζυγιά τα όργανα στο φουλ, κοιτάει μία, που λες, μιας αλληνής το ωραίο κόκκινο φουστάνι με ποδόγυρο, ήτοι φραμπαλά, το θαυμάζει και τη ρωτάει:
–Ως καλή σοι η κυκλάς εσθής(1) !!! Πόθεν επρίω(2) ταύτην, ω αγαθή;(3)
Κι εκείνη της απαντάει με πολύ ύφος:
– Εκ πολίχνης Φοινικούντος λιμένος επριάμην(2) ταύτην.
Και της το ξαναλέει με την τιμή μαζί. Έτσι, για να της μπει στο μάτι
–Εκ πολίχνης Φοινικούντος λιμένος χιλίων μνων(4)!
Χτύπησε διάνα! Την έκαμε την άλλη να σκάσει από τη ζήλεια της. Και να μωροπαραλογάει:
–Χιλίων μνων!!!!(4) Ως υπέρπολυ το τίμημα!!! Ιιιιι!!!
Λοιπόν, το εμπεδώσαμε; Διευκόλυναν οι αναχρονισμοί που παρελάσανε;
*
Ο ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΡΟΣ «Η πολίχνη Φοινικούς λιμήν» ήταν τον πρώτο καιρό το όνομα του οικισμού, που δημιουργήθηκε. Το ότι το θηλυκού γένους ‘’η πολίχνη’’ πήγαινε αγκαζέ με το αρσενικού γένους ‘’Φοινικούς λιμήν’’ δε δημιουργούσε πρόβλημα. Τέτοια συντροφέματα διαφορετικού γένους και αριθμού γίνονταν και γίνονται στα τοπωνύμια. Ιδού λ. χ. από την αρχαιότητα: «Η πόλις Δελφοί». Θηλυκό ενικού ‘’η πόλις’’, αρσενικό πληθυντικού οι ‘’Δελφοί’’. Και από τα νεότερα χρόνια: «Η πόλη Φιλιατρά». Θηλυκό ενικού ‘’η πόλη’’, ουδέτερο πληθυντικού τα ‘’Φιλιατρά’’. Αναγκαία συμφωνία σε αυτού είδους τις συνεκφορές είναι η πτώση. Σε γένος και αριθμό μπορούν να διαφέρουν, στην πτώση όχι.
*
Ο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ επικοινωνιακός λόγος μέσα στη βαβούρα των προβλημάτων της ζωής δεν αρέσκεται στις ονομασίες σιδηροδρόμους, χάνει χρόνο στην προφορά /απαγγελία τους – άκου «Η πολίχνη Φοινικούς λιμήν», τόσες συλλαβές εκεί πέρα, ξεκινάς τώρα και τελειώνεις…μεθαύριο! Μπορεί αυτά να τα προτείνει ο λόγιος με την άνεσή του από το σπουδαστήριο, έξω όμως στα μέτωπα της αδήριτης βιασύνης δουλεύει ψαλίδι. Πρώτο θύμα η λέξη ‘λιμήν’ στο τέλος. Απομένει ‘’η πολίχνη Φοινικούς’’. Πολύ κι αυτό, κόψε ακόμα, κράτα τα αναγκαία, ποια είναι τα αναγκαία, για να συνεννοείσαι; Κοιτάει, κοιτάει ο βιαστικός τι του χρειάζεται, δεν έχει και χρόνο, ‘’η Φοινικούς’’ λέει – αυτό είναι άλλωστε και το βασικό – και τελειώνει, πετώντας έξω τη λέξη ‘πολίχνη’, που δε λέει και κάτι το ειδικό και συγκεκριμένο,
κρατάει γένος με το άρθρο και ουσιαστικοποιώντας το επίθετο ‘φοινικούς’ σε κύριο όνομα «Φοινικούς» (κεφαλαίο το Φ) του φορτώνει, η καθημερινή χρήση λέω, κάτι το πολύ ειδικό και συγκεκριμένο: τόπο και πορφύρα, κατοικίες και κόκκινο χρώμα, και πάει τελείωσε, έφτασε στο συντομότερο δυνατό τοπωνύμιο. Για τις διαφορές γένους, θηλυκό άρθρο, με όνομα αρσενικό, δε χολοσκάει. Εδώ και ο Όμηρος, ο παγκόσμιας φήμης κι αναγνώρισης μέγας ποιητής μας σερβίρει ένα παρόμοιο: «…αμπελόεντα Επίδαυρον» λέει, (Ιλ. Β, 561), και δε χολοσκάει, θα χολοσκάσει ο καθημερινός;
*
ΜΕ ΤΟΝ ίδιο γλωσσοπλαστικό μηχανισμό έχουν βγει κι άλλα όμοια: Η Κερασούς, της Κερασούντος, τη Κερασούντι, την Κερασουντα, ω Κερασούς• η Τραπεζούς, της Τραπεζούντος, τη Τραπεζούντι την Τραπεζούντα, ω Τραπεζούς• η Σαμψούς, της Σαμψούντος, τη Σαμψούντι, την Σαμψούντα, ω Σαμψούς• η Σελινούς, της Σελινούντος, τη Σελινούντι, την Σελινούντα, ω Σελινούς. Πλάι τους τώρα και η Φοινικούς, της Φοινικούντος, τη Φοινικούντι, την Φοινικούντα, ω Φοινικούς. Λόγιοι γεωγραφικοί όροι αυτοί, λόγια τοπωνύμια.  Με εξομάλυνση τώρα από την αιτιατική πτώση; Η Κερασούντα, της Κερασούντας, η Τραπεζούντα, της Τραπεζούντας, η Σαμψούντα, της Σαμψούντας, η Σελινούντα, της Σελινούντας. Και η Φοινικούντα, της Φοινικούντας. Οι κάτοικοι; Κερασούντιοι, Τραπεζούντιοι, Σαμψούντιοι, Σελινούντιοι. Και Φοινικούντιοι. Ή μήπως Φοινικουνταίοι; Κατά το Αθηναίοι; ‘Ο, τι αγαπούν οι ίδιοι. Πάντως όχι Φοινικαίοι ή Φοινικιώτες. Διότι πέρα από τα ετυμολογικά ελλείμματα θα έχουν προβλήματα με τη διπλανή Φοινίκη (το Αγατζίκι, του Αγατζίκη ή μήπως η Αγατζίκη;).
Και μην πέσουν οι Φοινικούντιοι σε συλλόγιση και λένε «βρε τι είν’ τούτο που μας βρήκε με το ‘’η φοινικούς’’ , ακούς θηλυκό άρθρο με αρσενικό όνομα!» Ας μην ανησυχούν, και η Πύλος είναι έτσι. Ο Πύλος ήταν. Ο Πύλος = η μεγάλη πύλη. Ήτοι: η πόλις ο Πύλος> η πόλις Πύλος> η Πύλος. Αυτά.
……………………
1)Κυκλάς εσθής = (της κυκλάδος εσθήτος) = φουστάνι με ποδόγυρο, με φραμπαλά,
2)Τύποι αορίστου του ρήματος ωνέομαι.>ωνουμαι = αγοράζω.
3)‘Ω αγαθή΄= καλέ κυρία, Μνα, αρχαίο ελληνικό νόμισμα.
4)Μνα = αρχαίο ελληνικό νόμισμα, από τα ακριβά. Η μνα, της μνας… αι μναι, των μνων…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου